«Μυστήρια καί Ἐκκλησιαστικότης» -1ον

Share:

† Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ

1ον

«Ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις»

  α) Μυστήρια: Τίποτε στὴν κτίση δὲν μπορεῖ ἐκκλησιαστικὰ νὰ θεωρηθεῖ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἀνίερο καὶ βέβηλο, ὥστε νὰ μένει ἔξω ἀπὸ τὴν ἁγιαστικὴ λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ κτίση καθ̓ ἑαυτὴν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δημιουργικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ γι’ αὐτὸ «καλὴ λίαν» (Γέν. 1,31). Ἡ κτίση μένει, ἔτσι, πάντα ἀνοικτή στὴν ἁγιαστικὴ θεία Χάρη. Ὁ ἁγιασμός της ὅμως συναρτᾶται μὲ τὸν τρόπο χρήσεώς της ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἢ ἁγιαζόμενος συναγιάζει τὴν κτίση, ἢ ἁμαρτάνοντας τὴ συμπαρασύρει στὴ δική του πτώση, ὥστε νὰ «συστενάζῃ» καὶ νὰ συνωδίνῃ» (Ρωμ. 8, 22). Ἡ «δυνάμει» ἁγία κτίση γίνεται καὶ «ἐνεργείᾳ» μέσῳ τῶν μυστηρίων καὶ λοιπῶν ἁγιαστικῶν πράξεων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ μεγάλος ἑρμηνευτής τῆς Θ. Λειτουργίας Νικ. Καβάσιλας ταυτίζει τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ὕπαρξή της μὲ τὰ μυστήριά της: «Ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις», σημειώνει. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία χωρίς μυστήρια, δυνατότητες δηλαδή μετοχῆς στὴ Θεία Χάρη καὶ συγχρόνως μέσα βιώσεως τοῦ μυστηριακοῦ της χαρακτήρα. Ἡ Ἐκκλησία ὁρίζεται, ἀποκαλύπτεται, φανερώνεται καὶ πραγματώνεται μέσα στὰ μυστήριά της. Κατὰ τὸν ἴδιο δὲ θεολόγο, «ταύτην τὴν ὁδὸν ὁ Κύριος ἔτεμεν εἰς ἡμᾶς ἐρχόμενος καὶ ταύτην ἀνέῳξε τὴν πύλην, εἰσελθὼν εἰς τὸν κόσμον, καὶ εἰς τὸν Πατέρα ἀνελθὼν οὐκ ἠνέσχετο κλεῖσαι, ἀλλ’ ἐξ ἐκείνου διὰ ταύτης ἐπιδημεῖ τοῖς ἀνθρώποις […] Ἐπὶ γὰρ τῶν μυστηρίων τῶν ἱερῶν τὸν τάφον αὐτοῦ γράφοντες, καὶ τὸν θάνατον αὐτοῦ καταγγέλλοντες, δι’ αὐτῶν γεννώμεθα καὶ πλαττόμεθα καὶ ὑπερφυῶς συναπτόμεθα τῷ Σωτῆρι […] Ταῦτα γάρ ἐστι, δἰ ὧν ἐν αὐτῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν…» (Πράξ. 17,28). Ἡ Ἐκκλησία, συνεπῶς, «ὑπάρχει και συνεχῶς μορφοῦται ἐν τοῖς μυστηρίοις καὶ διὰ τῶν μυστηρίων». Τὰ ὅριά της προσδιορίζονται τοπικά, μόνο σύμφωνα μὲ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. «Οἱ διαβιοῦντες ἐκτὸς τῆς μυστηριακῆς ζωῆς τῆς ἀγάπης εἶναι ἐκτὸς τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ». Ἔξω ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ κυριαρχοῦν ὁ Σατανᾶς καὶ οἱ δυνάμεις του.

   Ἐφ ̓ ὅσον, βέβαια, «τὸ θεμέλιον τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ χάρις», ὅ,τι τελεῖται στὴ λατρεία της εἶναι μεταδοτικὸ χάριτος. Γι ̓ αὐτὸ δὲν εἶναι τὰ ἑπτὰ καθιερωμένα μυστήρια (Βάπτισμα, Χρίσμα, Θ. Εὐχαριστία, Ἱερωσύνη, Μετάνοια, Γάμος, Εὐχέλαιο) τὰ μόνα ἁγιαστικὰ μέσα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλες λατρευτικές πράξεις της, ποὺ μποροῦν νὰ ὀνομασθοῦν «μυστηριοειδεῖς», ὅπως λ.χ. ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ, ποὺ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς φαινομενολογίας «ἔχουν πάντα τὰ εἰδολογικὰ καὶ καθ’ ὕλην γνωρίσματα τῆς τελεσιουργίας τῶν μυστηρίων». Οἱ παραπάνω ὅμως ἑπτὰ συγκεκριμένες λειτουργικές πράξεις ἐπεκράτησαν νὰ ὀνομάζονται μυστήρια καὶ συνιστοῦν τὸ ἐπίκεντρο ὄχι μόνο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς λατρείας της.

Μυστήρια στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ὀνομάζονται «ἑπτὰ συγκεκριμένες δυνατότητες ὀργανικῆς ἔνταξης ἢ δυναμικῆς ἐπανένταξης τοῦ ἀτομικοῦ βίου στὴν ἑνοείδεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, προσωπικῆς μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Καὶ αὐτὲς οἱ δυνατότητες μετοχῆς εἶναι ταυτόχρονα καὶ γεγονότα φανέρωσης καὶ πραγμάτωσης τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας». Κάθε μυστήριο εἶναι δυνατότητα ἐνσωματώσεως τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, στὴ θεανθρώπινη πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ μεταβολῆς τοῦ «παρὰ φύσιν» τρόπου τῆς πεπτωκυίας ὑπάρξεως στὴν «κατὰ φύσιν» ζωὴ καὶ ὕπαρξη, ποὺ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο δεκτικὸ τῆς θείας χάρης”. Μέσα στὰ μυστήρια «καινουργεῖται» ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀνακαινίζεται καὶ θεουργεῖται. Ὁ ὅρος «μυστήριο», ἔτσι, στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα δὲν σημαίνει κάτι τὸ «ἀποκρυφιστικό», ἀλλὰ χρησιμοποιεῖται, γιὰ νὰ δηλωθεῖ ὅτι τὸ πραγματοποιούμενο μέσῳ αὐτῶν δὲν ἐξαντλεῖται στὴ φαινομενολογία τῶν αἰσθητῶν συμβόλων». Ὡς φορεῖς θείας ζωῆς, τὰ μυστήρια ἐμβολιάζουν τὴ ζωὴ αὐτὴ στὰ μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, καθιστώντας τα «μετόχους ζωῆς αἰωνίου».

Τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας διακρίνονται γιὰ τὴ Χριστοκεντρικότητά τους. Τελοῦνται ἐν Χριστῷ, μέσα στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ σώζουν μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι φυσικὴ δόξα ὅλης τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ χριστολογικός χαρακτήρας τῶν μυστηρίων διατυπώνεται μὲ ἔξοχο τρόπο ἀπὸ τὸν Ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης στὸ ἔργο του «Περὶ Ἱερωσύνης»: Ὁ Χριστὸς «πανταχοῦ (ἐστί) τῇ τελετῇ καὶ κοινωνίᾳ […] Οὕτως ἠθέλησεν ὁ πάντων τεχνίτης τὴν αὐτὴν λειτουργίαν καὶ ἄνω καὶ κάτω τελεῖσθαι. Καὶ Αὐτὸς οὕτως ὤφθη πεποιηκώς, καὶ ἄνθρωπος ὀφθεὶς δἰ Ἑαυτοῦ τὴν μεθ ̓ ἡμῶν ἕνωσιν ἐξετέλεσε […] Ἡμῶν δὲ τὴν κτιστὴν προσείληφε κτίσιν, καὶ ὑποστατικῶς ἡμῖν ἥνωται, καὶ τῇ βροτείᾳ φύσει τῶν τῆς θεότητος μεταδίδωσιν αὐχημάτων, ἐνδεδυμένος ἀχωρίστως καὶ ἀσυγχύτως αὐτήν. Ἐν αὐτῷ γάρ φησι, κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς (Κολ. 2,9). Ὡράθη οὖν καὶ πάλιν, ὡς εὐδόκησε, καθορᾶται. Καὶ ἑαυτὸν δέδωκεν ἡμῖν, καὶ ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ τανῦν αὖθις δίδωσι. Καὶ τῶν τοιούτων ἔργων ἡμεῖς λειτουργοὶ καὶ ὑπηρέται καὶ μύσται […] Ὢ τοῦ θαύματος! Τοῖς μυστηρίοις γινόμενος καὶ φαινόμενος καὶ διδόμενος, καὶ φερόμενος, καὶ ἱλεούμενος, καὶ μεταλαμβανόμενος» PG155, 956/7. Ὁ λόγος καὶ ὁ σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι, κατὰ τὸν Ἅγιο Συμεών, ἡ ἀναγέννηση καὶ ὁ ἁγιασμὸς τοῦ κόσμου. Αὐτὸ φαίνεται ἰδιαίτερα στὴ θεία λατρεία: «Ὁ Χριστός, καθ ̓ ἡμᾶς γεγονός, ἵνα ἁγιάσῃ ἡμᾶς διπλοῦς ὄντας, καὶ μυστηρίων ἐδεήθη, καὶ διπλῶς ἡμῖν τὴν χάριν ἐβράβευσεν». Αὐτὸς εἶναι, ποὺ οὐσιαστικὰ ἐνεργεῖ τὰ πάντα στὴν τέλεση τῶν μυστηρίων: «Διὸ καὶ τὴν χάριν Αὐτοῦ ἡμῖν (= στοὺς ἱερεῖς) ἐνεφύτευσεν, ἵνα δι’ ἡμῶν ἐνεργῇ […] Διὸ οὐδὲ ἡμεῖς (= οἱ ἱερεῖς ἐνεργοῦμεν τελοῦντες τὰ μυστήρια, ἀλλὰ λειτουργοῦμεν μόνον, ἤτοι ὑπηρετοῦμεν, Αὐτὸς δὲ δι’ ἡμῶν ἐνεργεῖ». Ἔτσι παρουσιάζει ὁ Ἅγιος – λειτουργιολόγος τὸν χριστολογικό χαρακτήρα τῶν μυστηρίων, ποὺ εἶναι καὶ ἡ προϋπόθεση τῆς ἐκκλησιαστικότητάς τους.

Ἐκκλησία καὶ μυστήρια συνδέονται ὀργανικά, δεδομένου ὅτι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, θεμελιωμένη στὸ γεγονὸς τῆς ἐνσαρκώσεως, εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της μυστήριο καὶ πηγὴ τῆς χάρης «ἀρχὴ καὶ τέλος ὅλων τῶν μυστηρίων». Τὰ καλούμενα μυστήρια καὶ οἱ «μυστηριοειδεῖς» πράξεις τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι παρὰ φανερώσεις τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ μυστηρίου, «γεγονότα» τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ «ἐσχατολογικὰ μαρτύρια τῆς ἀποστολῆς της». Ἡ λατρεία γίνεται, συνεπῶς, χῶρος καὶ χρόνος τῆς προσφορᾶς σὲ κάθε πιστὸ τῆς δυνατότητας μετοχῆς στὴ παρεχομένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία – Χριστὸ χάρη, δεδομένου μάλιστα, ὅτι τὰ μυστήρια δὲν εἶναι ἁπλοὶ ἀγωγοί χάριτος, ἀλλὰ ταυτίζονται μὲ τὴ χάρη καὶ σωτηρία, ὡς «ἐνεργὸς ἐπέκταση τῆς ἀπολυτρωτικῆς παρουσίας καὶ δράσεως τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ Ἀναστημένου Κυρίου» μέσα στὸ σῶμά Του, τὴν Ἐκκλησία.

Μέσῳ τῶν μυστηρίων καὶ τῶν λοιπῶν ἁγιαστικῶν πράξεων τῆς Ἐκκλησίας προσφέρεται ἡ ἁγιαστικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὡς φανέρωση τῆς ἀγάπης Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή γίνεται ὅμως βαθμιαία. «Ἡ δημιουργία τῆς τάξεως τῶν κατηχουμένων καὶ τῶν φωτιζομένων ὑπηρέτει ἀκριβῶς τὸν σκοπὸν τῆς βαθμιαίας ἀποκαλύψεως τοῦ φωτὸς τοῦ Χριστοῦ καὶ διανοίξεως τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τῶν ὤτων τῶν ἀμυήτων». Κατὰ τὸν καθηγ. Ἰω. Φουντούλη, ἡ τριμερής διαίρεση τοῦ ναοῦ (νάρθηκας -κυρίως ναός- βῆμα) τὸ ὑπερυψωμένο τέμπλο, ἡ παρουσία εἰκόνων, τὰ βῆλα καὶ βημόθυρα, δὲν εἶναι παρὰ στοιχεῖα, ποὺ βοηθοῦν σ ̓ αὐτὴ τὴν κλιμακωτὴν ἀνάβασιν καὶ θεοφάνειαν». Κυριαρχεῖ ἡ τάση τῆς ἀποκρύψεως τῶν μυστηρίων, ὡς συνέχεια τῆς παλαιοχριστιανικῆς «disciplina arcani». Ἀκόμη ἡ συμβολικὴ ἑρμηνεία, ποὺ κυριαρχεῖ σ’ ὅλο τὸ μεσαίωνα καὶ ἡ ἀναζήτηση τοῦ κρυφοῦ νοήματος τῶν ἀμφίων, τῶν σκευῶν καὶ λειτουργικῶν πράξεων, δὲν εἶναι παρὰ προσπάθειες διεισδύσεως στὸ «μυστήριον τοῦ Χριστοῦ», τὸ «ἀποκεκρυμμένον» (Ἐφεσ. 3,9), ποὺ ἀποκαλύπτεται ὅμως στὴ λατρεία”. Μὲ τὰ μυστήρια πραγματοποιεῖται ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἐνσωμάτωσή του στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐκκλησιοποίησή του.

Πηγή:«Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ, Ἐκδόσεις Ἁρμός

Previous Article

Οἱ Ἕλληνες εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν

Next Article

Πίστις καί θαύματα