«Μὴ Κρίνετε» – Ἀγάπη χωρὶς Ἀλήθειαν

Share:

Γράφει ὁ κ. Εὐάγγελος Κωφίδης

  Στὴ σημερινὴ ἐποχή, πολλοὶ ἱερεῖς καὶ κήρυκες τονίζουν δυναμικὰ τὴ φράση «μὴ κρίνετε, ἀγαπᾶτε» (Ματθ. 7:1, Ἰωάν. 13:34), συχνὰ ἑρμηνεύοντάς την ὡς ἀπόλυτη ἀποφυγὴ κάθε κριτικῆς ἢ πειθαρχίας ἐντός τῆς ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ τάση, ὡστόσο, μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ μία ψευδαίσθηση ἀγάπης, ποὺ παραβιάζει τὴ διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν (Α΄ Τιμοθέου 5:20-21.: «τοὺς ἁμαρτάνοντας ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε, ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσι.   διαμαρτύρομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἐκλεκτῶν ἀγγέλων, ἵνα ταῦτα φυλάξῃς, χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ πρόσκλισιν»).  Πῶς, λοιπόν, συνάδει ἡ σύγχρονη ἔμφαση στὴ μὴ-κρίση μὲ τὴ θεϊκὴ ἐντολὴ γιὰ δημόσια ἔλεγχο καὶ ἀμεροληψία;

Ἡ Παρερμηνεία τοῦ «Μὴ Κρίνετε»

Ὁ Ἰησοῦς στὸ κατὰ Ματθαῖον 7:1 προειδοποιεῖ: «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε». Ὡστόσο, αὐτὴ ἡ ἐντολὴ δὲν ἀπαγορεύει κάθε μορφὴ κρίσης, ἀλλὰ καταδικάζει τὴν ὑποκριτικὴ ἢ ἀχαλίνωτη κριτικὴ ποὺ ἀγνοεῖ τὴν αὐτοκριτικὴ (Ματθ. 7:3-5). Στὴν πραγματικότητα, ὁ ἴδιος Χριστὸς διέταξε: «προσέχετε ἑαυτοῖς. ἐὰν δὲ ἁμάρτῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ἐπιτίμησον αὐτῷ· καὶ ἐὰν μετανοήσῃ, ἄφες αὐτῷ·» (Λουκ. 17:3). Ἡ ἀγάπη, ἑπομένως, δὲν ἀναιρεῖ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ τὴν ἐκφράζει μὲ ταπεινοφροσύνη (ἀληθεύοντες δὲ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, ὃς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός  Ἐφεσ. 4:15).

Πολλοὶ Ἱερεῖς, φοβούμενοι τὴν ἀντιπαράθεση ἢ τὴν ἀπώλεια πιστῶν, ἐφαρμόζουν μία «ψευδῆ εἰρήνη» ποὺ ἐπιτρέπει τὴν ἁμαρτία χωρὶς ἐπίπληξη. Αὐτὸ ὅμως παραβιάζει, τόσο τὴ διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅσο καὶ τὸν σκοπὸ τῆς Ἐκκλησίας ὡς «φρουρὸς τῆς ἀλήθειας» (στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας. Α΄ Τιμ. 3:15).

Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι συναισθηματικὴ παθητικότητα, ἀλλὰ ἐνεργητικὴ ἀφοσίωση στὸ καλό τοῦ ἄλλου (Α΄ Κόρ. 13:6: «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ»). Ὁ Παῦλος στὸ Α΄ Κορινθίους 5:13 δηλώνει: «ἐξάρετε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν», ὑπογραμμίζοντας ὅτι ἡ ἀγάπη προστατεύει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ διαφθορά.

Ὁ Ἰησοῦς ἀγάπησε τὸν πλούσιο νεανία (ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν, Μάρκ. 10:21), ἀλλὰ τοῦ εἶπε τὴν ἀλήθεια: «ἓν σε ὑστερεῖ» (Μάρκ. 10:21). Ἡ ἀγάπη Του δὲν ἦταν συμβιβασμός, ἀλλὰ πρόκληση γιὰ μετάνοια.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος διδάχθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο στὸν οὐρανό, ἀντιμετώπισε δημόσια τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ὅταν αὐτὸς ὑποχώρησε στὴ μεροληψία (ἀλλ’ ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσι πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου, εἶπον τῷ Πέτρῳ ἔμπροσθεν πάντων· εἰ σὺ Ἰουδαῖος ὑπάρχων ἐθνικῶς ζῇς καὶ οὐκ ἰουδαϊκῶς, τί τὰ ἔθνη ἀναγκάζεις ἰουδαΐζειν; Γαλ. 2:11-14). Ἡ πράξη του δὲν ἦταν ἔλλειψη ἀγάπης, ἀλλὰ πιστότητα στὸ Εὐαγγέλιο.

Οἱ βουλευτὲς ποὺ ψηφίζουν νομοσχέδια ὅπως ἡ νομιμοποίηση τῶν ὁμοφυλοφιλικῶν γάμων — τὰ ὁποῖα ἡ Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη χαρακτηρίζουν ὡς «ἀκαθαρσία» ( καὶ μετὰ ἄρσενος οὐ κοιμηθήσῃ κοίτην γυναικείαν, βδέλυγμα γάρ ἐστι.  Λευιτ. 18:22,  μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν,  Ρωμ. 1:26-27) — δημιουργοῦν μία “ἄμεση σύγκρουση μεταξὺ ἀνθρώπινης νομοθεσίας καὶ θεϊκοῦ νόμου”. Τὸ πρόβλημα ἐπιτείνεται ὅταν ἱερεῖς, φοβούμενοι τὴν ἀντιπαράθεση ἢ τὴν πολιτικὴ πίεση, ἐπιλέγουν νὰ μὴ «ἐλέγξουν» αὐτοὺς τοὺς πολιτικούς, ἐπιτρέποντάς τους νὰ συμμετέχουν στὴν ἐκκλησία χωρὶς μετανοητικὴ συμπεριφορά. Αὐτὴ ἡ παθητικότητα “σκανδαλίζει τὸ ποίμνιο” καὶ διαβρώνει τὴν ἠθικὴ ἀξιοπιστία τῆς Ἐκκλησίας.(ὃς δ’ ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς εἰς τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης. Ματθ. 18:6)

Πολλοὶ ἱερεῖς, κηρύσσοντες τὸ «μὴ κρίνετε, ἀγαπᾶτε», παραβιάζουν τὴν οὐσίαν τῆς ἀγάπης κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση. Ἡ ἀγάπη, ὡς δίδασκε ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, «δὲν εἶναι συναισθηματικὴ ἀδυναμία, ἀλλὰ θάρρος νὰ εἶσαι πιστὸς στὴν ἀλήθεια, ἀκόμα καὶ ἂν σὲ σταυρώσουν». Ἐνῶ βουλευταὶ πού ἐψήφισαν νομοσχέδια ἀντικείμενα στὸν θεῖο νόμο (π.χ. ὁμοφυλοφιλικοὶ γάμοι) εἰσέρχονται ἀνελέγκτως στὴν Ἐκκλησία, λαμβάνοντες μέρος στὴν Θεία Λειτουργία, δημιουργεῖται σκάνδαλο διὰ τοὺς πιστούς.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θὰ κατεδίκαζε αὐτὴν τὴν πράξη ὡς συγκατάθεση στὴν ἁμαρτία (Ρωμ. 1:32: «οὐ μόνον αὐτὰ ποιοῦσιν, ἀλλὰ καὶ συνευδοκοῦσιν τοῖς ποιοῦσιν»). Ἡ Θεία Εὐχαριστία, κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, εἶναι «φάρμακον ἀθανασίας» (Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος) μόνο γιὰ ἐκείνους πού ζοῦν ἐν μετανοίᾳ.

Ὁ Κίνδυνος τῆς Ψευδο- Ἀγάπης:

Ἡ Ἐκκλησία ὡς «Σύμβουλος» Ἀντὶ «Στῦλος»

Ἡ σύγχρονη τάση νὰ μὴ «προσβάλουν» τοὺς ἁμαρτωλοὺς μετατρέπει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ «Στῦλον τῆς Ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. 3:15) σὲ «ἀνθρωπαρεστικὸ ἵδρυμα». Αὐτὸ παραβιάζει τοὺς Κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων:

– Σύμφωνα μὲ τὸν Κανόνα 45 τῆς Πενθέκτης Συνόδου (692 μ.Χ.), «ἐὰν τις ἐπίσκοπος ἢ κληρικὸς συνευωχῆται μὲ Ἰουδαίους ἢ αἱρετικούς… ἀφοριζέσθω». Αὐτὸ ἐφαρμόζεται ἀναλογικὰ καὶ γιὰ ὅσους προωθοῦν ἀνομίες

– Κανὼν 10 τῆς Συνόδου τῶν Ἀγκύρας (314 μ.Χ.): «Οἱ δημοσία ἁμαρτάνοντες καὶ μὴ μετανοοῦντες ἀφορίζονται».

– Κανὼν 64 τοῦ Ἁγίου Βασιλείου: «Ὁ συγκαλύπτων ἁμαρτίαν ἑτέρου γίνεται κοινωνὸς αὐτῆς».

Ἡ ἄρνηση νὰ ἐλεγχθοῦν οἱ βουλευταί, ἐνῶ προωθοῦν νόμους πού καταργοῦν τὴν θεία τάξη (Γέν. 2:24, Ρωμ. 1:26-27), εἶναι προδοσία τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης προειδοποιοῦσε: «Ὅταν οἱ ποιμένες σιωποῦν, οἱ λύκοι καταβροχθίζουν τὸ ποίμνιο».

«τοὺς ἁμαρτάνοντας ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε, ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσιν» (Α΄ Τιμ. 5:20).

– Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θὰ ἐπέμενε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ σιωπήσει, ὅταν πολιτικοὶ προάγουν νομοθεσίες ποὺ ἀντιτίθενται στὸ Θεῖο Δίκαιο. Ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀντιστάθηκε στὴ βασίλισσα Εὐδοξία, ἔτσι καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ μιλάει μὲ παρρησία.

Τί λέγει ἡ Ἁγία Γραφή;

Ἡ Διαχείρισις τῶν Σκανδάλων:

α.Ἡ Θεραπευτικὴ Πειθαρχία: Ὅπως ὁ Χριστὸς ἐξέβαλε τοὺς ἐμπόρους ἀπὸ τὸ Ἱερὸν (Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερόν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε καὶ τὰς καθέδρας τῶν πωλούντων τὰς περιστεράς,καὶ λέγει αὐτοῖς· γέγραπται, ὁ οἶκός μου οἶκος προσ­ευχῆς κληθήσεται· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον ληστῶν. Ματθ. 21:12-13), ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ «καθαρίζη τὸν οἶκό της» ἀπὸ τὰ σκάνδαλα.

β. Ἡ Συνέργεια Ποιμένα καὶ Λαοῦ: Οἱ πιστοὶ ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ ζητοῦν ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς νὰ «φυλάσσωσι τὴν πίστιν ἀδόλως» (Ὦ Τιμόθεε, τὴν παρακαταθήκην φύλαξον, ἐκτρεπόμενος τὰς βεβήλους κενοφωνίας καὶ ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, Α΄ Τιμ. 6:20). Ὁ λαὸς δὲν εἶναι παθητικὴ «ἐκκλησιαστικὴ φάρμα», ἀλλὰ σῶμα Χριστοῦ (Ὑμεῖς δὲ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους. Α΄ Κορ. 12:27). Ὅπου ΚΑΘΕ μέλος (κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ) ἔχουν ἐνεργὸ μέρος.

* Οἱ κληρικοί: Προστατεύουν τὴν πίστη,διδάσκουν καὶ τελοῦν Μυστήρια.

* Ὁ λαός: Πιστεύει, προσεύχεται, ζεῖ τὴ Θεία χάρη, καὶ φωνάζει, ὅταν ἡ Ἐκκλησία κινδυνεύει (π.χ. ἀπὸ σκάνδαλα, αἱρέσεις).

γ. Ἡ Ἀνάγκη τοῦ Ἀφορισμοῦ: Ὁ ἀφορισμὸς εἶναι ἔσχατο μέσο ἀγάπης, ὄχι τιμωρία. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἔγραφε: «Ἐὰν ἕνας κληρικὸς συγκαλύπτῃ ἁμαρτίαν, ἀφοριζέσθω ὡς προδότης τῆς πίστεως».

– Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θὰ ὑπενθύμιζε ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία δὲν εἶναι δικαίωμα, ἀλλὰ δῶρο γιὰ τοὺς μετανιωμένους (Β΄ Θεσσαλ. 3:6: «στέργεσθε ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος»).

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος προειδοποιοῦσε: «Ἐὰν σιωπήσῃς, ὅταν ὀφείλης νὰ λαλήσης, τὸ αἷμα τῶν σκανδαλιζομένων ἀπὸ τὴν ψυχήν σου ζητηθήσεται»

Στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων { Ἐγένετο δὲ πορευομένων ἡμῶν εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν.[…].οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν.[…].παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ’ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. (16:16-18)}, Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπετίμησε δημόσια ἕνα πνεῦμα ποὺ “προσέφερε ὑπηρεσία”, ἀλλὰ προέβαλε ψευδές μήνυμα. Ἀνάλογα, ἡ ὑποστήριξη νομοσχεδίων ποὺ παραβιάζουν τὴ δημιουργικὴ τάξη τοῦ Θεοῦ (ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσ­κολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. Γένεσις. 2:24) ἀπαιτεῖ δημόσια ἔλεγχο.

Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἡ «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» (Μάρκ. 1:3), ἀντιμετώπισε τὸν βασιλιὰ Ἡρώδη χωρὶς φόβο ἢ διπλωματία, κατηγορώντας τον ἀνοικτὰ γιὰ τὴν παραβίαση τοῦ θεϊκοῦ νόμου:

Ματθ. 14:4: «Ἔλεγεν γὰρ αὐτῷ ὁ Ἰωάννης· Οὐκ ἔξεστίν σοι ἔχειν αὐτὴν» (ἀναφέρεται στὴν Ἡρωδιάδα, τὴ γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του Ἡρώδη, Φιλίππου).

Μάρκ. 6:18: «Ὁ Ἰωάννης ἔλεγεν τῷ Ἡρώδῃ ὅτι οὐκ ἔξεστίν σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου».

Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος δὲν φοβήθηκε τὴν πολιτικὴ ἐξουσία, τὴ δημοτικότητα, οὔτε τὴν ἀπειλὴ θανάτου (τελικὰ ἀποκεφαλίστηκε – Ματθ. 14:10). Ἡ πράξη του δὲν πηγάζει ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ἀλλὰ ἀπὸ πιστότητα στὴ θεϊκὴ δικαιοσύνη καὶ φροντίδα γιὰ τὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ (Λουκ. 3:19: «ἐλέγχων περὶ πάντων ὧν ἐποίησε πονηρῶν ὁ Ἡρώδης»).

Μάθετε ἀπὸ τὸν Πρόδρομον!

Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς δὲν ἦταν «ἀκραῖος», ἀλλὰ πιστός. Ἡ σύγχρονη Ἐκκλησία, ἂν θέλει νὰ εἶναι πιστή, πρέπει:

Νὰ φοβᾶται περισσότερο τὸν Θεὸ παρὰ τοὺς Ἀνθρώπους (ἀποκριθείς δὲ Πέτρος καὶ οἱ ἀπόστολοι εἶπον· πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις Πράξ. 5:29).

Νὰ ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ σιωπὴ της εἶναι συν­ενοχὴ (Ἀποκ. 3:16: «μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου»).

Νὰ Θυμᾶται ὅτι ἡ Ἀγάπη χωρὶς Ἀλήθεια εἶναι Ψεύτικη (Τεκνία μου, μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδὲ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ’  ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ. Α΄ Ἰωάν. 3:18).

Ἀπαγόρευσις συμμετοχῆς εἰς Ἁγιαστικάς Πράξεις χωρὶς Μετάνοιαν

Α΄ Κορ. 5:11-13: «νῦν δὲ ἔγραψα ὑμῖν μὴ συναμίγνυσθαι ἐὰν τις ἀδελφὸς ὀνομαζόμενος ἢ πόρνος ἢ πλεονέκτης ἢ εἰδωλολάτρης ἢ λοίδορος ἢ μέθυσος ἢ ἅρπαξ, τῷ τοιούτῳ μηδε συνεσθίειν. τί γὰρ μοι καὶ τοὺς ἔξω κρίνειν; οὐχὶ τοὺς ἔσω ὑμεῖς κρίνετε;τοὺς δὲ ἔξω ὁ Θεὸς κρίνει. καὶ ἐξαρεῖτε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν.». – Δευτ. 13,6 :«καὶ ἀφανιεῖς τὸ πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν».

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θὰ ὑπενθύμιζε ὅτι ἡ συμμετοχὴ στὴ Θεία Εὐχαριστία ἢ σὲ ἄλλες πνευματικὲς πράξεις ἀπαιτεῖ ἁγιασμὸ (διότι γέγραπται· ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι.Α΄ Πετρ. 1:16). Ἂν ἕνας βουλευτὴς ἐπιμένει στὴ δημοσίευση ἁμαρτίας χωρὶς μεταμέλεια, ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ τὸν δεχθεῖ ὡς μέλος σὲ κοινωνία — αὐτὸ θὰ ἦταν συναίνεση στὸ σκάνδαλο (Δευτ. 27:26: «ἐπικατάρατος ὁ ποιῶν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἀμελῶς»).

Προστασία τοῦ Ποιμνίου ἀπὸ Σκάνδαλα

Ματθ. 18:6: «Συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ […] ἢ ἓν τῶν μικρῶν τούτων σκανδαλίσῃ».

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θὰ καταδίκαζε κάθε ἱερέα ποὺ ἐπιτρέπει σὲ ἀνεπίπληκτους πολιτικοὺς νὰ «διδάσκουν μὲ τὴν πράξη τους» ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀποδεκτή. Ἡ Ἐκκλησία ποὺ σιωπᾶ γίνεται συνένοχη στὴ διαφθορὰ τῆς κοινωνίας (Ἀποκ. 2:20: «ἀφεῖς τὴν Ἰεζάβελ»).

Ἡ πραγματικὴ ἀγάπη δὲν συμβιβάζεται μὲ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς ἀλήθειας (Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν, ἢ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε. Γαλ. 5:1). Μόνο ἔτσι ἡ Ἐκκλησία θὰ μείνει πιστὴ στὸν στόχο της: «Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς […] τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. 5:13-14).

Σήμερα, ἡ ἔμφαση στὸ «ἀγαπᾶτε» χωρὶς ἔλεγχο ὁδηγεῖ σέ:

α. Ἠθικὴ Ἀποσύνθεση: Ἡ ἀνοχὴ στὴν ἁμαρτία διαβρώνει τὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας (Ἀποκ. 2:20: «ἀφεῖς τὴν γυναῖκα Ἰεζάβελ… διδάσκειν καὶ πλανᾶν»).

β. Ἀπώλεια Ἀξιοπιστίας: Ὅταν ἡ Ἐκκλησία σωπαίνει ἀπέναντι στὴν ἀδικία, γίνεται συνένοχη (Ἰακ. 4:17: «εἰδότι οὖν καλὸν ποιεῖν καὶ μὴ ποιοῦντι, ἁμαρτία αὐτῷ ἐστιν»).

γ. Πνευματικὴ Παραφροσύνη: Οἱ πιστοί, χωρὶς ὁδηγίες, «παραφέρονται ἀπὸ παντὸς ἀνέμου τῆς διδασκαλίας» (Ἐφεσ. 4:14).

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Α΄ Τιμοθέου 5:20-21 δίνει μία σαφῆ καὶ αὐστηρὴ ὁδηγία:

Στίχος 20: « τοὺς ἁμαρτάνοντας  ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε, ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσι».

Στίχος 21: « διαμαρτύρομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἐκλεκτῶν ἀγγέλων, ἵνα ταῦτα φυλάξῃς, χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ πρόσκλισιν».

Κεντρικὰ Σημεῖα:

1. Δημόσια Ἔλεγχος: Δὲν εἶναι ἐκδικητικὴ πράξη, ἀλλὰ “θεραπευτικὴ πειθαρχία” μὲ στόχο τὴ “μετάνοια” καὶ τὴν “προστασία τῆς Ἐκκλησίας” (Ἀδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἓν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πραότητος σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῆς. Γαλ. 6:1), (Οὐ καλὸν τὸ καύχημα ὑμῶν. Οὐκ οἴδατε ὅτι μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ; -ἐκκαθάρατε οὖν τὴν παλαιὰν ζύμην, ἵνα ἦτε νέον φύραμα, καθὼς ἐστε ἄζυμοι. καὶ γὰρ τὸ πάσχα ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός· Α΄ Κορ. 5: 6-7).

α. Ἀμεροληψία: Ἡ ἔλλειψη προκαταλήψεων («χωρὶς προκρίματος») καὶ ἡ ἄρνηση μεροληψίας («κατὰ πρόσκλισιν») δείχνουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀνήκει στὸν Θεό, ὄχι στοὺς ἀνθρώπους (ὅτι οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός,Πράξ. 10:34).

β. Φόβος Θεοῦ: Ὁ «φόβος» δὲν εἶναι τρόμος, ἀλλὰ σεβασμὸς πρὸς τὴ θεία δικαιοσύνη ποὺ ὠθεῖ σὲ ὑπακοὴ (ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, καὶ βουλὴ ἁγίων σύνεσις, τὸ δὲ γνῶναι νόμον διανοίας ἐστὶν ἀγαθῆς· Παρ. 9:10).

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δὲν μιλᾶ γιὰ ὑπεροψία, ἀλλὰ γιὰ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ πειθαρχία εἶναι ἔκφραση ἀγάπης, ὄχι μίσους (Ἑβρ. 12:6: «ὅν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος, παιδεύει»).

2. Ἡ σύγχρονος Παραπλάνησις:

Τὸ «Μὴ Κρίνετε» ὡς Δικαιολογία διὰ Παθητικότητα

Σήμερα, πολλοὶ ἱερεῖς καὶ πιστοὶ ἐπικαλοῦνται τὴ φράση «μὴ κρίνετε» (Ματθ. 7:1), γιὰ νὰ ἀποφύγουν κάθε ἀντιπαράθεση, ἰσχυριζόμενοι ὅτι ἡ κριτικὴ πηγάζει ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Αὐτὴ ἡ προσέγγιση παραβιάζει τὴ βιβλικὴ ἰσορροπία:

Τὸ λάθος: Ἡ σύγχρονη ἑρμηνεία συχνὰ ἀγνοεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀπαγόρευσε τὴν κρίση γενικά, ἀλλὰ τὴν ὑποκριτικὴ κρίση (ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου Ματθ. 7:3-5).

Ἡ Ἀλήθεια: Ὁ Ἰησοῦς διέταξε: «ἐὰν δὲ ἁμάρτῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ἐπιτίμησον αὐτῷ· (Λουκ. 17:3). Ἡ ἀγάπη χωρὶς ἀλήθεια εἶναι ψεύτικη (Τεκνία μου, μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδὲ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ’  ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ Α΄ Ἰωάν. 3:18).

Ποῦ βρίσκεται ἡ ὑπερηφάνεια;

Στὴ σύγχρονη προσέγγιση: Ἡ ἄρνηση νὰ ἐπιπληχθεῖ ὁ ἁμαρτωλὸς μπορεῖ νὰ πηγάζει ἀπὸ φόβο τῆς ἀντιπαράθεσης, ἐπιθυμία γιὰ ἀνθρώπινη δόξα, ἢ ἀδυναμία στὴ διαχείριση τῆς ἀλήθειας (ἄρτι γὰρ ἀνθρώπους πείθω ἢ τὸν Θεόν; ἢ ζητῶ ἀνθρώποις ἀρέσκειν; εἰ γὰρ ἔτι ἀνθρώποις ἤρεσκον, Χριστοῦ δοῦλος οὐκ ἂν ἤμην. Γαλ. 1:10).

Στὴν  Ἁγιογραφικὴ πειθαρχία: Ὁ ἔλεγχος γίνεται μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ φόβο Θεοῦ, ὄχι μὲ ὑπεροψία (ἐν πρᾳότητι παιδεύοντα τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, μήποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας, Β΄ Τιμ. 2:25).

3. Συγκριτικὴ Ἀνάλυσις:

Ἀγάπη – Ἀλήθεια Ἁγιογραφικὴ Προσέγγισις

(Α΄ Τιμ. 5:20-21) – Σύγχρονος Τάσις

Ἁγιογραφικὴ Προσέγγιση: Ἡ πειθαρχία εἶναι “ἔκφραση ἀγάπης” (Ἀποκ. 3:19: «ἐγὼ ὅσους ἐὰν φιλῶ, ἐλέγχω καὶ παιδεύω· ζήλευε οὖν καὶ μετανόησον»).

Σύγχρονη Τάση:Ἡ ἀγάπη ταυτίζεται μὲ “σιωπὴ” ἢ “ἀνεκτικότητα στὴν ἁμαρτία”.

Ἁγιογραφικὴ Προσέγγιση: Ὁ στόχος εἶναι “ἡ ἀποκατάσταση” καὶ “ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ”. (ὥστε τουναντίον μᾶλλον ὑμᾶς χαρίσασθαι καὶ παρακαλέσαι, μήπως τῇ περισσοτέρᾳ λύπῃ καταποθῇ ὁ τοιοῦτος.διὸ παρακαλῶ ὑμᾶς κυρῶσαι εἰς αὐτὸν ἀγάπην. Β΄ Κορ. 2:7-8)

Σύγχρονη Τάση: Ὁ στόχος εἶναι συχνὰ ἡ “ψευδὴς εἰρήνη” ἢ ἡ “ἀνθρωπαρέσκεια”.

Ἁγιογραφικὴ Προσέγγιση: Ἡ κρίση βασίζεται σὲ “ἀμεροληψία” καὶ “ἀντικειμενικὰ κριτήρια” (διαμαρτύρομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἐκλεκτῶν ἀγγέλων, ἵνα ταῦτα φυλάξῃς, χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ πρόσκλισιν. Α΄ Τιμ. 5:21).

Σύγχρονη Τάση:Ἡ ἄρνηση κρίσης συνοδεύεται συχνὰ ἀπὸ “ἐκλεκτικὴ ἐφαρμογὴ τῶν ἀρχῶν’ (π.χ. ἀνεκτικότητα σὲ ὁρισμένες ἁμαρτίες, καταδίκη σὲ ἄλλες ἡ λόγῳ κοινωνικῆς θέσης π.χ.βουλευτὴς- δήμαρχος ).

4. Θεολογικὴ Προβληματική:

Ὑπερηφάνεια ἢ Ὑπακοή;

Ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι «ἡ κριτικὴ πηγάζει ἀπὸ ὑπερηφάνεια» εἶναι “ἐσφαλμένος ὅταν”:

α. Ὁ ἔλεγχος γίνεται “σύμφωνα μὲ τὴ Γραφή”, ὄχι μὲ ἀνθρώπινες ἀπόψεις (πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ, ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος. Β΄ Τιμ. 3:16-17).

β. Ὁ σκοπὸς εἶναι “ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ”, ὄχι ἡ ἐπιβολὴ ἐξουσίας (Χριστοῦ οὖν παθόντος ὑπὲρ ἡμῶν σαρκὶ καὶ ὑμεῖς τὴν αὐτὴν ἔννοιαν ὁπλίσασθε, ὅτι ὁ παθῶν ἐν σαρκὶ πέπαυται ἁμαρτίας, Α΄ Πέτρ. 4:11).

γ. Ὑπάρχει “συμπόνια καὶ ταπεινοφροσύνη” (Ἀδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἓν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πραότητος σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς. Γαλ. 6:1).

Παράδειγμα Χριστοῦ: Ὁ Ἰησοῦς κατέκρινε τοὺς Φαρισαίους (Ματθ. 23), ἀλλὰ ὑπέμεινε σταυρὸ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἡ ἀγάπη Του συνδυάστηκε μὲ ἀλήθεια.

5. Πρακτικαί ἐφαρμογαί διὰ Σήμερα:

α. Γιὰ Ἱερεῖς καὶ Ἡγέτες:

Νὰ μὴν φοβοῦνται τὴν «δύσκολη ἀγάπη» ποὺ ἀπαιτεῖ ἔλεγχο (μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω, ἀλλὰ τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ Α΄ Τιμ. 4:12).

Νὰ ἀποφεύγουν τόσο τὴ σκληρότητα χωρὶς χάρη, ὅσο καὶ τὴ χάρη χωρὶς ἀλήθεια.

β. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία:

Νὰ ζητάει ἀπὸ τοὺς ἡγέτες της πιστότητα στὴ Γραφή, ὄχι στὴν πολιτικὴ ὀρθότητα.

Νὰ ὑποστηρίζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς χωρὶς νὰ νομιμοποιεῖ τὴν ἁμαρτία (καὶ οὕς μὲν ἐλεεῖτε διακρινόμενοι,οὕς δὲ ἐν φόβῳ σώζετε, ἐκ τοῦ πυρὸς ἁρπάζοντες, μισοῦντες καὶ τὸν ἀπὸ τῆς σαρκὸς ἐσπιλωμένον χιτῶνα.Ἰούδας 1:22-23).

γ. Γιὰ Πιστούς:

Νὰ διακρίνουν ἀνάμεσα στὴν ὑβριστικὴ κριτικὴ (ἀπαγορευμένη) καὶ στὴν ἐλεγκτικὴ ἀγάπη (ὑποχρεωτική).

Νὰ θυμοῦνται: «Ἡ ἀγάπη χαίρει τῇ ἀληθείᾳ» (Α΄ Κορ. 13:6).

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέσῳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν ἔδωσε τὴν ἐντολὴ τῆς Α΄ Τιμοθέου 5:20-21 γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τόν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ νὰ προστατεύσει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ διαφθορά. Στὴ σημερινὴ ἐποχή, ἡ Ἐκκλησία κινδυνεύει νὰ γίνει «λαὸς χωρὶς διακρίσεις» (διότι ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν καὶ ἐπίγνωσιν Θεοῦ ἢ ὁλοκαυτώματα. Ὠσηὲ 4:6), ἂν ἐγκαταλείψει τὴ θεϊκή της κλήση νὰ εἶναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. 3:15).

Ἡ ἐντολὴ «μὴ κρίνετε» δὲν ἀκυρώνει τὸν «ἔλεγχο» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου· ἀντιθέτως, ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη ἀπαιτεῖ τὴν ἀλήθεια (Α΄ Ἰωάν. 3:18: «ἀγαπῶμεν… ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ»). Ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καλεῖται νὰ εἶναι τόσο «προσφορά ἀγάπης» (Ἐφεσ. 5:2) ὅσο καὶ «φύλακας τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 4:1). Ὅπως ἔγραψε ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος: «Ἡ Ἀγάπη πρέπει νὰ φωτίζεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, καὶ ἡ ἀλήθεια ἀπὸ τὴν Ἀγάπη». (κατήχησις  4,8)

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μέσῳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ συμφωνοῦσε:

«Ἐὰν τὸ φῶς ὃ ἐν σοι σκότος ἐστίν, τὸ σκότος πόσον» (Ματθ. 6:23). Ἡ Ἐκκλησία ποὺ σιωπᾶ ἀπέναντι στὴν ἁμαρτία “σβήνει τὸ φῶς της” καὶ προδίδει τὸν Χριστό. Ὡς ὁ Ἰωάννης, οὕτως καὶ σήμερα: «Πρεσβεύομεν ὑπὲρ Χριστοῦ… δέησις, ἔλεγξις, ἐπιτίμησις» (Β΄ Τιμ. 4:2).

Στὴ σημερινὴ ἐποχή, ἡ πρόκληση εἶναι νὰ ζήσουμε μία ἀγάπη ποὺ δὲν παρασιτεῖ, ἀλλὰ ἀγωνίζεται, καὶ μία ἀλήθεια ποὺ δὲν κατακρίνει, ἀλλὰ ἐλευθερώνει. Μόνο ἔτσι ἡ Ἐκκλησία θὰ μείνει πιστὴ στὴ θεϊκή της κλήση: «ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶός εἰμι» (Ματθ. 11:29-30).

Ἀμήν.

Previous Article

Ἡ νηστεία εἶναι γιὰ μᾶς γιορτή!

Next Article

Ἡ ὀντολογικὴ Ὀρθοδοξία