Τοῦ κ. Παύλου Ἀθ. Παλούκα, Ἐπιτ. Σχολικοῦ Συμβούλου Δ.Ε.
1ον
Ὀφείλουμε, κατ’ ἀρχάς νά διευκρινίσουμε, τί ἐννοοῦμε, ὅταν μιλᾶμε γιά τό φαινόμενο τῆς ὁμοφυλοφιλίας, καί νά δώσουμε ἕνα συγκεκριμένο ὁρισμό, βοηθούμενοι ἀπό εἰδήμονες ἰατρούς.
«Ὁμοφυλοφιλία εἶναι τό σεξουαλικό ἐνδιαφέρον καί ἡ ἕλξη ἑνός ἀτόμου πρός ἄτομο τοῦ ἰδίου φύλου. Μέ ἄλλα λόγια, θά λέγαμε ὅτι σ’ αὐτή τήν κατάσταση ἔχουμε συνύπαρξη ἀνθρώπων τοῦ ἴδιου φύλου μέ σκοπό τήν ἡδονή μέσῳ τῆς διαστρεβλωμένης χρήσεως τοῦ σεξουαλικοῦ ἐνστίκτου».[1]
Ὁ ὅρος, βέβαια, ἀφορᾶ καί τά δύο φῦλα, τό ἀρσενικό καί θηλυκό, ἄν καί ἡ γυναικεία ὁμοφυλοφιλία εἶναι γνωστή κυρίως ὡς «λεσβιασμός», φαινόμενο γνωστό ἤδη ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων, μέ διαφορετική ἀντιμετώπιση σέ χρονικές περιόδους.
Τά δικαιώματα ἔχουν καί ὅρια!
Τόν τελευταῖο καιρό, ἀνοίχθηκε «ὁ ἀσκός τοῦ Αἰόλου» καί φύσηξε «ἄνεμος οὔριος» γιά τά δικαιώματα τῶν ὁμοφυλοφίλων, καί τῶν ἀρσενικῶν καί τῶν θηλυκῶν, ἀλλά περισσότερο τῶν πρώτων.
Ἀκούστηκαν φωνές διαφορετικές, ὑπέρ καί κατά ἤ καί οὐδέτερες, ἀπό ἀνθρώπους ὅλου τοῦ πολιτικοῦ, πολιτιστικοῦ, κοινωνικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ φάσματος.
Περιοδικά καί ἐφημερίδες ἔγραψαν γιά τά δικαιώματά τους, καί ἰδιαίτερα γιά νομιμοποίηση «γάμων» ἀνθρώπων ὁμοφυλοφίλων καί ἀκόμη γιά υἱοθεσία παιδιῶν, ἀπό ζευγάρια ὁμοφυλοφίλων. Διατυπώθηκαν, ἐπίσης, καί ἀντίθετες γνῶμες, ἀλλά σεμνές, λογικές καί μέ ἰσχυρή ἐπιχειρηματολογία κατά τῶν παράλογων, ἀνήθικων καί ἀφύσικων νομικῶν ἀπαιτήσεών τους. Ἀξίζει νά ἀναφερθεῖ, μόνο, τό «Δελτίο Τύπου» τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανικῶν Σωματείων Ἀθηνῶν, πού ἐκδόθηκε στήν Ἀθήνα, στίς 30 Μαΐου 2022, καί «δηλώνουν ἀπερίφραστα τήν ἀντίθεσή τους στή νομοθετική αὐτή κίνηση», δηλαδή στήν «πρόθεση τῆς Κυβέρνησης νά κατοχυρώσει νομοθετικά τόν πολιτικό “γάμο” ἀτόμων, πού ἀνήκουν στό ἴδιο βιολογικό φῦλο», ἀπόρριψη στηριζόμενη σέ πολλούς καί σοβαρούς λόγους, ὅπως π.χ.:
«Ἡ ὁμόφυλη σύζευξη δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ “γάμος” ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καθώς δέν ὑφίσταται βιολογική καί πνευματική συμπληρωματικότητα τῶν “συζύγων”. Τέτοιου εἴδους ἕνωση προσβάλλει τή δυαδικότητα τοῦ φύλου, παραβιάζει τήν ἀνθρώπινη φύση καί εἶναι ἔξω ἀπό τή χριστιανική προοπτική τοῦ γάμου. Ἡ ἀντίθεσή μας ἐκφράζεται ἀπέναντι σέ ὁποιαδήποτε μορφή νομιμοποίησης τῆς ὁμόφυλης σχέσης, καθώς ἐξ αὐτῆς ἀπορρέουν δικαιώματα πού δέν εἶναι πρός τό συμφέρον τῆς οἰκογένειας καί τῆς κοινωνίας μας… Ὅπου ἐλλείπουν οἱ βιολογικές προϋποθέσεις τῆς ἕνωσης, ἀποκλείεται ἡ ἀπόκτηση ἰδίων τέκνων
Ἡ νομιμοποίηση τῆς ὁμόφυλης σύζευξης δημιουργεῖ συνειδησιακές συγκρούσεις στήν κοινωνία, καθώς ἀναγκάζει σέ συνεργασία καί ὅσους διαφωνοῦν μέ αὐτή, γιά νά μή χαρακτηρισθοῦν ὡς ἄτομα μίσους. Τέλος, ἡ ἀπόφαση τῆς πολιτείας βοηθᾶ στήν κοινωνική ἀποδοχή τοῦ ὁμοφυλοφιλικοῦ τρόπου ζωῆς καί δίνει τήν ἐντύπωση πώς ἡ ὁμόφυλη συζυγία καί γονεϊκότητα εἶναι ἰσότιμη μέ τήν ἑτερόφυλη, ὅτι τά παιδιά ἀνατρέφονται ἐξίσου καλά χωρίς μητέρα καί πατέρα, βιολογικούς συγγενεῖς καί μακριά ἀπό θρησκευτικές ἀρχές».[2]
Τά συστημικά ΜΜΕ ἐδῶ καί καιρό,διαφημίζουν αὐτό τό «ἄνοιγμα» τοῦ γάμου (ὄχι βέβαια ὅλα τά κανάλια). Ἀπό τά «παράθυρά» τους, λοιπόν, διεξάγουν ἀγώνα οἱ ἐκπρόσωποι τῆς τάξης τῶν ὁμοφυλοφίλων, γιά νά πείσουν τήν κοινωνία, ὅτι δέν εἶναι πρόβλημα ἤ «κουσούρι»[3] ἡ γενετήσια ροπή τους πρός τό ἴδιο φῦλο, ἀλλά ἁπλή ἰδιαιτερότητα. Ἐμμέσως, πλήν σαφῶς, θέλουν νά περάσουν τό μήνυμα σέ ὅλους μας καί ἰδιαίτερα στούς νέους, ὅτι αὐτό τό «κουσούρι» τους εἶναι ἀξία καί ἀποτελοῦν πρότυπο γιά τά παιδιά μας! Καί, δυστυχῶς, πολλοί ἀπ’ αὐτούς παρουσιάζονται τακτικά στήν τηλεόραση ἤ προβάλλουν εἰδικές ἐκπομπές.
Σέ λίγα χρόνια, μέ αὐτή τή λογική, ὅλοι οἱ φυσικοί ἄνθρωποι θά εἴμαστε γι’ αὐτούς «ἀφύσικοι» καί μέ «ἰδιαιτερότητες», ἐνῶ οἱ ὁμοφυλόφιλοι θά εἶναι κανονικά ἄτομα (normal) καί θά κατέχουν θέσεις μέσα στήν κοινωνία!!
Δικαίωμά τους, μέχρις ἑνός σημείου, καί σεβαστό τό πρόβλημά τους (αὐτοί τό ἀποκαλοῦν «ἰδιαιτερότητα»), ἀλλά ὄχι καί νά προκαλοῦν τήν ἑλληνική κοινωνία ἤ νά ζητοῦν νά ἀσχοληθεῖ ἡ ἑκάστοτε κυβέρνηση μέ τό «πρωκτικό» τους πρόβλημα (ἀφήνοντας ἄλλα σοβαρά θέματα πού ἀπασχολοῦν τούς πολίτες), καί νά νομιμοποιήσει τήν «παρά φύσιν» συμβίωσή τους!!
Ἄν ὑποτεθεῖ, ὅτι σ’ ἕνα ἀνδρόγυνο θέλει ἡ γυναίκα νά ἔχει καί ἕνα ἐραστή, μέ τή συγκατάθεση καί τοῦ συζύγου, ἆραγε θά πρέπει ἡ πολιτεία νά νομιμοποιήσει αὐτήν τήν ἀνηθικότητα, ἐπειδή ἀμφότεροι θά τό ζητήσουν νά γίνει; Μή τρελαθοῦμε, ὅμως, μ’ αὐτή τήν παράλογη λογική!
Πρωτίστως, ἄς μάθουμε, ὅτι ὑπάρχουν ὅρια στή ζωή, ἠθικά καί κοινωνικά, νομικά καί φυσικά, καί ὅτι δίνονται προτεραιότητες σέ πολύ σοβαρότερα προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου. Τό δικό τους πρόβλημα εἶναι προσωπικό, εἶναι θέμα ἐπιλογῆς δικῆς τους καί ἐπίκτητο, (ἄν ὅμως εἶναι βιολογικό καί δέν εὐθύνονται, ἄς χρησιμοποιήσουν τήν ἐπιστήμη, πού σήμερα βοηθάει πάρα πολύ στήν ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος).
Ἄς μή παραποιοῦν τήν ἔννοια καί τήν ἀξία τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου.
Δικαιώματα ἔχουμε ὅλοι, στήν ἐργασία, στήν περιουσία καί τήν κληρονομιά της, στήν παιδεία, στή θρησκεία, στήν ἐλευθερία κ.λπ..
Ἐδῶ συμφωνοῦμε ὅτι ὡς ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καί ὡς Ἕλληνες πολίτες ἔχουμε τά δικαιώματα πού ἔχουν καί ὅλοι οἱ ἄλλοι, χωρίς νά ἀποκλείονται ἤ νά ἀπορρίπτονται ἀπό τήν κοινωνία, ὑπό τόν ὅρο ὅτι καί αὐτοί δέν δημιουργοῦν ἠθικά, κοινωνικά κ.ἄ. προβλήματα, δαμάζοντας καί ἐλέγχοντας τό πάθος τους. Καί ἔχουμε αὐτή τή θέση, ἐπειδή πολλοί (ὄχι ὅλοι) ὁμοφυλόφιλοι εἶναι προκλητικοί εἴτε μέσα στό χῶρο τῆς ἐργασίας τους ἤ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Κάτι δηλαδή πού ἀπάδει πρός τίς παραδεδεγμένες ἀρχές καί ἀξίες τῆς ἠθικῆς καί τοῦ δικαίου καί προσβάλλει τήν δημόσια αἰδῶ («κίναιδος», σύμφωνα μέ ἀρχ. ἐτυμολογ. λεξικό, «παρά τό κινεῖσθαι τήν αἰδῶ ἤ παρά τό κινεῖσθαι τά αἰδοῖα», ἐκδοχή πού θεωρεῖ τή λέξη ὡς σύνθετη τῶν λ. κινῶ καί αἰδώς ἤ αἰδοῖον. Βλ. Λεξικό Γ. Μπαμπινιώτη).
Ὡς ἐλεύθεροι καί δημοκρατικοί Ἕλληνες πολίτες καί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, πού πιστεύουμε καί δεχόμαστε κάποιες ἀναλλοίωτες, διά-ὑπερχρονικές καί πανανθρώπινες ἠθικοκοινωνικές ἀρχές καί ἀξίες, πάνω στίς ὁποῖες θεμελιώνεται ἡ ἀνθρώπινη κοινωνία καί ἐπιβιώνει, ἀλλά καί ὑπερασπιζόμενοι, συγχρόνως, ἐκεῖνα τά δικαιώματα τῶν συνανθρώπων, πού δέν καταλύουν, ὅμως, θεμελιώδεις ἠθικές, καί κοινωνικές ἀρχές, ἀλλά καί δέν βλάπτουν τούς ἄλλους καί τήν κοινωνία μας γενικότερα, ἐπιδοκιμάζουμε τά δικαιώματα τῶν συμπολιτῶν μας,ἀλλά καί ἀπαιτοῦμε τήν ὕπαρξη σαφῶν ὁρίων τους. Ἡ ἀγάπη μπορεῖ νά συγχωρεῖ καί νά δέχεται τούς πάντες χωρίς ἐξαιρέσεις, ἀλλά ὄχι καί τήν ἠθική διαφθορά καί κοινωνική ἀθλιότητα, πού τίς ἐπικροτοῦν κάποιοι.
Κοινωνιολογική προσέγγισις τοῦ γάμου, ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα.
2.1. Ὁ γάμος κατά τήν ἀρχαιότητα
Πρωτίστως, ὀφείλουμε νά διευκρινίσουμε: τί εἶναι γάμος, ἀπό καταβολῆς κόσμου, ποιά πρόσωπα τόν συνιστοῦν καί τί σκοπό ἔχει, γιά νά ἀντιληφθοῦμε καλά, ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι παρέκκλιση καί «παρά φύσιν» ἐκτροπή ἀπό τόν γάμο.
Ὁ γάμος εἶναι πανάρχαιος θεσμός, θεόσδοτος, μάλιστα, καί ποιητικό αἴτιο δημιουργίας οἰκογένειας. Ρητῶς μᾶς πληροφορεῖ ἡ Παλαιά Διαθήκη ὅτι εἶναι ἰσόβιος, ἀμοιβαῖος δεσμός ἑνός ἀνδρός καί μιᾶς γυναικός.
Ἰδιάζουσα, λοιπόν, σημασία γιά τή χριστιανική Κοινωνιολογία ἔχει τό ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο «ἄρσεν καί θῆλυ» καί, ἔτσι, συνέστησε ἀπό τήν ἀρχή τόν γάμο, ὡς τόν πρῶτο κοινωνικό θεσμό, πάνω στόν ὁποῖο θεμελιώνεται κάθε ὑγιής κοινωνία. Δέχθηκαν, μάλιστα, τήν εὐλογία καί τή δυνατότητα τῆς συνδημιουργίας μέ τό «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε…».
Κατά τόν κορυφαῖο φιλόσοφο Πλάτωνα, οἱ γάμοι εἶναι ἱεροί.[4]
Ἐπίσης, ἀναφέρει ὁ ἴδιος, ὅτι εἶναι: μετά τά ἱερά, ὁ θεσμός τοῦ γάμου:[5] «θειότερον εἶναι τόν σύνδεσμον ἀρετῆς μερῶν φύσεως ἀνομοίων καί ἐπί τά ἐναντία φερομένων».[6] Δηλαδή αὐτός ὁ σύνδεσμος πού ἑνώνει μεταξύ τους τά μέρη τῆς ἀρετῆς, ὅσο ἀνόμοια κι ἄν εἶναι ἀπό τή φύση καί ὅσο ἀντίθετες τάσεις κι ἄν ἔχουν, εἶναι ἀληθινά θειότερος.
Ἔχει ὡς σκοπό τήν διασφάλιση τῆς ἠθικῆς τοῦ ἀνθρώπου καί τήν τεκνογονία.
Δηλαδή, ὁ γάμος εἶναι:
α) ἕνωση καί ὄχι ἁπλή συνοίκηση ἤ συνεργασία ἤ συνεταιρισμός˙
β) ἕνωση ἄνδρα καί γυναίκας (ἑτεροφύλων καί ὄχι ὁμοφύλων)˙
γ) ἕνας ὑπέροχος συγκερασμός ὅλων τῶν πτυχῶν τῆς ζωῆς (συναθλητές)˙ καί
δ) μία ἱερή κοινωνία, θεμελιωμένη πάνω στό θεῖο καί ἀνθρώπινο δίκαιο.
Στήν ἀρχαία Ἀθήνα, Σπάρτη καί Ρώμη, ὁ γάμος ὑπελαμβάνετο ὄχι μόνο ὡς ὁ θεμέλιος λίθος τῆς οἰκογένειας, ἀλλά καί τῆς Πολιτείας, γενικότερα.
Ὁ γάμος ἐθεωρεῖτο ὡς τό πρώτιστο καθῆκον πρός τήν Πολιτεία κατά τήν ἀρχαιότητα, ἰδιαίτερα δέ στήν Ἑλλάδα, γιατί ἔπρεπε τά ἀνδρόγυνα νά διαθέσουν τά τέκνα τους στήν πόλη, γιά ἀνανέωση τῆς στρατιωτικῆς δύναμης κ.ἄ. .
Τό ἴδιο πνεῦμα ἐπικρατεῖ καί στούς Ρωμαίους. Ὁ πληρέστερος ὁρισμός τοῦ γάμου εἶναι αὐτός τοῦ περίφημου νομοδιδασκάλου Μοδεστίνου (3ος μ.Χ. αἰώνας), πού ὁρίζει πλήρως καί ἐπιτυχέστατα ὅτι «ὁ γάμος εἶναι συνάφεια ἀνδρός καί γυναικός καί συγκλήρωσις τοῦ βίου παντός, θείου τε καί ἀνθρωπίνου δικαίου κοινωνία».[7]
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ὅτι ἀπό τήν ἀρχαιότητα ὁ γάμος συνάπτει ἀρσενικό καί θηλυκό φῦλο, καί αὐτός νοεῖται γάμος μέ ὅλη του τή σημασία. Ἀλλά καί ἀπό τήν ἄποψη τῆς φυσικῆς ἐπιστήμης, ἀκόμη, «τά ὁμώνυμα ἀπωθοῦνται, ἐνῶ τά ἑτερώνυμα ἕλκονται».
2.2. Ὁ γάμος ὑπό τό χριστιανικόν πρῖσμα. Ἀπόρριψις ὁμοφυλοφιλίας καί ὁμοφυλοφιλικοῦ γάμου.
Στήν ἀφήγηση τοῦ βιβλίου τῆς Παλαιάς Διαθήκης «Γένεσις», πού ἀναφέρεται στή δημιουργία καί τήν πτώση τοῦ πρώτου ἀνθρώπινου ζεύγους (Γέν. 1, 26-28˙ 2, 18-25 καί 3, 1-24), Ἀδάμ καί Εὔας, δηλαδή ἄνδρα καί γυναίκας, φαίνεται ὅτι «ἡ ὁλοκλήρωση τῆς σεξουαλικῆς σχέσης δέν ἀποκτᾶται παρά μονάχα ἄν ληφθεῖ ὑπόψη ἡ ὁμοιότητα λόγῳ συμμετοχῆς στήν ἴδια φύση, ἀλλά καί ἡ διαφορά τοῦ φύλου πού προκάλεσε τόν θαυμασμό καί τή χαρά τοῦ Ἀδάμ».[8] Δηλαδή, γενετήσια σχέση μέσα στό ἴδιο ἀνθρώπινο εἶδος καί μεταξύ ἀρσενικοῦ καί θηλυκοῦ.
Διευκρινίζεται, λοιπόν, ὅτι ἡ μέν ἀνθρώπινη ὕπαρξη εἶναι ἑνιαία, ἀλλά διακρίνεται σέ δύο φῦλα διαφορετικά, σέ ἀρσενικό καί θηλυκό, σέ ἄνδρα καί γυναίκα (ἀνδρόγυνη ὕπαρξη), γιά κάποιον ὕψιστο σκοπό (ἠθική ὁλοκλήρωση καί παιδοποιΐα).
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός μᾶς βεβαιώνει ὅτι: «Ἐκεῖνος πού τούς ἔπλασε ἀπαρχῆς, ἀρσενικό καί θηλυκό τούς ἔπλασε» (Ματθ. 19, 4). Ἄρα, τό νά ἀρνεῖται κανείς αὐτή τήν ἀλήθεια, πού βγῆκε ἀπό το ἀψευδές στόμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σημαίνει ὅτι πέρασε στόν χῶρο τῆς γενετήσιας παρέκκλισης καί διαστροφῆς καί «ἐπιστρέφει στό χάος».
Πάντοτε καί παντοῦ ὑπῆρχε ἡ σαφής διάκριση μεταξύ ἀνδρῶν καί γυναικῶν, καί τόν δεσμό τοῦ γάμου τόν συνάπτουν μόνιμα καί κανονικά ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα.
Ἡ Ἁγία Γραφή σαφῶς καταδικάζει τίς ὁμοφυλοφιλικές σχέσεις καί πρακτικές, ὡς βαρύτατο ἁμάρτημα: «Δέν πρέπει νά πλαγιάσεις μέ ἄντρα, ὅπως πλαγιάζεις μέ γυναίκα, εἶναι βδελυρό» (Λευϊτικόν 18, 22). Καί συνεχίζει πιό κάτω: «Ἄν κάποιος συνευρεθεῖ μέ ἄνδρα, ὅπως συνευρίσκεται μέ γυναίκα, διαπράττουν καί οἱ δύο πράξη βδελυρή. Πρέπει ἐξάπαντος νά θανατωθοῦν, καί θά εἶναι οἱ ἴδιοι ὑπεύθυνοι γιά τόν θάνατό τους» (Λευϊτικόν 20, 13).
Σημειώσεις:
[1] Μαρίας Γκιουρτζιάν, «Ὁμοφυλοφιλία, ἀποδεκτή;», στή «Μαθητική Ἀστραπή», Ὀκτώβριος-Νοέμβριος 1999, σελ. 3. [2] Ὀρθόδοξα Χριστιανικά Σωματεῖα Ἀθηνῶν: Δελτίο Τύπου ἐνάντια στὸν ὁμόφυλο «γάμο», Ἀθήνα, 30 Μαΐου 2022. [3] Λέξη πού χρησιμοποίησε ὁ μακαριστός, πρ. Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, κυρός ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ. [4] Πλάτωνος Πολιτεία, Ε 458 ε: «Δῆλον δή ὅτι γάμους τό μετά τοῦτο ποιήσομεν ἱερούς εἰς δύναμιν ὅτι μάλιστα˙ εἶεν δ’ ἄν ἱεροί οἱ ὠφελιμώτατοι» . [5] Πλάτων, Νόμοι 772 κ. ἑξ. [6] Πολιτικός 310 Α. [7] Πανδέκτες Ἰουστινιανοῦ, 23, 2 Νόμ. 1 Βασιλ. ΚΗ΄ δ΄ 1. Βλέπε Παναγ. Χ. Δημητροπούλου, Χριστιανική Κοινωνιολογία, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Α΄ ἔκδ. 1984, σσ. 76-77. [8] «Σεξουαλικότητα καί Χριστιανική ζωή» (Καθολική ἄποψη-ἑλληνική ἀπόδοση Μάρκου Ρούσσου), Ἀθήνα 1984, σελ. 80.