Τοῦ κ. Παύλου Ἀθ. Παλούκα, Ἐπιτ. Σχολικοῦ Συμβούλου Δ.Ε.
2ον
Ὁ ἔρωτας, ἀπό χριστιανική ἄποψη θεωρούμενος, εἶναι δῶρο θεόσδοτο στόν ἄνθρωπο, γι’ αὐτό καί δέν ἀπορρίπτεται. Ὅμως, δέν εἶναι μία στιγμιαία ἱκανοποίηση τῆς σάρκας μόνο. Ψυχή καί σῶμα δέν διαχωρίζονται κατ’ αὐτόν, γιατί τούς ἑνώνει καί ἡ ἀγάπη. Εἶναι θεϊκή ἐντολή τό «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Γέν. 2, 24˙ Ματθ. 19, 5). Ὁ ἔρωτας ἐνεργεῖ, ὅμως, καί ὡς ἐσωτερική ἑνωτική δύναμη τῶν δύο αὐτῶν ὑπαρξιακῶν στοιχείων τοῦ ἀνθρώπου, καί βοηθάει στήν ἀνακάλυψη τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς. Ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἔρωτας, ἄρα καί ὁ ὁμοφυλοφιλικός, εἶναι «ἔκπτωση στήν ἀλήθεια».
Ὁ Χριστός ἐπανέλαβε τά λόγια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιά νά μιλήσει γιά τό ἄρρηκτο τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου ἀνδρός καί γυναικός (καί ὄχι δύο ἀνδρῶν ἤ δύο γυναικῶν):
«… Ἐξαιτίας αὐτοῦ, ὁ ἄνθρωπος θά ἀφήσει τόν πατέρα καί τή μητέρα, καί θά προσκολληθεῖ στή γυναίκα του, καί θά εἶναι οἱ δύο σέ μία σάρκα» (Γέν. 2, 24 καί Ματθ. 19, 5). Καί συμπληρώνει: «Ἐκεῖνο, λοιπόν, πού ὁ Θεός συνένωσε, ὁ ἄνθρωπος ἄς μή χωρίζει» (Ματθ. 19, 6).
Ὁ «πρῶτος μετά τόν Ἕνα», ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν καί τῆς οἰκουμένης ὁλόκληρης, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του (1, 18-32) μᾶς περιγράφει τή χαλάρωση τῶν ἠθῶν, τήν ἠθική καί πνευματική κρίση καί πτώση τῶν ἀνθρώπων, πού λάτρεψαν τήν κτίση, μᾶλλον, παρά τόν Κτίστη-Θεό. «Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός τούς παρέδωσε σέ πάθη ἀτιμίας, ἐπειδή, καί οἱ γυναῖκες τους ἀντικατέστησαν τή φυσική χρήση μέ τήν ἀφύσικη, παρόμοια δέ καί οἱ ἄνδρες, ἀφήνοντας τή φυσική χρήση τῆς γυναίκας, ἄναψαν μέσα τους ἀπό τήν ἐπιθυμία τους ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον, κάνοντας ἀσχημοσύνη, ἀρσενικά μέ ἀρσενικούς, καί ἀπολαμβάνοντας στόν ἑαυτό τους τήν πρέπουσα ἀντιμισθία τῆς πλάνης τους» (Ρωμ. 1, 26-27).
Εἶναι γνωστές, βέβαια, οἱ πόλεις τῶν Σοδόμων καί τῶν Γομόρρων, πού εἶχαν βυθιστεῖ σέ ἀσέλγειες πορνείας καί ὁμοφυλοφιλίας καί ἐπέσυραν τά ἀνάλογα καταστρεπτικά ἐπακόλουθα (κατακλυσμό, κ.ἄ.)˙ ὁ Θεός ἔδωσε ἕνα παράδειγμα γι’ αὐτούς πού στό μέλλον θά ἀσεβοῦσαν (Ἐπιστολή Ἰούδα 7 καί Ἐπιστολή Β΄ Πέτρου 2, 5-7).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Κορινθίους Α΄ ἐπιστολή του προειδοποιεῖ: «Μή πλανᾶσθε οὔτε πόρνοι, οὔτε εἰδωλολάτραι, οὔτε μοιχοί, οὔτε μαλακοί, οὔτε ἀρσενοκοῖται… βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α΄ Κορ. 6, 9).
Ἐπίσης, ὁ ἴδιος ἀπόστολος (Παῦλος), στήν ἐπιστολή του πρός Τιμόθεον Α΄, ἐπισημαίνει: «Γνωρίζουμε ὅτι ὁ νόμος εἶναι ὠφέλιμος, ἐάν κανείς τόν χρησιμοποιεῖ ὀρθῶς…, ὁ νόμος δέν εἶναι γιά τόν δίκαιον, ἀλλά γιά τούς παραβάτες…, τούς κατά φύσιν ἀνήθικους, τούς παρά φύσιν ἀνήθικους…, τούς ἐνόχους σέ κάθε ἄλλο πού ἀντίκειται στήν ὑγιῆ διδασκαλία» (Α΄ Τιμ. 1, 8-10. Βλ. καί Ρωμ. 1, 26).
Οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας (Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης κ.ἄ.) καταδικάζουν ἀνεπιφύλακτα τήν ὁμοφυλοφιλία, καθώς καί οἱ Ἱεροί Κανόνες Πατέρων καί Συνόδων.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀποκαλεῖ καί χαρακτηρίζει τήν ὁμοφυλοφιλία ὡς «νόσημα χαλεπόν καί ἀνίατον», «λοιμόν (ἀσθένεια) πάντων λοιμῶν χαλεπώτερον», «ἀλλόκοτον λύσσαν» καί «παράνομον ἔρωτα».
Γιά τίς παραπάνω ἀναφερθεῖσες καταστροφές (Σοδόμων καί Γομόρρων), ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι τέτοιου μεγέθους εἶναι τό ἁμάρτημα τῆς ἀρρενομιξίας, ὥστε ἀναγκάστηκε ὁ Θεός νά δείξει τήν γέεννα πρίν ἀπό τήν καθορισμένη ὥρα της: «Ἐννόησον τοίνυν ἡλίκον ἐστί τό ἁμάρτημα ὡς βιάσασθαι πρό καιροῦ τήν γέενναν φανῆναι καί γάρ παράδοξος ἦν ὁ ὑετός ἐκεῖνος, ἐπειδή καί παρά φύσιν καί παράνομος ἡ μίξις, καί κατέκλυσε τήν γῆν, ἐπειδή καί τάς ἐκείνων ψυχάς ἡ χαλεπή καί ἐπάρετος ἐπιθυμία».[9]
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας κατηγορεῖ τούς ὁμοφυλόφιλους ὅτι «διαφθείρουν τήν πλασθεῖσα ἀπό τόν Θεό ἀνδροπρεπῆ μορφή (“θεόπλαστον ἀνδροπρεπῆ μορφήν”) ἑκουσίως ἤ ἀναγκαζόμενοι καί ἔτσι, γίνονται μολυσματική θανατηφόρα νόσος (“λοιμοί τῆς φύσεως”), μίασμα τῆς πολιτείας (“σπίλοι πολιτείας”) καί τῆς ζωῆς ὑβριστές (“ζωῆς ἐφύβριστοι”)».[10]
Στούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ ἀρσενοκοιτία κολάζεται ὡς παρά φύση ἀσέλγεια καί ὡς ἀδίκημα, ἠθικοπνευματικά καί χριστιανοπαιδαγωγικά, καί ἐπιβάλλονται σοβαρά ἐπιτίμια στούς ὁμοφυλόφιλους.[11]
Γι’ αὐτό ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς νουθετεῖ ὡς ἑξῆς:
«Προσήκει μέν μηδέν καινοτομεῖν παρά τήν φύσιν καί τούς ὅρους τοῦ εὐεργέτου τῆς Φύσεως, ἀλλ’ ἐμμένοντα τούτοις ἔμπρακτον ἔχειν τό σῶμα, μηδαμοῦ τῆς ἀμετρίας παραλυόμενον».[12]
Συμπερασματικά, γιά τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐκκλησία καί τή Χριστιανική Ἠθική, ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι: βαρύτατο ἁμάρτημα, «παρά φύσιν», καί καταδικάζεται ἀπερίφραστα, θέτοντας μάλιστα τούς ἁμαρτάνοντας, ὁμοφυλοφιλικά, ἐκτός τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀφήνει περιθώρια ἀποδοχῆς τῆς ὁμοφυλοφιλίας, χωρίς, ὅμως, αὐτό νά σημαίνει συγχρόνως καί ἀπόρριψη τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου.
Τουναντίον, ἡ Ἐκκλησία βλέπει μέ πνεῦμα ἀγάπης καί συμπάθειας τούς ὁμοφυλόφιλους, τούς ἀγκαλιάζει, καί τούς καλεῖ σέ μετάνοια, πνευματική ἀνάνηψη καί ἀναδίπλωση καί προσπάθεια ἀποτίναξης τοῦ πάθους, ὥστε νά τούς ὁδηγήσει στή διασφάλιση τοῦ προσώπου, τῆς ἠθικῆς τους ἐλευθερίας καί τῆς μελλοντικῆς τους σωτηρίας.
Ὁ Θεός-Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία Του βδελύττεται καί καταδικάζει τήν ὁμοφυλοφιλία σάν ἁμάρτημα, ἀγαπᾶ, ὅμως, τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο. Αὐτό μᾶς ὑπέδειξε ὁ Κύριός μας νά κάνουμε, ὅπως τό ἔπραξε καί ὁ Ἴδιος, γιατί «ἦλθεν ἁμαρτωλούς σῶσαι». (Γνωστὴ ἡ ἀγαπητική συμπεριφορά του πρός τήν πόρνη, τόν ληστή καί τόν τελώνη).
Σημειωτέον, ὅτι οἱ δύο νεοφανεῖς ἅγιοι, Πορφύριος καί Παΐσιος, ἀντιμετώπιζαν τούς ὁμοφυλόφιλους θεραπευτικά.[13]
Ἐπιπροσθέτως, νά ἀναφέρουμε πώς καί ἡ Παπική/Καθολική Ἐκκλησία, μέ ποιμαντική ἐπιστολή της (30 Ὀκτωβρίου 1986) κατέστησε γνωστή τή θέση της ἀπέναντι στό πρόβλημα τῆς ὁμοφυλοφιλίας. Καί στήν προσπάθεια ὁρισμένων (Θεολόγων κ.ἄ.) νά ἀσκήσουν πίεση πάνω της, γιά νά τήν ἀναγκάσουν νά ἀποδεχθεῖ τίς ὁμοφυλοφιλικές πράξεις, μέ τήν ἐπιστολή της ἀντιθέτως, διακηρύσσει ὅτι «τέτοιες ἀπόψεις εἶναι ἐσφαλμένες καί ἀποπροσανατολιστικές».[14].
Σημειώσεις:
[9] Ἰ. Χρυσόστομος, P.G. 60, 420. [10] Βλ. π. Στυλιανοῦ Ἐμμ. Καρπαθίου, «Ὁμοφυλοφιλία: Ἀπελευθέρωσις ἤ δουλεία;», ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», 10-6-2022, σελ. 1. [11] 7ος καί 62ος Κανόνες Μ. Βασιλείου, 4ος Κανόνας τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, 61ος Κανόνας Ἁγ. Ἀποστόλων καί 9ος Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 19ος Κανόνας Ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Νηστευτῆ κ.ἄ. [12] Μ. Βασίλειος, Ἀσκητικαί Διατάξεις. [13] Ἐφημερίδα «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ», 4-8-2023. [14] Βλ. Μητροπολίτου Δημητριάδος ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (μετέπειτα μακαριστοῦ Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν), «Ἡ Ἐκκλησία γιά τούς ὁμοφυλοφίλους», ἐφημ. «ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ», 14-15/2/1987 σελ. 34.