Οἱ Ἅγιοι Πέτρος καί Παῦλος καί ἕνας προβληματισμός περί «ἐκκλήτου»

Share:

Γράφει ὁ Πρεσβύτερος π. Γεράσιμος Βουρνᾶς

  Ἡ ἑορτή τῶν δύο Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου στίς 29 Ἰουνίου, καθιερώθηκε στήν Ἐκκλησία μας ἀπό πολύ παλιά. Ξεκίνησε τόν τρίτο αἰῶνα στήν Ρώμη καί στή συνέχεια υἱοθετήθηκε ὁ ἑορτασμός καί ἀπό τήν Ἀνατολή. Ἡ μετακομιδή τῶν ἱερῶν τους λειψάνων ἔγινε στίς 29 Ἰουνίου τοῦ 258 ἐπί ἐπισκόπου Ρώμης Σίξτου Β΄ στήν κατακόμβη τοῦ ἁγίου Σεβαστιανοῦ καί τότε τά ὀστᾶ τῶν δύο «συνεδέθησαν πρώτην φοράν καί διά παντός», ἐνῷ ἀργότερα θεωρήθηκε ὅτι οἱ δύο Ἀπόστολοι μαρτύρησαν τήν ἴδια μέρα, γεγονός ὅμως πού δέν φαίνεται νά ἰσχύει[1]. Σέ κάθε περίπτωση, αὐτό πού ἔχει σημασία εἶναι τί αὐτή ἡ ἑορτή μᾶς διδάσκει γιά τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας μας.

  Μελετῶντας κανείς κάποιους ἀπό τούς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων μας, θά διαπιστώσει ὅτι ὅλοι τους τονίζουν τό ὁμότιμο τῶν δύο Ἀποστόλων στήν ἀξία καί στήν χάρη[2]. Αὐτό ἀπό μόνο του εἶναι, γιά τήν ἐποχή μας, πού βασίζεται στόν ἀνταγωνισμό καί στίς συγκρίσεις, ἕνα παράδοξο. Ὁ ἅγιος Πέτρος προβάλλεται φυσικά ὡς κορυφαῖος Ἀπόστολος, ἀφοῦ μάλιστα ἦταν ἕνας ἐκ τῶν δώδεκα καί εἶχε λάβει τήν χειροτονία του ἀπό τόν Χριστό, ὅσο Ἐκεῖνος βρισκόταν στήν γῆ σωματικῶς. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅμως, ἐδίωκε πρῶτα τούς Χριστιανούς καί ὄχι μόνο δέν συν­άντησε τόν Χριστό, ἀλλά οὔτε καί τούς περισσότερους ἀπό τούς Μαθητές. Ἔλαβε, ὡς γνωστόν, τήν κλήση καί τήν χειροτονία ἀπό τόν Χριστό, ἀπ’ εὐθείας ἀπό τόν Οὐρανό. Πῶς, λοιπόν, τοποθετεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας ὡς ἕνας ἐκ τῶν δύο Πρωτοκορυφαίων; Ἡ ἀπάντηση θά πρέπει νά μᾶς ὁδηγήσει νά σκεφθοῦμε ὅτι δέν μποροῦμε ἐμεῖς μέ τά πολύ περιορισμένα κριτήριά μας νά προσεγγίσουμε τά τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος ἀποφασίζει μέ ποιόν τρόπο θά οἰκοδομήσει τήν Ἐκκλησία Του.

  Ἡ Ἐκκλησία μας, μέ τήν ἑορτή αὐτή δέν ἀφήνει περιθώρια στίς τοπικές Ἐκκλησίες νά ἀναδεικνύουν κάποιον Ἀπόστολο ὡς πρῶτο καί δι’ αὐτοῦ νά ἀνάγει ἑκάστη τόν θρόνο της σέ ἀνώτερο τῶν ἄλλων, ὅπως ἐπιχειρεῖ ἡ Παπική Ἐκκλησία τόσους αἰῶνες. Ἄν κάποιος ὑποστηρίξει ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος εἶναι ὁ πρῶτος, ἀμέσως ἡ Ἐκκλησία μας θά τοῦ προβάλει τόν ἕτερο πρωτοκορυφαῖο Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος οὔτε κἄν στήν χορεία τῶν δώδεκα δέν ἀνῆκε καί ὅμως εἶναι ἰσότιμος μέ τούς ἄλλους. Δέν μᾶς ἀφήνει ὁ Χριστός νά πᾶμε τήν Ἐκκλησία Του ἐκεῖ πού θέλουμε, παρασύροντάς την στούς ἀνούσιους καί καταστρεπτικούς ἀνταγωνισμούς μας.

  Ὅταν κάποιος θελήσει νά καταστεῖ πρῶτος τῶν ἄλλων, τότε ὁ Χριστός θά τοῦ θυμίσει ὅτι ὅποιος θέλει νά εἶναι πρῶτος πρέπει νά εἶναι ὑπηρέτης ὅλων. Ἐμεῖς πολλές φορές ὀνομάζουμε διακονία τήν καταπίεση πού ἀσκοῦμε στούς ἄλλους καί τήν ἐπέμβαση στίς ζωές τους, χωρίς νά μᾶς τό ζητήσουν. Θεωροῦμε πώς γιά τό καλό τῶν ἄλλων κάνουμε ὅ,τι κάνουμε, ὅμως οἱ ἄλλοι τό αἰσθάνονται αὐτό; Οἱ Ἅγιοι δέν διεκδικοῦσαν κανένα πρωτεῖο. Οἱ ἄνθρωποι τούς παραχωροῦσαν τά πρωτεῖα ἀπό μόνοι τους, γιατί αἰσθάνονταν ὅτι δέν μιλοῦν οἱ ἴδιοι, ἀλλά ὁ Θεός δι’ αὐτῶν. Τό ἀξίωμα, μᾶς δίδαξε ὁ Δάσκαλός μας, π. Βασίλειος Βολουδάκης, ἄν δέν συνοδεύεται ἀπό τήν ἀξία τοῦ προσώπου πού τό φέρει, δέν εἶναι τίποτα ἀπό μόνο του. Αὐτό δέν ἰσχύει μόνο γιά τά ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα. Ὅλοι στήν ζωή μας ἔχουμε κάποια εὐθύνη ἄλλων ἀνθρώπων. Ἄλλος εἶναι ὑπεύθυνος σέ κάποια ἑταιρεία, ἄλλος στήν οἰκογένειά του καί ἄλλος πρωθυπουργός ἑνός κράτους. Καί ἐνῷ ἀκόμα καί ἡ λέξη ὑπουργός, πού εἶναι φανερά ἐπηρεασμένη ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μας, δηλώνει τήν διακονία καί ὄχι τήν ἐξουσία, ἐμεῖς σέ κάθε εὐκαιρία ἐπιθυμοῦμε τὸν κατεξουσιαμό τῶν ἄλλων καί ὄχι τήν σχέση μας μαζί του. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι δέν κατεξουσίαζαν, ἀλλά ἔπειθαν γιά αὐτά πού δίδασκαν τούς πάντες, διά τῶν θαυμάτων καί τῶν Θείων ἐπιχειρημάτων τους. Ὁ Χριστός, ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ Πατέρες μας δέν περιμένει ἀπό ἐμᾶς πολλά θαύματα, ἀλλά μόνο ἕνα, πού εἶναι καί τό μεγαλύτερο, αὐτό τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἑαυτοῦ μας. Τοὐλάχιστον νά μοιάσουμε στούς ἁγίους Ἀποστόλους στό πῶς ἐφλέγοντο ἀπό τήν ἀγάπη τους γιά τόν Χριστό καί τούς ἀνθρώπους, γιά τό πῶς θεωροῦσαν τόν ἑαυτό τους κατώτερο ὅλων, αὐτοί οἱ Πρωτοκορυφαῖοι! Ἄν ὁ πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε γιά τόν ἑαυτό του ὅτι «ἐγώ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν Ἀποστόλων», ἐμεῖς τί πρέπει νά ποῦμε;

Αὐτό, πού ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει μέσα ἀπό τήν ἑορτή τῶν ἁγίων πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων της εἶναι ἡ Ἑνότητα τελικά. Αὐτό μᾶς ἐτόνισε καί ὁ π. Βασίλειος Βολουδάκης μέσα ἀπό τίς ὁμιλίες του, ὅτι δηλαδή «ἴδιον τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἑνότητα, ὄχι ἡ ἀνωτερότητα»[3].

  Σέ μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία, σέ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τοῦ κόσμου, καλλιεργοῦμε περισσότερο ἀπό ποτέ «τό μισάδελφον»[4], μᾶς λείπει πολύ αὐτή ἡ Ἑνότητα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων μας, ἀπ’ ἀρχῆς ἕως ἐσχάτων. Κοντά στούς Πατέρες μας νιώθαμε τήν ἀνάγκη νά εἴμαστε κι ἐμεῖς ἑνωμένοι μέ ὅλους. Κάθε αἴσθηση ἀνωτερότητας καί κατωτερότητας ὑποχωροῦσε καί, παρά τίς προσωπικές μας δυσκολίες, ἡ πιό μεγάλη χαρά μας ἦταν νά βλέπουμε τούς Πατέρες μας καί νά τούς ἀκοῦμε. Λάβαμε ὁδηγίες καί παραδείγματα ἀπό τούς Ἁγίους μας, γιά νά ζήσουμε κι ἐμεῖς μέ τίς οἰκογένειες μας αὐτήν τήν Ἑνότητα. Κανείς δέν ἦλθε, ἀπό τούς Πατέρας μας, νά μᾶς ἐπιβάλει τήν Ἑνότητα, ἀλλά ἐμεῖς νιώθαμε τήν ἀνάγκη δι’ αὐτῶν νά ἔλθουμε στήν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν Χριστό μας, καθένας ἀπό ἐμᾶς «μοναδικός καί ἀνεπανάληπτος», ἑνωμένος μέ ὅλους καί μέ τόν Χριστό, ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως. Αὐτό φάνηκε ἰδιαιτέρως στήν Ἀποστολική Σύνοδο καί στίς Ἑπτά Οἰκουμενικές Συνόδους, στίς ὁποῖες ὑπῆρξε ὁμοφωνία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί ὄχι ἐπιβολή κάποιου ἀνωτέρου.

  Ἔτσι λοιπόν, προβληματιζόμαστε μέ ἕνα ζήτημα πού ἔχει ἔλθει στήν ἐπικαιρότητα τίς τελευταῖες ἡμέρες καί ἀφορᾶ στό λεγόμενο «ἔκκλητον». Τό «ἔκκλητον» εἰσήχθη στόν νέο Καταστατικό Χάρτη τοῦ 2010 τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου (ἄρθρο 81), καί δίδει τήν δυνατότητα σέ κάποιον πού ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, νά ἀσκήσει ἔφεση στήν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου. Αὐτό τό ἄρθρο ἐπικαλέσθηκε ὁ Μητροπολίτης Πάφου Τυχικός καί ἀκόμη ἀναμένεται ἡ ἀνταπόκριση τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Νά σημειώσουμε ὅτι σκοπός τοῦ παρόντος κειμένου εἶναι νά θέσει μερικούς προβληματισμούς καί ὄχι νά ὑπεισέλθει σέ ὑποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ἤ νά προσθέσουμε κάποιον ἐπιπλέον λόγο στενοχώριας στόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πάφου Τυχικό, γιά τόν ὁποῖο, παρά τά ὅσα ἀκούγονται στά διάφορα μέσα ἐνημερώσεως, ἔχουμε μάθει τά τελευταῖα χρόνια ὅτι ἀγωνίζεται μέ μεγάλη ζέση στήν Μητρόπολή του, μέ σκοπό τήν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ μας, σύμφωνα μέ τήν παράδοση πού παραλάβαμε ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες μας. Αὐτό πού προβληματίζει εἶναι λοιπόν, ὄχι ἡ ὑπόθεση – γιά τήν ὁποία εὐχόμαστε νά λάβει τήν τροπή πού θέλει ὁ Θεός μας καί ὄχι οἱ ἄνθρωποι – ἀλλά τό «ἔκκλητον» καί μόνο.

  Ἄν μπορεῖ κάθε Ἐκκλησία νά προσφεύγει στό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο δέν ἀναιρεῖται ἡ ἰσότητα τόν ἁγίων Ἀποστόλων πού εἴδαμε ἀνωτέρω; Δέν κινδυνεύει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας νά θεωρηθεῖ ὡς παπική; Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, σχολιάζοντας τόν Θ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀναφέρει ὅτι οἱ Παπισταί ἐπιθυμοῦν «νά εἶναι πρῶτος ἐπί πάντων Κριτής ὁ Κωνσταντινουπόλεως, μέ σκοπόν διά νά δείξουν, ὅτι, ἄν ὁ Κωνσταντινουπόλεως ᾖναι ἐπί πάντων Κριτής, ἐπειδή ὁ Ρώμης εἶναι πρῶτος καί τοῦ Κωνσταντινουπόλεως κατά τούς Κανόνας, λοιπόν ὁ Ρώμης εἶναι ὁ ἔσχατος καί κοινῶς ἐπάνω εἰς ὅλους τούς Πατριάρχας Κριτής». Ὅμως ὅλοι ὅσοι ὑποστηρίζουν τήν δυνατότητα τοῦ «ἐκκλήτου» πρός τόν Κωνσταντινουπόλεως ὡς ἀνωτέρου ὅλων τῶν Πατριαρχείων «μακράν τῆς ἀληθείας ἀπεπλανήθησαν». Σημειώνει δέ, ὅτι «μόνη γάρ ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι ὁ ἔσχατος καί κοινότατος Κριτής πάντων τῶν Πατριαρχῶν […] καί ἄλλος οὐδείς»[6]. Τό ἐρώτημα πού γεννᾶται εἶναι τό ἑξῆς: Μπορεῖ νά ἀσκηθεῖ τό «ἔκκλητον» ἀπό κάποιον Μητροπολίτη, ὅπως στήν προκειμένη περίπτωση, πρός τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως; Εἰδικά ἀπό τήν στιγμή πού ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου δέν ὑπάγεται στό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά εἶναι  «αὐτοκέφαλος» μέ ἀπόφαση μάλιστα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Ἄρθρον 1 Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου). Ἄραγε, πῶς τό ἄρθρο 1 ἀφήνει περιθώριο γιά τήν ὕπαρξη τοῦ «ἐκκλήτου» στό ἄρθρο 81; Ὅταν μιά Ἐκκλησία εἶναι αὐτοκέφαλος, δηλαδή αὐτοδιοίκητη, μπορεῖ νά ὑπάγεται μέ ὁποιονδήποτε τρόπο σέ κάποια ἄλλη Ἐκκλησία;

  Ὁ μακαριστός π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος δίδει ἀκριβῶς τήν λύση, γιά τό τί πρέπει νά συμβαίνει σέ ἀνάλογες περιπτώσεις: «Μόνον Οἰκουμενική Σύνοδος, ὡς ὑπερτάτη Ἀρχή, δύναται νά παρέμβη εἰς τά ἐσωτερικά Τοπικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί νά ρυθμίσῃ ταῦτα κατά τήν κρίσιν αὐτῆς. Δύναται π.χ. Κληρικός μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας (καί μάλιστα Προκαθήμενος αὐτῆς), φρονῶν ὅτι κατεδικάσθη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας αὐτοῦ ὅλως ἀδίκως καί παρά τούς Κανόνας, νά καταφύγῃ δι’ ἐκκλήσεως πρός τάς ἄλλας Τοπικάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας καί, διεκτραγῳδῶν τήν ἄδικον περιπέτειαν αὐτοῦ, νά ζητήσῃ ἀπόδοσιν δικαιοσύνης. Ἄν αἱ ἄλλαι Ἐκκλησίαι εὕρωσι βάσιμα τά παράπονα αὐτοῦ, δύνανται νά φθάσωσιν μέχρι συγκλήσεως Μεγάλης Συνόδου, ἧς ἡ ἀπόφασις θά εἶναι ὑποχρεωτική δι’ ἅπαντας. Μονομερής παρέμβασις μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας εἰς τά ἐσωτερικά ἄλλης εἶνε ἀπαράδεκτος»[7].

  Ὅλα αὐτά δέν ἀναφέρονται ὡς μομφή στό πρόσωπο τοῦ Μητροπολίτου Τυχικοῦ, τοῦ ὁποίου, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, εὐχόμαστε ἡ ὑπόθεση νά εὐοδωθεῖ κατά Θεόν, ἀλλά διότι σέ περίπτωση πού ἐφαρμοστεῖ ἡ λύση πού προτείνει ὁ πατήρ Ἐπιφάνιος, τότε ἡ Ἐκκλησία μας θά λειτουργήσει ἀκριβῶς κατά τό Ἀποστολικό καί Ἁγιοπατερικό πνεῦμα ἐπίλυσης τῶν ζητημάτων. Ἔτσι, θά ἀποφευχθοῦν οἱ ὅποιες κατηγορίες πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μας, οἱ ὁποῖες ἀναφύονται κατά καιρούς, ὅτι προσπαθεῖ νά παίξει τόν ρόλο τοῦ «Πάπα τῆς Ἀνατολῆς» καί σέ ἕνα καιρό ὅπου σέ ὅλους τούς τομεῖς βασιλεύει ἡ διαμάχη καί οἱ ἀνταγωνισμοί γιά τό ποιός εἶναι ἀνώτερος καί κατώτερος, θά δοθεῖ πρός πᾶσα κατεύθυνση τό μήνυμα ὅτι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός καί ὄχι κάποιος ἄνθρωπος, ὅπως ἦταν κάθε φορά πού στό ὄνομά Του οἱ Μαθητές καί οἱ Διάδοχοί τους συγκεντρώνονταν, γιά νά λύσουν κάποιο μεγάλο ἤ μικρό πρόβλημα.

  Τέλος, ὅπως στήν Ἀποστολική Σύνοδο ἔδωσε τήν λύση, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος – σχετικά μέ τό ζήτημα τῆς περιτομῆς – ὁ ὁποῖος μάλιστα ἦταν νεώτερος στά πρεσβεῖα τῆς χειροτονίας ἀπό τούς δώδεκα Ἀποστόλους, ἔτσι καί στά σημερινά προβλήματα πού ταλανίζουν τήν Ἐκκλησία μας, ἡ λύση μπορεῖ νά δοθεῖ διά τοῦ νεότερου Διαδόχου τῶν Ἀποστόλων ἤ διά τῆς μικρότερης Ἐπισκοπῆς σέ ἔκταση. Γιατί νά ἀποκλείσουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀπό τό νά πνεύσει ἐκεῖ πού θέλει;

  Ταῖς πρεσβείαις τῶν ἁγίων Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, κάθε Ἐπίσκοπος νά γίνει κι ἐκεῖνος Πρωτοκορυφαῖος, γιατί κορυφαῖος εἶναι ἐκεῖνος πού ταυτίζεται μέ τόν Χριστό σέ ὅλα, ἔχει τό ἦθος τοῦ Χριστοῦ καί λύνει τά προβλήματα διά τοῦ Χριστοῦ καί ἐν Χριστῷ!

Σημειώσεις:

[1] Ἀρχιμ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι σήμερον, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα, 1998, σελ. 315-316. [2] Ἁγ. Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, Εἰς τούς ἁγίους Πέτρον καί Παῦλον, PG 87 ΙΙΙ, 3356A. Πρβλ. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΚΗ΄, Ἐκφωνηθεῖσα κατά τήν ἑορτήν τῶν ἁγίων καί κορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, PG 151, 356D. [3] Πρωτ. Βασιλείου Ἐ. Βολουδάκη, Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ Η ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ, Διαδικτυακή ομιλία στις 30/6/2019, στο: youtube.com, αντλήθηκε στις 19/6/2025. [4] ]Ἁγ. Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, ὅ. π., PG 87 ΙΙΙ, 3360D. [5] Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, τῆς νοητῆς νηός τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα, 2003, σελ. 192. [6] Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σελ. 193. [7] Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Ἰ. Θεοδωροπούλου, Τά δύο Ἄκρα, [«Οἰκουμενισμός» καί «Ζηλωτισμός»], ἐν Ἀθήναις, 1986, σελ. 87.

Previous Article

Ἅγιοι Ἀπόστολοι: Οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἐσταυρωμένου!

Next Article

Κυριακή Γ΄ Ματθαίου – Γραπτόν Θ. Κήρυγμα Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυθήρων