Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Μεταξὺ τῶν χριστιανῶν συχνὰ γίνονται συζητήσεις γιὰ τὴν πίστη καὶ τὰ θαύματα. Ἔχουν καλὴ προαίρεση, χωρὶς ὡστόσο οἱ περισσότεροι νὰ διαθέτουν καὶ τὴν ἀναγκαία πνευματικὴ ἐμπειρία, ἡ ὁποία προφυλάσσει ἀπὸ τὶς ὑπερβολὲς καὶ τὶς πλάνες. Γι’ αὐτὸ πολλὲς φορὲς δημιουργοῦνται ἐσφαλμένες ἐντυπώσεις γιὰ πρόσωπα καὶ πρά-γματα. Κυκλοφοροῦν φῆμες γιὰ ἐνάρετους κληρικοὺς καὶ μοναχούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ λαϊκούς, ποὺ ἔχουν ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικὰ εὐσέβειας. Χρειάζεται προσοχὴ ἀπέναντι στοὺς συνανθρώπους μας, γιατί δὲν τοὺς γνωρίζουμε εὔκολα κι ἂς τοὺς συναντοῦμε καθημερινά, καὶ φυσικὰ νὰ μὴ δεχόμαστε ὡς ὀρθὲς τὶς πρῶτες ἐντυπώσεις μας ἀπὸ τὶς δραστηριότητές τους. Χρειάζεται χρόνος, στενὴ ἐπικοινωνία καὶ ἀξιόπιστες μαρτυρίες ἄλλων, γιὰ νὰ τοὺς γνωρίσουμε. Καὶ νὰ μὴ λησμονοῦμε ὅτι ἡ πνευματικότητα στοὺς σημερινοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυσεύρετη, γιατί καὶ στοὺς καλοπροαίρετους ἀκόμα ὑπάρχει τὸ κοσμικὸ φρόνημα ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Ἐμπόδιο ἐπίσης εἶναι καὶ ἡ ὑποκρισία ποὺ ἐμφανίζει τὸν ἁμαρτωλὸ ὡς ἐνάρετο!
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας τηροῦσε μία στάση προσεκτικὴ σ’ ἐκείνους ποὺ πίστευαν στὴ διδασκαλία του, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχαν δεῖ κάποιο θαῦμα του ἢ εἶχαν ἀκούσει κάτι σχετικό. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης σημειώνει ὅτι κάποτε ὁ Χριστὸς βρισκόταν στὸ Ἱεροσόλυμα γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα καὶ «πολλοὶ πίστεψαν σ’ αὐτόν, βλέποντας τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν τοὺς ἐμπιστευόταν, γιατί τοὺς ἤξερε ὅλους καλά. Καὶ δὲν χρειαζόταν νὰ τὸν ἐνημερώσει κανεὶς γιὰ ἕνα ἄνθρωπο, γιατί αὐτὸς ἤξερε καλά τί εἶχε καθένας μέσα του»[1].
Ὁ Π.Ν. Τρεμπέλας στὸ σχετικὸ ὑπόμνημά του ἀναφέρει τὴ δυνατότητα τοῦ Χριστοῦ νὰ γνωρίζει ὅλους τούς ἀνθρώπους: «Ἐγνώριζε πάντας, ὄχι μόνον τὰ ὀνόματά των καὶ τὰς ἀπόψεις των, τουθ’ ὅπερ εἶναι δυνατὸν καὶ εἰς ἡμᾶς διὰ πολλούς, μετὰ τῶν ὁποίων ἔρχομεθα εἰς σχέσιν, ἀλλὰ καὶ τὴν φύσιν των, τὰς διαθέσεις των τὰ συναισθήματά των καὶ τὰς προθέσεις καὶ σκοποὺς των, κατὰ τρόπον δηλαδὴ ποὺ ἡμεῖς δὲν γνωρίζομεν κανένα, σπανιώτατα δὲ καὶ αὐτὸν τὸν ἑαυτόν μας. Γνωρίζει τοὺς πάντας, διότι ὁ ἰσχυρὸς βραχίων του ἐδημιούργησεν αὐτοὺς καὶ διότι τὸ παντέφορον ὄμμα του βλέπει πάντας καὶ εἰσχωρεῖ ἀνεμποδίστως εἰς τὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ των. Γνωρίζει τοὺς πανούργους καὶ ὑποκρυπτομένους ἐχθρούς του καὶ ὅλα τὰ μυστικὰ σχέδιά των. Γνωρίζει τοὺς ψευδεῖς φίλους του καὶ τοὺς πραγματικοὺς χαρακτῆρας των, ὅπως γνωρίζει καὶ τίνες εἶναι ἀληθῶς ἰδικοί του καὶ ποῖαι εἶναι αἱ ἀδυναμίαι των καὶ τίνες αἱ ἀρεταὶ των»[2].
Τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ προδιέθεταν τοὺς ἀνθρώπους νὰ δεχθοῦν τὴ διδασκαλία του. Ὡστόσο, ἡ πίστη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἔκπληξη τοῦ θαύματος, ὅταν περνάει, ἐξασθενεῖ ἡ πίστη. Χρειάζεται πρωτίστως ἡ ἀποδοχὴ τῆς διδασκαλίας, ποὺ τὴ σταθεροποιεῖ. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς εἶπε στὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ ποὺ ἀμφισβητοῦσε τὴν ἀνάστασή του, λέγοντας στοὺς ἄλλους ἀποστόλους: «ἐγὼ ἂν δὲν δῶ στὰ χέρια του τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιά, καὶ δὲν βάλω τὸ δάκτυλό μου στὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ δὲν βάλω τὸ χέρι μου στὴ λογχισμένη πλευρά του, δὲν θὰ πιστέψω» – «πείστηκες, ἐπειδὴ μὲ εἶδες μὲ τὰ μάτια σου· μακάριοι ἐκεῖνοι ποὺ χωρὶς νὰ μὲ ἔχουν δεῖ πιστεύουν»[3].
Τὸ θαῦμα ἐπηρεάζει ἀρχικά, ἀλλὰ ὁ ἐνθουσιασμὸς εἶναι ἄστατος. Τὸ ἰδανικὸ εἶναι νὰ πιστεύει κανεὶς ἀποδεχόμενος τὴ διδασκαλία, χωρὶς τὴν ἐπιβεβαίωση μὲ θαύματα.
Σημειώσεις:
1. Ἰωάν. β΄ 23- 25
2. Π.Ν. Τραμπέλα, ‘Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον’, Ἀθήνα 1969, σελ. 103.
3. Ἰωάν. Κ΄ 25-28.