ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Share:

Νά μή γίνουμε θῦμα τοῦ ἀντιθέτου

Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ πιστεύοντας στὸν μόνο Ἀληθινὸ Θεό, πρέπει νὰ λέμε πάντα τὴν ἀλήθεια. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει (Α΄ Ἰω. β΄):

«οὐκ ἔγραψα ὑμῖν ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἀλήθειαν, ἀλλ’ ὅτι οἴδατε αὐτήν, καὶ ὅτι πᾶν ψεῦδος ἐκ τῆς ἀληθείας οὐκ ἔστι». (: Δι’ αὐτὸ καὶ ἐγὼ σᾶς ἔγραψα τὰ ἀνωτέρω, ὄχι ἐπειδὴ δὲν γνωρίζετε τὴν ἀλήθειαν, ἀλλὰ σᾶς τὰ ἔγραψα, ἐπειδὴ γνωρίζετε αὐτὴν καὶ ἐπειδὴ πᾶν ψεῦδος δὲν ἔχει τὴν πηγήν του εἰς τὴν ἀλήθειαν).

Κάθε ἄνθρωπος, ποὺ ψεύδεται κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ, ἀπὸ μόνος του δηλοῖ ὅτι εἶναι κυριευμένος ἀπὸ κάποιο πάθος. Τοῦ φθόνου, τῆς ζήλειας, μνησικακίας κ.λπ. Ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν εὔκολα στὴν συκοφαντία.

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀναφέρει: «Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ τὸ συνέδριον ὅλον ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ὅπως θανατώσωσιν αὐτόν» (Ματθ. κστ΄ 59). (:Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ ὅλα τὰ μέλη τοῦ συνεδρίου, ἀφοῦ ἦτο ἀδύνατον νὰ εὕρουν μαρτυρίαν ἀληθῆ ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ, ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατ’ αὐτοῦ, διὰ νὰ τὸν θανατώσουν). Βλέπετε ποῦ ὁδηγοῦν τὰ πάθη αὐτά, στὸ μῖσος καὶ στὴν ἐκδίκηση.

Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ πέφτουν σὲ αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα συκοφαντίας, ψεύδους κ.λπ. εἶναι ἄρρωστοι πνευματικὰ καὶ θέλουν ἰδιαίτερη ἀντιμετώπιση.

Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης στὸ βιβλίο του «Βίος καὶ Λόγοι» μᾶς συμβουλεύει μὲ ἕνα παραστατικὸ παράδειγμα: «Ὅταν κάποιος μᾶς ἀδικήσει μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο, μὲ συκοφαντίες, μὲ προσβολές, νὰ σκεπτόμαστε ὅτι εἶναι ἀδελφός μας, ποὺ τὸν κατέλαβε ὁ ἀντίθετος. Ἔπεσε θῦμα τοῦ ἀντιθέτου. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸν συμπονέσομε καὶ νὰ παρακαλέσομε τὸν Θεὸ νὰ ἐλεήσει κι ἐμᾶς κι αὐτόν· κι ὁ Θεὸς θὰ βοηθήσει καὶ τοὺς δύο. Ἄν, ὅμως, ὀργισθοῦμε ἐναντίον του, τότε ὁ ἀντίθετος ἀπὸ κεῖνον θὰ πηδήσει σ’ ἐμᾶς καὶ θὰ μᾶς παίζει καὶ τοὺς δύο. Ὅποιος κατακρίνει τοὺς ἄλλους, δὲν ἀγαπάει τὸν Χριστό. Ὁ ἐγωισμὸς φταίει. Ἀπὸ ’κεῖ ξεκινάει ἡ κατάκριση. Θὰ σᾶς πῶ ἕνα μικρὸ παράδειγμα.

Ἄς ὑποθέσομε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος βρίσκεται μόνος του στὴν ἔρημο. Δὲν ὑπάρχει κανείς. Ξαφνικὰ ἀκούει κάποιον ἀπὸ μακριὰ νὰ κλαίει καὶ νὰ φωνάζει. Πλησιάζει κι ἀντικρύζει ἕνα φοβερό θέαμα: μία τίγρις ἔχει ἁρπάξει ἕνα ἄνθρωπο καί τόν καταξεσχίζει μέ μανία. Ἐκεῖνος ἀπελπισμένος ζητάει βοήθεια. Σέ λίγα λεπτά θά τόν κατασπαράξει. Τί νά κάνει, γιά νά τόν βοηθήσει; Νά τρέξει κοντά του; Πῶς; Αὐτό εἶναι ἀδύνατον. Νά φωνάξει; Ποιόν; Κανείς ἄλλος δέν ὑπάρχει. Μήπως θά πάρει καμιά πέτρα νά τήν ρίξει στόν ἄνθρωπο καί νά τόν ἀποτελειώσει; ‘Ὄχι, βέβαια!’, θά ποῦμε. Κι ὅμως αὐτό εἶναι δυνατόν νά γίνει, ὅταν δέν καταλαβαίνομε ὅτι ὁ ἄλλος πού μᾶς φέρεται ἄσχημα κατέχεται ἀπό τόν διάβολο, τήν τίγρη. Μᾶς διαφεύγει ὅτι, ὅταν κι ἐμεῖς τόν ἀντιμετωπίζομε χωρίς ἀγάπη, εἶναι σάν νά τοῦ ρίχνομε πέτρες πάνω στίς πληγές του, ὁπότε τοῦ κάνομε πολύ κακό καί ἡ «τίγρις» μεταπηδάει σ’ ἐμᾶς καί κάνομε κι ἐμεῖς ὅ,τι ἐκεῖνος καί χειρότερα. Τότε, λοιπόν, ποιά εἶναι ἡ ἀγάπη πού ἔχομε γιά τόν πλησίον μας καί πολύ περισσότερο γιά τόν Θεό;

Νά αἰσθανόμαστε τήν κακία τοῦ ἄλλου σάν ἀρρώστια, πού τόν βασανίζει καί ὑποφέρει καί δέν μπορεῖ νά ἀπαλλαγεῖ. Γι’ αὐτό νά βλέπομε τούς ἀδελφούς μας μέ συμπάθεια καί νά τούς φερόμαστε μέ εὐγένεια λέγοντας μέσα μας μέ ἁπλότητα τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», γιά νά δυναμώσει μέ τή θεία χάρι ἡ ψυχή μας καί νά μή κατακρίνομε κανένα. Ὅλους γιά ἁγίους νά τούς βλέπομε. Ὅλοι μας μέσα φέρομε τόν ἴδιο παλαιό ἄνθρωπο. Ὁ πλησίον, ὅποιος κι ἄν εἶναι, εἶναι “σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μας”, εἶναι ἀδελφός μας καί “μηδενί μηδέν ὀφείλομεν, εἰ μή τό ἀγαπᾶν ἀλλήλους” (Ρωμ. 13,8). Δὲν μποροῦμε ποτὲ νὰ κατηγορήσομε τοὺς ἄλλους, γιατὶ «οὐδεὶς τὴν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησεν».

Previous Article

ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Next Article

ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ