Ἡ ἀληθινὴ ταπείνωσις εἶναι δῶρον τοῦ Θεοῦ
«Ταπεινώθητε οὖν ὑπὸ τὴν κραταιὰν χεῖρα τοῦ Θεοῦ, ἵνα ὑμᾶς ὑψώσῃ ἐν καιρῷ.» (Α΄ Πετρ. ε΄, 6) (: Ταπεινωθῆτε λοιπὸν κάτω ἀπὸ τὸ δυνατὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ σᾶς ὑψώσῃ στὸν κατάλληλο χρόνο, ὅταν θὰ ἀποκαλυφθῇ ὁ Κύριος).
Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀρετὴ τῆς ταπείνωσης. Σὲ συμφιλιώνει μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, διότι ταπεινοῖς δίδωσι χάριν.
- Λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος:
«Μητέρα τῶν ἀγαθῶν εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, γιὰ τὴν ὁποία εἶπε ὅτι εἶνα ἀρχὴ καὶ τέλος τῆς ἀρετῆς».
«Δέν ὑπάρχει τίποτα ὅμοιο μέ τήν ταπεινοφροσύνη. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός ἄρχισε τούς μακαρισμούς ἀπ’ αὐτή τήν ἀρετή (Ματθ. 5, 3). Γιατί ὅπως ἀκριβῶς προκειμένου νά οἰκοδομήση μέγιστη οἰκοδομή τοποθετεῖ τόν θεμέλιο λίθο καί τό κρηπίδωμα, ἔτσι καί ὁ Χριστός τοποθέτησε πρώτη τήν ταπεινοφροσύνη. Γιατί εἶναι ἀδύνατον νά σωθοῦμε χωρίς αὐτήν. Ἀλλά κι ἂν νηστεύη κανείς κι ἄν προσεύχεται κι ἄν κάνη ἐλεημοσύνες μέ ἐπίδειξη, ὅλ’ αὐτά εἶναι ἀξιοκαταφρόνητα, ὅταν ἀπουσιάζη ἡ ταπεινοφροσύνη».
- Ὁ Ὅσιος Πορφύριος μᾶς διαβεβαιώνει:
«Σοῦ ἔχει δώσει πολλὰ χαρίσματα ὁ Θεός. Σὲ προίκισε μὲ δῶρα σπάνια. Τὸ νιώθεις; Νὰ τὸν εὐχαριστῆς συνεχῶς καὶ νὰ ταπεινώνεσαι στὴν Ἀγάπη Του.
Παρακάλει τόν Θεό, νά σοῦ στείλει τὴν ἁγία ταπείνωση. Ὄχι αὐτὴ ποὺ λέει, εἶμαι τελευταῖος εἶμαι τιποτένιος. Αὐτὴ εἶναι σατανική ταπείνωση. Ἡ ἁγία ταπείνωση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἀκοῦς; Δῶρο, χάρισμα. Ὄχι ἀπό δικές μας προσπάθειες. Ἐσὺ προετοίμαζε τὸν ἑαυτό σου, καί ζήτα ἀπό τό Θεό αὐτό τό ἅγιο δῶρο. Μὴ λές, ἔχω αὐτὸ τὸ ἐλάττωμα, τὸ προσφέρω στὸ Θεό. Τίποτα. Ἐσύ, ἀγωνίσου, ἐξουθένωνε τὸν ἑαυτό σου, καὶ τὰ ἄλλα εἶναι τοῦ Θεοῦ.
Ἀγωνίζου νά εἰσέλθωμε ἀπὸ δῶ, εἰς τήν Ἄκτιστον Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ».
- Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΣΚΕΥΟΣ ΕΚΛΟΓΗΣ» (Ἅγιος Παΐσιος) τοῦ Ἱερομονάχου Χριστοδούλου Ἁγιορείτου παραθέτουμε ἕνα παράδειγμα ταπεινοῦ λογισμοῦ:
«Ἕνας ἀδελφός, ὁ …, μιά μέρα πῆρε μερικούς μαθητές ἀπό τήν Ἀθωνιάδα καί ἄρχισαν νά κατηφορίζουν πρός τό κελλί τοῦ Γέροντα. Ὁ ἀδελφός συμβούλευε καθ’ ὁδόν τούς μικρούς πῶς ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλον νά ρωτοῦν διάφορα θέματα, ὥστε νά ὠφεληθοῦν πνευματικά. Ὅταν ἔφθασαν, ὁ Γέροντας πρόσχαρος τούς κέρασε καί κάθησε μαζί τους καί κουβέντιαζε. Κάποια στι-γμή ρώτησαν οἱ μαθητές τί πρέπει πιό πολύ ἀπ’ ὅλα νά προσέξουν, γιά νά προκόψουν πνευματικά κι ἐκεῖνος τούς εἶπε:
– Εἶδα ὅτι ὁ Θεός μόνο στόν ταπεινό ἄνθρωπο ἀναπαύεται κι ἐκεῖνο πού κατάλαβα λίγο ἀπό τήν πεῖρα μου ὅτι βοηθάει στό νά προκόψουμε καί νά δεχθοῦμε τή Χάρη εἶναι ἄν ἔχουμε πάντα καλό καί ταπεινό λογισμό. Θά σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα, γιά νά καταλάβετε πῶς ἐνεργεῖ ἡ Χάρη, ὅπου ὑπάρχει ταπεινός λογισμός:
Πρίν μερικά χρόνια καί κατά τή διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου ἕνας ἀδελφός παρακολουθοῦσε μέ μεγάλη εὐλάβεια τήν ἀκολουθία σέ μιά ἁγιορείτικη Μονή. Κατά τήν ὥρα τῶν αἴνων ὅλοι οἱ ἀδελφοί ἕνας-ἕνας μέ τή σειρά πήγαιναν καί προσκυνοῦσαν τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας καί μετά στεκόντουσαν μπροστά στόν ἱερέα, ὁ ὁποῖος τούς ἔχριε -μέ τή χριαλίδα μέ τό λαδάκι- πού εἶχε πάρει προηγουμένως ἀπό τήν καντήλα τῆς Παναγίας μας. Ὁ εὐλαβής ὅμως νέος ἔτρεφε ταπεινούς λογισμούς καί θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἀνάξιο νά χρισθῆ. Ἀπό τήν πολλή του ταπείνωση ντρεπόταν ἀκόμη νά κάνη καί τήν ἐμφάνισή του μπροστά στούς ἁγίους ἀδελφούς, ὅπως τούς αἰσθανόταν. Ἔτσι δέν πῆγε νά χρισθῆ. Ὅταν τελείωσε ἡ ἀκολουθία κι ἐνῶ ὁ ἐκκλησιαστικός ἔσβηνε τά καντήλια, ξεπρόβαλε δειλά-δειλά, γιά νά ἀσπασθῆ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας καί νά ἀποχωρήση κι αὐτός. Τή στιγμή πού μέ πολλή εὐλάβεια προσκυνοῦσε τήν εἰκόνα της, ἔγειρε ἡ καντήλα καί ἔχυσε τό λαδάκι ἁπαλά ἐπάνω στο κεφάλι τοῦ νέου. Τό σπουδαῖο ἦταν ὅτι οὔτε μιὰ σταγόνα δέν πετάχτηκε σέ κανένα ἄλλο σημεῖο τοῦ σώματός του ἤ στά ροῦχα του! Ἡ μεγαλύτερη μαρτυρία, ὅμως, ὅτι ἐκείνη τή στιγμή τόν ἔχρισε ἡ Παναγία μας, ἦταν ἡ ἀνέκφραστη χαρά καί ἀγαλλίαση, ἀλλά καί ἡ πνευματική κατάσταση, στήν ὁποία περιῆλθε ὁ εὐλαβής νέος καί ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά ἑρμηνευθῆ μέ τή λογική. Βλέπετε πῶς ὁ ταπεινός λογισμός ἑλκύει τή Θεία Χάρη;
Οἱ μαθητές κοιτοῦσαν ἔκθαμβοι τόν Γέροντα κι ὅταν, ἀργότερα, ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τό κελλί του, ὅλοι μ’ ἕνα στόμα ὁμολογοῦσαν ὅτι κατά τήν ὥρα, πού ἐκεῖνος διηγεῖτο τό περιστατικό, τό πρόσωπό του ἔλαμπε μέ ἕνα παράξενο τρόπο. Αὐτό τό διαπίστωσαν ὅλα τά παιδιά καί γιά πολύ καιρό διηγόντουσαν τό θαυμαστό γεγονός τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ προσώπου τοῦ Γέροντα κατά τήν ὥρα, πού τούς μιλοῦσε γιά τό συγκεκριμένο περιστατικό καί ἡ κοινή ὁμολογία ἦταν ὅτι μᾶλλον αὐτό εἶχε συμβῆ στόν Γέροντα, ὅταν ἦταν νέος, γιατί ὅταν τὸ διηγεῖτο ἔδειχνε ὅτι τό ζοῦσε ὁ ἴδιος, ἀλλά τόν πρόδιδε καί ἡ ἀλλοίωση τῆς μορφῆς του».