ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Share:

Ματαιότης

 Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος (Β΄ Πέτρ. β΄, 18) μᾶς συμβουλεύει:

  «Διότι μὲ ὑπερβολικὰ καὶ ἐντυπωσιακὰ λόγια γεμάτα ματαιότητα καὶ πλάνη δελεάζουν μὲ τὸ δόλωμα τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ἀκολασιῶν ἀστήρικτους πιστούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πραγματικὰ ἐγκαταλείψει καὶ εἶχαν φύγει μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς ποὺ ζοῦν μέσα στὴν πλάνη» .

  • Γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ βιβλίο του «Πνευματικὰ Γυμνάσματα»:

  «Σκέψου πὼς ὁ θάνατος εἶναι τέλος τῆς ἀπάτης. Ἡ πλέον δὲ κοινὴ ἀπάτη ὅπου μᾶς πλανᾶ σὲ αὐτὴν τὴν ἄθλια ζωή εἶναι ὅπου νομίζουμε, τὰ μὲν γήϊνα πράγματα τοῦ κόσμου πὼς εἶναι μεγάλα, ἐπειδὴ εἶναι πιὸ κοντὰ στὶς αἰσθήσεις μας, τὰ δὲ οὐράνια νομίζουμε μικρά, διότι εἶναι πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μας. Ὁμοίως καὶ οἱ θλίψεις καὶ τὰ βάσανα μᾶς φαίνονται βαρειὰ καὶ οἱ ἁμαρτίες μας φαίνονται ἐλαφριές. Γι’ αὐτὸ λέγομε καλὸ τὸ κακὸ καὶ τὸ κακὸ καλό, σὰν νὰ εἴμαστε μέσα σὲ ἕνα σπίτι γεμᾶτο ἀπὸ καπνό, ὅπου δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ βλέπουμε καθαρά, οὔτε μέσα στὸ σπίτι, οὔτε ἔξω».

  Γι’ αὐτὸ λοιπὸν μοναδικός μας σκοπὸς εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας· πρέπει νὰ σκεπτώμεθα αἰώνια καὶ ὄχι μάταια καὶ παροδικά.

  • Στὸ ἐξαιρετικὸ βιβλίο «Γιατί ζῆς» τοῦ π. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου, Ἐκδ. «Ὀρθοδόξου Τύπου», ἐπισημαίνεται:

  «Πολλοὶ λέγουν ὅτι ζοῦμε, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε χρήματα. Ἀλλὰ καὶ ὅσοι τὰ ἀποκτοῦν, μήπως τὰ χαίρονται; Κάθε ἄλλο! Διότι κόπους καὶ μόχθους ἔχουν, γιὰ νὰ τὰ ἀπο­κτήσουν, κόπους καὶ μόχθους, γιὰ νὰ τὰ κρα­τήσουν. Καὶ ὅταν  ἔπειτα ἀπὸ μόχθους κατορ­θώσουν νὰ τὰ ἀποκτήσουν, φεύγουν ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν καὶ τὰ ἀφήνουν. Αὐτοὶ μάλιστα φεύγουν καὶ ἐνωρίτερα. Οἱ ἐπιχειρηματίες καὶ οἱ ἐργοστασιάρχες ζοῦν κατὰ τὴν στατιστική λίγα χρόνια. Ἐνῶ οἱ ἀκτήμονες ἀσκητὲς ζοῦν πολὺ περισσότερο. 105 χρόνια ἔζησε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, 113 ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος, 120 ὁ Ἅγιος Μακάριος, 120 ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος, 130 ὁ ἀναχωρητὴς Μᾶρκος ὁ ἐξ Ἀθηνῶν, ὁ φιλόσοφος.

  Ἄλλοι ἔθεσαν ὡς σκοπὸ τῆς ζωῆς τους τὶς ἀπολαύσεις. Δὲν μποροῦν ὅμως ὅλοι νὰ τὶς ἀποκτήσουν, εἴτε ἀπὸ ἀρρώστιες, εἴτε ἀπὸ πτώ­χειες, εἴτε ἀπὸ δύσκολες καὶ ἀντίξοες περιστά­σεις. Ἑπομένως αὐτοὶ εἶναι χωρὶς προορισμό; ῾Ο προορισμὸς πρέπει νὰ εἶναι κατορθωτὸς ἀπὸ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ καὶ ὅσοι τὶς ἀπολαμβάνουν δὲν ἱκανοποιοῦνται. Ἀπόδειξις ὅτι τρέχουν διαρκῶς σὰν δαιμονισμέ­νοι ἔξω σὲ ἐκδρομὲς, κέντρα, ἐξοχές, ταξίδια. Δὲν τοὺς χωρεῖ τὸ σπίτι. Μέσα τους διαρκῶς ὑπάρχει κενὸ καὶ τύψεις ἀόρατες τοὺς μαστί­ζουν. Ἐπέρχεται ὁ κάματος «καὶ ἀνάπαυσιν οὐκ ἔχουσιν ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν».

  Πολλοὶ εἶπαν ἡ δόξα εἶναι ὁ σκοπός μας. Πράγματι ἔχει τόση δίψα ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴ δόξα! Ἀλλὰ ὁ πόθος αὐτὸς δὲν εἶναι γιὰ τούτη τὴ ζωή, τὴν μάταιη καὶ τὴν γήϊνη. Διότι ἐδῶ ἡ δόξα δὲν ἀποκτᾶται ἀπὸ ὅλους. Πόσοι μποροῦν ν᾿ ἀποκτήσουν ἀξιώματα καὶ θέσεις, καὶ νὰ καταπλήξουν μὲ τὰ κατορθώ­ματά τους; Ἀλλὰ ἔστω ὅτι τὴν ἀπέκτησαν. Χορταίνεται; ῎Οχι. Παράδειγμα ὁ Μέγας Ἀλέ­ξανδρος.᾿Εκυρίευσε βεβαίως ὅλο τὸν κόσμο. ῾Υπῆρξε ἄλλος ἐνδοξότερος ἀπ᾿ αὐτόν; Καὶ ὅμως στὸ τέλος τῶν κατακτήσεών του τὸν εἶδαν νὰ κλαίη.

– Γιατὶ κλαῖς; τὸν ἐρώτησαν.

– Γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος κόσμος νὰ κυριέψω, ἀπάντησε!

Ἀλλὰ καὶ ἄν τὴν ἀποκτήσης δὲν εἶναι εὔκολο νὰ κρατήσης. Πόσοι ἀπὸ ψηλὰ δὲν κατα­κρημνίζονται! Εὐστοχωτάτη ἡ ἀπάντηση ποὺ δόθηκε στὸ Σέσωτρι, τὸν βασιλέα τῆς Αἰγύπτου.

Αὐτὸς αἰχμαλώτισε 5 βασιλεῖς. Στὸν περίπατό του τοὺς ἔσυρε πίσω ἀπὸ τὸ ἅρμα του. Κάποτε ὅμως εἶδε τὸν ἕνα νὰ κοιτάζη ἐπίμονα ἕνα σημεῖο τοῦ τροχοῦ.

 Τὶ κοιτᾶς; τὸν ἐρωτᾶ.

– Βλέπω ἀπάντησε ὅτι αὐτὸ τὸ σημεῖο τοῦ τροχοῦ ἄλλοτε σηκώνεται ψηλὰ καὶ ἄλλοτε χώνεται στὴ λάσπη. Καὶ σκέπτομαι πὼς καὶ ἐγὼ κάποτε ἤμουν ψηλὰ. Τώρα δυστυχῶς, ἔπεσα. Καὶ σὺ εἶσαι μὲν τώρα ψηλά. Πρόσεξε ὅμως, μὴ πέσης. Ρόδα εἶναι ἡ ζωὴ καὶ γυρίζει.

  Σέ ὅσα Πανεπιστήμια καὶ ἄν φοιτήσης, ἐλάχιστες ἐπιστῆμες θὰ σπου­δάσης. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνες ὄχι μὲ ὅλες τὶς εἰδι­κότητες. ῞Ενας βασιλιὰς εἶπε στὸ σοφὸ πρά­γματι γραμματέα του, ὁ ὁποῖος δὲν ἤξευρε κάτι: «γιατὶ τότε σὲ πληρώνω;» «Μὲ πληρώνεις γιὰ ὅσα ξέρω», τοῦ ἀπάντησε. «᾿Εὰν ἤθελες νὰ μὲ πληρώνης γιὰ ὅσα δὲν ξέρω δὲν σοῦ ἔφτανε οὔτε ὅλη ἡ Γαλλία».

  Ἄρα οὔτε ἡ γνώση εἶναι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας.

  Οἱ ἄνθρωποι οἱ σοφοὶ, οἱ φιλόσοφοι, λοιπόν, μὲ ὅλη τους τὴν σοφία, δὲν μπόρεσαν νὰ βροῦν ποιὸς εἶναι ὁ προορισμός τους καὶ δὲν κα­τώρθωσαν νὰ μάθουν τὸ γιατὶ ζοῦν. ῎Εφθασε μάλιστα «ὁ ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος Σω­κράτης» νὰ πῆ τὸ περίφημο ἐκεῖνο: «Καθεύ­δοντες διατελεῖτε ἄν, εἰ μή τινα ἄλλον ὁ Θεὸς ἐπιπέμψοιε ὑμῖν κηδόμενος ὑμῶν». Θὰ κοιμᾶ­σθε δηλ. γιὰ πάντα ἐκτὸς ἐάν σᾶς λυπηθῆ ὁ Θεὸς καὶ σᾶς στείλη κανένα ἄλλο, ποὺ νὰ σᾶς πῆ, γιατὶ ζῆτε.

  Καὶ πράγματι! Μᾶς λυπήθηκε ὁ Θεὸς καὶ ἔστειλε τὸν Υἱόν Του, τὸν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστὸν, τὸ δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριά­δος. Αὐτὸς, σὰν Θεὸς ποὺ εἶναι μᾶς εἶπε αὐθε­ν­τικά, γιατὶ ζοῦμε καὶ πῶς πρέπει νὰ ζήσουμε τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή, γιὰ νὰ πετύχουμε τελικὰ τὸν προορισμό μας».

  • Ἄς δοῦμε μιὰ ἀπὸ τὶς ὡραῖες διδαχὲς τοῦ Ἰωσάφ:

  «Ὑπάρχει μιὰ πόλις μὲ πολλοὺς κατοίκους, τῆς ὁποίας οἱ πολίτες ἔχουν τὴν συνήθεια νὰ γνωρίζουν ὡς βασιλιὰ ἕνα ξένο, ἄγνωστο ἄνθρωπο, ὥστε νὰ μὴ γνωρίζη τοὺς νόμους, ἀλλὰ νὰ ἔχη τὴν ἐξουσία σὰν βασιλιὰς μόνον ἕνα χρόνο καὶ νὰ κάνη ὅλα τὰ θελήματά του. Ἔπειτα ξαφνικά, ἐνῶ ζῆ ἀμέριμνος, τρώγοντας καὶ πίνοντας καὶ ἀναπαυόμενος ὅτι θὰ εἶναι γιὰ πάντα βασιλιάς, ἐκθρονίζεται ἀπὸ τὸν λαὸ καὶ ντροπιάζεται ὁλόγυμνος στοὺς δρόμους τῆς πόλεως, κατόπιν ἐξορίζεται σὲ ἕνα ἐρημονήσι, μακρυὰ ἀπὸ τὴν χώρα, καὶ ἐκεῖ μὴ βρίσκοντας κάτι νὰ φάῃ ἤ νὰ ντυθῆ, περνᾶ μὲ πολλὴ ταλαιπωρία. Σύμφωνα μὲ τὴν συνήθεια αὐτὴ ἔκαναν κάποτε βασιλιὰ στὴν χώρα αὐτὴ κάποιο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶχε σοφία καὶ σύνεση· δὲν ἔπεσε σὲ πολυφαγία καὶ μέθη, ὅπως οἱ προηγούμενοι βασιλεῖς, διότι πληροφορήθηκε τὰ προηγούμενα. Ἔτσι ἄνοιξε τοὺς βασιλικοὺς θησαυροὺς καὶ ἀφοῦ πῆρε πολὺ χρυσό, ἄργυρο καὶ πολύτιμους λίθους, τὰ παρέδωσε στοὺς πιστοὺς δούλους του, καὶ τὰ ἔστειλε πιὸ μπροστά σὲ κάποιο νησί, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ τὸν ἐξορίσουν. Ὅταν συμπληρώθηκε ὁ χρόνος τῆς βασιλείας του, οἱ πολίτες τὸν γύμνωσαν καὶ τὸν ἔστειλαν στὴν ἐξορία. Ἀλλὰ αὐτὸς εἶχε στείλει πιὸ μπροστὰ τὸν πλοῦτο ἐκεῖ καὶ εἶχε τροφὴ καὶ ὅλα τὰ ἐφόδια».

  Τί σημαίνει αὐτό; Πόλη εἶναι ὁ κόσμος αὐτὸς ὁ ἀπατηλὸς καὶ μάταιος. Πολίτες εἶναι οἱ δαίμονες, οἱ ὁποῖοι μᾶς δελεάζουν μὲ τὶς ἀπολαύσεις τῶν ἡδονῶν, τὶς ὁποῖες πιστεύουμε ὅτι εἶναι παντοτινὲς καὶ δὲν φροντίζουμε γιὰ τὰ αἰώνια, δηλαδὴ νὰ στείλουμε μὲ τοὺς πτωχοὺς δούλους τροφές, οὔτε ἄλλες ἀρετές, ποὺ κάναμε. Ἔτσι, ὅταν ἔλθη ὁ θάνατος, μᾶς ἐκβάλλουν ἀπὸ τὸν κόσμο γυμνοὺς οἱ πονηροὶ δαίμονες, διότι κάνουμε τὰ θελήματά τους καὶ μᾶς μεταφέρουν στὴν σκοτεινὴ καὶ αἰώνια φυλακὴ τῆς κολάσεως, ὅπου δὲν ὑπάρχει φῶς οὔτε ἄνεση οὔτε ἐλπίδα σωτηρίας».

  Next Article

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ