ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Share:

Περὶ ἀνυπακοῆς

Ὑπακοὴ συμβούλευαν οἱ Ἀπόστολοι, ὑπακοὴ καὶ οἱ Ἅγιοί μας. Καὶ ὄχι μόνον συμβούλευαν, ἀλλὰ καὶ ἐφήρμοζαν στὴν πνευματική τους ζωή. Ὁ Ἀπ. Πέτρος λέγει· «ὡς τέκνα ὐπακοῆς μὴ συσχηματιζόμενοι ταῖς πρότερον ἐν τῇ ἀγνοίᾳ ὑμῶν ἐπιθυμίαι» (Α΄ Πέτρ. α΄ 14) Δηλαδή. Σὰν παιδιὰ τῆς ὑπακοῆς χωρὶς νὰ συμμορφώνεσθε πρὸς τὶς ἐπιθυμίες, οἱ ὁποῖες σᾶς διηύθυναν στὸ παρελθόν, ὅταν ἤσασταν στὴν ἄγνοια καὶ δὲν γνωρίζατε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο.
• Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἀναφέρει:
Ὅπως τὰ δένδρα ποὺ σείονται ἀπὸ τοὺς ἀνέμους ρίχνουν βαθειὲς ρίζες, ἔτσι καὶ ὅσοι ζοῦν σὲ ὑπακοὴ ἀποκτοῦν δυνατὲς καὶ ἀκλόνητες ψυχές.
Ὅσοι ἀπεχώρησαν ἀπὸ τὴν ὑπακοή, αὐτοὶ θὰ σοῦ παραστήσουν καλύτερα τὴν ὠφέλειά της. Διότι τότε κατάλαβαν σὲ ποιὸ οὐρανὸ ἐζοῦσαν.
• Θὰ ἀναφέρουμε ἕνα παράδειγμα ἀνυπακοῆς ἑνὸς Μοναχοῦ, ποὺ δὲν ἀξιώθηκε τέλειας δόξας.
Κάποτε ἕνας Μοναχός, ποὺ εὑρίσκετο σὲ Σκήτη, ἐξετράπη τῆς ὑπακοῆς πρὸς τὸν Γέροντά του, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἔβαλε κανόνα.
Αὐτὸς ὅμως περιφρόνησε τὸ ἐπιτίμιο καὶ τὸν κανόνα καὶ ἔφυγε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου καὶ συνελήφθη ἀπὸ κάποιο εἰδωλολάτρη ἄρχοντα.
Ἐκεῖ ἐπειδὴ δὲν θυσίασε στὰ εἴδωλα, τὸν ἔδειραν ἀλύπητα, μὲ νεῦ­ρα βοῶν καὶ ἔπειτα τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἔπειτα πέταξαν τὸ σῶμα του ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου μερικοὶ φιλόθεοι χριστιανοὶ τὸ πῆραν καὶ ἀφοῦ τὸ τύλιξαν μὲ μύρα καὶ σινδόνια τὸ ἔβαλαν μέσα σὲ ἕνα κιβώτιο, τὸ ὁποῖο τὸ τοποθέτησαν στὸ Ἅγιο Βῆμα καὶ τὸ τιμοῦσαν ὡς μαρτυρικὸ Λείψανο. Ὅταν ὅμως ἐτελεῖτο ἡ θεία Λειτουργία καὶ ὁ Διάκονος ἐκφωνοῦσε τὸ «Ὅσοι κατηχούμενοι προέλθετε», ὤ τοῦ θαύματος! ἀμέσως ἔβλεπαν ὅλοι ὅσοι εὑρίσκοντο ἐκεῖ, ὅτι τὸ κιβώτιο μόνο του χωρὶς νὰ τὸ ἀκουμπήση κάποιο χέρι, ἔβγαινε ἀπὸ τὸ Βῆμα καὶ τὸν Ναὸ καὶ στεκόταν στὸν Νάρθηκα μέχρι τὴν ἀπόλυση τῆς θείας Λειτουργίας. Μετὰ πάλι μόνο του μετακινούμενο ἔμπαινε πάλι στὸν Ναὸ καὶ στὸ Ἅγιο Βῆμα.
Αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς συνέβαινε σὲ κάθε θεία Λειτουργία καὶ προκαλοῦσε τὴν ἀπορία ὅλων. Ὅταν αὐτὸ τὸ ἔμαθε ἕνας μεγάλος Γέροντας, παρεκάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψη τὴν αἰτία τοῦ θαύματος.
Πράγματι ἄκουσε ὁ Θεὸς τὴν δέησή του καὶ παρουσιάσθηκε Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ εἶπε.
«Γιατὶ θαυμάζεις καὶ ἀπορεῖς γιὰ τὸ παράδοξο αὐτὸ ποὺ γίνεται; Δὲν ἔλαβαν οἱ Ἀπόστολοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἐξουσία νὰ δένουν καὶ νὰ λύνουν; Ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους πάλι δὲν ἔλαβαν τὴν ἐξουσία οἱ διάδοχοί τους; Αὐτὸς ὁ ἀδελφός, ποὺ ἔχυσε τὸ αἷμα του γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ δὲν συγχωρεῖται νὰ μείνη μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα, ὅταν τελῆται ἡ Ἱερὰ Λειτουργία, αὐτὸς κατεφρόνησε τὴν ἐντολὴ καὶ τὸν κανόνα τοῦ πνευματικοῦ του Πατρὸς καὶ Γέροντος, καὶ γι’ αὐτὸ διώκεται ἀπὸ τὸν θεῖον Ἄγγελον ἕως τὸν νάρθηκα. Διότι αὐτὸς ἐνῶ ἦταν μαθητὴς καὶ ὑποτακτικὸς τοῦ δεῖνα συνασκητοῦ σου, ἀπὸ ἐπήρεια τοῦ δαίμονος θέλησε νὰ παρεκκλίνη ἀπὸ τὴν ὑπακοή του πρὸς τὸν Γέροντα καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καὶ κατεφρόνησε τόσο τὸ μισθὸ τῆς ὑπακοῆς, ὅσο καὶ τὸν εὔλογο δεσμὸ καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸν Γέροντά του.
Γι’ αὐτὸ ἄν καὶ βασανίσθηκε καὶ ἀποκεφαλίσθηκε γιὰ τὸν Χριστό, καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ Μαρτυρίου, ὅμως ἐπειδὴ εἶχε δεσμὸ δὲν συγχωρεῖται νὰ παρίσταται μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα, ὅταν τελῆται ἡ θεία Ἱερουργία.
Ἄν ὁ Γέροντας, ὁ ὁποῖος τὸν ἔδεσε, δὲν τὸν λύση, ἐφ’ ὅσον ζῆ, (διότι ἄν δὲν ζῆ, μπορεῖ ὁ Ἀρχιερεὺς νὰ λύση τὸν δεσμευθέντα) δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λυθῆ.
Ἀφοῦ αὐτὰ ἀπεκαλύφθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, ἐκεῖνος ὁ Γέροντας πῆρε τὴν ράβδο του καὶ πῆγε στὸν Ἀσκητή, τὸν Γέροντα τοῦ Μάρτυρος καὶ διηγήθηκε σὲ αὐτὸν ὅλη τὴν ὑπόθεση.
Ἔτσι τὸν πῆρε καὶ κατέβηκαν στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἀφοῦ ἄνοιξαν τὸ κιβώτιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἦταν τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος ἔδωσαν καὶ οἱ δύο συγχώρεση.
Ἀπὸ τότε ἔμεινε ὁ Μάρτυρας ἀκίνητος στὸ Ἅγιο Βῆμα, ὅταν ἐτελεῖ­το ἡ θεία Λειτουργία.
• Διηγοῦνται γιὰ τὸν Ἅγιο πατέρα Ἰάκωβο Τσαλίκη·
«Κάποτε μᾶς ἔφεραν στὸ Μοναστήρι μερικὰ αὐγὰ ὀρτυκιοῦ. Τὰ βάλαμε στὴν αὐτοσχέδια κλωσσομηχανή μας καὶ μαζὶ μὲ τὰ κοτοπουλάκια βγῆκε ἕνα μόνο ὀρτυκάκι. Αὐτὸ μεγάλωνε πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὰ ἄλλα πουλάκια καὶ τὰ τσιμποῦσε καὶ τὰ πλήγωνε. Ἐγὼ στενοχωρημένος πῆγα δύο φορὲς νὰ πάρω τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντα νὰ τὸ ἀφήσω στὸ δάσος, ὥστε νὰ μὴ μᾶς κάνη ζημιά, ἀλλὰ στάθηκε ἀδύνατο νὰ τὸν συναντήσω. Γιατὶ ὁ Γέροντας συνεχῶς ἐξομολογοῦ­σε καὶ δὲν ἦταν σωστὸ νὰ τὸν διακόψω γιὰ ἕνα τόσο ἀσήμαντο, ὅπως νόμιζα, θέμα. Ἔτσι ἀποφάσισα νὰ ἀφήσω ἐλεύθερο τὸ πουλάκι καὶ νὰ πάρω τὴν εὐλογία του ἐκ τῶν ὑστέρων, ἄν καὶ αἰσθανόμουν μιὰ φωνὴ μέσα μου νὰ μὲ ἐλέγχη. Τὸ ἴδιο βράδυ μετὰ τὸ ἀπόδειπνο μοῦ λέει ὁ Γέροντας: «Βάλε μου, παιδί μου, λίγο νεράκι νὰ πιῶ τὰ χάπια μου». Μόλις τοὔδωσα τὸ νερό, μοῦ λέει: «Σήμερα τὸ ἀπόγευμα, πάτερ Νικόδημε, πῆγα μιὰ βόλτα στὸ δάσος. Ἐκεῖ κάθισα γιὰ λίγο νὰ ξεκουρασθῶ, ὅταν βλέπω μέσα στὰ κλαδιὰ τῶν θάμνων νὰ βγαίνη ἕνα πουλάκι, ποὺ ἔμοιαζε μὲ περδικάκι ἤ ὀρτυκάκι. Ἦρθε τὸ εὐλογημένο καὶ σκαρφάλωσε πάνω στὰ πόδια μου. Ἦταν ἕνα ὀρτυκάκι. Ἔσκυψα, τὸ χάϊδεψα καὶ πάλι φρούτ – φρούτ κρύφτηκε μέσα στὰ κλαδιά. Τί λές, παιδί μου; Τί νὰ σημαίνη αὐτὸ ἆραγε;» Ἐγώ, κατακόκκινος ἀπὸ τὴν ντροπή μου, τοῦ λέω: «Γέροντα, σημαίνει ὅτι οὐδὲν κρυπτὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον».
Τὴν ἄλλη ἡμέρα τὸ πρωὶ πῆγα νὰ ἐξηγήσω στὸ Γέροντα τί ἔκανα καὶ νὰ τοῦ ζητήσω συγχώρηση. Μοῦ λέει τότε ὁ Γέροντας: «Παιδί μου, ἡ παρακοὴ καὶ κάθε τι ποὺ κάνει ὁ Μοναχὸς χωρὶς εὐλογία εἶναι θάνατος. Ὅταν κάνουμε κάτι χωρὶς εὐλογία, δὲν εὐαρεστοῦμε τὸ Θεό, ἀλλὰ τὸν λυποῦμε. Γι’ αὐτό, παιδί μου, σὲ ὅ,τι θέλεις νὰ κάνης νὰ παίρνης εὐλογία. Κι ἄν δὲν μπορέσης νὰ πάρης εὐλογία τὴ μιὰ μέρα, ἄσ’ το γιὰ τὴν ἄλλη. Καὶ ἄν δὲν μπορέσης καὶ τὴν ἄλλη, ἄσ’ το γιὰ τὴν ἑπόμενη. Καλύτερα νὰ καθυστερήσης παρὰ νὰ κάνης κάτι χωρὶς εὐλογία».

Previous Article

ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Next Article

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ