Τοῦ Β. Χαραλάμπους, θεολόγου
Ἡ προσπάθεια παραλληλισμοῦ τῶν παραπομπῶν σὲ θεολογικὲς θέσεις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὡς δῆθεν ἀνάλογες μὲ τὴν παραπομπὴ στὸ παπικὸ “ἀλάθητο”, ἀποτελεῖ μεγάλη παρανόηση. Προβλήθηκε μὲ ἐξωεκκλησιαστικὴ αὐθάδεια, ὅτι δῆθεν ἐφόσον ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι γιὰ θέσεις τῆς Ἐκκλησίας παραθέτουμε θεολογικοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιὰ παράδειγμα, γιατί παρεπόμενα νὰ ἀπορρίπτουμε τὸ παπικὸ “ἀλάθητο”;
Ἔτσι προσμετρεῖται ἡ παραπομπὴ στοὺς λόγους ἑνός Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἑρμηνεύει ὀρθὰ τὴ διδασκαλία της; Ποιὰ σχέση ἔχει μία τέτοια παραπομπή, μὲ τὸ ἐξωεκκλησιαστικὸ ἐφεύρημα τοῦ παπικοῦ “ἀλάθητου”; Ἡ θεολογικὴ ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ἑπόμενη “τοῖς Ἁγίοις Πατράσι”. Μία τέτοια παραπομπὴ οὐδόλως συνηγορεῖ στὴν ἐξωεκκλησιαστικὴ παρανόηση τοῦ παπικοῦ “ἀλάθητου”, τὸ ὁποῖο ἐνισχύει τὴ μάνητα τοῦ παπικοῦ ἐξουσιαστικοῦ πρωτείου, τὸ ὁποῖο πολλοὶ τῶν οἰκουμενιστῶν τὸ “ὀρέγονται” καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Τὴν ἐξωεκκλησιαστικὴ παρανόηση τοῦ παπικοῦ “ἀλάθητου”, πῶς τὴν ἀνακάλυψαν στὸν Παπισμό; Ποιὰ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀναφέρει τέτοια θεολογικὴ πλάνη; Τὸ παπικὸ δόγμα τοῦ «ἀλάθητου», θεσπίστηκε αὐθαίρετα κατὰ τὴν Α΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ, μὲ τὴ σημείωση «ἐκ καθέδρας». Ὁ παραλογισμὸς τοῦ «ἀλάθητου» στὴ Β΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ, βρῆκε τὴ μεγαλύτερη ἑδραίωσή του, μὲ τὴν ὑπόδειξη μάλιστα, ὅτι ὅποιος «ἀντείπει, ἀνάθεμα ἔστω». Κι ὕστερα ὁμιλοῦν καὶ γιὰ ἄρση ἀναθεμάτων στὸν Παπισμό.
Τὸ παπικὸ δόγμα τοῦ «ἀλάθητου» ἀποτελεῖ μία ἀκόμη αὐθαίρετη θεολογικὴ πλάνη τῶν Παπικῶν. Τὸ περὶ Παπικοῦ ἀλάθητου δόγμα, καταρρίπτεται ἀπὸ τὴ στάση κάποιων Παπῶν πρὶν τὸ Σχίσμα τοῦ 1054 μ.Χ. Ὁ Πάπας Λιβέριος (352-366 μ.Χ), εἶχε καθαιρεθεῖ, ἐπειδὴ ὑπέγραψε τὴν ἀρειανίζουσα ὁμολογία περὶ «ὁμοιουσίου». Ἀλοίμονο ἂν ἡ Ἐκκλησία δεχόταν τὸ ἀλάθητο γιὰ τὸν Πάπα Λιβέριο. Ὁ Πάπας Ὀνώριος ὁ Α΄ (625-638 μ.Χ.) καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν ΣΤ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἐπειδὴ ἀσπάστηκε τὸν Μονοθελητισμό. Τί θὰ γινόταν, ἂν ἡ Ἐκκλησία δεχόταν τὸ ἀλάθητο τοῦ Πάπα; Θὰ δεχόταν τὸν Μονοθελητισμό, τὸ ὁποῖο ὑπόγραψε ὁ Πάπας Ὀνώριος ὁ Α΄; Ὁ Πάπας Σέργιος Δ΄ (1009-1012 μ.Χ.) ἔβαλε τὴν αἱρετικὴ προσθήκη τοῦ «filioque», ἐνῷ προηγουμένως ὁ Πάπας Λέων Γ΄ (796-816 μ.Χ.) δὲν δέχθηκε τὴν αἱρετικὴ αὐτὴ προσθήκη.
Ἀντὶ ἄλλων ἀναφορῶν παραθέτομε τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς: «Τὸ ἀλάθητον εἶναι φυσικὸν θεανθρώπινον ἰδίωμα καὶ φυσικὴ θεανθρώπινη λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας ὡς Θεανθρωπίνου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου αἰωνία Κεφαλὴ εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Παναλήθεια, ἡ Δευτέρα Ὑπόστασις τῆς Ὑπεραγίας Τριάδος, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός. Διὰ τοῦ δόγματος περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα εἰς τὴν πραγματικότητα ὁ πάπας ἀνεκηρύχθη εἰς Ἐκκλησίαν καὶ ὁ πάπας-ἄνθρωπος, κατέλαβε τὴ θέση τοῦ Θεανθρώπου. Αὐτὸς εἶναι ὁ τελικὸς θρίαμβος τοῦ οὑμανισμοῦ, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ “ὁ δεύτερος θάνατος” (Ἀποκ. 20,14. 21,8) τοῦ παπισμοῦ, μέσῳ δὲ αὐτοῦ καὶ τοῦ κάθε οὑμανισμοῦ. Ὅμως κατὰ τὴν Ἀληθινὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἀπὸ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ὑπάρχει εἰς τὸν ἐπίγειον κόσμον ὡς θεανθρώπινον σῶμα, τὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα εἶναι ὄχι μόνο αἵρεσις, ἀλλὰ παναίρεσις. Διότι καμμία αἵρεσις δὲν ἐξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικῶς καὶ τόσον ὁλοκληρωτικῶς κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, ὡς ἔπραξε τοῦτο ὁ παπισμὸς διὰ τοῦ δόγματος περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα – ἀνθρώπου. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία· τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι ἡ αἵρεσις τῶν αἱρέσεων, μία ἄνευ προηγουμένου ἀνταρσία κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι φεῦ! Ἡ πλέον φρικτὴ ἐξορία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν γῆν»*.
Αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἀναφέρει ὁ Ὁμολογητὴς Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ἀποτελοῦν ἐκκλησιαστικὴ ἀπάντηση στὴ παρανόηση τῆς σύγχυσης τῆς παραπομπῆς στὸν θεολογικὸ λόγο ἑνὸς Ἁγίου, ἡ ὁποία εἶναι σύμφωνη μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸ ἐξωεκκλησιαστικὸ ἐφεύρημα τοῦ παπικοῦ “ἀλάθητου”.
* (Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς – Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος).