Πρεσβ. Διονύσιος Τάτσης
1ον
Οἱ κατὰ Θεὸν ἀγωνιζόμενοι ἀντιμετωπίζουν τὸ μεγάλο πρόβλημα τῶν πονηρῶν σκέψεων καὶ προσπαθοῦν τὸ λύσουν μὲ διάφορους τρόπους, χωρὶς ὅμως ἐπιτυχία, γιατί λείπουν οἱ προϋποθέσεις. Χρειάζεται ἀδιάκοπος πνευματικὸς ἀγώνας, ἄσκηση στὴ σιωπὴ καὶ διάκριση.
Οἱ πονηρὲς σκέψεις προηγοῦνται τῶν ἁμαρτωλῶν πράξεων. Γεννιοῦνται στὸ νοῦ, συμμετέχει ἡ καρδιὰ καὶ ὅταν δὲν ἐλέγχονται, ὁδηγοῦν στὴν ἁμαρτία. Συχνὰ ὁδηγοῦνται στὴν ἁμαρτία κι ἐκεῖνοι ποὺ ἀκοῦν τὶς σκέψεις τῶν ἄλλων.
Ὁ νοῦς μοιάζει μὲ μηχανὴ ποὺ δουλεύει ἀδιάκοπα καὶ παράγει προϊόντα. Οἱ σκέψεις εἶναι συνεχεῖς. Ἄλλοτε εἶναι νέες, ἄλλοτε παλιὲς ποὺ ἐπαναλαμβάνονται καὶ ἄλλοτε χρησιμοποιεῖ τὶς σκέψεις τῶν ἄλλων ποὺ ἄκουσε. Αὐτὴ τὴν πληθώρα τῶν σκέψεων τὴν παίρνει ἡ καρδιὰ καὶ διαμορφώνει τὶς ἐπιθυμίες, οἱ ὁποῖες τὶς περισσότερες φορὲς εἶναι ἁμαρτωλές. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ δυνατότητα νὰ εἶναι θεοφιλεῖς, ἀρκεῖ νὰ φωτίζεται ὁ νοῦς ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Οἱ σκέψεις εἶναι ἐλεύθερες, εὔκολες, εὐμετάβλητες καὶ ἐπιρρεπεῖς στὴν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν. Μὲ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα ὅμως οἱ σκέψεις στοχεύουν στὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καὶ σταθεροποιοῦνται μὲ τὴν ἀγαθή προαίρεση καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρεται στὶς ἀδιάκοπες σκέψεις ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος καὶ στὸν τρόπο ἀντιμετώπισης τῶν πονηρῶν, οἱ ὁποῖες, ἂν ἀφεθοῦν ἐλεύθερες, μποροῦν νὰ προκαλέσουν πολὺ δυσάρεστες καταστάσεις. Ἰδιαίτερα ὅταν ἀφυπνίζουν τὰ ἄγρια πάθη τῆς ὀργῆς, τοῦ φθόνου, τῆς μνησικακίας, τῆς ἀντεκδίκησης, τῆς σαρκολατρίας κ.λπ. Ὁ ἔλεγχος αὐτῶν τῶν θηριωδῶν σκέψεων παρομοιάζεται μὲ τὴν ἐξημέρωση ἀγρίων ζῴων, ἡ ὁποία εἶναι δύσκολο ἔργο, πλὴν ὅμως εἶναι κατορθωτό. Λέει συγκεκριμένα ὁ ἅγιος Ἰωάννης: «Ἔχεις πονηρὲς σκέψεις; Μὴ τὶς προφέρεις μὲ λόγια· ἄφησέ τις νὰ ἡσυχάζουν μέσα σου καὶ γρήγορα ἐξαφανίζονται. Εἴμασθε ἄνθρωποι καὶ πολλὲς φορὲς κάνουμε πολλὲς πονηρές, ἀπρεπεῖς καὶ αἰσχρὲς σκέψεις. Ἀλλὰ ἂς μὴ ἀφήνουμε νὰ γίνονται οἱ σκέψεις λόγια, ὥστε, πιεζόμενες πρὸς τὰ κάτω, νὰ ἐξασθενίζουν καὶ νὰ χάνονται»[1]. Χρησιμοποιεῖ ἐπίσης καὶ ἕνα παράδειγμα, γιὰ νὰ δείξει ὅτι εἶναι κατορθωτὸ νὰ μὴ ἐξωτερικεύουμε τὶς πονηρὲς σκέψεις, φράζοντας τὸ δρόμο τους πρὸς τὰ ἔξω: «Ὅπως ἀκριβῶς ὅταν ρίξει κανεὶς μέσα σὲ λάκκο διάφορα ἄγρια θηρία καὶ τὸν φράξει ἀπὸ πάνω, τὰ πνίγει εὔκολα, ἐνῷ ἂν ἀφήσει κάποιο ἄνοιγμα, γιὰ νὰ ἀναπνέουν λίγο, τὰ ἀνακουφίζει πολὺ καὶ δὲν τὰ ἀφήνει νὰ χαθοῦν, ἀλλ’ ἀντίθετα τὰ ἐξαγριώνει περισσότερο, ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τὶς πονηρὲς σκέψεις. Ἂν ὅμως τὶς ἐξωτερικεύουμε μὲ λόγια, καὶ αὐτὲς τὶς κάνουμς πιὸ δυνατές, ἀφοῦ ἐπιτρέπουμε ν’ ἀναπνεύσουν μὲ τὴ γλῶσσα, καὶ γρήγορα πέφτουμε ἀπὸ τὴ συνήθεια τῶν αἰσχρῶν λόγων στὰ βάραθρα τῶν παράλογων πράξεων»[2].
Σημειώσεις:
1. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμους, τόμος Δ΄ Ἀθήνα 1996, σελ. 299. 2. Αὐτόθι.