Φωτογραφία: pexels
Γράφει ὁ κ. Θεόδωρος Ν. Κορμπίλας Ὑποστ/γος ΕΛ.ΑΣ. ἐ. ἀ. – Ἱεροψάλτης – Ἱστορικὸς συγγραφεύς
Οἱ φιλόσοφοι παρομοιάζουν τὴν πολιτεία μὲ πλοῖο, στὸ ὁποῖον ἐπιβαίνει ὁ πλοιοκτήτης λαός. Κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη τὸ ὄνομα ποὺ ταιριάζει τώρα στὸ δικό μας «πλοῖο» εἶναι «Τιτανικός», δεδομένου μάλιστα ὅτι ἡ Βουλή ἐψήφισε αὐτὸ τὸ ἐθνικό μας αἶσχος, τὸν ἄνομο Σοδομικό «νόμο». Διότι ἡ λέξη «Τιτανικὸς» ὑποδηλοῖ ἐχθρότητα πρὸς τὸν Θεὸ καὶ θεομαχία, ἡ ὁποία, κατὰ τὴν μυθολογία συνέβη μεταξὺ τῶν Τιτάνων καὶ τῶν 12 θεῶν τοῦ Ὀλύμπου. Καὶ οἱ μὲν Τιτᾶνες νικηθέντες ἐφυλακίσθησαν στὰ Τάρταρα, τὸ δὲ περίφημο ἐκεῖνο πλοῖο, τὸ ὁποῖον ἄθεοι πρὸς καταφρόνηση ἴσως τοῦ Θεοῦ ἐβάπτισαν «Τιτανικό», κατεποντίσθη μὲ τὸν γνωστὸ τρόπο καὶ τώρα εὑρίσκεται στὰ τάρταρα τοῦ ὠκεανοῦ.
Ἐκπληκτικὸ καὶ τραγικὸ συνάμα ὑπῆρξε καὶ τὸ περσινὸ συμβάν (18/6/23) ! «Τιτὰν» ἐβάπτισαν (πρὸς καταφρόνηση τοῦ Θεοῦ;) ἕνα βαθυσκάφος καὶ τὸ ἔστειλαν μὲ 5 ἄτομα σὲ βάθος 3.000 μ. πρὸς ἐξερεύνησιν τοῦ Τιτανικοῦ καὶ τὰ τάρταρα τὸ κατάπιαν!
Μὲ θεομαχία, λοιπόν, ἰσοδυναμεῖ τὸ αἶσχος, ποὺ ἐψήφισαν οἱ «Τιτᾶνες» τῆς Βουλῆς, διότι εἶναι «νόμος» κόντρα πρὸς τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκυρώνει τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιο καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί, ἐν ὀλίγοις, ξανασταύρωσαν ἐκεῖ τὸν Χριστό.
Ἐρώτημα: Πῶς καὶ γιατὶ ἐφθάσαμε σ’ αὐτὸ τὸ κατάντημα; Τί μᾶς ἀπαντοῦν οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ σοφοὶ πρόγονοί μας μέσα ἀπὸ τὰ βιβλία τους;
Οἱ Ἅγιοι: Διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, ἀπαντοῦν. Διότι «Μετὰ ὁσίου ὅσιος ἔσῃ… καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψεις». (Ψαλμ. 17,26). Δηλαδή, «στρεβλοὺς» ψηφίζουμε, διαστροφὴ καὶ διαφθορὰ εἰσπράττομε. «Τὰ τῶν ἀρχόντων κακὰ συμφοραὶ τοῖς ἀρχομένοις γίνονται», λέει ὁ Μ. Βασίλειος. (P. G. 32, 1380).
Ὁ Πλάτων (428 – 347 π.Χ.) ἀπαντᾶ: «Δι’ ἀπαιδευσίαν καὶ κακὴν τροφὴν (= ἀνατροφὴν) καὶ κατάστασιν τῆς πολιτείας (= καὶ κακὴν πολιτικὴν κατάστασιιν)». (Πολιτεία 552Ε). Εἰς δὲ τοὺς Νόμους του λέει ὅτι ἡ διαφθορὰ στὴν Ἀθήνα κορυφώθηκε, ὅταν ἐπεκράτησεν ἡ «παλαιὰ τιτανικὴ φύσις», ποὺ δὲν σέβεται οὔτε θεούς, οὔτε ὅρκους, οὔτε γνῶμες καὶ συμβουλὲς σοφῶν καὶ πρεσβυτέρων ἀνθρώπων. (Νόμοι 698Β – 701Β). Καὶ ἐπειδὴ ἐβίωσε τέτοια κατάσταση νοσηρῆς μή δημοκρατίας ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του καὶ ἐξαχρείωση τῶν τότε πολιτικῶν, παρομοιάζει μὲ πλοῖο τὴν Ἀθήνα, μέσα στὸ ὁποῖο συμβαίνουν τὰ ἑξῆς τραγικά:
«Ὁ πλοιοκτήτης μέσα στὸ πλοῖο εἶναι ὁ πιὸ σωματώδης, ρωμαλέος καὶ χειροδύναμος ἀπ’ ὅλους. Πάσχει ὅμως ἀπὸ βαρηκοΐα, ἔλλειψη καλῆς ὁράσεως καὶ στερεῖται ναυτικῆς ἐμπειρίας.
Ἔτσι οἱ κλίκες τῶν ναυτῶν μέσα στὸ πλοῖο τὸν περιτριγυρίζουν καὶ ἀρχίζουν μεταξύ τους τὸν καυγὰ γιὰ τὸ ποιὸς ἀπ’ αὐτοὺς θὰ πάρει στὰ χέρια του τὸ τιμόνι, μολονότι κανείς τους δὲν ἔχει σπουδάσει τὴν τέχνη τοῦ πλοιάρχου, τὴν ὁποίαν ὅμως δὲν τὴν θεωροῦν ἀπαραίτητη.
Ἄν κάποιοι μὲ τερτίπια ἀποκτήσουν τὴν εὔνοια τοῦ πλοιοκτήτη καὶ πάρουν στὰ χέρια τους τὸ τιμόνι, τότε οἱ ἄλλοι ὁρμοῦν κατ’ ἐπάνω τους καὶ ἢ τοὺς σκοτώνουν ἢ τοὺς πετοῦν στὴ θάλασσα, τὸν δὲ πλοιοκτήτη τὸν δυστυχῆ ἢ τὸν ἀποκοιμίζουν μὲ μανδραγόρα ἢ τὸν μεθοῦν ἢ μὲ κάποιον ἄλλον τρόπον τὸν ξεφορτώνονται.
Τότε, ὅταν πιάσουν τὸ τιμόνι, ὁρμοῦν στὴν «κουτάλα», δηλαδὴ στὰ ἐφόδια τοῦ πλοίου, καὶ ἀρχίζουν τὴν εὐωχίαν, ἐνῶ τὸ πλοῖο πῶς πλέει μὲ τέτοιους ἀνθρώπους εἶναι εὐνόητον.
Ἐν συνεχείᾳ ἀρχίζουν νὰ ἐπαινοῦν ὡς ἐξαίρετον κυβερνήτην τὸν πανοῦργον ψευτοπλοίαρχον, ποὺ τοὺς βοήθησε νὰ πείσουν ἢ νὰ βιάσουν τὸν πλοιοκτήτη γιὰ νὰ τοὺς δώσει τὸ τιμόνι, ἐνῶ ἄν εἶναι κανένας ἀληθινὸς πλοίαρχος, τὸν κατηγοροῦν ὡς ἄχρηστον». (Πλάτωνος Πολιτεία 488a-e).
Σχόλιον: Ἡ ὡς ἄνω εἰκόνα τί δείχνει; Δὲν δείχνει πολὺ περισσότερον τὰ καθ’ ἡμᾶς, παρὰ τὰ πολιτικὰ πράγματα τῶν ἡμερῶν τοῦ Πλάτωνος; Δὲν μᾶς φέρνει στὸ νοῦ τὸ πάθημα τοῦ «Τιτανικοῦ», ποὺ ἔπεσε σὲ παγόβουνο καὶ βούλιαξε, ὅταν στὸ σαλόνι του ὑπῆρχε γλεντοκόπι;
Θέτω τὸ ἐρώτημα, διότι στὸ δικό μας «πλοῖο» οἱ κλίκες τῶν ψευδοπλοιάρχων καὶ ψευδοναυτῶν, ἀφοῦ κατέφαγαν τὰ ἐφόδιά του, συνέχισαν τὸ φαγοπότι καὶ τὸ γλέντι μὲ δανεικά, ποὺ πῆραν ἀπὸ ἀνελέητους πειρατὲς μὲ ὑποθήκευση τοῦ πλοίου. Στὸν πλοιοκτήτη γιὰ νὰ μὴ διαμαρτύρεται, τοῦ ἔδωσαν μερικὰ ψίχουλα μαζὶ μὲ ὑπνωτικὰ χάπια, ποὺ προκαλοῦν τύφλωση καὶ ἄλλες παρενέργειες, τὴν δὲ σπουδάζουσα νεολαία τροφοδοτοῦν μὲ τὸν λωτὸν τῆς Ὀδύσσειας, «τὸν μελιηδέα καρπόν» – νόει σχολικὰ βιβλία – ποὺ προκαλοῦν λήθην τῆς ἱστορίας καὶ ἀδιαφορία γιὰ τὴν πατρίδα (ραψ. Ι, 92 -105), τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ ἄσπονδοι γείτονές μας τρέφουν στὰ σχολεῖα τους «λύκους», γιὰ νὰ μᾶς φᾶνε.
Ἂν ἦσαν γνήσιοι ναυτικοὶ καὶ ἀγαποῦσαν τὸ πλοῖο θὰ προτιμοῦσαν νὰ παραιτηθοῦν μᾶλλον, παρὰ νὰ δανεισθοῦν, ἔχοντας κατὰ νοῦν τὴν προειδοποίηση τοῦ Πλουτάρχου, ποὺ λέει ὅτι «τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν» καὶ ὅτι «οἱ δανειζόμενοι εἶναι δοῦλοι τῶν δανειστῶν τους. Εἶναι δοῦλοι δούλων ἀναιδῶν καὶ βαρβάρων». (Βλ. Περὶ τοῦ μὴ δεῖν δανείζεσθαι, 829 F). Τώρα ὁ «Τιτανικός» μας εἶναι στὰ χέρια τῶν «πειρατῶν» καὶ δοῦλοι τους εἶναι αὐτοὶ ποὺ ψηφίζουμε.
Ὁ Ἀριστοφάνης (452 – 385 π. Χ.): Ὑπῆρξε σύγχρονος τοῦ Πλάτωνος καὶ αὐτὸς μᾶς ἀπαντᾶ στὸ ἀρχικό μας ἐρώτημα μὲ τὶς κωμωδίες του, μὲ τὶς ὁποῖες ἀπεικόνισε τὸ κατάντημα τῆς τότε Ἀθήνας. Ματαίως παρουσίαζε στοὺς Ἀθηναίους ἐμμέσως τὰ χάλια τους, γιὰ νὰ τοὺς συνετίσει, προβλέποντας τὸ κακὸ ποὺ τελικὰ συνέβη. Αὐτοὶ τότε γελοῦσαν, ἀλλὰ τὸ κακὸ τοὺς ἦλθε καὶ ἔκλαψαν πικρά, ὅταν τοὺς καταπάτησε καὶ τοὺς ἐξευτέλισεν ἡ Σπάρτη.
Στὴν κωμωδία «Βάτραχοι» τοὺς τὰ «ἔψαλλε» ἐξω ἀπὸ τὰ δόντια, λέγοντας (σὲ ἐλεύθερη μετάφραση) τὰ ἑξῆς:
«Ὅσους ἐκ τῶν πολιτῶν γνωρίζουμε ὅτι εἶναι ἄνδρες εὐγενεῖς καὶ σώφρονες καὶ δίκαιοι καὶ καλοὶ καὶ ἀγαθοὶ καὶ μεγαλωμένοι στὶς παλαίστρες καὶ μορφωμένοι μὲ μουσικὴ καὶ χορό, τοὺς βρίζουμε καὶ τοὺς προπηλακίζουμε. (Παρένθεση: Σήμερα τοὺς βριζολογᾶνε ὡς «σκοταδιστὲς καὶ Μεσαίωνα»). Τοὺς τενεκέδες ὅμως τοὺς ξεγάνωτους καὶ τοὺς ἀλλόκοτους καὶ τοὺς δούλους τῶν παθῶν, τοὺς «πυροὺς» καὶ τοὺς πονηρότερους ἐκ τῶν πονηρῶν καὶ τὰ «καθάρματα»…….τοὺς χρησιμοποιοῦμε σὲ ὅλα τὰ πόστα.
Ἀλλὰ καὶ τώρα ἀκόμη, ὦ ἀποβλακωμένοι καὶ ἀποτυφλωμένοι, ἀλλάξτε τακτικὴ καὶ χρησιμοποιῆτε πάλι χρηστοὺς ἀνθρώπους, διότι ἔτσι, μὲ τὰ κατορθώματά τους, εἶναι εὔλογον νὰ ἰδῆτε προκοπή ……». (στ.727 – 737).
Ἡ ὡς ἄνω ἀπεικόνιση ἰσχύει ἢ δὲν ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ δικά μας πολιτικὰ πράγματα;
Συμπέρασμα: Δέν ἔχουμε δημοκρατία. Ἐμφύλιο πόλεμο ἔχουμε μὲ λογομαχίες μεταξὺ τῶν φατριῶν τοῦ πληρώματος τοῦ «Τιτανικοῦ» μας, δῆθεν γιὰ τὸ καλό του, ἀλλὰ γιὰ τὸ «φαγοπότι» τους κόπτονται οἱ πλεῖστοι. Καὶ ὅταν ἐπικρατήσει μία φατρία τότε ἔχουμε τὰ ἐπακόλουθα τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ποὺ περιγράφει ὁ Θουκυδίδης. Τότε «τὰ μὲν κοινὰ λόγῳ θεραπεύοντες ἆθλα ποιοῦντες» (Γ,82-84). Μὲ ἄλλα λόγια τότε ἡ διαχείριση τῶν κοινῶν, δηλαδὴ τὰ ὑπουργεῖα, ὁ «ψευτοπλοίαρχος» τὰ διανέμει ὡς βραβεῖα καὶ λάφυρα πολέμου στὰ πρωτοπαλλήκαρα τῆς φατρίας, χωρὶς νὰ ἐξετάζει, ἂν αὐτὰ ἔχουν τὴν εἰδίκευση τοῦ ἔργου, ποὺ πρέπει νὰ ἐκτελέσουν, καὶ προσποιοῦνται ὅτι τὸ ἐκτελοῦν μὲ κούφια λόγια. Ἀλλὰ ὅπως εἶναι ἀδύνατον ἕνας ἄσχετος νὰ διευθύνει μίαν ὀρχήστρα, ἔτσι ἀδύνατον εἶναι νὰ διευθύνει ὑπουργεῖο ἕνας ἄσχετος πρὸς τὸ ὑπουργικὸν ἔργον, μὲ τραγικὰ ἀποτελέσματα, ὅπως ἐκεῖνο τῶν Τεμπῶν. Διότι ὄχι ὑπουργική ἀλλὰ κομματικὴ δουλειὰ καὶ λαφυραγώγηση τοῦ δημοσίου πλούτου ἐκτελεῖ ἐκεῖ.
Στὴν ἀληθινὴ ἀρχαία δημοκρατία προσεκαλοῦντο γιὰ τὴν ἐκτέλεση κάθε ἔργου μόνον ἐξειδικευμένοι. Τοὺς ἄσχετους δὲν ἤθελαν οὔτε νὰ τοὺς ἀκούσουν.
«Ἐὰν δέ τις ἄλλος ἐπιχειρεῖ αὐτοῖς συμβουλεύειν (=προσπαθεῖ νὰ τοὺς συμβουλεύσει)», ἀρνοῦνται νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ «καταγελῶσι καὶ θορυβοῦσι» μέχρις ὅτου ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ βῆμα, γράφει ὁ Πλάτων (Πρωταγόρας 319C).
Καὶ ὁ Θουκυδίδης μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ διαχειριστὴς τῶν δημοσίων πραγμάτων «ἀπ’ ἀρετῆς προτιμᾶται» (Περικλέους Ἐπιτάφιος Β,37), δηλαδὴ ἔπρεπε νὰ ἔχει τὴν κατάλληλη ἀρετὴ γιὰ τὸ οἰκεῖον αὐτοῦ ἔργον.
Ὁ κανόνας τότε ἦταν: Σὲ ἕνα ἔργο, ἕνας ἐξειδικευμένος ἄρχων. Αὐτὸ ὀνομαζόταν «οἰκειοπραγία» καὶ «μονοπραγμοσύνη», συνιστοῦσε δὲ τὴν ἔννοια τῆς δικαιοσύνης. «Τὸ τὰ αὐτοῦ πράττειν καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν δικαιοσύνη ἐστί», λέει ὁ Πλάτων. (Πολιτεία 433Α). Τὸ ἀντίθετον ὀνομάζετο «πολυπραγμοσύνη» καὶ «ἀλλοτριοπραγία» καὶ συνιστοῦσε «κακουργίαν τὴν μεγίστην τῆς πόλεως καὶ ἀδικίαν» (Πλάτ. Πολιτεία 434C-D).
Ἐρώτημα: Τί γίνεται σήμερα στὸν «Τιτανικόν» μας; «Κακουργία μεγίστη καὶ ἀδικία», διότι ὁ ψευτοπλοίαρχος διορίζει ὑπουργούς, ὅπως εἴπαμε, ἀσχέτους πρὸς τὸ ὑπουργικὸν ἔργον «πολυπράγμονας καὶ ἀλλοτριοπράγμονας» καὶ βλέπουμε τὸ ἴδιο πρόσωπο στὸ Α ὑπουργεῖο σήμερα, στὸ Β αὔριο, στὸ Γ μεθαύριο….. Καὶ ἡ «κακουργία» αὐτὴ γεννᾶ χιλιάδες θύματα χιλιάδων ἄλλων κακουργημάτων, ὅπως ἐκεῖνο τῶν Τεμπῶν. Ἀλλὰ ὁ «πλοιοκτήτης» λαὸς δὲν βλέπει τὴν αἰτία, διότι ἔχουν φροντίσει νὰ παραμένει «τυφλὸς τὰ τ’ ὦτα τὸν τε νοῦν τὰ τ’ ὄμματα» καὶ νὰ ψηφίζει τοὺς δημίους του. Καί, ὡς φαίνεται, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σώζει μέχρι στιγμῆς τὸν «Τιτανικό» μας καὶ δὲν ἔχει ἀκόμη καταποντισθεῖ στὰ «Τάρταρα».
Ὑπάρχει ἐλπὶς σωτηρίας; Ναί, ἂν ὁ «πλοιοκτήτης» ἀναβλέψει, νοουμένου τοῦ ρήματος διττῶς. Δηλαδὴ ἂν ἀνακτήσει τὴν ὅραση τοῦ νοῦ του καὶ ἂν τὸν στρέψει πρὸς τὰ ἄνω λέγοντας: «Κύριος φωτισμός μου καὶ Σωτήρ μου», ὅπως ὁ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος συμβουλεύει: «Μὴ πεποίθατε ἐπ’ ἄρχοντας , ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων…», «ἀγαθὸν πεποιθέναι ἐπὶ Κύριον ἢ πεποιθέναι ἐπ’ ἄνθρωπον», (ψαλμ.26,1 -145,3 – 117,8). Τὸ ἴδιο περίπου συμβουλεύει καὶ ὁ Πλάτων, ἂν καὶ ἀγνοοῦσε τὸν ἀληθινὸ Θεόν, λέγοντας: «Ὅσων ἂν πόλεων μὴ Θεὸς ἀλλά τις ἄρχει θνητός, οὐκ ἔστιν κακὸν αὐτοῖς οὐδὲ πόνων ἀνάφυξις (=ἀποφυγή)» (Νόμοι 713Ε).