π. Ηλίας Μάκος
Όσοι ιστορικοί είναι αμερόληπτοι και αξιολογούν τα γεγονότα με καθαρή και αδέσμευτη όραση και δεν εγκλωβίζονται σε προκαταλήψεις ή σκοπιμότητες, το ομολογούν άφοβα: Η 28η Οκτωβρίου 1940 ήταν θαύμα των Ελλήνων.
Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δεν έχει καμία σχέση με τον παλμό της ελληνικής ψυχής. Με το όραμα της Παναγίας αντιστάθηκε νικηφόρα ο ελληνικός στρατός και λαός. Πενταπλάσιοι οι Ιταλοί, οπλισμένοι με τα τελευταία μέσα του πολέμου ξεχύθηκαν εναντίον μας.
Πελώριοι Γολιάθ εκείνοι. Μικρόσωμοι Δαβίδ εμείς.
Βούιξαν οι χαράδρες της Πίνδου από τις κανονιές. Ανασκάφτηκαν οι κορυφές από τη βροχή των οβίδων.
Κύματα το ένα κατόπιν του άλλου ορμούν εναντίον των Ελλήνων οι Ιταλοί. Γιατί δεν πέτυχαν το σκοπό τους; Γιατί, όπως πολλοί από αυτούς το είπαν τότε, τους Έλληνες στρατιώτες τους προστάτευε η Παναγία, η στοργική μας Παναγία.
Αντήχησε γενναία, ατρόμητα το ΟΧΙ των Ελλήνων. Δυνατό, αλύγιστο, φοβερό για τον εχθρό.
Το πήρε ο αέρας και το πήγε παντού.
Αυτό το «ΟΧΙ», που είναι αθάνατο, κύλησε εύκολα από τα στόματα των Ελλήνων, γιατί πήγαζε από την πίστη στη βοήθεια και την προστασία του Θεού.
Με τη θεϊκή παρέμβαση και δύναμη οχτώ εκατομμύρια λόγχες του εχθρού έγιναν άχρηστα παλιοσίδερα, μπροστά στις ατσάλινες καρδιές των Ελλήνων.
Το έπος του 1940 είναι το μεγαλύτερο σάλπισμα της νεότερης ελληνικής ιστορίας για την πίστη και την ανδρεία του Έλληνα. Ένα σάλπισμα, που δεν σταμάτησε ποτέ…
Ο πρώτος νεκρός Έλληνας στρατιώτης

Ένα σπουδαγμένο παιδί του λαού, με καταγωγή από την Καρύτσα Ζίτσας, ο Γιώργος Μπουκουβάλας, ήταν ο πρώτος Ηπειρώτης στρατιώτης που έπεσε στην προχωρημένη γραμμή άμυνας, στο Αηδονοχώρι Κόνιτσας, επί των Ελληνοαλβανικών συνόρων.
Εκεί τάφηκε και μετά από χρόνια έγινε μετακομιδή των οστών του στη γενέτειρά του, όπου στήθηκε ανδριάντας του στην πλατεία του χωριού.
Φοίτησε στο σχολείο του χωριού του και στο Σχολαρχείο Ζίτσας. Στη συνέχεια σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, επειδή προερχόταν από φτωχή οικογένεια, κατά τις σπουδές του δούλευε σε τεχνικό γραφείο όλη την ημέρα και σε καφενείο το βράδυ.
Υπήρξε δικηγόρος στο Ειρηνοδικείο Ζίτσας και επιστρατεύτηκε το καλοκαίρι του 1940.
Είχε εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία και στις 22 Ιουλίου 1940 κλήθηκε και πάλι στα όπλα, στο πλαίσιο της περιορισμένης έκτασης επιστράτευσης, που διέταξε ο Ιωάννης Μεταξάς, επειδή η φασιστική Ιταλία είχε εισέλθει στο πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και ενόψει της διαφαινόμενης επίθεσης κατά της χώρας μας.
Παραμονές της Ιταλικής επίθεσης υπηρετούσε στην αμυντική διάταξη των ελληνοαλβανικών συνόρων.
Στις 5.30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 εκδηλώθηκε η Ιταλική επίθεση, μισή ώρα πριν από τη λήξη του τελεσιγράφου προς τον Μεταξά.
Το ιταλικό πυροβολικό άρχισε να βάλει και το πεζικό πέρασε στην ελληνική πλευρά και ο Γιώργος Μπουκουβάλας βρέθηκε απέναντι στους εχθρούς.
Υπερασπίστηκε την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας του, όπου έπεσε νεκρός.
Ο Γιώργος Μπουκουβάλας έγινε ήρωας, όπως ήρωες έγιναν οι Έλληνες του ’40. Πολέμησε – πόνεσε – θανατώθηκε – νίκησε.
Και μας καλεί να τον μοιάσουμε — να τους μοιάσουμε όλους τους μαχητές του ’40, στο φρόνημα.
Μας θυμίζει ότι αν δεν πούμε ένα νέο “ΟΧΙ”, χάνουμε την έμφυτη δύναμή μας να γίνουμε ήρωες. Και σ’ αυτό τον τόπο δεν έχουμε το δικαίωμα.
Και ο Γιώργος Μπουκουβάλας και όλοι οι Έλληνες είπαν στους Ιταλούς: «Όχι, δεν σας επιτρέπουμε να περάσετε μέσα από την Πατρίδα μας, για να μας κάνετε σκλάβους. Δεν σας παραδίδουμε την Ελλάδα. Θα πολεμήσουμε “με το χαμόγελο στα χείλη”, γιατί αυτό τον πόλεμο δεν τον προκαλέσαμε εμείς. Μας τον επιβάλλατε. Θα πολεμήσουμε εμείς οι λίγοι, εσάς τους πολλούς.» Και το έκαναν γενναία. Και θριάμβευσαν…
Οι γυναίκες της Πίνδου

Οι γυναίκες της Πίνδου αναδείχθηκαν αθάνατες ηρωίδες, που κουβαλούσαν σε χιονισμένες κορυφές στις πλάτες τους πυρομαχικά και συντέλεσαν στο μεγαλείο του “ΟΧΙ”.
Αγώνας για τη νίκη ήταν το Έπος του Όχι, στο οποίο συνετέλεσαν και οι αξέχαστες Γυναίκες της Πίνδου.
Μια νίκη που άρχισε από την άρνηση παράδοσης στον εχθρό κι έγινε άτρομη, άνιση πάλη με σύνθημα: “Αέρα!”
Μια νίκη που πέρασε και από την Πίνδο και ανάσκαψε το χώμα της και το έβαψε με το αίμα και το δάφνινο μύρο, που το οσμίστηκε η οικουμένη κι είπε: «Πολεμήσατε μικροί εναντίον μεγάλων και επικρατήσατε. Δεν ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς, γιατί είσθε Έλληνες».
Η πατριωτική ορμή και φλόγα ενέπνεε και πυρπολούσε τις γυναίκες της Πίνδου, όπως και τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες.
Πάνω στης Πίνδου τις κορφές συντελέστηκαν θαύματα.
Στο Ημερολόγιο Πολέμου του Αργύρη Μπαλατσού αναφέρεται:
“Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε ότι κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα, για να βοηθήσει τον στρατό… Αλήθεια, γυναίκες θαύμα! Τι διαφορά με τις πόλεις!”
Και καλούμαστε εμείς οι σημερινοί Έλληνες να είμαστε οι ευτυχείς λαμπαδηφόροι της ιδέας της Πατρίδας. Οι φρουροί, οι προστάτες, οι υπερασπιστές της. Οι ασπίδες της. Τι χρέος, τι τιμή!
Το παράδειγμα του Κωνσταντίνου Δαβάκη

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του μεγαλόπνοου νικητή της Πίνδου Κωνσταντίνου Δαβάκη.
Μόνος, χωρίς στρατιώτες, κατήρτιζε «διμοιρία» από το βοηθητικό προσωπικό του γραφείου του και του μαγειρείου, επάνω στα τρομερά όρη, για να αντιμετωπίσει τις ιταλικές μεραρχίες.
Το σάλπισμα παραμένει πάντοτε το ίδιο, όχι μόνο σε καιρό πολέμου, μα και πάντα: «Έλληνες προχωρείτε!»
Και τα λόγια που έγραψαν το 1940 οι ξένοι στις εφημερίδες τους για τον μεγαλειώδη άνισο αγώνα μας, που απέδειξε ότι «πρόκειται περί των ιδίων Ελλήνων, οι οποίοι προ τριών και πλέον χιλιάδων ετών κατατρόπωσαν τους βαρβάρους και έσωσαν την Ευρώπη», ας φιλοδοξούμε να το γράφουν και να το λένε πάντα. «Ότι πρόκειται περί των ιδίων Ελλήνων!» Ο καλύτερος τίτλος τιμής.
Εκατό μαρτυρίες για το Έπος του ΄40
Στο βιβλίο της Μαρούλας Παπαευσταθίου-Τσάγκα «Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, Κατοχή, Εθνική Αντίσταση (1940-1944) – 100 Ιστορικές Προφορικές Μαρτυρίες», περιλαμβάνονται συγκλονιστικές μαρτυρίες και επιστολές ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα.
Περιγράφουν καθάρια, μέσα από τα βιώματα των πρωταγωνιστών, τον σκληρό αγώνα των μαχητών του ’40 για μια ελεύθερη Πατρίδα, αποκαλύπτοντας το μεγαλείο της ψυχής τους.
Διασώζονται στις μέλλουσες γενιές, όχι ως «παραμύθι», αλλά ως συντελεσμένο κατόρθωμα, λαμπρές σελίδες του Έθνους, που πάντοτε εμπνέουν και καθοδηγούν.
Ο τελευταίος επιζών του Έπους του ’40

Πριν τρία χρόνια (2022) έφυγε από τη ζωή ο Δημήτρης Κάλμπαρης, που αγωνίστηκε γενναία στο ύψωμα 731 των βορειοηπειρωτικών βουνών, όπου έγινε η πιο καθοριστική μάχη του πολέμου.
Παρά τις λυσσώδεις και αλλεπάλληλες επιθέσεις επί 15 ημέρες, οι ελληνικές δυνάμεις —αν και υστερούσαν αριθμητικά και σε μέσα— έμειναν αλύγιστες.
Ο πρώην υπουργός Γιώργος Σούρλας, πρόεδρος της Ένωσης Συγγενών Πεσόντων, είχε καταγράψει τις αναμνήσεις του και εξέφρασε τον πόνο γι’ αυτούς που έπεσαν στα πεδία των μαχών, αλλά και τη φρίκη του πολέμου.
Αναφέρθηκε στα κρυοπαγήματα, την πείνα και την εξαθλίωση, αλλά και σε ιστορίες επιβίωσης, όπως το σκοτωμένο άλογο που τον κράτησε στη ζωή ή το μέλι που έτρωγαν μαζί με τις μέλισσες.




