Το ιδιωτικό χρέος: μια σιωπηλή κοινωνική κρίση

Share:

Κατερίνα Μπέρδου

Αυτό που χρειάζεται είναι μια νέα νομοθετική πρωτοβουλία, με σαφή υποχρεωτικότητα και κοινωνική δικαιοσύνη. Ένα πλαίσιο που θα επιβάλει στις τράπεζες και τους servicers να εξαντλούν κάθε δυνατότητα ρύθμισης πριν από κατασχέσεις και πλειστηριασμούς. Μια πολιτεία που δεν θα μετρά την αξία των ανθρώπων με τον αλγόριθμο, αλλά με την αξιοπρέπειά τους.

Το ιδιωτικό χρέος δεν είναι ένα τεχνικό θέμα για οικονομολόγους. Είναι μια σιωπηλή κοινωνική κρίση που διαπερνά τη χώρα. Είναι το άγχος στο βλέμμα μιας μητέρας που φοβάται ότι θα χάσει το σπίτι όπου μεγάλωσε τα παιδιά της. Είναι ο μικρομεσαίος επαγγελματίας που κάθε μήνα παλεύει με τα χρέη του προς τις τράπεζες, γνωρίζοντας ότι η επόμενη κατάσχεση μπορεί να αφορά την δική του περιουσία.

Για χιλιάδες συμπολίτες μας, το χρέος δεν είναι πια απλώς ένα οικονομικό βάρος — είναι ένας μηχανισμός κοινωνικού αποκλεισμού. Κι όμως, η κυβέρνηση μοιάζει να έχει αποσυρθεί από το ρόλο του εγγυητή της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Τα εργαλεία που διαθέτει σήμερα ο δανειολήπτης είναι ελάχιστα και αναποτελεσματικά: ο Κώδικας Δεοντολογίας, ο Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης Οφειλών και η λεγόμενη «Δεύτερη Ευκαιρία» μέσω πτώχευσης. Κανένα από αυτά δεν προστατεύει ουσιαστικά την πρώτη κατοικία. Η εποχή του Νόμου Κατσέλη —που έσωσε σπίτια, προστάτευσε ζωές και αποκατέστησε την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος— μοιάζει μακρινό παρελθόν.

Ο εξωδικαστικός μηχανισμός, που παρουσιάστηκε ως συνολική λύση, στηρίζεται σε έναν αλγόριθμο που παράγει ρυθμίσεις τις οποίες οι πιστωτές μπορούν να απορρίψουν κατά βούληση. Δεν είναι δεσμευτικός, ούτε καν για τις περιπτώσεις των «ευάλωτων οφειλετών». Ο χαρακτηρισμός τους, μάλιστα, βασίζεται σε τόσο περιοριστικά κριτήρια, που αποκλείει ανθρώπους οι οποίοι σαφώς δικαιούνται προστασία. Η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα, βάσει της ευρωπαϊκής οδηγίας 2019/1023, να διατηρήσει νομικά την προστασία της πρώτης κατοικίας — αλλά δεν το έκανε.

Δεν πρόκειται για «τεχνική αμέλεια». Πρόκειται για πολιτική επιλογή – συνειδητή και κυνική. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν αδιαφόρησε απλώς, αλλά επέλεξε να σταθεί απέναντι στους πολίτες και δίπλα στα funds, μετατρέποντας την αδυναμία πληρωμής σε πεδίο κερδοσκοπίας. Ενώ είχε τη δυνατότητα – και την υποχρέωση – να διατηρήσει την προστασία της πρώτης κατοικίας και να νομοθετήσει σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο, προσφέροντας πραγματική ανάσα σε νοικοκυριά που πνίγονται, προτίμησε να υπηρετήσει τα συμφέροντα των λίγων και να αφήσει την κοινωνία να ασφυκτιά. Μια επιλογή που στέρησε από τους πολίτες την αίσθηση δικαίου και από το κράτος την αποστολή προστασίας των ευάλωτων.

Σήμερα, χιλιάδες πλειστηριασμοί εκκρεμούν κάθε μήνα οι οποίες αφορούν κυρίως τις οικογένειες των λαϊκών στρωμάτων. Άνθρωποι που δεν είναι στρατηγικοί κακοπληρωτές, αλλά πολίτες που, λόγω των δύσκολων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, αδυνατούν πια να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Πολλοί από αυτούς είχαν βρει προσωρινή ανάσα με τον Νόμο Κατσέλη, όμως σήμερα, εξαιτίας των αυξημένων δόσεων και της πλήρους αλλαγής των όρων, βλέπουν το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια τους. Ο δρόμος του εξωδικαστικού μοιάζει θεωρητικά ανοιχτός — στην πράξη όμως αποκλείει ολόκληρες κοινωνικές ομάδες.

Αυτό που χρειάζεται είναι μια νέα νομοθετική πρωτοβουλία, με σαφή υποχρεωτικότητα και κοινωνική δικαιοσύνη. Ένα πλαίσιο που θα επιβάλει στις τράπεζες και τους servicers να εξαντλούν κάθε δυνατότητα ρύθμισης πριν από κατασχέσεις και πλειστηριασμούς. Μια πολιτεία που δεν θα μετρά την αξία των ανθρώπων με τον αλγόριθμο, αλλά με την αξιοπρέπειά τους.

Η προστασία της πρώτης κατοικίας δεν είναι προνόμιο — είναι κοινωνικό δικαίωμα. Όπως και η δεύτερη ευκαιρία δεν μπορεί να σημαίνει απλώς πτώχευση, αλλά πραγματική δυνατότητα επανένταξης.

Χρειάζεται, επίσης, να διευρυνθεί ο ορισμός του «ευάλωτου οφειλέτη» πέρα από τα στενά οικονομικά δεδομένα, συμπεριλαμβάνοντας κοινωνικά κριτήρια, οικογενειακές συνθήκες, προβλήματα υγείας ή ανεργίας. Οι συνθήκες ζωής του 2025 δεν είναι οι ίδιες με αυτές του 2010. Η νομοθεσία πρέπει να το αναγνωρίσει.

Επιπλέον, πρέπει να διασφαλιστεί ότι ο δανειολήπτης γνωρίζει λεπτομερώς τη ρύθμιση που του προτείνεται, να έχει πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα και να μπορεί να αποδείξει ενώπιον δικαστηρίου αν η απόρριψη είναι καταχρηστική. Όταν η ενημέρωση και η διαφάνεια λείπουν, δεν υπάρχει ούτε ισοτιμία ούτε δικαιοσύνη.

Αλλά και οι servicers πρέπει να αλλάξουν συμπεριφορά. Δεν μπορεί να συνεχίζεται η απρόσωπη, τυποποιημένη επικοινωνία με ανθρώπους που βρίσκονται ένα βήμα πριν χάσουν το σπίτι τους. Οφείλουν να επιδιώκουν την απευθείας και ουσιαστική επικοινωνία, με διαφάνεια, σαφήνεια και ευθύνη.

Η λύση δεν είναι θεωρητική. Είναι πολιτική. Και το ερώτημα δεν είναι πια αν θα γίνουν πλειστηριασμοί, αλλά αν η κοινωνία μας θα αποδεχθεί την διάλυση της συνοχή της στο όνομα της τραπεζικής «αποτελεσματικότητας».

Οι λύσεις υπάρχουν. Αυτό που λείπει είναι η βούληση με προοδευτικό πολιτικό πρόσημο για να μπουν όρια στα funds και να επανέλθει το κράτος στον ρόλο που επιτάσσει το Σύνταγμα: τον ρόλο του εγγυητή της κοινωνικής δικαιοσύνης και του τελευταίου υπερασπιστή της αξιοπρέπειας των πολιτών.

(Η Κατερίνα Μπέρδου είναι δικηγόρος)

dnews.gr

Previous Article

Τό ἄγχος τῶν ἐκπαιδευτικῶν ἐπηρεάζει τούς μαθητές;

Next Article

Περισσότεροι από 100 υπερασπιστές κάλεσαν την ΕΕ να απορρίψει τη λογοκρισία στο Διαδίκτυο