Το Ολοκαύτωμα των Λιγκιάδων…

Share:

Παναγιώτης Γεωργούλας

Στις 3 Οκτωβρίου 1943, το ορεινό χωριό Λιγκιάδες Ιωαννίνων βίωσε ένα από τα πλέον αποτρόπαια εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δράστες ήταν τμήματα της διαβόητης Μεραρχίας Εντελβάις, γνωστής για την ωμότητα και τις μαζικές εκτελέσεις αμάχων σε ολόκληρη τη Βαλκανική.

Την 1η Οκτωβρίου 1943, ο Γερμανός αξιωματικός Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, υψηλόβαθμος ναζιστής και οργανωτής προηγούμενων σφαγών (όπως αυτή του Κομμένου), έπεσε νεκρός σε  ενέδρα που είχε στήσει ο ΕΔΕΣ σε σημείο κοντά στα Ιωάννινα. Το γεγονός αυτό προκάλεσε άμεση αντίδραση από την ηγεσία της Βέρμαχτ, η οποία διέταξε μαζικά αντίποινα στην ευρύτερη περιοχή. Η εντολή των γερμανικών αρχών ήταν σαφής: «Εκδικηθείτε την ειδεχθή δολοφονία με μία αμείλικτη επιχείρηση αντεκδίκησης σε ακτίνα 20 χιλιομέτρων» από το σημείο του περιστατικού.

Αν και οι γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών δεν συνέδεαν τους Λιγκιάδες με καμία αντιστασιακή δραστηριότητα, το χωριό επιλέχθηκε ως στόχος. Πιθανολογείται ότι η επιλογή σχετίζεται με τη γεωγραφική του θέση, καθώς το υψόμετρο των 960 μέτρων προσέφερε άμεση ορατότητα από την πόλη των Ιωαννίνων – γεγονός που ενίσχυε τον εκφοβισμό του τοπικού πληθυσμο. Η επιχείρηση ξεκίνησε με καταιγιστικό βομβαρδισμό από όλμους, οι οποίοι είχαν τοποθετηθεί τόσο στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων όσο και στην περιοχή του Περάματος. Στη συνέχεια, γερμανικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην τοποθεσία Λάκκα Μαράφα και, αφού κινήθηκαν πεζή, κατέλαβαν το χωριό χωρίς να συναντήσουν καμία αντίσταση.

Όσοι κάτοικοι δεν πρόλαβαν να διαφύγουν, συγκεντρώθηκαν στην κεντρική πλατεία, όπου ακολούθησε συστηματική έρευνα και λεηλασία των οικιών. Οι πολίτες χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες και μεταφέρθηκαν σε αποθήκες ή εντός των σπιτιών τους, όπου εκτελέστηκαν εν ψυχρώ ή κάηκαν ζωντανοί. Ο απολογισμός υπήρξε τραγικός: 92 νεκροί, εκ των οποίων 34 ήταν παιδιά και βρέφη, 37 γυναίκες και 11 ηλικιωμένοι. Πολλοί από τους ενήλικες κάτοικοι είχαν επιβιώσει επειδή εργάζονταν σε γειτονικές περιοχές. Από το μακελειό επιβίωσαν μόνο πέντε άτομα, ανάμεσά τους και ένα βρέφος, ο Παναγιώτης Μπάμπουσκας, μόλις 10 μηνών, ο οποίος τραυματίστηκε από ξιφολόγχη αλλά επέζησε. Το συγκλονιστικό περιστατικό με το βρέφος που βρέθηκε να θηλάζει από τη νεκρή μητέρα του, έχει αποτυπωθεί στο Μνημείο των Λιγκιάδων.

Το χωριό πυρπολήθηκε ολοσχερώς, με εξαίρεση την εκκλησία και το σχολείο. Στη σχετική μηνιαία αναφορά της μεραρχίας προς το Γενικό Επιτελείο της Βέρμαχτ, η επιχείρηση καταγράφηκε με ψυχρότητα και ψευδή στοιχεία: «Από το χωριό Λιγκιάδες και τα υψόμετρα 1015 και 1277 ασθενής αντίσταση του εχθρού. 50 πολίτες εξοντώθηκαν. Οι Λιγκιάδες αποτεφρώθηκαν. Λάφυρα, 20 μουλάρια».

Παρά την καταδίκη της Μεραρχίας Εντελβάις στη Δίκη της Νυρεμβέργης το 1946, οι περισσότεροι υπαίτιοι της σφαγής δεν παρέμειναν φυλακισμένοι και αφέθηκαν σύντομα ελεύθεροι. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε ο τότε 38χρονος τραυματιοφορέας Φέλιξ Μπουριέρ, ο οποίος επέδειξε έμπρακτη μεταμέλεια. Το 1947, σε επιστολή του προς τον πρόεδρο της κοινότητας Λιγκιάδων, εξέφρασε βαθιά θλίψη και ενοχή για τη βιαιότητα και την αδικία απέναντι στους αθώους πολίτες. Αργότερα αποσύρθηκε σε μοναστήρι στη Γερμανία, όπου έζησε ως μοναχός μέχρι τον θάνατό του το 1994.

Στις 7 Μαρτίου 2014, ο τότε Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Γιοάχιμ Γκάουκ επισκέφθηκε τους Λιγκιάδες, συνοδευόμενος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια. Ήταν ο πρώτος επίσημος Γερμανός αξιωματούχος που επισκέφθηκε τον τόπο της σφαγής, ζητώντας δημοσίως συγγνώμη και εκφράζοντας ντροπή και πόνο για τα εγκλήματα του γερμανικού στρατού. Κατά την ομιλία του στο Μνημείο ανέφερε χαρακτηριστικά:

«Με αίσθημα ντροπής και πόνου ζητώ από τις οικογένειες των δολοφονηθέντων συγγνώμη». Όταν, ωστόσο, τέθηκε από εκπροσώπους του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης Γερμανικών Οφειλών (ΕΣΔΟΓΕ) το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων, ο Γκάουκ δήλωσε πως, λόγω της θεσμικής του ιδιότητας, δεν μπορούσε να λάβει διαφορετική θέση από αυτήν της γερμανικής κυβέρνησης.

Οι Λιγκιάδες αναγνωρίστηκαν επισήμως ως Μαρτυρικό Χωριό το 1998 (Π.Δ. 399/1998, ΦΕΚ A 277/1998), τιμώντας τη μνήμη των αθώων θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας. Η σφαγή των Λιγκιάδων παραμένει ένα ανοιχτό τραύμα στη συλλογική μνήμη, αλλά και ένας διαρκής φάρος μνήμης για τις συνέπειες του φασισμού και του πολέμου. Η ιστορική αλήθεια δεν επιδέχεται σιωπή ή παραχάραξη.

proinoslogos.gr

Previous Article

Ὁ Καποδίστριας καὶ τὸ πολίτευμα…

Next Article

Τὸ ποντιακὸν ζήτημα