Τὸ ποντιακὸν ζήτημα – 3ον

Share:

Γράφει ὁ κ. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος

3ον

  Ἡ φοβερὴ γενοκτονία στὸν Πόντο, ἦταν ἀπόρροια τοῦ σχεδίου τοῦ τουρκικοῦ ἐθνικισμοῦ γιὰ κάθαρση τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, ἀπὸ τὶς γηγενεῖς ἐθνότητες. Καὶ τὸ τρομερὸ αὐτὸ σχέδιο εὐοδώθηκε μὲ τὴν γενοκτονία τῶν χριστιανικῶν λαῶν, τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ἀρμενίων ποὺ γιὰ αἰῶνες ζοῦσαν σ΄αὐτὲς τὶς περιοχές. Ὅσοι γλύτωσαν ἀπὸ τὸ φονικὸ λεπίδι τῶν αἱμοσταγῶν τσετῶν τοῦ Κεμάλ, ἐξωθήθηκαν σὲ βίαιη ἐγκατάλειψη τῶν πατρογονικῶν τους ἑστιῶν στὸν Πόντο καὶ στὴν Ἰωνία. Ἐνῶ γιὰ τοὺς Κούρδους ποὺ συνέχισαν νὰ μένουν στὰ ἐδάφη τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας ὡς μουσουλμανικὲς ἐθνότητες, τοὺς ἐπεβλήθη ὁ ἀναγκαστικὸς ἐκτουρκισμός τους. Οἱ ἀριθμοὶ σ΄ ὅ,τι ἀφορᾶ τοὺς ἑλληνικοὺς πληθυσμοὺς στὸν Πόντο εἶναι πολὺ εὔγλωττοι καὶ χαρακτηριστικοὶ τῶν μαζικῶν φόνων-γενοκτονίας ποὺ ἔλαβαν χώρα. Λίγο πρὶν τὸν Α΄παγκόσμιο πόλεμο ὁ Πόντος ἀριθμοῦσε 700.000 Ἕλληνες. Καὶ μὲ τὸ πέρας τοῦ 1923 εἶχαν δολοφονηθεῖ 353.000 ἄτομα.

  Μία σημαντικὴ παράμετρος ποὺ θὰ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψη μας στὴν τραγικὴ γενοκτονία τοῦ ποντιακοῦ ἑλληνισμοῦ εἶναι ὅτι οἱ Ρῶσοι συνέδραμαν πολιτικὰ τὸ κίνημα τῶν Νεοτούρκων καὶ τὸν Κεμάλ, ἰδίως κατὰ τὰ πρῶτα στάδια τῆς προσπάθειας ἑδραίωσής τους. Ἡ πολιτικὴ αὐτὴ στήριξη ἴσως νὰ ἦταν στὰ πλαίσια τῆς ἀμοιβαιότητας, δοθέντος ὅτι τὸ παντουρκικὸ κίνημα ποὺ ὑπῆρξε πολὺ ἀνθηρὸ στὴν Σοβιετικὴ Ἕνωση τὴν περίοδο ἔναρξης τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπανάστασης, προσέτρεξε ἠθικὰ καὶ πολιτικὰ τὴν ἐπανάσταση τῶν Μπολσεβίκων. Παρεῖχαν λοιπὸν πολιτικὴ στήριξη οἱ Ρῶσοι στοὺς Νεοτούρκους, ἐνῶ τοὺς προμήθευαν, μὲ ὅπλα, χρήματα, ἀλλὰ καὶ στρατιωτικὴ τεχνογνωσία μὲ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου στρατιωτικοὺς συμβούλους. Ὁ ἰθύνων μάλιστα στρατιωτικὰ νοῦς τῆς ἀντεπίθεσης τῶν τουρκικῶν  στρατευμάτων ἐναντίον τῶν ἑλληνικῶν τὸ 1921, ἦταν ὁ Μ. Φροῦνζε στρατιωτικὸς ἐντεταλμένος τῶν Ρώσων. Καὶ μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια οἱ μαρτυρίες του γιὰ τὶς σφαγὲς ποὺ ἔλαβαν χώρα ἔχουν ξεχωριστὴ βαρύτητα.

  Μὲ παραστατικὴ ἐνάργεια λοιπὸν ὁ Μ. Φροῦνζε γράφει στὴν μαρτυρία του «Συναντήσαμε μία μικρὴ ὁμάδα ἀπὸ 60-70 Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι μόλις εἶχαν καταθέσει τὰ ὅπλα. Ὅλοι τους εἶχαν ἐξαντληθεῖ στὸ ἔπακρο… Ἄλλοι ἔμοιαζαν κυριολεκτικὰ μὲ σκελετούς. Ἀντὶ γιὰ ροῦχα κρέμονταν ἀπὸ τοὺς ὤμους τους κάτι ἀπίθανα κουρέλια. Στὸ κέντρο τῆς ὁμάδας βρίσκονταν ἕνας ψηλὸς κι’ ἀδύνατος παπάς, φορώντας τὸ καλυμμαύχι του… Φυσοῦσε κρύος ἀέρας καὶ ὅλη ἡ ὁμάδα κάτω ἀπὸ τὰ σπρωξίματα τῶν συνοδῶν-στρατιωτῶν, κατευθυνόταν μὲ πηδηματάκια πρὸς τὴ Χάβζα. Μερικοὶ ὅταν μᾶς ἀντίκρυσαν, ἄρχισαν νὰ κλαῖνε δυνατὰ ἢ μᾶλλον νὰ οὐρλιάζουν, μία καὶ ὁ ἦχος ποὺ ξέφευγε ἀπὸ τὰ στήθη τους, ἔμοιαζε περισσότερο μὲ οὐρλιακτὸ κυνηγημένου ζώου». Σχολιάζοντας ἀκόμα ὁ Φροῦνζε τὶς ὠμότητες καί τοὺς φόνους τῶν τουρκικῶν ἀποσπασμάτων σημειώνει ἑστιάζοντας στὴν πολιτικὴ τοῦ Τοπὰλ Ὀσμάν «…ὅλη αὐτὴ ἡ πλούσια καὶ πυκνοκατοικημένη περιοχὴ τῆς Τουρκίας, ἐρημώθηκε σὲ ἀπίστευτο βαθμό. Ἀπ’ ὅλο τὸν ἑλληνικὸ πληθυσμὸ τῶν περιοχῶν τῆς Σαμψούντας, τῆς Σινώπης καὶ τῆς Ἀμάσειας ἀπόμειναν μόνο μερικὲς ἀνταρτοομάδες ποὺ περιπλανιόντουσαν στὰ βουνά. Ἐκεῖνος ποὺ ἔγινε περισσότερο γνωστὸς γιὰ τὶς θηριωδίες του ἦταν ὁ ἀρχηγὸς τῶν Λαζῶν Ὀσμάν Ἀγάς, ὁ ὁποῖος πέρασε διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου μὲ τὴν ἄγρια ὀρδὴ του ὅλη τὴν περιοχή».

  Γιὰ τοὺς ἀπίστευτης ἔκτασης φόνους ποὺ ἔλαβαν χώρα στὴν Σαμψούντα εἶχε ἐνημερωθεῖ καὶ ὁ Ρῶσος πρέσβης στὴν Ἄγκυρα Ἀράλοβ ἀπὸ τὸν στρατηγὸ Φροῦνζε. Ὁ τελευταῖος τοῦ διεμήνυσε ὅτι εἶχε δεῖ ἀμέτρητους Ἕλληνες ποὺ εἶχαν δολοφονηθεῖ «βάρβαρα σκοτωμένους Ἕλληνες – γέρους, παιδιά, γυναῖκες». Ἐνημέρωσε ἀκόμα τὸν Ἀράλοβ ὅτι θὰ ἔρχονταν ἀντιμέτωπος μὲ πλῆθος δολοφονημένων Ποντίων, τοὺς ὁποίους εἶχαν βίαια σύρει ἀπὸ τὰ σπίτια τους στούς δρόμους καὶ τοὺς εἶχαν φονεύσει ἐκεῖ. Ὁ σοβιετικὸς πρέσβης Ἀράλοβ προφανῶς θορυβημένος καὶ αἰσθανόμενος ἐνοχὲς γιὰ τὴν τροπὴ ποὺ εἶχαν πάρει τὰ πράγματα, εἶχε θίξει τὸ θέμα σὲ συνομιλία του μὲ τὸν ἴδιο τὸν Κεμάλ. Σημειώνει ὁ Ἀράλοβ ἀποκαλυπτικά: «Τοῦ εἶπα (τοῦ Κεμὰλ) γιὰ τὶς φρικτὲς σφαγὲς τῶν Ἑλλήνων ποὺ εἶχε δεῖ ὁ Φροῦντζε καὶ ἀργότερα ἐγὼ ὁ ἴδιος. Ἔχοντας ὑπ’ ὄψη μου τὴ συμβουλὴ τοῦ Λένιν νὰ μὴ θίξω τὴν τουρκικὴ ἐθνικὴ φιλοτιμία, πρόσεχα πολὺ τὶς λέξεις μου…” Ὁ Κεμὰλ ἀντιπαρῆλθε τὶς ἀρνητικὲς διαπιστώσεις τοῦ Φροῦνζε: “Ξέρω αὐτὲς τὶς βαρβαρότητες. Εἶμαι κατὰ τῆς βαρβαρότητας. Ἔχω δώσει διαταγὲς νὰ μεταχειρίζονται τοὺς Ἕλληνες αἰχμαλώτους μὲ καλὸ τρόπο… Πρέπει νὰ καταλάβετε τὸν λαό μας. Εἶναι ἐξαγριωμένοι. Ποιοὶ πρέπει νὰ κατηγορηθοῦν γιὰ αὐτό; Ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ ἱδρύσουν ἕνα “Ποντιακὸ κράτος” στὴν Τουρκία…».

  Ἀλλὰ πολὺ παραστατικὸς γιὰ τοὺς ἀνηλεεῖς φόνους τῶν Τούρκων κατὰ τῶν Ποντίων εἶναι ὁ Φροῦνζε στὸ βιβλίο του: «Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν Τουρκία». Σχολιάζει: «Ἀπὸ τοὺς 200.000 Ἕλληνες ποὺ ζούσανε στὴ Σαμψούντα, τὴ Σινώπη καὶ τὴν Ἀμάσεια ἔμειναν λίγοι μόνο ἀντάρτες ποὺ τριγυρίζουν στὰ βουνά. Τὸ σύνολο σχεδὸν τῶν ἡλικιωμένων, τῶν γυναικῶν καὶ τῶν παιδιῶν ἐξορίστηκαν σὲ ἄλλες περιοχὲς μὲ πολὺ ἄσχημες συνθῆκες. Πληροφορήθηκα ὅτι οἱ Τσέτες τοῦ Ὀσμάν Ἀγὰ (σ.τ.σ. Τοπὰλ Ὀσμάν) ἔσπειραν τὸν πανικὸ στὴν πόλη Χάβζα. Ἔκαψαν, βασάνισαν καὶ σκότωσαν ὅλους τούς Ἕλληνες καὶ Ἀρμένιους ποὺ βρῆκαν μπροστά τους· γκρέμισαν ὅλες τὶς γέφυρες. Παντοῦ ὑπῆρχαν σημάδια γκρεμίσματος. Ἡ διαδρομὴ ἀπὸ τὴν πόλη Καβὰκ πρὸς τὸ πέρασμα Χατζηλὰρ θὰ μείνει γιὰ πάντα στὴ μνήμη μου ὅσο θὰ ζῶ. Σὲ ἀπόσταση 30 χιλιομέτρων συναντούσαμε μόνο πτώματα. Μόνο ἐγὼ μέτρησα 58. Σ’ ἕνα σημεῖο συναντήσαμε τὸ πτῶμα μίας ὡραίας κοπέλλας. Τῆς εἴχανε κόψει τὸ κεφάλι καὶ τὸ τοποθέτησαν κοντὰ στὸ χέρι της. Σὲ κάποιο ἄλλο σημεῖο ὑπῆρχε τὸ πτῶμα ἑνὸς ἄλλου ὡραίου κοριτσιοῦ, 7-8 χρονῶν, μὲ ξανθὰ μαλλιὰ καὶ γυμνὰ πόδια. Φοροῦσε μόνο ἕνα παλιὸ πουκάμισο. Ἀπ’ ὅ,τι καταλάβαμε, τὸ κοριτσάκι καθὼς ἔκλαιγε, ἔχωσε τὸ πρόσωπό του στὸ χῶμα, δολοφονημένο ἀπὸ τὸ κάρφωμα τῆς λόγχης τοῦ φαντάρου».

  Ἡ ἠθικὰ εἰδεχθὴς δολοφονία τοῦ Ποντιακοῦ ἑλληνισμοῦ στίγμα ἀνεξάλειπτο γιὰ τὴν πολιτισμένη ἀνθρωπότητα, ἦταν ἀναπόσπαστο κομμάτι τοῦ μεθοδικὰ ὀργανωμένου σχεδίου, ἐξόντωσης ὅλων τῶν μειονοτήτων, τῆς πάλαι ποτὲ παντοδύναμης ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Πολιτικὸ καὶ στρατιωτικὸ σχέδιο ποὺ ξεκίνησε μὲ τὸν πρῶτο διωγμὸ τοῦ 1914 καὶ ἀποπερατώθηκε μὲ τὴν συντριβὴ τοῦ ἑλληνισμοῦ τὸ 1922. Τὸ τουρκικὸ κράτος ἀκόμα καὶ σήμερα, ἕνα αἰώνα περίπου ἀπὸ τὸ ἀσύλληπτο αὐτὸ ἔγκλημα κατὰ τῶν Ἑλλήνων, ἀρνεῖται ἐμμανῶς νὰ ἀναγνωρίσει τὴν Γενοκτονία τῶν Ποντίων, πολλῷ μᾶλλον ποὺ διατείνεται στὴν πολιτισμένη ἀνθρωπότητα, ὅτι ἔχει κάνει βήματα ἐκδημοκρατισμοῦ, προστασίας τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὴν ἔνταξή του στὴν εὐρωπαϊκὴ οἰκογένεια. Καὶ ὅταν τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα εἶναι ἀδιάσειστα γιὰ τὶς θηριωδίες, τὸ μακελειὸ καὶ τὶς σφαγιὲς ποὺ διέπραξαν ἐναντίον τῶν Ποντίων οἱ Τοῦρκοι, τὰ ἑρμηνεύει κυνικὰ ὡς παράπλευρες ἀπώλειες τοῦ πολέμου. Ἡ ὀδυνηρὴ ἱστορικὴ πραγματικότητα ὅμως εἶναι ἀδιάψευστη. Οἱ Τοῦρκοι κατὰ τοῦ Ποντιακοῦ ἑλληνισμοῦ διέπραξαν τὸ δεύτερο μεγαλύτερο γενοκτονικὸ ἔγκλημα, ποὺ ἔλαβε ποτὲ χώρα στὴν ἀνθρωπότητα.

Διατὶ χαρακτηρίζεται ὡς γενοκτονία

   Γενοκτονία τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου ὁρίζεται τὸ σφοδρὸ καὶ ἀνελέητο κῦμα σφαγῶν καὶ ὁ μαζικὸς ἐκτοπισμὸς τῶν Ἑλληνικῶν πληθυσμῶν στὴν περιοχὴ τοῦ Πόντου, ποὺ πραγματοποιήθηκαν ἀπὸ τὸ κίνημα τῶν Νεοτούρκων, κατὰ τὴν περίοδο 1914-1923. Οἱ μέθοδοι ποὺ χρησιμοποιήθηκαν ἦταν ἡ ἐκτόπιση, ἡ ἐξάντληση ἀπὸ ἔκθεση σὲ κακουχίες, τὰ βασανιστήρια, ἡ πεῖνα καὶ ἡ δίψα, οἱ πορεῖες θανάτου στὴν ἔρημο καὶ συχνότατα οἱ ἐν ψυχρῷ δολοφονίες ἢ ἐκτελέσεις.

Α’ καὶ Β’ φάσις

  Τὸ κῦμα μαζικῶν διώξεων ξεκίνησε στὸν Πόντο μὲ τὴ μορφὴ ἐκτοπίσεων τὸ 1915. Ὑπάρχουν τέσσερις βασικοὶ λόγοι, γιὰ τοὺς ὁποίους ἐπιλέχθηκε τὸ ἔγκλημα τῆς θηριωδίας τῶν ἐκτοπίσεων ὡς ὁ βέλτιστος τρόπος ἐξόντωσης: α) ἡ σχέση κόστους – ἀποτελεσματικότητας τῆς ἐξόντωσης, β) μειώνεται ἡ ψυχολογικὴ πίεση σὲ μεμονωμένους δράστες (πεθαίνουν ἀντὶ νὰ θανατώνονται), γ) ἐπέρχεται κοινωνικὴ σύγχυση, ἀναστάτωση καὶ ἀπομόνωση τῶν θυμάτων (διαταράσσονται κοινωνικοὶ δεσμοὶ καὶ δίκτυα, καταστρέφονται οἱ κοινωνικοὶ ἱστοί, ἀφαιροῦνται ἐξουσίες καὶ δεσμοὶ ποὺ μποροῦσαν νὰ ὁδηγήσουν σὲ ἀντιστάσεις), δ) ἀποφεύγεται ἡ ἔκθεση σὲ κοινὴ θέα (θανάτωση μακριὰ ἀπὸ πυκνοκατοικημένες περιοχές). Ἔτσι, γίνεται ἐξαιρετικὰ εὔκολα ἡ ἀπόκρυψη τῶν ἀποδείξεων τοῦ ἐγκλήματος.

  Ἡ τουρκικὴ ἧττα κατὰ τὸν ρωσοτουρκικὸ πόλεμο στὴν περιοχή, στὸ Σαρικαμίς, στὴ βόρεια περιοχὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὸ 1915, ἀποδόθηκε στοὺς Ἕλληνες ποὺ ὑπηρετοῦσαν στὸν ὀθωμανικὸ στρατό. Ὡς συνέπεια αὐτοῦ, ὅλοι οἱ στρατολογημένοι Πόντιοι ἐξαναγκάστηκαν σὲ στρατολόγηση στὰ τάγματα ἐργασίας. Ἔτσι δὲν ἄργησαν νὰ ἐκδηλώνονται κύματα λιποταξίας, μὲ τὸν κόσμο νὰ καταφεύγει στὰ βουνά. Μάλιστα, στὴν ἐπαρχία Κερασούντας, γιὰ αὐτὸ τὸν λόγο, κάηκαν 88 χωριὰ ὁλοσχερῶς μέσα σὲ τρεῖς μῆνες. Οἱ Ἕλληνες τῆς ἐπαρχίας, περίπου 30.000, ἀναγκάστηκαν νὰ διανύσουν, πεζοί, πορεία πρὸς τὴν Ἄγκυρα κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ χειμώνα. Ἀναπόφευκτα, τὸ ἕνα τέταρτο αὐτῶν πέθαναν καθ’ ὁδόν.

  Οἱ ἐκτοπίσεις συνεχίζονταν ἀκατάπαυστα καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ τὰ ρωσικὰ στρατεύματα εἰσῆλθαν στὴν Τραπεζούντα στὶς ἀρχὲς τοῦ 1916. Ἰδιαίτερα μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι οἱ Πόντιοι ὑποστήριζαν τὶς κινήσεις τῶν Ρώσων, μεγάλος ἀριθμὸς κατοίκων ἀπὸ τὶς περιοχὲς τῆς Σινώπης καὶ τῆς Κερασούντας ἐκτοπίστηκαν στὴν ἐνδοχώρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Σημειώθηκαν ἐπίσης καὶ ἐξαναγκαστικοὶ ἐξισλαμισμοὶ γυναικῶν.

Πόντιοι ἀντάρτες

  Οἱ διώξεις προκάλεσαν τὴ δημιουργία θυλάκων ἀντίστασης ἀπὸ τοὺς Πόντιους. Τελικὰ οἱ διώξεις ἐντάθηκαν μὲ τὴν ἔκδοση διατάγματος, τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1916, ποὺ προέβλεπε τὴν ἐξορία ὅλων τῶν ἀνδρῶν ἀπὸ 18 ὥς 40 ἐτῶν καὶ τὴ μεταφορὰ τῶν γυναικόπαιδων στὸ ἐσωτερικό τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἡ ἐφαρμογὴ αὐτοῦ τοῦ μέτρου ξεκίνησε ἀπὸ τὴν Ἄνω Ἀμισὸ καὶ στὴν Μπάφρα. Στὴν ἐπαρχία Ἀμάσειας, 72.375 Ἕλληνες, ἀπὸ τοὺς συνολικὰ 136,768, ἐκτοπίστηκαν, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸ 70% πέθανε ἀπὸ τὶς κακουχίες. Πολλοὶ Πόντιοι θέλησαν νὰ ἀντισταθοῦν, ὀργανώνοντας, στὶς ὀρεινὲς ἐκτάσεις τοῦ Πόντου, ἀντάρτικα ἐναντίον τοῦ τακτικοῦ στρατοῦ, ὅπως στὴ Σάντα.

  Στὸν Ἅγιο Γεώργιο Πατλὰμ τῆς Κερασούντας εἶχαν συγκεντρωθεῖ 3.000 Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι ἔγκλειστοι καὶ σὲ συνθῆκες ἀσιτίας ἀπὸ τὶς ὀθωμανικὲς ἀρχές, βρῆκαν ἀργὸ θάνατο. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ἐξορίστηκαν συνολικὰ 235.000 Πόντιοι, ἐνῶ 190.000 μετανάστευσαν στὴ Ρωσία. Ταυτόχρονα ὅμως, λιγότερο ἔντονες ἦταν οἱ διώξεις ποὺ ὑπέστησαν, τότε, οἱ Ἕλληνες τοῦ ἀνατολικοῦ Πόντου, στὴν περιοχὴ τῆς Τραπεζούντας, κυρίως λόγῳ τῆς ἱκανότητας τοῦ μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθου νὰ συνδιαλλάσσεται μὲ τὶς τοπικὲς ἀρχές, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1916 ἡ περιοχὴ καταλήφθηκε ἀπὸ τὸν ρωσικὸ στρατό. Ὡστόσο, μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν μπολσεβίκων καὶ τὴν ἀνατροπὴ τοῦ τσάρου Νικολάου Β’, ὑπογράφηκε ἡ συνθήκη Μπρέστ – Λιτόφσκ, βάσει τῆς ὁποίας οἱ σοβιετικοὶ τερμάτιζαν τὴν ἐμπλοκή τους στὸν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνομολογοῦσαν εἰρήνη μὲ τὶς Κεντρικὲς Δυνάμεις καὶ ἀποχωροῦσαν ἀπὸ τὰ προηγουμένως καταληφθέντα ἐδάφη τοῦ Ἀνατολικοῦ Πόντου. Ἡ ἀποχώρηση, ποὺ ξεκίνησε τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1918 καὶ ὁλοκληρώθηκε τὸ Φεβρουάριο, ὁδήγησε σὲ ἔξαρση τῶν βιαιοπραγιῶν ἀπὸ Τούρκους ἄτακτους (τσέτες) σὲ βάρος τῶν ἀπροστάτευτων τώρα, χριστιανικῶν πληθυσμῶν τῆς περιοχῆς. Ταυτόχρονα, οἱ σοβιετικοὶ ἐγκατέλειψαν τὸν ἐξοπλισμὸ καὶ τὰ πολεμοφόδιά τους, τὰ ὁποῖα περιῆλθαν στὰ χέρια τῶν ἀτάκτων Ὀθωμανῶν. Ἀπὸ τὸ 1914 ἕως τὸ 1918, περισσότεροι ἀπὸ 230.000 Πόντιοι ἔχασαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴ ζωή τους.

  Σύμφωνα μὲ ἐκτιμήσεις τοῦ ἐπισκόπου Τραπεζούντας, ὁ ἀριθμὸς τῶν θυμάτων αὐτῶν τῶν πολιτικῶν ἀνῆλθε, γιὰ ἐκεῖνο τὸ διάστημα, σὲ 100.000 περίπου. Δὲν ἔπαψαν καὶ οἱ διαμαρτυρίες ἀπὸ Αὐστριακοὺς καὶ Ἀμερικανοὺς διπλωμάτες κατὰ τῆς ὀθωμανικῆς κυβέρνησης. Μετὰ τὴν Ἀνακωχὴ τοῦ Μούδρου (30 Ὀκτωβρίου 1918), ἐκδόθηκε σουλτανικὸ διάταγμα ποὺ χορηγοῦσε ἀμνηστία στοὺς Πόντιους ἀντάρτες, οἱ ὁποῖοι κλήθηκαν νὰ παραδώσουν τὰ ὅπλα τους καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὶς ἑστίες τους. Ὅμως, παρὰ τὴν ἐξαγγελία, οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀφοπλίστηκαν, εἴτε δολοφονήθηκαν εἴτε φυλακίστηκαν.

Τό ποντιακόν ζήτημα – 2ον

  Next Article

Ἡ στάσις τῶν Ἑλλήνων παπικῶν κατὰ τῶν εἰσβολέων Ἰταλῶν