Γράφει ὁ κ. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος
4ον
3η φάσις – Τοπὰλ Ὀσμάν
Στὶς 19 Μαΐου τοῦ 1919 ὁ Μουσταφὰ Κεμάλ, πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἰδιοφυία, ὁ ἥρωας τῆς Καλλίπολης, ἴσως γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀποβιβάστηκε στὴ Σαμψούντα μὲ πρόφαση νὰ καταστείλει τὸ ἀντάρτικο. Ὅμως, ὁ πραγματικός του σκοπὸς ἦταν ὁ ξεσηκωμὸς τῶν Τούρκων ἐναντίον τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν. Γιατί ὁ Θεὸς ἐπέλεξε τὸ συγκεκριμένο ἄνδρα, τὴ συγκεκριμένη στιγμὴ νὰ ἡγηθεῖ, δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε. Μὲ βασικὸ συνεργάτη τὸν Τοπὰλ Ὀσμάν, ἕνα πρώην λοχία τοῦ Ὀθωμανικοῦ στρατοῦ, ποὺ μισοῦσε τοὺς Ἕλληνες, ὁ Κεμὰλ ἔκανε πράξη τὸ σχέδιο ποὺ εἶχαν ἐμπνευστεῖ πρὶν ἀπὸ χρόνια οἱ Νεότουρκοι στὸ ἱδρυτικό τους συνέδριο στὴ Θεσσαλονίκη: Τὴν ὁριστικὴ ἐξόντωση τῶν χριστιανικῶν καὶ εἰδικὰ τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν ἀπὸ τὴ γῆ τοῦ Πόντου καὶ τῆς Μ. Ἀσίας. Ὁ Μουσταφὰ Κεμὰλ τὸ 1919, τὴν ἐποχὴ ποὺ φθάνει στὴν Σαμψούντα καὶ ξεκινᾶ τὴν ὑλοποίηση τοῦ τελικοῦ σχεδίου ἐξόντωσης τοῦ χριστιανικοῦ στοιχείου καὶ εἰδικὰ τῶν Ἑλλήνων.
Ἡ ἧττα τῆς Τουρκίας στὸν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εἶχε δημιουργήσει ἀντιδυτικὸ κλῖμα στὸν τουρκικὸ λαό. Οἱ συνθῆκες ἦταν ἰδανικὲς γιὰ τὸν Κεμάλ, ὁ ὁποῖος τὸ ἐκμεταλλεύθηκε, γιὰ νὰ ἀρχίσει τῆς ἐκστρατεία συσπείρωσης τῶν Τούρκων. Ὁ στόχος ποὺ ἔθεσε ἦταν νὰ ἀντισταθοῦν σ’ αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὀνόμαζε, αἰχμαλωσία τοῦ Σουλτάνου στὶς δυτικὲς δυνάμεις καὶ νὰ ἀγωνιστοῦν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Τουρκίας καὶ τὴν ἐθνική της ἀνεξαρτησία. Σὲ τηλεγράφημα ποὺ ἔστειλε στὸν διοικητὴ τοῦ 15ου σώματος τοῦ Ἐρζεροὺμ ἀνέφερε: «Ἡ κατάσταση στὴ Σαμψούντα εἶναι τόσο ἀνησυχητικὴ ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει θλιβερὲς συνέπειες. Γι’ αὐτὸ εἶμαι ἀναγκασμένος νὰ παραμείνω ἐδῶ». Σύντομα ὅμως ὁ Κεμὰλ αὐτονομήθηκε καὶ ἄρχισε νὰ ὀργανώνει δικό του στρατό. Τὸ σχέδιό του ἦταν ἁπλό. Νὰ ξεσηκώσει τοὺς ὁμοεθνεῖς του, ξυπνώντας μέσα τους τὸ μῖσος ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων. Τοὺς προέτρεπε νὰ ἐξοντώσουν τοὺς “Γκιαούρηδες”, λέγοντας ὅτι «ὁ πλοῦτος καὶ τὸ χρῆμα ποὺ ἔχουν θὰ γίνουν δικὰ σας”.
Κάτι ἀνάλογο μὲ ὅσα εἶπε ὁ Μωάμεθ ὁ Πορθητὴς πρὶν τὴν Ἅλωση.
Στὸ χωριὸ Καβάκ, λίγο ἔξω ἀπὸ τὴ Σαμψούντα, ἄρχισε νὰ ἐξάπτει καὶ τὸν θρησκευτικὸ φανατισμό. Σύνθημά του, “Σκοτῶστε κάθε μὴ μουσουλμάνο”, ὑποδεικνύοντας οὐσιαστικὰ τὸν χριστιανικὸ πληθυσμὸ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Γιὰ τὸ σχέδιό του χρειαζόταν βοήθεια καὶ ἄντρες ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ δράσουν ἐναντίον τοῦ χριστιανικοῦ στοιχείου. Τοὺς βρῆκε στὰ πρόσωπα παρακρατικῶν ὁμάδων, ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἄτομα ποὺ εἶχαν διαπράξει ἐγκλήματα στὸν Α΄ παγκόσμιο πόλεμο καὶ εἶχαν διαφύγει, γιὰ νὰ μὴ τιμωρηθοῦν. Αὐτὲς οἱ ὁμάδες ἔκαναν τὰ πρῶτα ἐγκλήματα κατὰ τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων, πρὶν τὸ πρῶτο παγκόσμιο πόλεμο. Φυσικὰ δὲν εἶχαν κανένα πρόβλημα νὰ ἐπαναλάβουν τὴν παρακρατική τους δράση. Ἔτσι ξεκίνησε ἡ δεύτερη καὶ τελικὴ φάση τῆς γενοκτονίας τῶν Ποντίων. Ἡ ὕαινα τοῦ Πόντο ὁ Τοπὰλ Ὀσμάν ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἡγέτες τῶν Τούρκων ἀτάκτων μὲ δική του ὁμάδα. Ἔτρεφε ἄσβεστο μῖσος γιὰ τοὺς Ἕλληνες καὶ ἔγινε ὁ μεγαλύτερος διώκτης τους. Ὁ Τοπὰλ ἔμεινε στὴν ἱστορία γιὰ τὴ βαρβαρότητά του ὡς «ὁ σφαγέας τῶν Ποντίων» ἢ «ἡ ὕαινα τοῦ Πόντου». Τοπὰλ στὰ τουρκικὰ σημαίνει κουτσός. Ὁ Τοπὰλ Ὀσμάν ἦταν ἀρχικὰ βαρκάρης καὶ περιθωριακὸ στοιχεῖο τῆς τοπικῆς κοινωνίας τῆς Κερασούντας. Θεωρεῖται Λαζὸς στὴν καταγωγή, δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς γεωργιανόφωνους μουσουλμάνους τοῦ ἀνατολικοῦ Πόντου. Συμμετεῖχε στοὺς Βαλκανικοὺς πολέμους, ποὺ εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴ συρρίκνωση τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πολέμου τραυματίστηκε καὶ ἔμεινε κουτσός. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τοῦ δημιούργησε μεγάλο μῖσος πρὸς τὸ χριστιανικὸ καὶ εἰδικὰ πρὸς τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο. Σύμφωνα μὲ ἄλλη ἐκδοχή, ὁ Ὀσμάν τραυματίστηκε ἀπὸ μία Ἑλληνίδα ποὺ χίμηξε πάνω του, ὅταν προσπάθησε νὰ βιάσει τὴν κόρη της.
Λέγεται, ὅτι στὸ μῖσος του γιὰ τοὺς Ἕλληνες συνέβαλαν καὶ τὰ αἰσθήματα κατωτερότητας ἀπὸ τὰ νεανικά του ἀκόμα χρόνια. Τὴν περίοδο ποὺ ζοῦσε στὴν Κερασούντα ὡς ἁπλὸς βαρκάρης, ἄκμαζε τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο τῆς πόλης, ἐνῶ δήμαρχος ἦταν ἕνας ἐπιφανὴς Ἕλληνας, ὁ καπετὰν Γιώργης.
Ἡ λέξη «ἐξολοθρεύτηκαν», εἶναι μᾶλλον λίγη γιὰ νὰ περιγράψει τὴ φρίκη ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ὁμαδικὲς ἐκτελέσεις, ἀποκεφαλισμοί, παλουκώματα. Γιὰ τὰ γυναικόπαιδα καὶ τοὺς ἡλικιωμένους, ἡ «συνταγὴ» ἐξολόθρευσης εἶχε πορεῖες θανάτου στὴν ἐνδοχώρα. Ἐπρόκειτο γιὰ ἐξοντωτικές, χωρὶς στοιχειώδη σίτιση, χωρὶς νερό, χωρὶς ἀνάπαυση πορεῖες. Σὲ αὐτὴ τὴ φρίκη, ὅσοι πέθαιναν ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία ἦταν οἱ «τυχεροί». Ὑπὸ τὰ ἀδιάφορα βλέμματα Τούρκων χωροφυλάκων, οἱ Τσέτες ἅρπαζαν τυχαῖα θύματα, τοὺς ὁποίους ἐκτελοῦσαν μὲ φρικιαστικοὺς καὶ βασανιστικοὺς τρόπους. Οἱ δὲ βιασμοὶ γυναικῶν, νεαρῶν καὶ ἡλικιωμένων, ἐγκύων, ἀνηλίκων κοριτσιῶν καὶ ἀγοριῶν ἦταν στὴν ἡμερήσια διάταξη. Γιὰ τοὺς ἄνδρες, οἱ Νεότουρκοι ἐπεφύλασσαν ὑποχρεωτικὴ «στρατολόγηση» στὰ «Ἀμελὲ Ταμπουρού», Τάγματα Ἐξοντώσεως σὲ στρατόπεδα συγκέντρωσης γιὰ ἐργασία χωρὶς σίτιση, μέχρι θανάτου. Πρακτικὲς ποὺ ὁ Χίτλερ, ἀργότερα, θαύμασε καὶ υἱοθέτησε στὴ δική του «Τελικὴ Λύση».
Ἀλλὰ δὲν ἦταν μόνο αὐτά. Βιασμοί, ξυλοδαρμοί, βασανισμοὶ καταγράφονταν σὲ διάφορα μέρη τοῦ Πόντου, ἐνῶ στὰ χωριὰ Πάτλαμα καὶ Μάλαχα, οἱ κάτοικοι ἐξωθήθηκαν ἀπὸ τοὺς Νεοτούρκους νὰ στριμωχτοῦν στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἐκεῖ μέσα βρῆκαν φρικτὸ θάνατο, καθὼς τοὺς ἔκαψαν ζωντανούς.
Προηγουμένως, ἡ ἐπιχείρηση ἐξόντωσης τῶν Ποντίων εἶχε στοχεύσει ἀρχικὰ στοὺς προκρίτους. Δάσκαλοι, ἱερεῖς, μητροπολίτες, ἔμποροι, δικηγόροι, γραμματικοί, δημοσιογράφοι, ὅλοι συνελήφθησαν. Ἀκολούθησαν πρόχειρες, γρήγορες, στημένες δίκες, μὲ τὴν ἴδια, πάντα, ποινή: Εἰς θάνατον. Ὅλοι τους ἐκτελέστηκαν.
Ὁ Πόντος εἶχε γεμίσει πτώματα. Οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐπέτρεπαν τὴν ταφή. Ὅσοι δὲν ἔφευγαν, θὰ ἐκτελοῦνταν. Καὶ τὰ ἄψυχα σώματά τους θὰ γίνονταν βορὰ σὲ λύκους, σκυλιά, τσακάλια, γῦπες. Ἔτσι, ὅσοι γλύτωσαν, εἶχαν μόνο ἕνα δρόμο: Αὐτὸν τοῦ ξεριζωμοῦ. Οἱ μνῆμες, οἱ περιουσίες τους, τὰ χωράφια, τὰ ζῶα τους, τὰ σπίτια τους, ὅλα ἔμειναν πίσω. Μαζί τους, ὅ,τι χώραγε στὸ δισάκι. Κάμποσα ροῦχα, τὶς εἰκόνες τῶν Ἁγίων, ἐλάχιστα χρυσαφικὰ καὶ στὸ στόμα ἡ ἐλπίδα. “Ἡ Ρωμανία κι ἂν ἐπέρασεν, ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλο”. Κι ἔφτασαν πίσω στὴν Ἑλλάδα, περιγράφοντας ὅτι «τραβήξαμε τοῦ Χριστοῦ τὰ Πάθη».
Πίσω τους, ἔμειναν οἱ κόποι αἰώνων. Δύσκολο νὰ τοὺς ἀποτιμήσει κανεὶς σὲ λεφτά. Ἐπιστήμονες ὑπολογίζουν ὅτι ἡ κτηματικὴ περιουσία ποὺ ἄφησαν πίσω τους οἱ ξεριζωμένοι Ἕλληνες τοῦ Πόντου ξεπερνᾶ τὶς 25 ἑκατ. χρυσῶν τουρκικῶν λιρῶν, ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι ἅρπαξαν καὶ τὴν κινητὴ περιουσία τους. Κοσμήματα, ἔπιπλα, ροῦχα, λεφτά, χρεόγραφα, πολύτιμες εἰκόνες, ποὺ ἀποτιμῶνται σὲ 89,95 ἑκατομμύρια χρυσὲς τουρκικὲς λίρες (Γνώρισα οἰκογένεια στὴ Σμύρνη τὸ 1971 ποὺ εἶχε κειμήλιο, εἰκόνα ἀπὸ τὴν Ἁγ. Σοφία).
Ἡ καταστροφὴ ἦταν ἀνείπωτη. Ὅσα κι ἂν ἔλεγαν, ὅποιος καὶ ἂν ἔλεγε, ὅσες φωτογραφίες καὶ ἂν τράβηξαν οἱ φωτογράφοι τῆς ἐποχῆς, ἡ φρίκη δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀποτυπωθεῖ. Μεγάλη τεχνήτης τοῦ λόγου, ἡ Ἀμερικανίδα δημοσιογράφος Ἔθελ Τόμσον, τὴν εἶδε μὲ τὰ μάτια της, ἀλλὰ δυσκολευόταν νὰ τὴν ἀποδώσει: «Στὸ δρόμο», ἔγραφε ἡ Τόμσον, «συναντούσαμε ὁμίλους γερόντων, παιδίων, σὲ μία ἀτέλειωτη πορεία μαρτυρίου, ὅπου ἔπεφταν νεκροὶ ἀπὸ τὴν ἐξάντλησιν καὶ ἀπὸ τὰ κτυπήματα τῶν συνοδῶν Τούρκων. Οἱ περισσότεροι ἐκλιπαροῦν τὸν θάνατον. Στὴν πόλη Μεζερέχ, ξαφνικὰ ἀκούσαμε φωνὲς περίπου τριακοσίων μικρῶν παιδιῶν μαζεμένα σὲ κύκλο. Εἴκοσι τσανταρμάδες – χωροφύλακες ποὺ κατέβηκαν ἀπὸ τὰ ἄλογά τους, κτυποῦσαν σκληρὰ καὶ ἀνελέητα τὰ παιδιὰ μὲ τὰ μαστίγια καὶ τὰ τρυποῦσαν μὲ τὰ ξίφη τους, γιὰ νὰ μὴ κλαῖνε. Τὸ θέαμα ἦτο πρωτοφανές, φρικῶδες! Τὰ παιδάκια ἔσκυβαν κι ἔβαζαν τὰ χεράκια τους πάνω στὸ κεφάλι, γιὰ ν’ ἀποφύγουν τὰ χτυπήματα. Μία μητέρα ποὺ ὅρμησε, γιὰ νὰ σώσει τὸ παιδί της, δέχτηκε τὸ ξίφος στὴν καρδιὰ κι ἔπεσε κατὰ γῆς! Πάθαμε νευρικὴ κρίση! Παντοῦ βλέπαμε πτώματα γυναικῶν, παιδιῶν καὶ γερόντων. Ἡ Ἀμερικανικὴ Ὑπηρεσία ὑπολογίζει τούς Ἕλληνες ποὺ ἐξολόθρευσαν οἱ Τοῦρκοι στὴν Σεβάστεια, σὲ τριάντα χιλιάδες».
Ἡ Τόμσον ἦταν ὑπὸ τὴν προστασία Ἀμερικανικῆς Ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία περιόδευε στὴν περιοχή. Ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς Ἐπιτροπῆς, Ταγματάρχης Ὄουελ, καταγράφει: «Ἀπὸ τὶς 30.000 ἐκτοπισθέντες Ἕλληνες, ἐκ τῶν παραλίων τοῦ Πόντου τὸ 1921 στὸ Χαρπούτ, ἔφτασαν μόλις 5.000! Οἱ ἄλλοι ἐκτελέστηκαν ἢ πέθαναν στὸν μακρὺ δρόμο τῆς ἐξορίας. Μετρήσαμε καθ’ ὁδὸν 3.000 πτώματα κατὰ μῆκος τῶν ὁδῶν, βορὰ τῶν σκύλων, τῶν λύκων καὶ τῶν γυπαετῶν, διότι ἀπαγορεύουν οἱ Τοῦρκοι στοὺς συγγενεῖς τους νὰ τοὺς θάψουν! Τοῦρκοι ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες προβαίνουν σὲ ἀνήκουστους βιασμοὺς γυναικῶν καὶ παρθένων, τὰς ὁποίας ἐγκαταλείπουν ἡμιθανεῖς ἐπὶ τῶν ὁδῶν, «γιὰ νὰ ψοφήσουν ἐκεῖ», ὅπως ἔλεγαν… Εἶναι ἀπερίγραπτος ὁ κυνισμός τους, ποὺ ὁμολογοῦν ὅτι μέσα ἀπὸ τὶς μᾶζες τῶν ἐκτοπισμένων συλλαμβάνουν γυναῖκες καὶ τὶς ὁδηγοῦν στὰ χαρέμια τους».
Μέχρι τὸ 1944, ἡ λέξη γενοκτονία δὲν ὑπῆρχε. Τὴν εἰσήγαγε ὁ Πολωνοεβραῖος δικηγόρος Ράφαελ Λέμκιν. Ὁ Λέμκιν, ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1930, ἔκανε μία ἐκστρατεία γιὰ τὴν ἀνάπτυξη διεθνοῦς δικαίου ποὺ θὰ βοηθοῦσε στὴν ἀποτροπὴ τέτοιων ἐγκλημάτων. Σὲ αὐτό, τὸν ὤθησαν ἡ σφαγὴ περίπου 3.000 Ἀσσυρίων Χριστιανῶν ἀπὸ τὸ Ἰρακινὸ κράτος τὸν Αὔγουστο τοῦ 1933, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὶς μνῆμες τῶν σφαγῶν Ἀρμενίων, Ἀσσυρίων καὶ Ἑλλήνων ἀπὸ τοὺς Τούρκους μεταξὺ 1914 καὶ 1924. Ὅταν ὁ Λέμκιν κατέγραφε τὴ σφαγὴ τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου, δὲ φανταζόταν πὼς κάποτε θὰ σχημάτιζε μὲ τὸ ἑλληνικὸ συνθετικὸ «γένος» καὶ τὸ λατινικὸ «cide» (δολοφονία) τὴ λέξη ποὺ θὰ τὴν περιέγραφε καὶ θὰ περιέγραφε τὸν ἀφανισμὸ τῶν Ἑβραίων τῆς Εὐρώπης ἀπὸ τοὺς ναζί.
Γιὰ τοὺς ἀμφισβητίες τῆς Γενοκτονίας, ὁ Λέμκιν ἑρμηνεύει τὸν ὅρο βάσει τῆς ἰδέας «ἑνὸς συντονισμένου σχεδίου, τὸ ὁποῖο βασίζεται σὲ μία σειρὰ ἀπὸ συγκεκριμένες ἐνέργειες, ὀργανωμένου χαρακτήρα, καὶ ἀποβλέπει στὴν καταστροφὴ τῶν βασικῶν θεμελίων τῆς ζωῆς ἐθνικῶν ὁμάδων, μὲ ἀπώτερο στόχο τὴ βιολογικὴ ἐξάλειψή τους».
Ι. Τὸ ἱστορικὸν πλαίσιον
Ἡ γενοκτονία τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ, γιὰ νὰ τὴ γνωρίσουμε σὲ ὅλες της τὶς διαστάσεις, δὲν εἶναι ἕνα μεμονωμένο γεγονός, ἀποκομμένο ἀπὸ τὶς γενικότερες γεωστρατηγικὲς καὶ γεωπολιτικὲς ἐξελίξεις στὴν περιοχή. Οὔτε ἐθνολογικά, οὔτε γεωγραφικὰ οὔτε χρονικά. Εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν Γενοκτονία ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὅλων τῶν χριστιανῶν πληθυσμῶν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὴν Θράκη ἕως τὴν Μικρασιατικὴ Ἀνατολία στὰ πλαίσια τοῦ λεγόμενου Ἀνατολικοῦ Ζητήματος, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀναδύεται ὡς ἕνα ἀναπόσπαστο κομμάτι καὶ τὸ πρόβλημα τῆς Γενοκτονίας τῶν Ποντίων.
Φάσεις τῆς γενοκτονίας διαπιστώνουμε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἔναρξης τοῦ Ἀνατολικοῦ Ζητήματος, ἕως τὴν τελική του κατάληξη μὲ τὴν ἐπικράτηση τῶν Νεοτούρκων καὶ τὴν πολιτικὴ τῆς Γενοκτονίας καὶ ἐθνοκάθαρσης ποὺ ἐφάρμοσαν συστηματικὰ καὶ προγραμματισμένα γιὰ τὴν ὁριστική του λύση κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων καὶ κυρίως τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου καὶ ὅ,τι ἀκολούθησε μετὰ ἀπ’ αὐτόν, ἕως τὴν συνθήκη τῆς Λωζάννης τὸ 1923.
Τὸ Ἀνατολικὸ Ζήτημα προκύπτει βασικά, ὅταν οἱ εὐρωπαϊκὲς δυνάμεις, μπροστὰ στὴν ἐπιταχυνόμενη παρακμὴ τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, προβάλλουν ἀξιώσεις καὶ ἐπιχειροῦν κάθε εἴδους διείσδυση, οἰκονομική, πολιτικὴ στρατιωτικὴ ἢ ἄλλη, σὲ αὐτὸ τὸν χῶρο τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου.
Γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἱστορία ὅτι οἱ διάφορες διενέξεις τῶν ἰσχυρῶν δυνάμεων ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα εἶχαν νὰ κάνουν βασικὰ μὲ τὴν ἐνέργεια, τῆς ὁποίας ἡ βασικὴ πηγὴ ἦταν καὶ εἶναι οἱ ὑδρογονάνθρακες: πετρέλαιο καὶ φυσικὸ ἀέριο. Ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ λεγόμενο ἀνατολικὸ ζήτημα, στὸ πρόσφατο παρελθόν, εἶχε ἄμεση σχέση μὲ τὸν μαῦρο χρυσό τῆς περιοχῆς τῆς Μέσης Ἀνατολῆς καὶ τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου. Ὁ Ἔλεγχος τῶν πηγῶν τοῦ πετρελαίου καὶ φυσικοῦ ἀερίου καὶ ἡ ἀσφάλεια τῆς ἀπρόσκοπτης ροῆς του πρὸς τὴν Δύση, ἀποτελοῦσε ἀντικείμενο διένεξης τῶν τότε ἰμπεριαλιστικῶν δυνάμεων, στὶς ὁποῖες ἐμπλέκονταν καὶ τὰ κράτη τῆς περιοχῆς. Ἦταν ἡ ἐποχὴ τῆς βιομηχανικῆς ἐπανάστασης καὶ οἱ ὑδρογονάνθρακες ἀπὸ τότε ἀποτελοῦσαν στρατηγικὴ πηγὴ ἐνέργειας, ὅπως ἀκριβῶς καὶ σήμερα.
Σ’ αὐτὰ τὰ πλαίσια ἀναπτύσσεται ὁ ἀνταγωνισμὸς ἀνάμεσα στὶς δυτικὲς δυνάμεις Ἀγγλία, Γαλλία καὶ Γερμανία ἐναντίον τῆς Ρωσίας, ἀκοῦμε τελευταῖα τὸν ὅρο «σπάνιες γαῖες», ἡ ὁποία προσπαθεῖ νὰ προσεταιριστεῖ τοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμοὺς τῆς Αὐτοκρατορίας γιὰ νὰ πετύχει τοὺς στόχους της, ποὺ ἦταν καὶ εἶναι ἀνέκαθεν ἡ κάθοδος καὶ ἡ δημιουργία γεωστρατηγικῶν καὶ γεωπολιτικῶν ἐρεισμάτων στὴν Μεσόγειο καὶ στὸ χῶρο τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, ὑψίστης γεωστρατηγικῆς σημασίας. Θὰ ἀναφέρω μόνο ἕνα ὅρο τῆς συνθήκης τοῦ Κιουτσοὺκ Καϊναρτζῆ, τῆς 21ης Ἰουλίου 1774, ποὺ ἀφορᾶ τοὺς Χριστιανικοὺς πληθυσμοὺς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.




