Γράφει ὁ κ. Νικόλαος Λεβέντης, Θεολόγος
Τὰ ποικίλα ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ πολυπραγματισμὸς τῆς σύγχρονης ζωῆς παρεῖχαν μέχρι πρότινος τὴν ψευδαίσθηση ἑνὸς ὑπερανθρωπισμοῦ, παρὰ τὴν θνητὴ καὶ εὐάλωτη μεταπτωτικὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ κορωνοϊοῦ καὶ οἱ ἐξ αὐτοῦ πιθανὲς ἐπιπλοκὲς στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμὸ ποὺ φθάνουν ἕως τὸ σημεῖο τοῦ θανάτου ἀναστάτωσαν τὴν ροὴ τῆς καθημερινότητας καὶ τὸν ψυχισμὸ τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ ἄνθρωπος, σύμφωνα μὲ τὸ βιβλίο τῆς Γένεσης, πλάστηκε κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ (Γέν. 1,26). Συνέπεια τῆς παρακοῆς του εἶναι ἡ πτώση ἀπὸ τὴν ἄμεση κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ συνέπεια τῆς πτώσης ἡ εἰσαγωγὴ τῆς φθορᾶς στὴ ζωή του. Ἑπομένως, ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος εἰσῆλθαν στὴ ζωή μας μετὰ τὴ πτώση ὡς ἀπόρροια τῶν ἐσφαλμένων ἐπιλογῶν μας. Πρέπει νὰ ἀποδεχτοῦμε ὅτι ὁ θάνατος εἶναι φυσικὴ συνέπεια τῶν ἐσφαλμένων ἐπιλογῶν μας καὶ ἡ φθορὰ συνέπεια τῆς συνεχιζόμενης ἁμαρτίας μας. Ἔτσι, ἀποδεχόμενοι τὴν φθορά, μέρος τῆς ὁποίας εἶναι ἡ κάθε ἀρρώστια, καὶ τὸ θάνατο καταβαλλόμαστε λιγότερο ἀπὸ τὴ φυσικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς ἕνα τέλος, τὸ ὁποῖο, ὅμως, εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ὁ Θεός μας, ὁ μόνος Κριτὴς καὶ ὁ μόνος Σωτήρας, δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴ δυνατότητα νὰ ἐπιστρέψει στὴν κατάσταση τῆς πρώτης κοινωνίας μαζί Του (ὅπου ἁμαρτία, φθορὰ καὶ θάνατος δὲν ὑπάρχουν) γινόμενος ἅγιος. Πῶς; Ζώντας ὅπως οἱ ἅγιοι ἄντρες καὶ οἱ ἅγιες γυναῖκες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἀξιοποιώντας τὰ χαρίσματα τοῦ κατ’ εἰκόνα, μὲ ὀρθὸ τρόπο, μπορεῖ νὰ ἀποκαταστήσει τὸ καθ’ ὁμοίωση, δηλαδὴ νὰ ὁμοιάσει στὸ Θεό. Ἄλλωστε «ὅσοι βαπτισθήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἔχετε ντυθεῖ τὸ Χριστὸ» (Γαλ. 3,27) τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ ἐν λόγῳ στίχος μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ὡς κατευθυντήριος γραμμὴ καὶ τώρα καὶ πάντα, ἀφοῦ μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὡς βαπτισθέντες χριστιανοὶ ἔχουμε ἐνδυθεῖ τὸ Χριστὸ καὶ πρέπει νὰ ζοῦμε κατὰ Χριστόν. Ἆραγε πῶς Ἐκεῖνος θὰ φερόταν στὶς μέρες μας; Τί θὰ σκεφτόταν, ἔπραττε ἢ/καὶ ἔλεγε;
Ἡ ἀνθρώπινη ζωή εἶναι ἕνα θεῖο δῶρο, ἀλλὰ ὅταν ὁ σκοπὸς τῆς διατήρησης αὐτῆς περιορίζεται στὸ σωματικὸ ἐπίπεδο καὶ τὴ διάσωση τοῦ ἐγωισμοῦ, τότε τὸ χάσμα τῆς σχέσης μεταξὺ ἀνθρώπινης καὶ θείας πραγματικότητας βαθαίνει περισσότερο, ὁ ἄνθρωπος ἐγκλωβίζεται στὴν ἐγωτικὴ αὐτάρκειά του, ἀλλὰ καὶ ἀναδεικνύεται ἡ ἐλλειμματικὴ κατήχηση τῆς κοινωνίας μας. Πανικοβαλλόμαστε μὴ τυχὸν χάσουμε τὴ ζωή μας, χωρὶς νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς; Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ὅμως, εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς. «Μὴ φοβηθεῖτε αὐτοὺς ποὺ σκοτώνουν τὸ σῶμα, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ σκοτώσουν τὴ ψυχή». (Ματθ. 10,28α), ἀλλὰ καὶ «Τί ὠφελεῖται ὁ ἄνθρωπος, ἂν κερδίσει ὁλόκληρο τὸν κόσμο, χάσει ὅμως τὴ ζωή του;» (Ματθ. 16,26α) σημειώνονται χαρακτηριστικὰ στὸ κατὰ Ματθαῖο Εὐαγγέλιο.
Ἀξίζει νὰ θυμηθοῦμε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου μας πρὸς τὸν Πιλᾶτο: «Δὲν θὰ εἶχες καμία ἐξουσία πάνω μου, ἂν δὲν σοῦ εἶχε δοθεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ» (Ἰω. 19,11α). Ἀντλώντας ἀπὸ τὸ πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ λόγου κατανοοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς γιατρεύει τὸν ἄρρωστο μέσῳ τοῦ γιατροῦ, καθὼς ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ τελευταῖος ἔχει τὴ δύναμη νὰ μᾶς γιατρεύει, διότι αὐτὴ ἡ δύναμη εἶναι δοθεῖσα ἄνωθεν. Γι’ αὐτό, ὀφείλουμε νὰ προσέχουμε νὰ μὴ θεοποιοῦμε τὸν γιατρό, ἀφοῦ αὐτὸς ἀποτελεῖ ἁπλὰ ὄργανο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴ ὁδηγηθοῦμε στὸν ἐπιστημονισμὸ (δηλαδὴ στὴν πλάνη ὅτι ὅλα τὰ προβλήματα ἐπιδέχονται ἀποκλειστικὰ ἐπιστημονικῆς λύσεως). Καὶ ἂν κάποιες φορὲς ὁ γιατρὸς δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ σώσει τὸν ἀσθενῆ, παρὰ τὰ φάρμακα ποὺ χορηγεῖ καὶ τὴν προσπάθεια ποὺ καταβάλει, εἶναι γιατί δὲν ἔχει ἄνωθεν ἐξουσιοδότηση. Διότι ὁ χαμὸς ἑνὸς ἀνθρώπου, στὸ πλαίσιο τῆς ἀκατάληπτης θείας οἰκονομίας, συμβάλλει στὴ σωτηρία πολλῶν ἄλλων, λειτουργεῖ παιδαγωγικά, ἐλεγκτικὰ ἢ/καὶ ὡς μία δοκιμὴ τῆς πίστης μας. Χρειάζεται, λοιπόν, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δεχτοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου μας.
Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς δίνει καὶ ἀφαιρεῖ τὴ ζωή, ὅμως, δὲν μειώνει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη εἶναι μία ἐκ Θεοῦ εὐλογία, ἀφοῦ «Αὐτὸς ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἱκανότητα νὰ γνωρίζουν αὐτὰ τὰ φάρμακα, ὥστε νὰ τὸν δοξάζουν μὲ τὰ ἔργα του τὰ θαυμαστά. Μ’ αὐτὰ γιατρεύει ὁ γιατρὸς κι ἁπαλύνει τὸν πόνο» (Σειρὰχ 38,6-7), ὅπως διαβάζουμε στὴ Σοφία Σειράχ, ἀλλὰ πὼς τὸν γιατρὸ «ὁ Κύριος τὸν ἔχει ὁρίσει στὸ λειτούργημά του» (Σειρὰχ 38,1). Κρίνεται, λοιπόν, γόνιμο ὁ μὲν πιστὸς νὰ σέβεται τὸν γιατρό, στὸν ὁποῖο ἔχει ἀνατεθεῖ ἡ διακονία τοῦ ἀσθενοῦς, καὶ νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεό. Ὁ δὲ ὁ γιατρὸς νὰ σέβεται τὸ Θεό, διότι ἀπὸ ἐκεῖνον λαμβάνει τὴ δύναμη νὰ ἀσκεῖ τὸ ἔργο του, καὶ νὰ μὴ λησμονεῖ ὅτι ἀποτελεῖ δημιούργημα Αὐτοῦ. Ἕνας γιατρὸς ποὺ ἔχει φόβο Θεοῦ τιμᾶ τὸ λειτούργημά του καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἐνῷ ἕνας γιατρὸς ποὺ δὲν ἔχει φόβο Θεοῦ ὑπηρετεῖ μόνο τὸν ἐγωισμό του.
Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Κύριο ὁδήγησε πολλοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ ἀσκήσουν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἰατροῦ ἢ νὰ λειτουργοῦν θεραπευτικά: ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ὁ ἰατρός, ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ἡ Ἁγία Ἑρμιόνη, ὁ Ἅγιος Παντελεήμονας, οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανὸς κ.ἄ. φρόντισαν τὰ ἔλλογα δημιουργήματα λόγω τῆς ἀγάπης τους πρὸς τὸν Δημιουργό, λειτουργοῦσαν σὰν καλοὶ Σαραμαρεῖτες καταπραΰνοντας τὸν ἀνθρώπινο πόνο, ἔβλεπαν σὲ κάθε ἄνθρωπο τὸν ταλαιπωρημένο Χριστό. Ἑπομένως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ ὁ Χριστιανισμὸς ἐν συνόλῳ, δὲν φοβᾶται τὴν ἰατρικὴ (ἢ ὅποια ἄλλη ἐπιστήμη), ἀλλὰ τὴν χρησιμοποιεῖ ὡς βοηθητικὸ μέσο ποὺ μπορεῖ νὰ βελτιώσει τὴ ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἅγιοί μας δὲν ἦταν φίλαυτοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀγαποῦσαν τὸν Δημιουργό τους μὲ ὅλη τὴν καρδιά τους, μὲ ὅλη τὴν ψυχή τους καὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμή τους ἀγαποῦσαν καὶ τὸν συνάνθρωπό τους (Ματθ. 22,36-40). Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς συναντᾶται τόσο στὸ πρόσωπο τοῦ ἀσθενοῦς ὅσο καὶ τοῦ ἰατροῦ. Ὡς ἐλάχιστος ἀδερφὸς χρειάζεται τὴ βοήθειά μας καὶ ὡς ἰατρὸς μᾶς θεραπεύει.
Στὴν γνωστὴ σὲ ὅλους μας «Κυριακὴ Προσευχὴ» παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ Πατέρα νὰ γίνει τὸ θέλημά Του, ὅπως στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. Ἀλλὰ καὶ στὸ πλαίσιο τῆς λατρευτικῆς ζωῆς μας συναντοῦμε συχνὰ τὴ φράση «Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ καλούμαστε νὰ ἐμπιστευτοῦμε τὸν Θεό, νὰ ἀφήσουμε τὴ ζωή μας στὰ χέρια Του καὶ νὰ δεχθοῦμε τὸ θέλημά Του χωρὶς νὰ ἀγχωνόμαστε καὶ νὰ φοβόμαστε γιὰ τὸ τί μέλλει γενέσθαι, χωρὶς νὰ πιέζουμε τὸν Θεὸ νὰ δεχτεῖ τὶς δικές μας ἐπιθυμίες καὶ τοὺς δικούς μας λογισμούς. Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι ὁ Νόμος καὶ ὁ Κανόνας τοῦ Σύμπαντος, βρίσκεται πέρα καὶ πάνω ἀπὸ ὅλους καὶ ὅλα, δὲν ἡττᾶται καὶ δὲν ἐκβιάζεται ποτὲ καὶ ἀπὸ κανένα. Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι ὁ μέγας ἰατρὸς τῶν νόων, τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων μας, ποὺ ἄλλοτε ἐνεργεῖ διὰ τῶν ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν του, ἄλλοτε διὰ τῶν Ἀρχαγγέλων του, ἄλλοτε διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου του, ἄλλοτε διὰ λειτουργῶν του, ὅπως ἕνας ἱερέας ἢ ἕνας ἰατρός.




