Ἀνταύγειαι ἀπὸ τὴν 28ην Ὀκτωβρίου 1940

Share:

Τῆς κας Μαρίας – Ἐλευθερίας Γ. Γιατράκου, Δρ. Φιλ. Ἱστορίας

1ον

  Ὀκτὼ δεκαετίες  καὶ πλέον πέρασαν ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ οἱ Ἕλληνες, δεχθήκαμε τὸ ἡλιόλουστο πρωινὸ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1940, τὸ δωρικὸ ἐγερτήριο. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ, ὅταν ἡ Ἰταλία κήρυξε τὸν πόλεμο κατὰ τῆς Ἑλλάδος, ὁ Μουσσολίνι εἶχε ὀκτὼ ἑκατομμύρια λόγχες, τόσα ἀεροπλάνα ὥστε νὰ σκεπάση τὸν ἥλιο καὶ στόλο ποὺ κυριαρχοῦσε στὴ Μεσόγειο ποὺ τὴν ἔλεγε Mare Nostrum, (ἡ θάλασσά μας). Καὶ ἡ Ἑλλάδα τινάχθηκε περήφανη καὶ γέμισε ἡ χώρα δάφνες καὶ δόξα. Καὶ οἱ Ἕλληνες τί εἴχαμε;

  Εἴχαμε κι ἐμεῖς τὸν λιγοστὸ στρατό μας, τὰ ἐλάχιστα καράβια μας καὶ τὰ ἀκόμη πιὸ λίγα καὶ μάλιστα παλαιὰ ἀεροπλάνα μας. Εἴχαμε ὅμως τὸ ἕνα: Τὴν ψυχὴ πού μπροστά της δὲν ἄξιζαν τίποτα τὰ μεγαθήρια τοῦ Ἰταλοῦ. Τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος πήγαιναν στὸ μέτωπο μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη, αὐτὸ ἔδειχνε τὴν ψυχή τους, τὴν ψυχὴ ποὺ ἔδινε τὰ πάντα γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Καὶ μία τέτοια ἀπόφαση μποροῦσε ν’ ἀντέξει στὶς χειρότερες συν­θῆκες, μὲ τὴν βροχή, τὸ χιόνι, τὸν παγωμένο ἀέρα, τὰ πάντα.

  Γι’ αὐτὸ νικήσαμε τοὺς Ἰταλούς. Ἡ ψυχὴ νίκησε τὴν ὕλη.

  ΟXI! Λιτὸ τὸ ΟΧΙ τοῦ τότε πρωθυπουργοῦ κι ὁλόκληρου τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Λιτὸ καὶ τὸ πρῶτο ἀνακοινωθέν. «Τὰ ἡμέτερα τμήματα ἀμύνονται τοῦ πατρίου ἐδάφους». Ὅλα τὰ ἀνακοινωθέντα ἦταν κείμενα μεγαλειώδη στὴν λιτότητά τους, ἡρωικὰ στὴν γαλήνη τους, θαυμαστὰ στὴν αὐτοκυριαρχία τους, βαθιὰ καὶ πλούσια στὸ περιεχόμενό τους. Τὸ 40-41 οἱ Ἕλληνες ἔγραψαν μὲ τρία μόνο γράμματα μία ὁλόλαμπρη Ἱστορία 216 ἡμερῶν. Στὴ λεωφόρο τῆς μνήμης βλέπουμε νὰ παρελαύνουν οἱ νέοι τοῦ 40.

  Βαδίζουν σταθεροί, κυριευμένοι ἀπὸ τὴν Ἐπικὴ μέθη, προχωροῦν στεφανωμένοι μὲ τὰ ἄσπιλα χιόνια ἀπὸ τὶς κορυφογραμμὲς τῶν βουνῶν τῆς Β. Ἠπείρου μας. Πάμφωτοι ὅλοι τους μὲ τὰ παράσημα τῆς φωτιᾶς στὰ στήθη, στὸ μέτωπο εἶναι ἀποτυπωμένο τὸ φίλημα τῆς δόξας κι ὁ ἀπόηχος τῆς ἰαχῆς τους.

  ΟΧΙ, φτάνει ὥς τ’ αὐτιά μας σὰν πίστη στὸν Θεό, σὰν ἀγάπη στὴν πατρίδα, σὰν σεβασμὸς στὰ ἰδανικὰ τῆς φυλῆς, σὰν χρέος στὸν κόσμο μας, σὰν ἀπαίτηση τοῦ πολιτισμοῦ. Μὲ βεβαιότητα ὅτι τὸν ἀγώνα τὸν εὐλογεῖ ὁ Θεός, ἡ Μεγαλόχαρη, ἡ κραυγὴ ΑΕΡΑ πούβγαινε ἀπὸ τὰ στήθη τῶν λεβεντόκορμων μαχητῶν μας ἔμοιαζε μὲ ἔκρηξη ἡφαιστείου. Ξεπηδοῦσε σὰν λάβα, γιατί ξεχυνόταν ἀπὸ ψυχὴ πυρακτωμένη ποὺ ἔπασχε γιὰ τὴν ἐλευθερία, τὴν δικαιοσύνη, τὴν ὑπεράσπιση τῶν ἱερῶν καὶ τῶν ὁσίων μας, ἀπὸ ψυχὴ ποὺ εἶχε βαθύτατα τραυματιστεῖ ὕστερα ἀπὸ τὸ ἔγκλημα τοῦ Ἰταλοῦ στ’ ἁγιασμένα νερὰ τῆς Τήνου, τὸν ὕπουλο τορπιλλισμὸ καὶ τὸν ἀναπάντεχο πνιγμὸ τῆς Ἕλλης μας.

  Τὸ 1821 ὁ Ἑλληνισμὸς παλλόταν ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἐλευθερίας.

Τὰ 1940 κόχλαζε ἀπὸ ὀργὴ ποὺ μεταβλήθηκε σὲ ἐνθουσιασμὸ, ὅταν ὁ ἐχθρὸς ἐπετέθη. Ἐνθουσιασμὸ τόσο πηγαῖο καὶ γνήσιο, ὥστε ἦταν χαρούμενοι ὅσοι ἔφευγαν, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν ἕνα πολὺ πιθανὸ θάνατο καὶ θλιμμένοι ὅσοι δὲν θὰ εἶχαν αὐτὴν τὴν εὐτυχία. Ποτὲ ἔθνος δὲν δέχτηκε μὲ τέτοιο ἐνθουσιασμὸ τὸ ἄγγελμα, πὼς ἔφτασε μία φοβερὴ δοκιμασία. Ἴσως μία μοναδικὴ στιγμὴ ἦταν αὐτὴ στὴν μακραίωνη ἱστορία μας ἀκόμη κι ἂν ἀνατρέξουμε στὶς ἐνδοξότερες σελίδες τῶν ἀρχαίων.

Στὸν Μαραθώνα ἐκδηλώνονται δισταγμοὶ κι ἀναβλητικότης κι ὁ Μιλτιάδης μεταχειρίζεται ὅλη του τὴν πειθὼ, γιὰ νὰ ἀποφασίσει ὁ πολέμαρχος Καλλίμαχος νὰ δώσει μάχη. Στὴ Σαλαμίνα εἶναι γνωστὲς ὀξύτατες διαφωνίες ποὺ καταπαύουν μόνον, ὅταν ὁ ἐχθρικὸς στόλος κυκλώνει τοὺς Ἕλληνες συμμάχους στὰ στενὰ νερὰ καὶ τοὺς ἀναγκάζει νὰ τὰ καταστήσουν, ἐσαεὶ ἔνδοξα.

Τὸ 1940 σύσσωμο τὸ ἔθνος ὀρθώθηκε ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ. Ἄνδρες, γυναῖκες, μία θέληση καὶ μία φωνή. Δὲν βρέθηκε γυναίκα ποὺ νὰ ἔμεινε ἀργή, παθητικὴ μοιρολάτρης. Καμμιὰ δὲν ὑστέρησε σὲ ἀκάματη δουλειά. Ἀπὸ τὰ χωράφια ὥς τὰ νοσοκομεῖα. Ἀπὸ τὰ ἐργοστάσια ἕως τὰ προχωρημένα συσσίτια, στὶς ζῶνες τῶν πρόσω. Καὶ δὲν ὑπῆρχε χέρι γυναικεῖο ποὺ νὰ μὴ πλέκει κάλτσα ἢ περιλαίμιο γιὰ τὸν στρατιώτη τῆς Ἀλβανίας.

Πρῶτες ἀπὸ ὅλες οἱ γυναῖκες τῆς Πίνδου ποὺ μετέφεραν πολεμοφόδια, τροφὲς κι ὅ,τι ἄλλο γιὰ τὴν χρήση τῶν πολεμιστῶν.

Τόση ἦταν λοιπὸν ἡ ἔλλειψη μεταφορικῶν μέσων; Ναί. Ἦταν τόση, ὥστε οἱ δραματικὲς περιστάσεις ἀπαιτοῦσαν καὶ δραματικὲς ἀποφάσεις. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ χῶρος τῆς ἐποποιίας τοῦ 40 εἶναι ἀπέραντος σὲ ἠθικὴ ἔκταση θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀνθολογήσουμε περιστατικὰ ἡρωισμοῦ καὶ μεγαλείου ὡς νικητήρια βαγιόκλαρα. Ἔτσι ἡ μνήμη τοῦ ἔπους τοῦ 40 θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ διασφαλίσουμε τὴν ταυτότητα καὶ ἀξιοπρέπειά μας, λέγοντας ΟΧΙ σὲ κάθε μορφὴ δουλείας.

Γιὰ νὰ ὑψώσουμε τὴν συνείδηση καὶ νὰ ἀντικρύσουμε τὴν Ἑλλάδα σὲ ὅλη της τὴν πνευματική, ἰδεολογικὴ καὶ ἐθνικὴ σημασία. Νὰ βροῦμε πάλι τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὸ χρέος μας. Ξεκινᾶμε λοιπὸν μὲ τὰ «ματωμένα φτερὰ», προτάσσοντας ἕνα ποίημα ποὺ ἔγραψε ἕνας πατέρας, ὁ Ἀριστοτέλης Σακελλαρίου στὴν Ἀθήνα, στὶς 4 Νοεμβρίου τοῦ 1940.

Στὸν Γιάννη μου, τὸν Ἀεροπόρο.

Ἀπὸ ψηλὰ στὰ Γιάννενα φωνὴ ἀγγέλου φτάνει.

-Ἑτοίμασε, πατέρα μου, τὸ δάφνινο στεφάνι.

Τὶς ἀδελφές μου φίλησε, τῆς μάννας μου τὸ χέρι,

στάσου στὴ θέση μου πιστὸς σὲ κάθε θέλημά της

καὶ πές της, ὑπερήφανη, πρώτη αὐτὴ νὰ ξέρει

πώς ἄλλη μάννα, ἡ Ἑλλάς, μὲ κράτησε κοντά της.

Μὲ τὸ λιτὸ αὐτὸ ποίημα ἐξέφρασε τὸν πόνο καὶ τὴν περηφάνια του γιὰ τὴν θυσία τοῦ γιοῦ του ὑποσμηναγοῦ Ἰωάννου Σακελλαρίου, ὁ εὐγενὴς πατέρας του. Ὁ γιὸς του ἔπεσε σὲ ἀερομαχία ἐπάνω ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα στὶς 2 Νοεμβρίου τοῦ 1940.

Αὐτὴ ὅμως ἡ ἀερομαχία ἦταν μία ὁλόκληρη ἐποποιία. Οἱ Ἰταλοὶ βιάζονται νὰ εἰσβάλουν στὴν Ἑλλάδα, πρὶν συμπληρωθεῖ ἡ ἑλληνικὴ ἐπιστράτευση. Καταστρώνουν γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ σχέδιο βιαίας ἐπίθεσης μὲ τὶς πεζικές, τὶς μηχανοκίνητες δυνάμεις τους, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀεροπορική τους ὑπεροπλία.

Τετρακόσια ἀεροσκάφη ἰταλικὰ πρὸς ἑκατὸν σαράντα ἑλληνικά. Τὰ ἀεροπλάνα τῶν Ἰταλῶν βομβαρδίζουν ἀνηλεῶς πάνω ἀπὸ τὶς ἀμυντικές μας γραμμές. Ἡ τιτανομαχία μαίνεται ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς Ἰταλοὺς καὶ στοὺς λίγους Ἕλληνες. Οἱ Ἕλληνες γνωρίζουν τὴν τραγικότητα τῆς κατάστασης καὶ ἀγωνίζονται μὲ τὴν ψυχὴ ἀτσάλινη νὰ ἀνακαταλάβουν τὴν Γραμπάλα, ν’ ἀναχαιτίσουν τὸν ἐχθρό, νὰ σωθεῖ ἡ πατρίδα. Τὰ ἰταλικὰ ἀεροπλάνα ἀγκομαχοῦν στὴν σκληρὴ πάλη μὲ τοὺς Ἕλληνες Ἴκαρους ποὺ τοὺς ρίχτηκαν σὰν ἀετοὶ καὶ ὑπερασπίζουν τὴν φωλιά τους μὲ ἄγριο μάτι καὶ νύχια θανατερά.

Καὶ νά. Τὰ ἰταλικὰ ἀεροπλάνα κάνουν τοῦμπες στὸν ἑλληνικὸ οὐρανό. Πέφτουν. Τσακίζονται. Κι ἄλλα κυνηγημένα, τρελλά, τρέχουν μανιασμένα νὰ φύγουν, νὰ σωθοῦν. Ἡ ἀερομαχία ἄνιση, τρομακτική, κι ἅμα εἶσαι Ἕλληνας δὲν μετρᾶς πόσα εἶναι τὰ κοράκια τοῦ ἐχθροῦ, μετρᾶς μὲ τοὺς παλμοὺς τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς σου τὸ χρέος τοῦ κινδύνου.

Previous Article

Τὸ ἄδολον πατριωτικὸν φρόνημα τοῦ Ἰωάννου Μεταξᾶ

Next Article

«Η Πίνδος, το Καλπάκι και τα φοβερά υψώματα 717, 731, 733, 1308 (Τρεμπεσίνας)»