Τῆς κας Μαρίας – Ἐλευθερίας Γ. Γιατράκου, Δρ. Φιλ. Ἱστορίας
3ον
Τέτοιες ὧρες ὁ Ἕλληνας περιθάλπει τὸν ἐχθρό, τὸν σηκώνει στοὺς ὤμους του καὶ μέσα ἀπὸ τὰ χιονισμένα βουνὰ καὶ τὶς χαράδρες τὸν μεταφέρει μὲ αἴσθημα εὐθύνης καὶ ψυχικῆς ἀνωτερότητος στὰ μετόπισθεν γιὰ καλύτερη καὶ ὁλοκληρωμένη νοσηλεία. Στερεῖται αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος διέθετε γιὰ προστασία ἀπὸ τὴ νυκτερινὴ παγωνιὰ τοῦ ἄνω τῶν 1.600 μέτρων ὑψομέτρου καὶ μὲ αὐθόρμητη, ἀνοικτόκαρδη ἀγαπητικὴ διάθεση, ἐνθαρρύνει τὸν τραυματία, τὸν ἐμψυχώνει, τὸν παρηγορεῖ καὶ τὸν σκεπάζει μὲ τρεῖς κουβέρτες…
Ἀναρίθμητα τὰ περιστατικὰ ποὺ τὸ ἐπιβεβαιώνουν. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε ἕνα:
Εἶχε ὀργανωθεῖ ἀπὸ τὸν ΕΕΣ ἡ ὑπηρεσία μεταγγίσεως αἵματος. Οὐρὲς ἀπὸ νέους, κοπέλλες, γυναῖκες, μαθητές, παιδιά, περίμεναν στὴ σειρά τους. Μία μέρα ὁ ἐπὶ τῆς αἱμοδοσίας γιατρὸς εἶδε στὴν οὐρὰ τῶν αἱμοδοτῶν ἕνα γεροντάκι..
-Ἐσὺ παππούλη, τοῦ εἶπε ἐνοχλημένα, τί θέλεις ἐδῶ; Ὁ γέρος ἀπάντησε δειλά:
-Ἦλθα κι ἐγὼ γιὰ νὰ δώσω αἷμα. Ὁ γιατρὸς τὸν κοίταξε μὲ ἀπορία καὶ συγκίνηση. Ὁ γέρος παρεξήγησε τὸν δισταγμό του. Ἡ φωνή του ἔγινε πιὸ ζωηρή.
-Μὴ μὲ βλέπεις ἔτσι γιατρέ μου, εἶμαι γερός. Τὸ αἷμα μου εἶναι καθαρό. Κι ἀκόμα, ποτές μου δὲν ἀρρώστησα. Εἶχα τρεῖς γιούς. Σκοτώθηκαν καὶ οἱ τρεῖς ἐκεῖ πάνω». Χαλάλι τῆς πατρίδας. Ὅμως μοῦ εἶπαν πὼς οἱ δύο πῆγαν ἀπὸ αἱμορραγία. Λοιπόν, εἶπα στὴν γυναίκα μου. Θᾶνε κι ἄλλοι πατεράδες ποὺ μπορεῖ νὰ χάσουν τὰ παλληκάρια τους, γιατί δὲν θάχουν οἱ γιατροὶ αἷμα νὰ τοὺς δώσουν. Νὰ πάω νὰ δώσω κι ἐγὼ τὸ δικό μου;
-Ἄιντε, πήγαινε γέρο μου, μοῦ εἶπε, κι ἂς εἶναι γιὰ τὴν ψυχὴ τῶν παιδιῶν μας. Κι ἐγὼ σηκώθηκα καὶ ἦλθα.
Τέτοια περιστατικὰ ἀνδρείας καὶ ἤθους ἔπρεπε νὰ διανθίζουν τὰ ἐκπαιδευτικὰ βιβλία. Τέτοιες πράξεις ποιότητας ζωῆς ἔπρεπε νὰ προβάλονται ἀπὸ τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης. Ἀλλὰ ἐνῶ τότε ἡ ἀναγνώριση ἦταν γενικὴ καὶ ὑπερθετικοὶ τῆς Ἑλλάδος οἱ ἔπαινοι, ἐνῶ ὁ Τσώρτσιλ δήλωνε ὅτι δὲν θὰ λέγεται, πλέον ὅτι οἱ Ἕλληνες πολεμοῦν σὰν ἥρωες ἀλλὰ ὅτι οἱ ἥρωες πολεμοῦν σὰν Ἕλληνες, τώρα στὶς ἡμέρες μας μεγάλη εἶναι, ἡ ἀπορία τοῦ Ἕλληνα ἀναγνώστη, ὅταν ἀνοίγει τὶς μεταπολεμικὲς ἐγκυκλοπαίδειες καὶ ἱστορίες τοῦ Β Παγκοσμίου πολέμου καὶ διαπιστώνει ὅτι γιὰ τὴν ἀποφασιστικὴ αὐτὴ καμπὴ τοῦ πολέμου ἀφιερώνονται ἐλάχιστες διαλειπτικὲς φράσεις, ὅπως οἱ ἀκόλουθες:
«1940, 28-10. Ἀπόρριψη ὑπὸ τῆς Ἑλλάδος τοῦ τελεσιγράφου τοῦ Μουσολίνι». Ἤ: «1940 Ὀκτώβριος. Ἰταλικὴ ἐπίθεση κατὰ τῆς Ἑλλάδος».
Ὑπάρχουν ὅμως στιγμὲς πολλές. Μεγαλειώδεις. Ἀπαράμιλλες. Ποὺ ἀποτύπωσαν ἀνεξίτηλα στὶς σελίδες τῆς ἱστορίας μὲ τὴν γραφίδα τους γυναῖκες ἀνδρεῖες Ἑλληνίδες, βιώνοντας τὸ ψυχικὸ κλῖμα τῆς ἐποχῆς.
Διαβάστε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ φύλλα κατοχῆς τῆς Ἰωάννας Τσάτσου.
«Στὸ σούρουπο, γράφει, πῆρα τὰ χαρτιά, καὶ τὰ χρήματα καὶ ξεκίνησα γιὰ τὸ σπίτι τῆς Μαρίας, Πατριάρχου Ἰωακεὶμ 8. Κατέβηκα τὴ λεωφόρο Ἀμαλίας, ἔστριψα στὰ λουλουδάδικα καὶ προχώρησα στὴ λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. Ἀραιοί, βιαστικοὶ διαβάτες μὲ προσπερνοῦσαν. Ἔριχνε μία ψιλὴ αὐγουστιάτικη βροχή. Ξαφνικὰ τὸ αἷμα μου πάγωσε μέσα στὶς φλέβες μου. Ἀπὸ πίσω μου πολὺ κοντὰ ἄκουγα τὶς μπότες τοῦ στρατιωτικοῦ ποὺ ἀκολουθοῦσε τὰ βήματά μου. Ὅπως γύρισα λίγο τὸ κεφάλι εἶδα ἕνα γερμανὸ ἀξιωματικὸ ποὺ μὲ κοίταγε ἐπίμονα.
Μᾶς πρόδωσαν σκέφτηκα. Τώρα τί θὰ γίνει; Ὅλα αὐτὰ τὰ ὀνόματα γραμμένα μὲ τὶς διευθύνσεις τους, ἔπαιρναν τεράστιες φωτεινὲς διαστάσεις καὶ γέμιζαν γῆ καὶ οὐρανό. Τὸ καθένα σήμαινε σύλληψη καὶ ἀνακρίσεις. Ἡ καρδιά μου κτυποῦσε νὰ σπάσει. Μπροστά μου ἔβλεπα ὁμαδικοὺς θανάτους. Ἄκουγα τὸ τόσο γνώριμο, ἀσήκωτο, τροπάρι τῶν ἀπελπισμένων γυναικῶν. Τὸ τέλος τοῦ κόσμου ἄνοιγε σὰ βάραθρο μπροστά μου. Γρήγορα, πρέπει κάτι νὰ κάνω. Πρέπει μὲ κάθε τρόπο, τὸ ταχύτερο, νὰ τσαλακώσω τὰ τσιγαρόχαρτα σὰν μαντήλι νὰ τὰ φέρω στὸ στόμα, νὰ τὰ μασήσω καὶ νὰ τὰ καταπιῶ. Μὰ ἡ καρφίτσα; Πῶς θὰ βγάλω τὴν καρφίτσα ποὺ ἕνωνε τὶς δύο σελίδες; Ντροπή σου σκέφτηκα νὰ σταματᾶς στὴν καρφίτσα. Κατάπιε την, πόνεσε, πέθανε. Αὐτὸ εἶναι δική σου ὑπόθεση. Τί σημασία ἔχεις ἐσύ, ὅταν κρατᾶς στὰ χέρια σου τὴν ζωὴ τόσων ἀνθρώπων; Τάχυνα τὸ βῆμα μου μὰ κι αὐτὸς τὸ δικό του. Ὅλο καὶ μὲ πλησίαζε περισσότερο. Ὁ καιρὸς εἶναι λίγος· θὰ μὲ συλλάβει σκέφτηκα πάλι. Χωρὶς ἄλλη ἀργοπορία ἄνοιξα τὴν τσάντα μου ψάχνοντας δῆθεν τὸ μαντήλι μου καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸ τσαλάκωνα τὰ τσιγαρόχαρτα σὲ κουβαράκι ἔβηξα λίγο τάχωσα στὸ στόμα μου καὶ τὴν καρφίτσα μαζί. Ξανάβαλα τὸ μαντήλι στὴν τσάντα μου. Ἦταν ἡ τελευταία στιγμή, γιατί τώρα ὁ Γερμανὸς ἦταν πλάι μου. Παναγίτσα μου! παρακαλοῦσα κάνε νὰ διαλυθεῖ τὸ χαρτί, νὰ σβήσουν, νὰ χαθοῦν τὰ ὀνόματα καὶ δοκίμασα νὰ τὰ μασήσω. Ἡ καρφίτσα μοῦ τρυποῦσε τὴ γλώσσα, τὰ οὖλα, δὲν μποροῦσα νὰ καταπιῶ. Ὁ Γερμανὸς τώρα μιλοῦσε, δὲν καταλάβαινα τί ἔλεγε. Μέσα στὸ βραδινὸ ἀεράκι ἔνιωθα τὴν ἀναπνοή του. Ἡ καρφίτσα μὲ τρυποῦσε. Ξαφνικὰ μέσα σ’ αὐτὰ ποὺ μοῦ μουρμούριζε ξεδιάλυνα δύο γνωστὲς γερμανικὲς λέξεις. Εἴχαμε φτάσει πιὰ στὴν γωνιὰ Ἡρώδου τοῦ Ἀττικοῦ, στὸ μέγαρο Πεσματζόγλου. Ἡ δεύτερη πόρτα του εἶναι ἡ Γερμανικὴ Πρεσβεία. Κι ἐπάνω ἀπὸ τὴν Γερμανικὴ Πρεσβεία, στὸ τρίτο πάτωμα τὸ σπίτι τοῦ παλιοῦ μου φίλου Γιώργου Θεοτοκᾶ. Μία ἰδέα μὲ φώτισε. Ἂν πρόκειται νὰ μὲ συλλάβει θὰ μὲ ἀκολουθήσει κι ἐδῶ. Ἀλλιῶς θὰ ντραπεῖ, τὴν πρεσβεία του καὶ θὰ φύγει. Ἔσπρωξα τὴν πόρτα καὶ μπῆκα μέσα. Ἀνέβηκα τὶς πρῶτες σκάλες ὥς τὸν ἀνελκυστήρα. Ἐκεῖ κοντοστάθηκα, δὲν μὲ ἀκολουθοῦσε. Συνέχισα ν’ ἀνεβαίνω σιγά, πεζή. Σταμάτησα μία στιγμὴ καὶ ἀφουγκράστηκα. Κανένας θόρυβος. Εἶχα στρίψει πιὰ στὴν σκάλα, δὲν μὲ ἔβλεπε κανείς. Ἔβγαλα τὰ χαρτιά, μία ἄμορφη μᾶζα ἀπὸ τὸ στόμα, τράβηξα τὴν καρφίτσα καὶ τὴν πέταξα. Ἀνάπνευσα λίγο καὶ συνέχισα ν’ ἀνεβαίνω. Κάθε τόσο τέντωνα τ’ αὐτιά μου ν’ ἀκούσω. Ἀπόλυτη σιωπή. Στὴν γωνιὰ τῆς πόρτας, εἶναι ἕνα σιδερένιο δοχεῖο ποὺ ἀκουμποῦν τὶς ὀμπρέλλες. Μέσα ἔχει χῶμα. Στὴ χούφτα μου κρατοῦσα ἀκόμη τὴν ἄμορφη βρεγμένη μᾶζα τῶν χαρτιῶν. Τὴν ἔκανα χίλια κομματάκια. Σκάλισα τὸ χῶμα καὶ τὰ ἔθαψα ἐκεῖ. Ἡ σιωπὴ συνεχιζόταν παντοῦ. Κάθισα στὸ τελευταῖο σκαλοπάτι. Τὰ πόδια μου δὲν μὲ κρατοῦσαν. Ἐδῶ ὅποιος μὲ δεῖ δὲν μὲ μέλλει, συλλογίστηκα καὶ πῆρα μερικὲς βαθειὲς ἀναπνοές. Ξαφνικὰ ὅλος ὁ κόσμος ἦταν δικός μου. Τέτοια χαρά, τέτοια ἀλαφράδα δὲν τὴν εἶχα ξαναδοκιμάσει. Σὰν νὰ μὴ εἶχα κορμί. Ἂν πέθαινα ἐκείνη τὴ στιγμὴ θὰ ἔφευγα σὰν χαρούμενο πουλὶ μέσα στὸν ἥλιο. Μία καινούρια ὁλοκληρωτικὴ ξεγνοιασιὰ μὲ πλημμύριζε. Νὰ μὲ πιάσουν, νὰ μὲ κρεμάσουν; Τί σημασία; Βγῆκα πάλι στὸ δρόμο. Ἐρημιά. Ποῦ καὶ ποῦ κανένας ἀδύνατος, ἀπογοητευμένος, κακοντυμένος δικός μας. Πῶς τοὺς ἀγαποῦσα ὅλους τοὺς δικούς μας! Πετώντας βρέθηκα στὸ σπίτι μου».




