Ἀνταύγειαι ἀπὸ τὴν 28ην Ὀκτωβρίου 1940 – 2ον

Share:

Τῆς κας Μαρίας – Ἐλευθερίας Γ. Γιατράκου, Δρ. Φιλ. Ἱστορίας

2ον

 Ὁ ὑποσμηναγὸς Ἰωάννης Σακελλαρίου κυνηγάει μὲ πάθος ἕνα ἀκόμη ἰταλικὸ ἀεροπλάνο καὶ τὸ ρίχνει συντρίμμια στὴν ματόβρεχτη γῆ. Τότε μανιασμένο τὸ σμῆνος τῶν Ἰταλῶν κυκλώνει τὸν Ἕλληνα ἀετό. Δὲν ἔχει ὅμως ἄλλα πυρομαχικὰ ὁ δικός μας. Μισὴ ὥρα θηριομαχεῖ στοὺς αἰθέρες.

 -Διώξατε μέχρι θανάτου, ἀντιλαλεῖ ἡ διαταγή του πρὸς τὸ σμῆνος ποὺ διοικοῦσε. Σὲ κλάσματα δευτερολέπτου ἀγκαλιάζεται μὲ τὸν θάνατο. Δὲν ἔχει πυρομαχικά. Ἔχει ὅμως τὸ ἀεροπλάνο του. Ὁρμάει καὶ πέφτει ἀκάθεκτος στὸ ἐχθρικὸ ἀεροπλάνο. Τ’ ἄλλα τρέπονται σὲ φυγὴ μπροστὰ στὸ πήδημα τοῦ θανάτου. Ὁ Ἕλληνας ὑποσμηναγός, ἀγκαλιασμένος στὴν συντριβὴ μὲ τὸν ἐχθρό, περνᾶ στὴν ἀθανασία.

  «Τὸ χρεωστούσαμε στὴν Ἑλλάδα» εἶπε ὁ πατέρας του, ὅταν τὄμαθε σὲ δύο μέρες. «Δέχομαι συγχαρητήρια σὰν Ἕλληνας καὶ συλλυπητήρια σὰν πατέρας». Τὰ σχόλια περιττεύουν.

  Οἱ σημερινοὶ νέοι κι ἔφηβοι δὲν δοκίμασαν τὴν πίκρα ποὺ γεύτηκαν τὰ παιδιὰ τοῦ ’40-45. Δὲν τοὺς δόθηκαν οἱ εὐκαιρίες νὰ ζήσουν γεγονότα ποὺ συγκλονίζουν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνουν νὰ ριγήση ἀπὸ ἅγιους ἐνθουσιασμοὺς γιὰ τὴν πατρίδα.

Ἀξίζει λοιπὸν νὰ μεταφέρουμε ἐδῶ τὸ παράδειγμα ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ στὰ χρόνια τοῦ 40 ἕως 45 εἶχαν μεταβληθεῖ σὲ πραγματικοὺς γίγαντες. Κοιμήθηκαν παιδιὰ καὶ ξύπνησαν ὥριμοι ἄνδρες.

Στὰ μέσα Νοεμβρίου τοῦ 41 ἦλθε ἀπὸ τὴν Κέρκυρα στὴν πρωτεύουσα ὁ Σπύρος. Ἕνα παιδάκι δώδεκα χρονῶν. Εἶχε τραυματισθεῖ, τὰ Χριστούγεννα τοῦ προηγούμενου ἔτους 1940 κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ φοβεροῦ ἰταλικοῦ βομβαρδισμοῦ. Τὸ πρωὶ τῶν Χριστουγέννων τοῦ 40 ἦλθαν καὶ πάλι οἱ Ἰταλοὶ καβάλλα στὰ σιδερένια πουλιά τους. Ποῦ νὰ φανταστοῦν οἱ Ἕλληνες ὅτι θὰ σκόρπιζαν τὸν ὄλεθρο καὶ τὴν καταστροφὴ καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ ἀντήχησε τὸ ἐπὶ γῆς εἰρήνη τῶν ἀγγέλων.

Τὰ παιδάκια ποὺ ἀνυποψίαστα χύθηκαν στοὺς δρόμους, γιὰ νὰ παίξουν, δέχθηκαν βροχὴ ἀπὸ σφαῖρες. Τότε ἦταν ποὺ ὁ μικρὸς Σπύρος ἔχασε τὸ δεξί του χέρι. Μόλις τὸν Νοέμβριο τοῦ 41 κατάφερε μὲ μύριες δυσκολίες καὶ ταλαιπωρίες νὰ φθάσει μὲ τὴ μητέρα του στὸ Νοσοκομεῖο τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ Ἀθηνῶν, γιὰ νὰ τοῦ βάλουν ἕνα προσθετικὸ μηχάνημα, ἐπειδὴ τὸ χεράκι του εἶχε κοπεῖ ἀπὸ ψηλά. Γιατροί, ἀδελφές, ὑπηρετικὸ προσωπικὸ πρόσφεραν τὶς ἐπιστημονικές τους γνώσεις, τὴ νοσηλεία, τὶς φροντίδες, μὲ ἰδιαίτερη στοργὴ στὸν Σπύρο. Ὁ ἴδιος ὅμως εἶχε τέτοια διάθεση ποὺ ὅλοι τὸν κοίταζαν ἀπορημένοι. Κι ὅταν μὲ κάποια τρυφερὰ λόγια προσπαθοῦσαν νὰ τὸν παρηγορήσουν, γιατί θἄμενε ἀνάπηρος ἀπὸ τέτοια ἡλικία, ὁ Σπύρος ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ μεγάλου Ἁγίου τῆς Κερκύρας, ἄνοιγε διάπλατα τὰ μεγάλα, λαμπερά, ματάκια του, κάρφωνε τὸ καθαρὸ βλέμμα του σὲ γιατροὺς κι ἀδελφὲς κι ἀπαντοῦσε θυμόσοφα:

-Δὲν πειράζει. Στὴν Κέρκυρα, ξέρετε, ὑποχρεώνουν οἱ Ἰταλοὶ ὅλο τὸν κόσμο νὰ χαιρετάει σηκώνοντας ψηλὰ τὸ δεξί τους χέρι γιὰ τὸ Saluto Romano κι ἐγὼ γλύτωσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀγγαρεία. Τοὺς τὴν ἔφτιαξα τῶν Ἰταλῶν!

Τέτοιος ὁ λαός μας, τέτοια καὶ τὰ παιδιά του. Σ’ αὐτὸν τὸν πόλεμο οἱ Ἕλληνες πρωταγωνίστησαν ὄχι μόνον μὲ τὴν ἀνδρεία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν μεγαλοκαρδία, τὴν εὐγένεια, τὴν ἀξιοπρέπεια, τὸ ἦθος τους.

Στὸ κείμενο αὐτὸ θὰ μεταφερθοῦμε στὰ ἄγρια χιονισμένα βουνὰ τῆς Πίνδου. Ἦταν 21η Νοεμβρίου 1940. Ἡμέρα ποὺ ἡ ἐκκλησία μας γιορτάζει τὴ μεγάλη γιορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στὸ Ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Εἶναι ἡ γιορτὴ ποὺ ἀποτελεῖ «τὸ προοίμιον» τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν «προκήρυξιν» τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο. Ἐνῶ ὅμως στὰ μετόπισθεν γιόρταζαν τὴ μεγάλη Θεομητορικὴ γιορτή, ἀναπέμποντας θερμὴ ἱκεσία στὴ σκέπη τοῦ ἔθνους ὑπὲρ τοῦ ἀγωνιζομένου στρατοῦ μας, οἱ γιγαντομάχοι μας πολεμοῦσαν γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδος.

Ἐκείνη τὴν ἡμέρα εἶχαν διακομισθεῖ στὸ μικρὸ χωριὸ Ἐλεύθερο, ὅπου εἶχε καταυλισθεῖ τὸ 11β Ὀρεινὸ χειρουργεῖο ἕξι ἰταλοὶ τραυματίες. Μεταξύ τους ὁ στρατιώτης Παβολίνι Μαρκήσιος τοῦ Γκιουζέπε. Ἀνῆκε στὸ 8ο σύνταγμα ἀλπινιστῶν τῆς 3ης Μεραρχίας Τζούλια. Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Οὔντινε τῆς Β. Ἰταλίας.

Ὁ Ἰταλὸς τραυματίας παρουσίαζε, ὅπως διηγεῖται ὁ τότε στρατιωτικὸς ἰατρὸς Βασιλ. Ν. Κρεμμύδας, «προχωρημένη ἀεριογόνο γάγγραινα στὸ δεξιὸ σκέλος, ἀπὸ ἀνοικτὸ συντριπτικὸ κάταγμα τῆς κνήμης καὶ ἡ κατάστασή του ἦταν κρίσιμη». Ὁ στρατιωτικὸς ἰατρὸς ἔκανε ὅ,τι τοῦ ἦταν δυνατό, γιὰ νὰ σώσει τὴ ζωὴ τοῦ Ἰταλοῦ τραυματία καὶ ὅταν ἡ κατάσταση σταθεροποιήθηκε κάπως, προχώρησε «σὲ ἀκρωτηριασμὸ στὸ ὕψος τοῦ μηροῦ». Ἐπειδὴ ὅμως ἡ μονάδα του βρισκόταν σὲ διαρκῆ μετακίνηση ἀποφάσισε τὴ διακομιδὴ τοῦ Ἰταλοῦ στὸ Πεδινὸ χειρουργεῖο τῆς Κόνιτσας.

Οἱ ἕξι τραυματιοφορεῖς, ποὺ ἐπιφορτίστηκαν γιὰ τὴ μεταφορά του, ἐβάδιζαν δύο μέρες μέχρις ὅτου φθάσουν στὴν Κόνιτσα. Ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν τραυματιοφορέων Δημήτρης Βιτζηλαῖος, ἔγραψε στὴν ἀναφορά του:

«Βαρὺ χειμωνιάτικο δειλινὸ ξεκινήσαμε μὲ ἐκνευριστικὸ ψιλοβρόχι, μέσα σὲ πυκνὴ καταχνιά, ποὺ ἀφαιροῦσε καὶ τὰ ἐλάχιστα ἴχνη ὁρατότητας. Μὲ τὶς τρεῖς κουβέρτες ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴν πανοπλία μας σὲ ὑψόμετρο πάνω ἀπὸ 1600 μέτρα, εἴχαμε σκεπάσει τὸν τραυματία. Καὶ τὸ κονιάκ, ποὺ διαθέταμε σὰν μοναδικὸ ὅπλο ἐνάντια στὴ νυκτερινὴ παγωνιά, τὸ δίναμε λίγο-λίγο στὸν Παβολίνι.

Στὸ «Μάμα μία» ποὺ κάθε τόσο ξεφώνιζε, τοῦ ἀπαντούσαμε μὲ στοργὴ καὶ τοῦ δίναμε θάρρος, συνεχίζαμε τὴν πορεία μας, ἀνοίγοντας περάσματα ἀνάμεσα ἀπὸ βράχια καὶ πυκνὲς φυλλωσιές, μέσα ἀπὸ κακοτοπιές, τὸ πρωὶ τῆς τρίτης ἡμέρας ἀντικρύσαμε τὴν πολιτεία τοῦ λυτρωμοῦ.

Τὴν ὥρα τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ, βάλαμε στὴν τσέπη τοῦ χιτωνίου του τὴ διεύθυνσή μας. Τὴν εἶχε ζητήσει κλαίγοντας…».

Ὁ Παβολίνι τελικὰ σώθηκε, ἐπαναπατρίστηκε καὶ ζοῦσε στὴν πόλη τοῦ Οὔντινε, ὅπου ἦταν γνωστὸς «Ὁ ἀνάπηρος μὲ τὸ ’να πόδι»…

Τέτοια εἶναι ἡ ἑλληνικὴ ψυχὴ γεμάτη στοργὴ , αἰσθήματα ἀδελφοσύνης καὶ ἀνθρωπισμοῦ ὄχι μονάχα σὲ καιροὺς εἰρήνης, ἀλλὰ καὶ σὲ ὧρες τραγικές, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος κυριαρχεῖται συνήθως ἀπὸ αἰσθήματα ἐχθρότητος καὶ ἀντεκδικήσεως.. Τέτοιες βάρβαρες πράγματι ὧρες ἡ Ἑλληνικὴ ψυχὴ δὲν ἀποθηριώνεται. Ἀντίθετα σκύβει μὲ αἰσθήματα γνήσιου ἀνθρωπισμοῦ καὶ ἀρχοντιᾶς καὶ περιθάλπει τὸν τραυματία ἐχθρό, ποὺ τῆς ἐπιτίθεται ἀναίτια, γιὰ νὰ τῆς ἀφαιρέσει τὴν ἐλευθερία καὶ νὰ θανατώσει τὸ σύντροφό της.

Previous Article

Τὸ ποντιακὸν ζήτημα – 5ον

Next Article

Τὸ ποντιακὸν ζήτημα – 2ον