«Εἶναι καὶ μιὰ μέρα χαρούμενη μέσα στὶς ἄσκημες μέρες τῆς πορείας. Μιὰ μέρα γαλάζια καὶ κόκκινη, μὲ ἀνοιξιάτικον οὐρανό, γεμάτη μαβιὰ μάτια, κόκκινα ἀγριολούλουδα καὶ ἀργὰ μελαγχολικὰ τραγούδια.
Ἦταν ἕνας λόφος ἄλικος ἀπὸ τίς παπαροῦνες. Ξεκουραζόταν ἕνα Ρούσικο Σύνταγμα, ποὺ τραβοῦσε κι αὐτὸ γιὰ τὸ μέτωπο. Ἐκεῖ μᾶς σταματήσανε κι ἐμᾶς. Εἶχε νερὸ μπόλικο καὶ πρασινάδα ἐκεῖ δίπλα. Στήσαμε πυραμίδες τὰ ὅπλα καὶ φάγαμε κοντά τους. Μᾶς σίμωσαν κάτι μεγαλόσωμα παλληκάρια μὲ τριανταφυλλιὰ μάγουλα, μὲ χοντρὲς μπότες καὶ μπλοῦζες παιδιάτικες δίχως κουμπιά. Τὰ πηλίκιά τους εἶχαν κεραμίδι στενούτσικο.— Γκίρτς;— Γκίρτς.
— Κριστιάν;
— Κριστιάν.
— Ὀρτοντόξ;
— Ὀρτοντόξ.
Μᾶς δεχτήκανε μὲ χαρὲς σχεδὸν παιδιάτικες. Γελούσανε, καὶ μεῖς γελούσαμε, μᾶς χάριζαν κονσέρβες, σουγιάδες. Μὲ τὰ μεγάλα τους χέρια μᾶς χτυπούσανε στὴν πλάτη. Τραβούσανε καὶ μᾶς δείχναν ἀπὸ τὴν τραχηλιά τους χρυσᾶ, σιντεφένια σταυρουδάκια καὶ φυλαχτάρια κρεμασμένα μὲ ἀλυσιδίτσες. Σταυροκοπιόντανε μὲ τὸν ὀρθόδοξο τρόπο.
— Κριστιάν! Κριστιάν!
Φάγαμε μαζί, κουβεντιάσαμε ὧρες δίχως νὰ καταλαβαίνει γρὶ ὁ ἕνας ἀπ᾿ τὴ γλῶσσα τ᾿ ἀλλουνοῦ. Ὅμως συνεννοηθήκαμε περίφημα. Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ὄχτρα ἔχουνε διεθνῆ γλῶσσα. Βρῆκα κι ἕνα νεώτατον ἀξιωματικό, λεπτοκαμωμένο σὰν κορίτσι, μὲ μεγάλα γυαλιὰ καὶ γελαζούμενα χείλη, ποὺ θυμόταν ἀπ᾿ τὸ σκολειό του μερικὰ ἀρχαῖα, τσάτρα-Πάτρα. Τὰ μαλλιά του ἦταν ξανθὰ σὰν τοῦ καλαμποκιοῦ, εἶχε κι ἕνα χρυσὸ μουστακάκι.
— Ἡμεῖς Ρούσιαν λίαν Ἕλληνες ἀγαπώμεθαν! Ὀδησσὸν λίαν Ἕλληνες! Λίαν!….
Σὰν κάμαμε τίς τετράδες γιὰ νὰ φύγουμε, οἱ Ροῦσοι βάλανε παπαροῦνες μέσα στὶς μποῦκες τῶν τουφεκιῶν μας. Ἤτανε σὰ μιὰ παράξενη λιτανεία μὲ ἀτσαλένιες λαμπάδες, ποὺ στὴν κορφή τους ἄναβε ἡ πιὸ χαρούμενη φλόγα.
— Ἀντίο! Ἀντίο!
Ὁ πολὺ νέος ἀξιωματικὸς πετᾷ τὸ καπέλο του, λυγερός, σχεδὸν διάφανος μέσα στὸ φῶς.
— Χαῖρε, λίαν, Ἕλληνες! Χαῖρε!
Ὡραῖο, αἴθριο, γαλήνιο ἀνάγνωσμα, κεντημένο ἀπὸ τὴν ἀριστοτεχνικὴ πένα τοῦ Μυριβήλη, ποὺ πολέμησε κι αὐτὸς στοὺς Βαλκανικούς, ποὺ ὅταν τραυματίστηκε καὶ μαθεύτηκε στὴν Λέσβο, ὁ πατέρας του ἀπὸ τὴν χαρά του κερνοῦσε ὅλο τὸ χωριό. Οἱ Ρῶσοι στρατιῶτες, παιδιὰ τῆς ὀρθοδοξίας κι αὐτά, συναντοῦν τὰ Ἑλληνόπουλα, τὰ παιδιὰ τῶν φωτιστῶν τους, τοῦ Μεθοδίου καὶ τοῦ Κυρίλλου. Σμίγουν τὰ παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ, χαίρονται χαρὰν μεγάλη, δὲν δείχνουν ταυτότητες καὶ χαρτιά. Ὄχι. Ἀνοίγουν τὸν κόρφο τους καὶ ἀποκαλύπτουν τὰ σταυρουδάκια τους, τὰ φυλακτήριά τους, τὸν θυρεὸ τῆς Ὀρθοδοξίας. Βλέπουν τὰ ἀδέλφια τους, τοὺς Ἕλληνες, καὶ ἀνθίζει ἡ καρδιά τους, τὰ ὅπλα γίνονται ἀνθοδοχεῖα μὲ παπαροῦνες, ξεχειλίζει ἡ ἀγάπη. Ζοῦν μακριά, ὅμως… «Ἡμεῖς Ρούσιαν λίαν Ἕλληνες ἀγαπώμεθαν! Ὀδησσὸν λίαν Ἕλληνες! Λίαν!…».
Καὶ ἐρωτῶ; Ποιοὶ στάθηκαν στὸ διάβα τῆς ἱστορίας οἱ χειρότεροι ἐχθροὶ τῶν Ἑλλήνων; Ἀπάντηση: Οἱ χειρότεροι ἐχθροί μας δὲν ὑπῆρξαν οὔτε εἶναι οἱ ἀλλόθρησκοι Τοῦρκοι, ἀλλὰ ἡ Δύση τῶν συμμάχων, ἑταίρων καὶ ὁμοθρήσκων. Δὲν ὑποδούλωσαν οἱ Ὀθωμανοὶ τὸν Βυζαντινὸ Ἑλληνισμό. Εἶχε ἐξουθενωθεῖ, λεηλατηθεῖ, κατακερματισθεῖ ἀπὸ τίς ἄγριες ἐπιδρομὲς τῆς παπικῆς «χριστιανοσύνης». Ἀποφρὰς ἡμέρα δὲν εἶναι ἡ 29η Μαϊου 1453, ἀλλὰ ἡ 13η Ἀπριλίου τοῦ 1204. Τότε «ἑάλω ἡ Πόλις», ὄχι ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ ἀπὸ τίς ὀρδὲς τῶν σταυροφόρων. Ἐπὶ τέσσερις αἰῶνες παρεμπόδισε μὲ πεῖσμα ἡ Δύση τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους. Ἀγωνίστηκε συνασπισμένη νὰ καταπνίξει τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 καὶ ἀπὸ τότε ὑπονομεύει καὶ στραγγαλίζει τὰ ἑλληνικὰ δίκαια.
Καὶ τί θὰ πεῖ «ἤμασταν πάντα στὴ σωστὴ στὸν πλευρὰ τῆς ἱστορίας»; Οἱ Οὐκρανοὶ εἶναι ἡ σωστὴ πλευρά; Δὲν ἄκουσε κανεὶς γιά τα ἑκατομμύρια Ρώσων ποὺ ζοῦσαν μὲ τρόμο στὴν οὐκρανικὴ πλευρά; Τίς φρικαλεότητες κατὰ τῶν Ρώσων; (Οὔτε δικαιολογῶ, πρὸς Θεοῦ, ἀντίποινα. Τὰ ἀθῶα θύματα τῶν πολέμων εἶναι τὰ παιδιὰ καὶ τὰ παιδιὰ δὲν ξέρουν ἀπὸ ἐθνικότητα).
Ἄν ἐννοεῖ ὁ πρωθυπουργὸς τοὺς δύο Παγκοσμίους Πολέμους, ποῦ κατέληξαν αὐτοί; Στὸ μικρασιατικὴ καταστροφὴ καὶ τὸν ἐμφύλιο ὡς τὴν κυπριακὴ ἀνεπούλωτη πληγή. (Καὶ ἂν κάποιοι σκέφτονται διάφορα νὰ τονίσουμε πὼς ἄλλο τσαρικὴ Ρωσία καὶ ἄλλο ἡ κομμουνιστικὴ Σοβιετία. Ὁ ρωσικὸς λαὸς σταυρώθηκε γιὰ 80 χρόνια ἐξαιτίας μιᾶς ἀντίχριστης δυτικόφερτης ἰδεολογίας).
Μήπως δὲν βιώνουμε καὶ πάλι τὴν γκεμπελικῆς ἐμπνεύσεως προπαγάνδα τῶν δυτικῶν ΜΜΕ, τὴν ὁποία ζήσαμε στὴν περίπτωση τῆς Σερβίας, τοῦ Ἰράκ, τῆς Συρίας, τῆς Λιβύης; Ποιός τολμᾷ νὰ βγεῖ σὲ κανάλι καὶ νὰ ὑποστηρίξει ὅτι ἡ Δύση εἶχε ὑπογράψει τὴν μὴ ἐπέκταση τοῦ ΝΑΤΟ πρὸς ἀνατολάς, μὲ ἀντίβαρο τὴν ἐπανένωση τῶν Γερμανιῶν; Βγῆκε καθημαγμένη ἡ Ρωσία ἀπὸ τὴν σοβιετικὴ τραγωδία καὶ βρῆκαν εὐκαιρία οἱ Ἀμερικανοὶ νὰ τὴν περικυκλώσουν μὲ βάσεις καὶ ἐχθρικοὺς ὑποτελεῖς. Τί νομίζουν ὅτι εἶναι ἡ Ρωσία; Ὑποσημείωση τῆς ἱστορίας; Ὁ ρωσικὸς λαὸς κατατρόπωσε τοὺς Γερμανοὺς στὸν ΒΠΠ, εἶναι ὑπερήφανος, ἔρχεται κι αὐτὸς ἀπὸ μακριά, μὲ πλούσια ἱστορικὰ κοιτάσματα. Μιὰ μεγάλη χώρα καὶ ἕναν λαὸ ἱστορικὸ δὲν τὸν τσαλακώνεις, τὸν σέβεσαι. Ὁ Πούτιν εἶναι φορέας αὐτῆς τῆς ὑπερηφάνειας καὶ εἶναι μεγίστη ὑποκρισία νὰ ἀνεχόμαστε Ἀμερικανοὺς προέδρους νὰ ἰσοπεδώνουν ἀνενδοίαστα καὶ κομψευόμενοι μικρὰ κράτη ὅπως ἡ Σερβία ἢ ἡ Συρία – δὲν εἴδαμε καμμιὰ Οὔρσουλα νὰ δακρύζει- καὶ νὰ μυξοκλαίει ὁ δυτικὸς κιμᾶς, οἱ ἀθεράπευτα πολιτισμένοι, γιὰ τὴν Οὐκρανία.
Ἀπὸ ἕναν εἰρηνοποιὸ πρωθυπουργὸ τῆς Ἑλλάδος, μιᾶς πατρίδας ἀνεξάρτητης καὶ ἀδέσμευτης, θὰ περιμέναμε νὰ ἀκούσουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς κληροδότησε ὁ Ἡρόδοτος, ὑπενθυμίζοντας δηλαδὴ στοὺς ποικιλώνυμους ἱέρακες πὼς «στὴν μὲν εἰρήνη θάβουν τὰ παιδιὰ τοὺς γονεῖς τους, στὸν δὲ πόλεμο θάβουν οἱ γονεῖς τὰ παιδιά τους».
Μὲ τὸν πόλεμο ὅμως ξεβράστηκε καὶ μιὰ ἄλλη «εὐγενὴς τύφλωσις» τοῦ πολιτικοῦ κατεστημένου. Τὸ περίεργο αὐτὸ φερέφωνο τῆς Δύσης, ὁ Ζελέζνι, ὁ φωτοστεφανωμένος τώρα ἥρωάς τους, γονυπετὼς ἐκλιπαρεῖ γιὰ βοήθεια. Εἶχε τὴν ἀπατηλὴ ἐντύπωση ὅτι θὰ προστρέξουν οἱ δυτικοὶ νὰ ὑπερασπιστοῦν τὰ ἐδάφη του. Οἱ βυζαντινοὶ πρόγονοί μας εἶχαν μιὰ παροιμία: «Οὐαὶ τῷ μὴ τοῖς ἰδίοις ὄνυξι ξυομένῳ». Ἄν δὲν ἔχεις δικά σου νύχια νὰ ξυθεῖς, οἱ ἄλλοι ποὺ θὰ προστρέξουν γιὰ βοήθεια θὰ σὲ γδάρουν. Τὸ εἴδαμε στὴν Κύπρο…
δάσκαλος Κιλκίς