Ἐκκλησιαστικὸν καὶ Δημόσιον Δίκαιον

Share:

  Στὴν ἐποχή μας ζοῦμε ἔντονα τὴν ἐμφάνιση τῆς συγκρούσεως τῶν θεσμῶν. Ἐμφανίζονται ἀντιτιθέμενες πολλὲς ὁμάδες θεσμῶν, ἑκάστη τῶν ὁποίων εἶναι κατηγορηματικῶς ἐπιτακτικὴ περιέχουσα ἀνώτατο ἀπόλυτο ἀποκλειστικὸ καὶ κυρίαρχο Δίκαιο. Ἡ ἀμφισβήτηση περὶ τὸ ἀποκλειστικὸ καὶ κυρίαρχο Δίκαιο, ἐλλείψει ἀνωτέρου κανόνος ἐπιλύοντος τὴ διαφορά, εἶχε ὡς συνέπεια τὴ σύγκρουση τῶν θεσμῶν μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται.

  Μία σύγκρουση θεσμῶν τῆς κατηγορίας αὐτῆς, κοσμοϊστορικῆς σημασίας μὲ ὀλέθρια ἀποτελέσματα, εἶναι ἡ σύγκρουση μεταξὺ τοῦ Δικαίου τοῦ Κράτους καὶ τοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας. Συνέπεια αὐτῆς τῆς τραγικῆς συγκρούσεως ὑπῆρξε τὸ γεγονὸς νὰ ψηφισθεῖ ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση τοῦ κυρίου Μητσοτάκη, μὲ τὴ συναίνεση τῶν πολιτικῶν κομμάτων, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΠΛΕΥΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ἐρήμην τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, τὸ ἀντισυνταγματικὸ καὶ ἐπαίσχυντο νομοσχέδιο ἔκτρωμα περὶ “Ἰσότητας στὸν πολιτικὸ γάμο ὁμοφύλων ζευγαριῶν, καὶ τὸ δικαίωμα τῆς τεκνοθεσίας”, ποὺ διαστρέφει καὶ ἀμαυρώνει ἄμεσα τὴν ἀνθρώπινη ὀντολογία καὶ φυσιολογία, τὸ “κατ’ εἰκόνα”, τῆς Δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὥστε “τὸ παρὰ φύσιν καθίσταται κατὰ φύσιν μὲ νομικὲς διατάξεις”, ὅπως πολὺ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος,

  Ἡ οὐσία τοῦ Δικαίου δὲν εἶναι μόνον τὸ βούλεσθαι καὶ τὸ ὀφείλειν, ἀλλὰ καὶ δύναμη ἡ ὁποία ἔχει πραγματικὴ ἐπίδραση ἐπὶ τῆς ἐθνικῆς ζωῆς. Ἡ ἰσχὺς τοῦ Δικαίου στηρίζεται ἐπὶ τῆς Ἠθικῆς, διότι ὁ σκοπός του κατευθύνεται σὲ ἠθικὸ τέλος. Τὸ ἄνευ ὁρίου Δημόσιο Δίκαιο καθίσταται ἀδικία, διότι μπορεῖ νὰ διαμορφώσει πραγματικὲς καταστάσεις σὲ νομικὲς καὶ μάλιστα μὲ τρόπο ὥστε παραδόξως τὸ ἄδικο νὰ γίνει κανόνας Δικαίου: Χρησικτησία καὶ παραγραφὴ π.χ., σημαίνουν ὅτι μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου γίνεται νόμιμη μία παράνομη κατάσταση.  Στὴ νομοθεσία κάθε Πολιτείας ὑπάρχουν εἰδικὲς διατάξεις, ποὺ ἀναφέρονται στὸ θρήσκευμα τῶν πολιτῶν. Κατὰ τὸ ἄρθρο 3, παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, “Ἐπικρατοῦσα θρησκεία στὴν Ἑλλάδα εἶναι, ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συν­ειδήσεως εἶναι ἀπαραβίαστη. Τὰ τῆς λατρείας κάθε γνωστῆς θρησκείας τελοῦνται ἀνεμπόδιστα ὑπὸ τὴν προστασία τῶν νόμων, ἐφόσον δὲν προσβάλλεται ἡ δημόσια τάξη ἢ τὰ χρηστὰ ἤθη”, ἄρθρο 13, παρ. 1,2.

  Ἡ Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία κατέχει στὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία προνομιοῦχο θέση μεταξὺ τῶν ἄλλων «Ἐκκλησιῶν», δὲν εἶναι ὅμως καὶ ἀνεξάρτητη τῆς Πολιτείας, ἀλλὰ συνδέεται μὲ αὐτὴ διὰ σχέσεων Δημοσίου Δικαίου. Ἡ Πολιτεία προστατεύει ἰδιαιτέρως τὴν Ἐκκλησία, ἀσκεῖ ὅμως ἔλεγχο ἐπ’ αὐτῆς, ἀναγνωρίζοντας μὲν σ’ αὐτὴ τὸ δικαίωμα νὰ αὐτοδιοικεῖται, ἀλλὰ πάντοτε ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ Συντάγματος. Ὅμως, ὅπως ἡ Ἐκκλησία περιορίζεται ὑπὸ τοῦ Συντάγματος, ἔτσι καὶ ἡ Πολιτεία δὲν μπορεῖ νὰ νομοθετεῖ παραβιάζοντας, ἐτσιθελικὰ καὶ αὐθαίρετα, τοὺς ἱερούς, ἀποστολικοὺς καὶ συνοδικοὺς Κανόνες καὶ τὶς ἱερὲς παραδόσεις. Ἰδιάζουσα προστασία τῆς θρησκείας περιέχουν τὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδας, καθὼς καὶ τὰ ἄρθρα 194-200 τοῦ Ποινικοῦ μας Νόμου.

Συνεπῶς, ἡ νομοθετικὴ ἐξουσία, δηλαδὴ ἡ Βουλή, δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ψηφίζει νομοσχέδια ποὺ μεταβάλλουν ἢ καὶ ἀλλοιώνουν θεμελιώδεις διατάξεις τοῦ Συντάγματος, ὅπως π.χ. ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 21, παρ.1, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία: «Ἡ οἰκογένεια, ὡς θεμέλιο τῆς συντήρησης καὶ προαγωγῆς τοῦ Ἔθνους, καθὼς καὶ ὁ γάμος, ἡ μητρότητα καὶ ἡ παιδικὴ ἡλικία τελοῦν ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ Κράτους». Γεγονὸς τὸ ὁποῖο πλήττει καίρια τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια τῆς Πατρίδας μας, καθὼς καὶ τὸ τρίπτυχο τῆς Ὀρθόδοξης θρησκευτικῆς μας συνειδήσεως: Τὴν Πατρίδα, τὴν Θρησκεία καὶ τὴν Οἰκογένεια.

Ἡ Δικαιοσύνη εἶναι ἀπόλυτος ἀξία, ὅπως τὸ ἀληθές, τὸ καλό, τὸ ὡραῖο, προκύπτει ἐξ αὐτῆς καὶ δὲν παράγεται ἀπὸ ἄλλη ἀνωτέρα ἀξία. Βασικὸς πυρήνας τῆς Δικαιοσύνης ὡς νομικῆς ἰδέας προϋπάρχουσας τοῦ νόμου καὶ ἀνωτέρας αὐτοῦ εἶναι ἀσφαλῶς ἡ ἰδέα τῆς Ἰσότητας. Ἐν τούτοις ἡ εἰς τὴν Δικαιοσύνη περιεχόμενη ἰσότητα, δὲν ἔχει πάντοτε ἠθικὰ κίνητρα. Ἔτσι π.χ. ἡ ἰσότητα ἐπιδιώκεται ἀπὸ φθόνο, δυσμένεια, χαιρεκακία, αἴσθημα ἐκδικήσεως κ.λπ. ὥστε ἡ ἐφαρμογὴ τῆς Δικαιοσύνης καταντᾶ στὴν πραγματικότητα ἕνα τέχνασμα τῆς Ἰδέας (Hegel) μεταχειριζόμενο τὸ πάθος, γιὰ νὰ φθάσει στὴν πραγμάτωσή της.

Τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς ἐπιβεβαιώνεται, πλήρως ἀπὸ τὶς ὁμοφυλοφιλικὲς παρελάσεις, καθὼς καὶ τὶς πορεῖες “ὁρατότητας” τῶν ΛΟΑΓΚΙ+, ὅπου κυριαρχεῖ τὸ σύνθημα: “Στὸ διάολο ἡ οἰκογένεια, στὸ διάολο ἡ Πατρίς, ἡ Ἑλλάδα νὰ πεθάνει νὰ ζήσουμε ἐμεῖς”, ἀποκαλύπτοντας ἔτσι τὸ πάθος, τὴ μανία, τὴν ὀργὴ καὶ τὸν ἀπώτερο δόλιο σκοπό τους.

Ὁ Θεὸς ὡς κηδεμὼν καὶ “ἄρχων εἰρήνης”, ὅταν ἀνῆλθε στοὺς οὐρανοὺς ἄφησε ἐπὶ τῆς γῆς δύο ξίφη γιὰ τὴν προστασία τῆς Χριστιανοσύνης, τὸ πνευματικὸ καὶ τὸ κοσμικό. Τὸ πνευματικὸ ἀσκεῖται ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, τὸ κοσμικὸ ἀσκεῖται ἀπὸ τὸ Κράτος πρὸς ὄφελος τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει, ὅμως, ἀλληλεξάρτηση καὶ ἀλληλουχία μεταξὺ τῶν σχέσεων Ἐκκλησιαστικοῦ καὶ Δημοσίου Δικαίου. Ἡ θέση τῶν ἀρχόντων στὴ νέα Πολιτεία, τὴ Χριστιανική, εἶναι σαφῶς ποιοτικὴ καὶ ὄχι ἀπολυταρχικὴ-τυραννική, καὶ αὐτὸ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐξουσία δὲν ἀνήκει πλέον στοὺς ἄρχοντες, ἀλλὰ στὸ Θεὸ ἀπὸ” τὸν ὁποῖο ἀποκλειστικὰ ἐκπηγάζει. Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ οἱ ἄρχοντες ἔχουν διαφορετικὰ δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις. Οἱ ἄρχοντες ὀφείλουν πρῶτα ἀπ’ ὅλα καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ εἶναι «διάκονοι» τοῦ Θεοῦ, ἀπόλυτα ἀφοσιωμένοι στὴν “ἀπὸ Θεοῦ τεταγμένη” ἐξουσία καὶ ἀποκλειστικὰ δοσμένοι στὸ ἔργο τῆς ἐν Χριστῷ ἄσκησής της. Ἔχουν ἰδιαίτερη ὑποχρέωση, συμπράττοντας ἔτσι στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ τιμωροῦν αὐστηρῶς τὸ κακὸ “ὡς Θεοῦ διάκονοι εἰς ὀργήν, ἔκδικοι τῷ τὸ κακὸν πράσσοντι” (Ρωμ. ιγ΄ 1-4).  Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει ἰδιαίτερα τὸν εἰδικὸ ρόλο τῶν ἀρχόντων, παρατηρώντας ὅτι “συνεργὸς ἡμῖν ἐστιν (ὁ ἄρχων) καὶ βοηθὸς καὶ παρὰ Θεοῦ εἰς τοῦτο ἀπέσταλται”. Καὶ ὁ Παῦλος κηρύσσει τὴν ὑποταγὴν τοῦ χριστιανοῦ πολίτη στὴν κρατικὴ ἐξουσία καὶ στοὺς ἄρχοντες, ἐφόσον ὅμως εἶναι τοῦ “Θεοῦ διάκονοι”. Τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἀποκαλυφθὲν γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς ἀναγκαῖο Ἐκκλησιαστικὸ Δίκαιο, δηλαδὴ τὸ Δίκαιο τοῦ Θεοῦ, εἶναι γενικῆς ἰσχύος καὶ κοινὸ γιὰ ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ ὅλες τὶς ἐποχές. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τῆς ὁποίας “πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς” (Ματθ. ιστ΄ 18). Κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ἡ Ἐκκλησία εἶναι “γένος ἕν”, Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Εἶναι ὁ Χριστὸς μεθ’ ἡμῶν ὤν καὶ εἰς τοὺς αἰῶνες παρατεινόμενος”» «Ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, ἀμὴν» (Ματθ. κη΄ 20).

Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ὅλοι ἐμεῖς οἱ «ἐν Χριστῷ» πιστοὶ καὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ» ἂς μὴ ἀπογοητευόμασθε κι ἂς μὴ χάνουμε τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐλπίδα μας στὸν μόνον δεσπότην καὶ Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, «ὅτι αὐτῷ μέλει περὶ ἡμῶν” (Α΄ Πέτρ. ε΄7). Γιατί μπορεῖ ἄλλα νὰ ἐπιθυμοῦν καὶ νὰ κάνουν οἱ ἄρχοντες καὶ- οἱ διοικοῦντες τὸν κόσμο αὐτό, ὡστόσο ὅμως, ἄλλα ὁ ΜΟΝΟΣ Κύριος καὶ Δημιουργός τοῦ Κόσμου κελεύει, “πιστὸς ὁ καλῶν ὑμᾶς, ὃς καί, ποιήσει… Ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται” (Α΄ Θεσ, ε΄ 24 καὶ Ματθ. ι΄ 22).

Γεώργιος Θ. Ποντίκας, Δημοσιογράφος-Συγγραφεύς

Previous Article

Ἡ ἐξαγορά κοστίζει κάτι παραπάνω ἀπό τριάκοντα ἀργύρια

Next Article

«Αναγνώστριες» του Εσπερινού της Αγάπης