Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὑπῆρξε ὑπόδειγμα ἐργατικότητας. Γιὰ νὰ καλύπτει τὶς ἀνάγκες του, ἀλλὰ καὶ τῶν συνεργατῶν του, ἐργαζόταν μέρα καὶ νύκτα, γιὰ νὰ μὴ ἐπιβαρύνει κανένα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν πίστη. «Ὁ ἄνθρωπος ποὺ πρόσταζε τοὺς δαίμονες, ποὺ ὑπῆρξε δάσκαλος τῆς οἰκουμένης, ποὺ τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ ἡ εὐθύνη γιὰ ὅλους γενικὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς καὶ ποὺ φρόντιζε μὲ ἐπιμέλεια γιὰ ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς Ἐκκλησίες τῆς ὑφηλίου καὶ γιὰ ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ τὰ ἔθνη καὶ τὶς πόλεις, ἐργαζόταν νύκτα καὶ μέρα καὶ δὲν ἔπαιρνε ἀνάσα ἀπὸ τοὺς κόπους αὐτούς»7, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Ὁ χριστιανὸς συνδυάζει τὴν ἐργασία μὲ τὴν ἡσυχία καὶ τὴν πνευματικὴ ζωή. Προσπαθεῖ οἱ ἐπαγγελματικές του ἀπασχολήσεις νὰ ἔχουν μέτρο καὶ νὰ μὴ γίνονται ἐμπόδιο στὴν ἐσωτερική του γαλήνη καὶ στὴν προσευχή. Τὸ ἐνδιαφέρον του νὰ εἶναι στραμμένο κυρίως στὴν πνευματικὴ ἐργασία τῆς προσευχῆς, παίρνοντας ὡς παράδειγμα τοὺς γρηγοροῦντες μοναχούς. Ἐλέγχει τοὺς λογισμούς του καὶ παράλληλα μὲ τὶς ἐξωτερικές του ἀπασχολήσεις καλλιεργεῖ καὶ τὴν προσευχή. «Συγκεντρώνει τὸ νοῦ στὸν ἐσωτερικό του κόσμο καὶ φιλοσοφεῖ αὐτὰ ποὺ τοῦ ἁρμόζουν»8. Ὅταν ὁ ἀσκητὴς δὲν ἐλέγχει τὸν ἐσωτερικό του κόσμο, ἡ ἡσυχία χάνεται καὶ τότε «εἶναι δυνατὸν ὁ ἀσκητής, ἐνῶ μένει στὸ κελλί του, νὰ περιπλανιέται ἔξω μὲ τοὺς λογισμούς του καὶ ἐνῶ εἶναι στὴν ἀγορὰ νὰ ἐπαγρυπνεῖ σὰν νὰ εἶναι στὴν ἔρημο καὶ νὰ προσέχει τὸν ἑαυτό του μόνον καὶ τὸν Θεὸ καὶ νὰ μὴ δέχεται μὲ τὶς αἰσθήσεις τοὺς θορύβους τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων, ποὺ προσβάλλουν τὴν ψυχή του»9, ἐπισημαίνει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Ἔχουμε βέβαια καὶ τοὺς «ὀκνηροὺς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ὅταν ἀντιληφθοῦν βαριὰ τὴν ἐντολὴ τῆς ἐργασίας, κοιτάζουν νὰ προτιμήσουν τὴν προσευχή. Ὅταν ὅμως τὴν ἀντιληφθοῦν ξεκούραστη, ἀποφεύγουν τὴν προσευχὴ σὰν νὰ εἶναι φωτιά»10, λέει ὁ ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ἐπίσης ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς σχετικὰ μὲ τὴν ἐργασία καὶ τὴν εὐχὴ ἔλεγε: «Ἄν δὲν συμφωνήσει ἡ πράξη μὲ τὴν εὐχή, μάταια κοπιάζει ὁ ἄνθρωπος». Καὶ ὅταν τὸν ρώτησε ἕνας ἀδελφὸς τὶ σημαίνει αὐτό, ἀπάντησε: «Τὸ νὰ μὴ ξανακάνουμε ἐκεῖνα, γιὰ τὰ ὁποῖα εὐχόμαστε. Δηλαδή, ὅταν κάποιος παρατηρήσει τὰ δικά του θελήματα, τότε συμφιλιώνεται μαζί του ὁ Θεὸς καὶ δέχεται τὴν προσευχή του»11.
Οἱ ἐμπειρίες ἀπὸ τὶς διάφορες ἐργασίες εἶναι πολύτιμες καὶ βοηθοῦν πνευματικὰ τοὺς ἀνθρώπους. Συνήθως πολλοὶ χριστιανοί, ποὺ διδάσκουν καὶ συμβουλεύουν δὲν ἔχουν βιώσει οἱ ἴδιοι αὐτά, ποὺ ὑποδεικνύουν στοὺς ἄλλους. Αὐτὸ εὔκολα τὸ διαπιστώνουν οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τοὺς ἀκοῦν καὶ ὁ λόγος τῶν κηρύκων δὲν πείθει. Ὁ ἀββᾶς Κασσιανὸς ἔλεγε: «Ποτὲ δὲν ἔκανα τὸ δικό μου θέλημα. Καὶ οὔτε δίδαξα κανένα κάτι ποὺ πρίν δὲν τὸ ἔκανα»12. Ἐνδιαφέρουσες ἐπίσης εἶναι καὶ οἱ διαπιστώσεις τοῦ ἀββᾶ Ποιμένα: «Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ διδάσκει, ἀλλὰ δὲν κάνει ὅσα διδάσκει, μοιάζει μὲ βρύση, ἡ ὁποία ὅλους τοὺς ποτίζει καὶ τοὺς πλένει, ἀλλὰ ἡ ἴδια δὲν μπορεῖ νὰ καθαριστεῖ»13. «Εἶπε πάλι, ὅτι οἱ ἄνθρωποι ὅλα τὰ λένε, ἐλάχιστα ὅμως πράττουν»14.
Ἀξιοθαύμαστοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ συνδυάζουν τὴν ἐργασία μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή, ἀκολουθώντας τὸ φωτεινὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας.
Πρεσβ. Διονύσιος Τάτσης
Σημειώσεις:
7. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀναθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Β΄, Ἀθήνα 1994, σελ. 782-783. 8. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀναθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμος Β΄, Ἀθήνα 2003, σελ. 168. 9. Αὐτόθι. 10. Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Ὠρωπὸς 1978, σελ. 102. 11. Εἶπε Γέρων…, τὸ Γεροντικὸν σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση ἀπὸ Βασιλείου Πέντζα, Ἀθήνα 1974, σελ. 166. 12. Ὅπ. παρ., σελ. 135. 13. Ὅπ. παρ., σελ. 197. 14. Ὅπ. παρ., σελ. 202.