Ὁ φυσιολογικὸς ἄνθρωπος εἶναι κοινωνικός. Αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τοὺς ἄλλους, νὰ συναντηθεῖ μὲ γνωστούς, νὰ μάθει τὰ νέα τους, νὰ τοὺς πεῖ τὰ δικά του νέα, νὰ ἐνημερωθεῖ τί συμβαίνει στὴν κοινωνία, ποὺ ζεῖ, ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα, νὰ συνομιλήσει μὲ τοὺς συντοπίτες του γιὰ κοινὰ προβλήματα καὶ γενικὰ νὰ πληροφορηθεῖ γιὰ διάφορα γεγονότα, ποὺ συμβαίνουν στὴ μικρὴ κοινωνία, τῆς ὁποίας εἶναι μέλος.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄνθρωποι, ποὺ εἶναι μοναχικοὶ καὶ δὲν αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπικοινωνήσουν μὲ τοὺς συνανθρώπους τους. Εἶναι ἰδιόρρυθμοι, ἔχουν παράξενες ἰδέες, τοὺς ἀπασχολοῦν ἀπίθανα πράγματα, ὀνειρεύονται ξυπνητοὶ καὶ βιώνουν καταστάσεις, ποὺ δὲν ὑπάρχουν. Τοὺς διακρίνει ἐπίσης ἡ ἐπιμονὴ στὶς μὴ λογικές τους σκέψεις καὶ οἱ ἐπιθυμίες τους εἶναι ἀδύνατο νὰ πραγματοποιηθοῦν.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι «τίποτα δὲν εἶναι τόσο κακό, ὅσο ἡ ἀπομόνωση καὶ ἡ ἀδιαλλαξία καὶ ἡ ἀποφυγὴ σύναψης σχέσεων μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους»1.
Συνήθως ἡ μοναξιὰ ἐμφανίζεται σὲ ἀνθρώπους, ποὺ δὲν ἔχουν στενὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι καὶ μέσα στὴν οἰκογένεια μπορεῖ νὰ ὑπάρχει κάποιο μέλος της, ποὺ νὰ μὴ θέλει τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς γονεῖς του καὶ τὰ ἀδέλφια του.
Ἡ μοναξιὰ μπορεῖ νὰ εἶναι προσωπικὴ ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ ἐμφανίστηκε καὶ ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία οἰκογενειακοῦ περιβάλλοντος. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἡ μοναξιὰ εἶναι ἐπικίνδυνη γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ πολλὲς φορὲς τὸν ὁδηγεῖ σ’ ἕνα τρόπο ζωῆς ποὺ δὲν ἔχει εὐχάριστα γεγονότα καὶ ὄχι σπάνια δημιουργεῖ ἐχθρικὰ συναισθήματα γιὰ μερικὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ποτὲ δὲν τὸν ἔχουν ἐνοχλήσει. Ἀνησυχεῖ ὅμως ὅτι κάποτε στὸ μέλλον θὰ τοῦ κάνουν μεγάλο κακό! Δουλεύει ἀδιάκοπα ἡ φαντασία του καὶ ἀποφασίζει χωρὶς λογικὴ καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα καὶ τὴ δραστηριότητα τῶν συνανθρώπων του.
Οἱ συνέπειες τῆς ἀπομόνωσης εἶναι ὀλέθριες γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει σχετικά: «Τίποτα δὲν ὁδηγεῖ τόσο πολὺ στὴν ἔπαρση καὶ δὲν ἀποχωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅσο τὸ νὰ νομίζει ὅτι εἶναι αὐτάρκης καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κανένα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔφτιαξε ἔτσι, ὥστε νὰ ἔχουμε ὁ ἕνας ἀνάγκη ἀπὸ τὸν ἄλλο. Κι ἂν ἀκόμα εἶσαι σοφός, θὰ ἔχεις τὴν ἀνάγκη κάποιου ἄλλου. Ἂν ὅμως νομίσεις ὅτι δὲν ἔχεις ἀνάγκη, ἔγινες ὁ πιὸ ἀνόητος καὶ ὁ πιὸ ἀδύνατος ἀπὸ ὅλους. Γιατί ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος καὶ θὰ στερήσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε βοήθεια καὶ στὰ σφάλματά του κανεὶς δὲν θὰ βρεθεῖ οὔτε νὰ τὸν διορθώσει οὔτε νὰ τὸν συγχωρήσει καὶ τὸν Θεὸ θὰ ἐξοργίσει μὲ τὴν ἀλαζονεία του καὶ πολλὰ ἁμαρτήματα θὰ κάνει. Γιατί εἶναι δυνατὸν πολλὲς φορὲς καὶ ὁ σοφὸς νὰ μὴ ἔχει ἐπίγνωση τί εἶναι σωστό, καὶ ἀντίθετα ὁ πιὸ ἀνόητος νὰ βρεῖ καὶ νὰ προτείνει κάτι ἀπὸ τὰ πρέποντα καὶ ὀρθά»2.
Ἡ μοναξιά, γιὰ τὴν ὁποία κάνω λόγο ἐδῶ, δὲν ἔχει καμιὰ ὁμοιότητα μὲ τὴ μοναξιά, τὴν ὁποία ἐπιζητοῦν καὶ ἐπιδιώκουν οἱ ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν στὸ Θεὸ καὶ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν καταπολέμηση τῶν παθῶν τους καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Οἱ συνειδητοὶ αὐτοὶ χριστιανοὶ θεωροῦν τὴν περιοδικὴ μοναξιὰ εὐκαιρία, γιὰ νὰ τὴν ἀξιοποιήσουν μὲ τὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν προσευχή, μὲ τοὺς καλοὺς λογισμοὺς γιὰ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον, μὲ τὴ βαθύτερη μετάνοια καὶ γιὰ τὴ λήψη θεοφιλῶν ἀποφάσεων γιὰ τὴν προσωπική τους ζωή, ἀλλὰ καὶ τῶν οἰκείων τους. Γιὰ τοὺς πνευματικοὺς ἀγωνιστὲς ἡ μοναξιὰ εἶναι ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὶς πολλὲς μέριμνες, προκειμένου νὰ γαληνέψει ὁ νοῦς τους καὶ νὰ ἀναπαυθοῦν ἔστω καὶ γιὰ σύντομο χρονικὸ διάστημα.
Στοὺς ἀφοσιωμένους στὸ Θεὸ μοναχοὺς καὶ ἀναχωρητὲς ἡ μοναξιὰ εἶναι γόνιμος τρόπος ζωῆς. Τοὺς ἐμπλουτίζει μὲ ἱερὰ βιώματα, τὰ ὁποῖα εἶναι πρόγευση τῆς μακαριότητας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Παράλληλα εἶναι ἀφυπνιστικὰ καὶ γιὰ τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ χριστιανούς. Ἀπὸ τὶς διηγήσεις τῶν ἐμπειριῶν αὐτῶν ὠφελοῦνται πνευματικὰ καὶ σταθεροποιοῦνται στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή.
Ὁ ἀληθινὸς χριστιανός, ὅταν βλέπει ἕνα ἀπομονωμένο ἄνθρωπο θλίβεται καὶ θέλει νὰ τὸν βοηθήσει. Ὅμως στὶς περισσότερες περιπτώσεις ἡ ὁποιαδήποτε βοήθεια δὲν γίνεται δεκτή. Μόνο μὲ τὴν προσευχὴ μπορεῖ νὰ βοηθήσει.
Ὁ μοναχικὸς ἄνθρωπος βρίσκει διέξοδο στὴν τηλεόραση καὶ τὸ διαδίκτυο παρακολουθώντας συνεχῶς τὰ ἄθλια προγράμματα. Τελικὰ βρίσκεται σὲ συνεχῆ ἀναβρασμὸ καὶ πολλὲς φορὲς σχολιάζει μονολογώντας τὰ ὅσα βλέπει καὶ ἀκούει. Ἡ κατάστασή του ἐπιδεινώνεται, γιατί τρέφεται πνευματικὰ μὲ τὴν εἰκονικὴ πραγματικότητα τῶν προγραμμάτων, ἐνῶ ἀρνεῖται τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἄνθρωπους ποὺ ἔχει γύρω του. Ἡ ἀντιμετώπισή του εἶναι δύσκολη, ἂν ὄχι ἀδύνατη, γι’ αὐτὸ χρειάζεται ἀνοχὴ καὶ ὑπομονή.
Πρεσβ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΤΑΤΣΗΣ
Παραπομπές: 1. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμου Γ΄, Αθήνα 1995, σελ. 519. 2. Ὅπ. παρ., σελ. 519-520.




