Ἡ θέα τῆς ἀκτίστου θείας οὐσίας διὰ τοῦ κτιστοῦ φωτὸς κατὰ τὸν Θωμᾶν Ἀκινάτην

Share:

Τοῦ κ. Εὐλαλίου Θωμαΐδη, θεολόγου

  Στὴ σύγχρονη ἐποχὴ διάφοροι παπικοὶ θεολόγοι καὶ οὐνίτες προσ­παθοῦν νὰ μᾶς πείσουν ὅτι ἡ μακάρια θέα τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει κάτι σὰν βάση γιὰ ἕνα διάλογο μεταξύ τοῦ ὀρθόδοξου καὶ τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ θεολογικοῦ κόσμου [1]. Στὸ παρὸν μας ἄρθρο θὰ δείξουμε ὅτι ἡ ἀνωτέρω ἄποψη δὲν μπορεῖ νὰ εὐσταθεῖ, καθότι ὁ ἄνθρωπος γιὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν μετέχει τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τῆς ἀκτίστου θείας ἐνεργείας. Προτοῦ, ὅμως, ἐκθέσουμε τὴ θεωρία τῆς θέας τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη, θὰ πρέπει νὰ κάνουμε μία σύντομη ἀναφορὰ στὴν γνωσιολογία του, τὴ θεωρία του σχετικὰ μὲ τὸ πῶς γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τὰ κτιστὰ καὶ τὰ ἄκτιστα πράγματα.

  Σύμφωνα μὲ τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη, ὁ ἀνθρώπινος νοῦς εἶναι ἄδειος ἀπὸ ἰδέες, τουλάχιστον κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς γεννήσεώς του. Ὁ νοῦς δὲν ἔχει ἐντός του ἔμφυτες ἰδέες, ὅπως θὰ ἤθελε ἡ πλατωνικὴ καὶ αὐγουστίνεια παράδοση, ἀλλὰ εἶναι κάτι σὰν ἄδειος πίνακας. Ἡ διανοητικὴ γνώση ξεκινᾶ πάντοτε ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, σύμφωνα μὲ τὴν ἀριστοτελικὴ θεώρηση ποὺ ἀκολουθεῖ ὁ Ἀκινάτης. Ἡ ἐξωτερικὴ πραγματικότητα, ἤτοι ὅ,τι δὲν εἶναι ὑποκείμενο, ἀποστέλλει εἰκόνες στὸν ἀνθρώπινο νοῦ. Στὴ συνέχεια, ὁ ἐνεργητικὸς νοῦς ἀπὸ τὶς διάφορες εἰκόνες τῶν ἀντικειμένων ποὺ λαμβάνει ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, τὰ λεγόμενα φαντάσματα, διακρίνει τὴν οὐσιώδη ἀπὸ τὴν ἐπουσιώδη τους πλευρά. Ἀφοῦ διακρίνει τὸ οὐσιῶδες, ἦτο αὐτὸ ποὺ καθιστᾶ ἕνα πρᾶγμα νὰ εἶναι κάτι συγκεκριμένης φύσεως καὶ ὄχι ἄλλης, μεταφέρει τὴν οὐσιώδη δομὴ ποὺ ἀπέκτησε ἀφαιρετικά, στὸν παθητικὸ νοῦ. Ὁ παθητικὸς νοῦς εἶναι σὰν μία ἀποθήκη πλήρης μὲ ἰδέες, οἱ ὁποῖες ἔχουν προέλθει ἀπὸ τὴ διαδικασία τῆς ἀφαίρεσης, τουτέστιν ἡ φαντασία. Ἐν ὀλίγοις, ἡ ἔννοια δέντρο εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀφαιρετικῆς δράσης τοῦ νοός. Ὁ νοῦς βλέπει πολλὰ δέντρα, στὴ συνέχεια ἀφαιρεῖ τὰ συντυχιακὰ ἢ ἐνδεχομενικὰ χαρακτηριστικὰ τῶν δένδρων, ἤτοι αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ σὲ περίπτωση ἀπουσίας των, τὸ δέντρο δὲν θὰ ἔπαυε νὰ ἦταν δέντρο / οὐσιώδεις δομὲς (χρῶμα, ὕψος, μέγεθος κ.λπ.), κρατάει τὴν οὐσιώση μορφὴ τοῦ δέντρου, τὴν μεταφέρει στὴν ἀποθήκη τῶν ἰδεῶν / στὸν παθητικὸ νοῦ καὶ στὸ τέλος δημιουργεῖ μία λέξη ἢ ὅρο, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν οὐσία τοῦ δέντρου. Τὸ νοητὸ εἶδος, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνο ποὺ καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο ἱκανὸ νὰ γνωρίσει τὶς οὐσίες τῶν ὄντων, κατὰ τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη, πρᾶγμα ἀπαράδεκτο γιὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἄνθρωπος δὲν γνωρίζει κατὰ τοὺς Πατέρες τὶς οὐσίες τῶν ὄντων, καθότι δὲν εἶναι δημιουργός των, παρὰ μόνον τὶς ἰδιότητές των.

  Τί συμβαίνει τώρα μὲ τὴ θέα τοῦ Θεοῦ; Ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Θεὸς δρᾶ, ὅπως τὸ νοητὸ εἶδος ποὺ περιγράψαμε ἀνωτέρω. Μόνο ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀσκεῖ κάποια δραστηριότητα ἢ ἀφαίρεση, προκειμένου νὰ φθάσει στὸ Θεό, καθότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀσώματος. Ἐφόσον, λοιπόν, ἡ ἄκτιστη θεότητα εἶναι ἀσώματη καὶ ἡ γνώση ξεκινᾶ πάντοτε ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, ἕπεται ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καμία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἀνθρώπινο νοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν βλέπει διανοητικὰ (καὶ ὄχι μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος ὅπως εἴπαμε στὸ προηγούμενό μας ἄρθρο) τὸν Θεό, τὸ πράττει μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἴδιας τῆς θείας οὐσίας. Ὁ Θεὸς παρουσιάζει τὸν ἑαυτό του στὸν κάθε ἅγιο, σύμφωνα μὲ τὴ θωμιστικὴ θεολογία, μὲ ἕνα τρόπο ἄμεσο, ἀντικαθιστώντας τὴ λειτουργία τοῦ νοητοῦ εἴδους. Εἶναι σὰ νὰ λέμε ὅτι μία οὐσία, ἄκτιστη στὴν προκειμένη περίπτωση, εἶναι παροῦσα ἐντός τοῦ νοὸς τοῦ ἀνθρώπου, δίχως νὰ ἔχει προηγηθεῖ ἡ διαδικασία τῆς ἀφαίρεσης τοῦ οὐσιώδους ἀπὸ τὸ ἐπουσιῶδες τῆς εἰκόνας ποὺ ἐκχέεται ἀπὸ τὴν οὐσία ἢ τὴν πραγματικότητα (πάντως, ὅπως ἤδη εἴπαμε προηγουμένως, δὲν ὑπάρχει εἰκόνα ἢ φάντασμα τῆς θείας οὐσίας). Ὅμως, γιὰ νὰ γίνει αὐτὴ ἡ ἀνωτέρω θέα τῆς θείας οὐσίας ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου, χρειάζεται αὐτὴ νὰ ἐνισχυθεῖ ἀπὸ τὸ φῶς τῆς δόξας.

Τί εἶναι τὸ φῶς τῆς δόξας στὸ Θωμᾶ Ἀκινάτη; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή. Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ πολέμησε ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς στὸν Βαρλαὰμ Καλαβρό. Τὸ φῶς τῆς δόξας εἶναι ἕνα κτιστὸ φῶς ποὺ ἐνισχύει τὴ διανοητικὴ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, προκειμένου ἐκεῖνος νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ λάβει τὴ θέα τῆς θείας οὐσίας μὲ τρόπο ἄμεσο ἀπὸ τὸ νοῦ. Τὸ κτιστὸ φῶς τῆς δόξας εἶναι ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ ὅμοιο μὲ τὸ Θεό. Εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐξέρχεται τῶν φυσικῶν του δυνατοτήτων. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἑτοιμάζει τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴ θέα τῆς θείας οὐσίας, ἤτοι μία ὑπερφυσικὴ ἕξη ἢ διάθεση. Ἑπομένως, τὸ «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» σημαίνει ὅτι διὰ τοῦ κτιστοῦ φωτὸς μπορεῖ νὰ ὁραθεῖ, πάντα μονάχα διανοητικά, ἡ ἴδια ἡ θεία οὐσία τοῦ Θεοῦ [2].

  Στὴ συνέχει ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης προσπαθεῖ νὰ μᾶς πείσει ὅτι ἡ θέα τοῦ «ἀκτίστου φωτός», τὸ ὁποῖο ταυτίζεται μὲ τὴν θεία οὐσία καὶ ὄχι μὲ τὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια, μέσῳ τοῦ κτιστοῦ φωτὸς τῆς δόξης δὲν καταλύει τὴν ἄμεση θέα τοῦ Θεοῦ. Τὸ κτιστὸ φῶς τῆς δόξης δὲν εἶναι ἕνα μέσο, διὰ τοῦ ὁποίου ὁρᾶται ὁ Θεός, ἀλλὰ εἶναι ἕνα κτιστὸ μέσο κάτω ἀπὸ τὸ ὁποῖο βλέπεται ὁ Θεός, ἐξήγηση ἡ ὁποία δὲν πείθει καὶ τόσο τὸν ὀρθόδοξο μελετητή.

  Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ὑπάρχει κτιστὸ ὑπερφυσικὸ φῶς ποὺ προετοιμάζει τὸ νοῦ, γιὰ νὰ ἀτενίσει τὴ θεία οὐσία. Ἡ θεία οὐσία δὲν θὰ ἰδωθεῖ ποτέ, ἀλλιῶς θὰ ἔπαυε νὰ ἰσχύει ἡ διάκριση μεταξὺ Θεοῦ καὶ κτίσης. Τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστο, καθότι ταυτίζεται μὲ τὴν ἴδια τὴν φυσικὴ πρόοδο καὶ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν  κτιστὴ  πρα­γματικότητα. Ὁ ἄνθρωπος δὲν χρειάζεται ἕνα κτιστὸ ὑπερφυσικὸ φῶς, προκειμένου νὰ προετοιμαστεῖ γιὰ τὴ θέα τοῦ Θεοῦ, καθότι ἔχει τὸ κατὰ φύσιν [3]. Τὸ κατὰ φύσιν ὑπακούει πάντοτε στὸ ὑπὲρ φύσιν, δηλαδὴ στὸ ἄκτιστο. Συνεπῶς, οἱ Ἕλληνες Πατέρες ἀντὶ νὰ ψάχνουν γιὰ ὑπερφυσικὰ κτιστὰ φῶτα, ἀσκοῦσαν τὶς φυσικὲς των ἀρετὲς μετὰ ἀπὸ ἀγώνα κατὰ τοῦ παρὰ φύσιν, καὶ ὅποιος ἀσκεῖ τὶς φυσικές του ἀρετὲς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ὄχι στὸν Θεό, γι’αὐτὸ καὶ Ἐκεῖνος τοῦ ἐμφανίζεται ἢ δωρίζεται ἀκτίστως. Τὸ παρὰ φύσιν εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἐμποδίζει τὴ θέα τοῦ Θεοῦ, τουλάχιστον κατὰ τὴν παροῦσα ζωή, καὶ ὄχι ἡ σωματικότητα καθαυτή, ὅπως εἴδαμε στὸ προηγούμενό μας ἄρθρο.

  Κλείνοντας, ὀφείλουμε νὰ σημειώσουμε ἐν εἴδει συμπεράσματος ὅτι ἡ μακάρια θέα τῆς θείας οὐσίας δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν πατερικὴ θεολογία, διότι οἱ ὀρθόδοξοι ὑποστηρίζουμε τὴν θέα τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν, τῶν φυσικῶν προόδων τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅ,τι δὲν εἶναι Θεός, τὸ ἄκτιστο φῶς καὶ τὴν ἄκτιστη θεία Βασιλεία καὶ ὄχι τὴ θέα τῆς θείας οὐσίας μέσῳ τοῦ κτιστοῦ φωτὸς τῆς δόξας τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη. Ἑπομένως, ὁ κάθε Kappes ἂς μὴ προσπαθεῖ νὰ γεφυρώσει τὰ ἀγεφύρωτα, καθότι τὸ μόνο ποὺ θὰ καταφέρνει εἶναι νά γίνεται καταγέλαστος στὰ μάτια ὅσων τυχαίνει νὰ γνωρίζουν τόσο τὴν ὀρθόδοξη ὅσο καὶ τὴν παπικὴ θεολογία.

 Σημειώσεις:

[1] Βλ. ἐνδεικτικὰ τὴν ἀπαράδεκτη ἄποψη τοῦ C. W. Kappes. C. W. Kappes, «Ἡ μετάφραση (1368-1369/71) ἐπιλεγμένων quaestiones τοῦ Ὑπομνήματος (1302/03-1304/07) τοῦ Δομινικανοῦ Ἑρβαίου Νατάλις (ca. 1250/60-1323) στὶς Sententiae τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ ἀπὸ τὸν Πρόχορο Κυδώνη (ca. 1330-1369/71)», στό: Thomas Latinus – Thomas Graecus: Ὁ Θωμᾶς Ἀκυινάτης καὶ ἡ πρόσληψή του στὸ Βυζάντιο. Πρακτικὰ συνεδρίου (Ἀθήνα, Κέντρο πολιτισμοῦ «Ἵδρυμα Σταῦρος Νιάρχος», 14 – 15 Δεκεμβρίου 2017), Ἰ. Ἀ. Δημητρακόπουλος καὶ Χ. Δενδρινὸς (ἐπιμέλεια), Ἄρτος Ζωῆς: Ἀθήνα 2020, σελ. 334. Ὁ ἀνωτέρω ἀναφερθείς συγγραφέας ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀποδέχεται τὴν visio beatifica ἢ μακάρια θέα. Κάτι τέτοιο, ὅμως, προϋποθέτει τὴν ταύτιση τοῦ ἀκτίστου θείους φωτὸς μὲ τὴν ἴδια τὴ θεία οὐσία, γεγονὸς ποὺ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος δὲν ἀποδέχτηκε ποτέ του. [2] ST I. q. 12, a.2 [3] Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅ,τι οἱ Λατῖνοι συγχέουν τὸ κατὰ φύσιν μὲ τὸ ὑπὲρ φύσιν. Τὸ δικό τους ὑπὲρ φύσιν εἶναι τὸ δικό μας κατὰ φύσιν, καθότι εἶναι κτιστὸ γιὰ ἐκείνους, ἐνῶ γιὰ ἐμᾶς τὸ ὑπὲρ φύσιν εἶναι μονάχα ἄκτιστο. Ἀντίστοιχα, τὸ δικό τους κατὰ φύσιν εἶναι τὸ δικό μας παρὰ φύσιν, γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἀποδέχονται τὴ φυσικὴ ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν κακό, ἐνῶ ἐμεῖς ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἡ ροπὴ πρὸς τὴν ἁμαρτία εἶναι τὸ γνωμικό μας θέλημα (ἐπιλογὲς καὶ συνήθεια τῶν ἐπιλογῶν) καὶ ὄχι κάποια ὑποτιθέμενη κλίση τῆς φύσεως πρὸς τὸ κακὸ ἢ ἁμαρτία. Ἐὰν ἡ κλίση πρὸς τὴν ἁμαρτία ἦταν φυσική, τότε ὁ ἀσκητικὸς ἀγώνας θὰ ἦταν μάταιος, μία αὐτοκτονία καὶ ὄχι θεραπεία.

Previous Article

Πνευματική απάτη με μάσκα ευεξίας

Next Article

Απαραίτητη η συνεργασία Κράτους και Εκκλησίας στην Προστασία της πίστης και του Ατόμου!