Ἡ Θεολογία τῆς Σταυρικῆς θυσίας

Share:

Τοῦ κ. Δημητρίου Μπαγλατζῆ.

Προπτυχιακοῦ φοιτητοῦ εἰς τὸ τμῆμα φιλοσοφίας Ε.Κ.Π.Α

  Ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἑόρτασε τὸ Ἅγιο Πάσχα. Μὲ ἀφορμὴ τὶς Ἅγιες ἡμέρες τοῦ Πάσχα θὰ ἐξετασθεῖ τὸ θέμα τῆς σταυρώσεως, τοῦ ἑκουσίου πάθους, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν Ἀνάσταση, μοναδικὴ ἐλπίδα στοὺς δύσκολους καιρούς, ποὺ σήμερα ζοῦμε. Στὸ ἄρθρο αὐτὸ θὰ γίνει μία προσπάθεια, γιὰ νὰ καταδει-χθοῦν οἱ διαφορὲς μεταξὺ τῆς Σχολαστικῆς (Δυτικῆς-Παπικῆς) Θεολογίας σὲ σχέση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία.

  Ξεκινώντας μὲ τοὺς Σχολαστικοὺς Θεολόγους καί, πιὸ συγκεκριμένα μὲ τὸν Ἄνσελμο, θὰ παρουσιαστοῦν οἱ θέσεις καὶ οἱ ἀντιλήψεις τους σχετικὰ μὲ τὸ Προπατορικὸ Ἁμάρτημα. Εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους τὸ γεγονὸς τῆς ἐκδίωξης τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Κατὰ τὴν Δυτικὴ ὅμως παράδοση ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα εἶχαν διαφορετικὴ φύση ἀπὸ τὴν μετὰ-πτωτικὴ ἀνθρωπίνη φύση. Αὐτὸ βέβαια συμβαίνει, διότι, κατ’ αὐτούς, μετὰ τὴ πτώση, ἡ φύση τους ἀλλοιώθηκε καὶ κατὰ συνέπεια ἄλλαξε. Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν ἁμαρτάνοντας προσέβαλε τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ταύτη ἡ προσβολὴ τῆς Οὐσίας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ὁδήγησε στὴν πτώση. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὑπέστη μεγίστη προσβολή, προσβολὴ ποὺ ἐπιζητεῖ μία δικανικὴ ἱκανοποίηση. Κατὰ συνέπεια γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἱκανοποιηθεῖ, ἐπιβάλλεται νὰ παραδώσει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἁμάρτησαν στὰ χέρια τοῦ Σατανᾶ. Ἐδῶ κάποιος ἀντιλαμβάνεται ὅτι κατὰ τοὺς δυτικοὺς θεολόγους ὑπάρχει μία ταύτιση οὐσίας καὶ ἐνέργειας (Actus Purus) στὸν Θεὸ καὶ βέβαια αὐτὴ ἡ ταύτιση δημιουργεῖ τεράστια προβλήματα, ὄχι μόνο στὴν θεολογία ἀλλὰ καὶ στὴ σχέση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμο. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ ποὺ προσεβλήθη ἀπαιτεῖ δικαιοσύνη καὶ μεγίστη τιμωρία. Ὁ Θεὸς λοιπὸν μετατρέπεται σὲ ἕνα ἀνελέητο δικαστή. Ὁ θάνατος καὶ ἡ φθορὰ εἶναι ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἐξαιτίας τοῦ προσωπικοῦ ἁμαρτήματος τοῦ Ἀδάμ. Ἡ παράδοση τῆς ἀνθρωπότητας στὸν διάβολο σημαίνει πὼς αὐτὸς ποὺ πολεμοῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, πλέον ἀναλαμβάνει τὰ ἡνία, γιὰ νὰ ἐπιτελέσει αὐτὸ τὸ ἔργο τῆς θείας τιμωρίας, μὲ θεία παραχώρηση. Ὁ θάνατος εἰσβάλλει στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, γιατί καὶ ὁ κάθε ἀπόγονος τοῦ Ἀδὰμ φέρει ἐπάνω του τὸ προσωπικὸ ἁμάρτημα τοῦ προπάτορος καὶ ὅλοι εἶναι συνυπεύθυνοι γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ποὺ ἔχει πιὰ ἀλλοιώσει ὁλοσχερῶς τὴν ἀνθρωπίνη φύση.

  Ἡ παράδοση τῶν σχολαστικῶν διδάσκει τὴν δικανικὴ θέση περὶ τοῦ ἀντιλύτρου. Ἐπειδὴ προσ­βλήθηκε ἡ θεία οὐσία κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσει τὴν θεία δικαιοσύνη, μόνο ὁ ἀναμάρτητος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Κατά αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ θυσία τοῦ Κυρίου πάνω στὸν σταυρὸ λειτουργεῖ ὡς λύτρο, γιὰ νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἡ Θεία Οὐσία. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο ἡ θεολογία τοῦ σταυροῦ ἀπολυτοποιεῖται, γιατί ἐκεῖ ὁ Υἱὸς πληρώνει τὰ λύτρα καὶ δὲν γίνεται κατανοητὴ οὔτε ἡ ἀνάσταση οὔτε ἡ θέα τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν θεωμένων. Ἀνακεφαλαιώνοντας ὁ Πατήρ, κατὰ τοὺς Λατίνους, ὁδηγεῖ τὸν ἀναμάρτητο Υἱὸ του εἰς τὸν θάνατο, γιὰ νὰ ἐξαγοράσει μὲ τὸν θάνατο ἑνὸς δικαίου τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐξαιτίας τοῦ Ἀδάμ.

Τὰ κενὰ καὶ τὰ λάθη τῶν θέσεων αὐτῶν εἶναι τερατώδη μὲ μεγάλες συνέπειες. Ἂν τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖ πρωτίστως τὴν ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης ποὺ εἶναι κατὰ τοὺς Λατίνους ταυτόσημη μὲ τὴν θεία οὐσία, ὅπως βέβαια καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐνέργεια, τότε ἔχουμε  νὰ κάνουμε μ’ ἕνα σαδιστὴ Θεὸ ποὺ ἐπιβάλλει καὶ ἀπαιτεῖ τὴν σταύρωση τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ Του, γιὰ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν προσβολὴ ποὺ ἐγένετο κατὰ τῆς θείας του Οὐσίας μὲ τὴν ἀστοχία τοῦ ἀνθρώπου. «Θὰ πρέπει τότε νὰ ψάξουμε νὰ βροῦμε ἕνα ἄλλο Θεὸ ὄχι μόνον αὐτοτελῆ, αὐτενέργητο (ἀπόλυτον, ἐλεύθερον ἀπὸ κάθε μεταβλητότητα) ποὺ δὲν ἀσχολεῖται μόνο μὲ τὸν ἑαυτό Του, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀγαθός. Καὶ μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῆς ἀγαθότητάς Του δὲν ἱκανοποιεῖται νὰ ἐνεργεῖ μόνο γιὰ τὸν Ἑαυτό Του, οὔτε βέβαια νὰ μένει δίχως ἐνεργοποιημένα θελήματα, ἀλλὰ στρέφεται ὑπεράγαθα πρὸς τὰ κτίσματά Του. Μόνο ἔτσι εἶναι σὲ θέση νὰ μᾶς εὐεργετεῖ καὶ βέβαια δὲν προτιμᾶ νὰ παραμένει ἀνίκανος πρὸς εὐεργεσία. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο εἶναι καὶ ἀκίνητος καὶ κινούμενος. Ἔτσι παραμένει σταθερὰ μεθεκτὸς σὲ ὅλη τὴν δημιουργία μέσῳ τῶν δημιουργικῶν του ἐπαφῶν καὶ τῶν προνοητικῶν Του δραστηριοτήτων. Γιατί ἂν δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ παραμείνει μεθεκτός, θὰ πρέπει νὰ ψάξουμε νὰ βροῦμε ἄλλον Θεὸν ποὺ θὰ εἶναι μεθεκτὸς, ἔτσι ὥστε μετέχοντας σὲ Αὐτόν νὰ μποροῦμε νὰ ὑπάρχουμε νὰ ζοῦμε καὶ νὰ γινόμαστε ἔνθεοι» [1]

Σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὶς «θεολογίες» τῶν Λατίνων ἡ ὀρθόδοξη Πατερικὴ παράδοση διασαφηνίζει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τὸν θάνατο καὶ οὔτε φυσικὰ τὸν ἔστειλε ὡς τιμωρία, γιατί ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸ κτίσμα Του, γιὰ νὰ παραμείνει ἀθάνατο κινούμενο μέσα στήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπὸν οἱ Πατέρες ἀντιμετώπισαν τὴν πτώση τοῦ Ἀδάμ; Ὁ Ἀδὰμ προκλήθηκε ἀπὸ τὸν πειρασμὸ καὶ ὁδηγήθηκε εἰς προσωπικὴ ἐπιλογή, δηλαδὴ ἔφαγε ἀπὸ τὸ δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ποὺ ὁ Θεός εἶχε ἀπαγορεύσει. Ἡ προσωπικὴ αὐτὴ ἐπιλογὴ κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση εἶναι ὁ ὁρισμὸς τῆς ἁμαρτίας. Στὸν παράδεισο ὁ Ἀδὰμ βρισκόταν σὲ κατάσταση θέωσης, δηλαδὴ ζοῦσε τὴν ἄκτιστη ζωὴ τοῦ Θεοῦ κατὰ χάριν σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή. Ἡ προσωπικὴ αὐτὴ ἐπιλογὴ τοῦ Ἀδὰμ ἦταν παρὰ φῦσιν, ποὺ τὸν κίνησε πρὸς τὴν ὕλη καὶ μακριά τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶχε ὡς συνέπεια νὰ ἀπομακρυνθεῖ ὁ Ἀδὰμ ἀπὸ τήν ἄκτιστον χάρι τοῦ Θεοῦ, ὡς μὴ μετέχων πλέον αὐτῆς, καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν δερματίνων χιτώνων ποὺ εἶναι τὰ ἀδιάβλητα πάθη. Ἡ φύση τοῦ Ἀδὰμ δὲν ἄλλαξε καὶ παραμένει ἡ ἴδια, ὅμως προστέθηκε σὲ αὐτὴν ὁ θάνατος καὶ ἡ φθορά, γιὰ νὰ μὴ γίνει τὸ κακὸ ἀθάνατο. Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο διαφαίνονται καθαρὰ οἱ διαφορὲς μὲ τὴν σχολαστικὴ παράδοση. Ἡ ἁμαρτία δὲν ἀνήκει στὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ εἶναι μία προσωπικὴ ἐπιλογή, ἐπιλέγει μὲ ἄλλα λόγια ὁ παλαιὸς Ἀδὰμ διὰ τοῦ γνωμικοῦ θελήματος νὰ ἀλλάξει τὴν τροχιὰ τῆς φύσεως. Ἀντὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸ φυσικό του θέλημα ποὺ θὰ τὸν ἔφερνε μέσα στήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ προτίμησε διὰ τοῦ γνωμικοῦ θελήματος νὰ στρέψει τὴν φύση του πρὸς τὴν ὕλη. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἄμεσο ἀποτέλεσμα τὸν θάνατο, γιατί ἡ ὕλη δὲν ἔχει μέσα της τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς. Ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδὰμ δὲν κληρονόμησαν τὴν προσωπική του ἁμαρτία, ὡς φαντάζεται ἡ δυτικὴ ἀντίληψη, ἀλλὰ τὶς συνέπειες αὐτῆς. Ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀλλοιωθεῖ, ἀλλὰ προσθέτει διὰ τῆς ἁμαρτίας σκουριὰ στὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου, γιατί ὁ κάθε ἄνθρωπος συνεχίζει νὰ προσθέτει καὶ διὰ τῆς προσωπικῆς του ἐπιλογῆς ἀκολουθώντας τὸ γνωμικό του θέλημα περαιτέρω σκουριὰ στὴν φύση. Κάνοντας προσωπικὲς ἐπιλογὲς διὰ τοῦ γνωμικοῦ θελήματος οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδὰμ χρειάζονται θεραπεία.

Συνοψίζοντας, τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει μέσα στὸν Θεό, εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν προσωπικῶν ἐπιλογῶν, δηλαδὴ ἀνήκει στὴν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ θάνατος καὶ ἡ φθορὰ ὡς συνέπεια τῆς ἀστοχίας προστέθηκαν στὴν φύση μας, γιὰ νὰ μὴ εἶναι αἰώνιο τὸ κακὸ στὸν κόσμο, γιὰ τὸ ὁποῖο ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀκολουθήσαμε τὸν διάβολο καὶ παραδοθήκαμε στὰ χέρια τοῦ ἀρχέκακου ὄφι. Τὸ κακὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι αἰώνιο, διότι δὲν βρίσκεται μέσα στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὁπότε θὰ καταργηθεῖ, ὅπως ἀκριβῶς ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος.

Ἀναδείχθηκαν μείζονα θέματα ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἐμφανίστηκαν οἱ μεγάλες διαφορὲς μὲ τὶς «θεολογίες» τῶν σχολαστικῶν ποὺ ἀγνοοῦν, ἀθετοῦν καὶ καταργοῦν τὴν Βίβλο, τοὺς Πατέρες καὶ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Καλὸ θὰ ἦταν νὰ διατυπωθεῖ καὶ ἡ σύνδεση τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδὰμ μὲ τὴ σταύρωση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεὸς ἐνσαρκώνεται, γίνεται ἄνθρωπος, γιὰ νὰ θεοποιήσει τὸν ἄνθρωπο. Στὴν θεολογικὴ γλῶσσα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Παναγίας Τριάδος προσλαμβάνει καὶ ἀνθρωπίνη φύση διατηρώντας φυσικὰ καὶ τὴν θεϊκή Του φύση. Μὲ ἄλλα λόγια τὸ πρόσωπο τοῦ Λόγου ἑνώνει ὑποστατικὰ δύο φύσεις, θεϊκὴ καὶ ἀνθρώπινη. Ἡ μία φύση εἶναι μέσα στὴν ἄλλη, περιχωρεῖται, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως ἀτρέπτως καὶ ἀχωρίστως. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ποὺ προσέλαβε ὁ Χριστὸς στὴν ὑποστατικὴ ἕνωση εἶναι ὅλη ἡ ἀνθρώπινη φύση χωρὶς ἁμαρτία, ἐνδεδυμένη μὲ τοὺς δερμάτινους χιτῶνες τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, δηλαδὴ μὲ τὰ  ἀδιάβλητα πάθη. Θὰ πρέπει κανεὶς νὰ γνωρίζει ὅτι τὰ ἀδιάβλητα πάθη στὸν Κύριο δὲν ἦταν ἀναγκαστικά, ἀλλὰ ὁ ἴδιος θέλησε νὰ πεινάσει καὶ πείνασε, θέλησε νὰ διψάσει καὶ δίψασε, θέλησε νὰ πεθάνει καὶ πέθανε. Ἀντιθέτως βέβαια στὸν κάθε ἄνθρωπο, τὰ ἀδιάβλητα πάθη, δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ θέλημά του, ἀλλὰ εἶναι ἀναγκαστικά, ὅπως ἡ πεῖνα, ἡ δίψα, κούραση ,φόβος καὶ παρόμοια.

Προσλαμβάνει ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν ὁδηγεῖ στὴν σταύρωση καὶ τὸ ἑκούσιο πάθος. Πράγματι αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθεῖ εἶναι ὅτι Κύριος δὲν εἶχε τάση πρὸς ἁμαρτία, ὄντας τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ὁ Χριστὸς ἐπειδὴ ὁ ἴδιος τὸ θέλησε, διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρία, καταδικάστηκε μὲ Σταύρωση καὶ θάνατο ὄντας ὁ ἴδιος ἀναμάρτητος. Τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου ἦταν ἀδύνατον νὰ κρατήσουν, τὸν ἴδιο δημιουργὸ τῆς ζωῆς, ὁ ὁποῖος προσέλαβε ἀνθρώπινη φύση, γιὰ νὰ καταργήσει τὸ κράτος τοῦ διαβόλου. Στὴ Παλαιὰ Διαθήκη ὑπῆρχαν δίκαιοι καὶ φωτισμένοι ἄνθρωποι ὅμως τοὺς κρατοῦσε ἀδίκως ὁ θάνατος. Ὅλοι οἱ πρὸ Χριστοῦ ἄνθρωποι, δίκαιοι καὶ μή, ἑνώθηκαν μαζὶ μὲ τὸν Κύριο ποὺ ζωοποίησε τὶς ψυχές τους καὶ κατήργησε τὸ θάνατο. Ὁ θάνατος, καὶ ὁ διάβολος νικήθηκαν ἀπό τόν Χριστό. Νικήθηκαν κατὰ κράτος, διότι ἀνέστη ὁ Κύριος καὶ ἐνεφανίσθη πολλοῖς. Μέ τὴν διδασκαλία Του ἀνεδείχθη ὁ τρόπος θεραπείας τῆς ἀνθρώπινης ἀσθένειας. Ἦλθε στὴ γῆ ὡς τέλειος ἄνθρωπος καὶ Θεός, ὡς τὸ ἀρχέτυπο τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔζησε μὲ φυσικὸ θέλημα, γιὰ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο στὴν κατάργηση τοῦ γνωμικοῦ θελήματος  ζώντας ἐν Χριστῷ, ὅπως πολὺ σωστὰ ἐπισημαίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «Ζῶ δὲ οὐκέ τι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».

Ἐν κατακλεῖδι ὁ ἐκούσιος Σταυρὸς τοῦ Κυρίου καὶ ἡ πορεία του πρὸς τὸν Γολγοθᾶ, ποὺ θὰ ἀνοίξει τὸν δρόμο στὴν ζωοποιὸ Ἀνάσταση, ὑπενθυμίζει στὸν κάθε ἄνθρωπο τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὡς θεία ἄκτιστη ἐνέργεια δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ [2] καὶ τὸ προαιώνιο σχέδιο σωτηρίας παγγενῆ τοῦ Ἀδάμ, ὅπως διαφαίνεται μέσα στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ποὺ ἀπέχει παρασάγγας ἀπὸ αὐτὴ τῶν Παπικῶν. Ὑπενθυμίζει καὶ στὸν κάθε ἄνθρωπο νὰ κάνει ἀγῶνα, γιὰ νὰ καταργήσει τὸ γνωμικό του θέλημα καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, νὰ πεθάνει δηλαδή, νὰ σταυρωθεῖ ὁ γνωμικὸς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ζήσει ἀναστημένος μὲ τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος στὸ τέλος τῶν καιρῶν ἀναπόφευκτα θὰ ἑνωθεῖ μὲ ὅλους, ὅπως πολὺ ὡραῖα παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: Ἡ ἀνθρωπίνη φύση δὲν μπορεῖ νὰ περιέχει τὶς ὑπερφύσιν ἀρχὲς ποὺ τὴν ξεπερνοῦν, καθὼς δὲν μπορεῖ νὰ περιλαμβάνει τοὺς νόμους ποὺ εἶναι ἀντίθετοι σὲ αὐτὴν τὴν φύση. Δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ εἶναι ὑπὲρ φύσιν, ἐννοῶ τὴν ἀκατάληπτη χαρὰ ποὺ ὁ Θεὸς αὐθόρμητα προκαλεῖ σὲ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἄξιοι νὰ ἑνωθοῦν μαζί του κατὰ χάρι, καθὼς κι αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀντίθετο στὴν φύση, ἐννοῶ τὴν ἀπερίγραπτη τιμωρία, ἡ ὁποία ἔχει σὰν αἰτία τὴν στέρηση αὐτῆς τῆς χαρᾶς. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ τιμωρία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς ἀναξίους, ὅταν ἑνώνεται μαζί τους μ’ ἕνα τρόπο ἀντίθετο πρὸς τὴν χάρη. Ὁ Θεὸς θὰ ἑνωθεῖ μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸς γνωρίζει πῶς, σύμφωνα μὲ τὴν θεμελιώδη ποιότητα τῆς ἐνδόμυχης καταστάσεως. Προνοεῖ γιὰ κάθε ἄνθρωπο τὴν ἱκανότητα νὰ Τὸν δεχθεῖ καὶ νὰ Τὸν ἀντιληφθεῖ. Αὐτὸς ποὺ στὸ τέλος τῶν καιρῶν ἀναπόφευκτα θὰ ἑνωθεῖ μὲ ὅλους. [3]

Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ φωτίσει τὸν κάθε ὀρθόδοξο νὰ ζήσει τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῆς σωτηρίας, διατηρώντας ἀκέραιη τὴν πίστη ἔτσι ὅπως μᾶς τὴν μετέδωσαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Σημειώσεις:

[1] Δεύτερη Τριάδα 24

[2] Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἀπαντώντας στὸν Βαρλαάμ, ἐπεξηγεῖ μὲ σαφῆ καὶ κατανοητὸ τρόπο: ὅλα αὐτὰ ποὺ στὴν πραγματικότητα ὑπάρχουν, μποροῦν νὰ μετέχουν τοῦ Θεοῦ καί, παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ ὑπερούσια οὐσία τοῦ Θεοῦ μένει τελείως ἀμέθεκτη. Ἑπομένως θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει κάτι ἄλλο μεταξὺ τῆς ἀμέθεκτης οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν μετεχόντων σὲ Αὐτήν. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ ἄλλου κάθε πραγματικότης ποὺ ὑπάρχει, μετέχει στὴν δημιουργικὴ καὶ συνεκτικὴ δραστηριότητα τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἦταν τρομακτικὴ ἀπώλεια, ἂν ἐξαφανίζετο ἡ ἑνότητα μεταξὺ ἀμέθεκτης οὐσίας καὶ μεθεκτῶν ἐνεργειῶν Του. Ἂν θέλεις νὰ μᾶς κάνεις μετόχους τοῦ Θεοῦ, μὴ μᾶς ἀπομακρύνης ἀπὸ τὴν πραγματικὴ ἑνότητα κατασκευάζοντας ἀγεφύρωτο χάσμα εἴτε μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ δημιουργίας, εἴτε μεταξὺ τῆς πρόνοιάς Του καὶ τῆς κάθε ὑπαρκτῆς πραγματικότητος.

[3] Μάξιμος Ὁμολογητὴς θεολογικὰ καὶ πολεμικὰ κεφάλαια ἑκαντοντὰς τετάρτη, 4.20 κ (Οὐκ ἔχει γὰρ ἡ φύσις τῶν ὑπὲρ φύσιν τοὺς λόγους· ὥσπερ οὐδὲ τῶν παρὰ φύσιν τοὺς νόμους. Ὑπὲρ φύσιν δὲ λέγω, τὴν θείαν καὶ ἀνεννόητον ἡδονήν, ἥν ποιεῖν πέφυκεν ὁ Θεὸς φύσει, κατὰ τὴν χάριν τοῖς ἀξίοις ἑνούμενος· παρὰ φύσιν δέ, τὴν κατὰ στέρησιν ταύτης συνισταμένην ἀνεκλάλητον ὀδύνην· ἥν ποιεῖν εἴωθεν ὁ Θεὸς φύσει, παρὰ τὴν χάριν τοῖς ἀναξίοις ἑνούμενος· κατὰ γὰρ τὴν ὑποκειμένην ἑκάστῳ ποιότητα τῆς διαθέσεως ὁ Θεὸς τοῖς πᾶσιν ἑνούμενος, ὡς οἶδεν αὐτός, τὴν αἴσθησιν ἑκάστῳ παρέχεται, καθὼς ἐστιν ἕκαστος ὑφ’ ἑαυτοῦ διαπεπλασμένος πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ πάντως πᾶσιν ἑνωθησομένου κατὰ τὸ πέρας τῶν αἰώνων).

Previous Article

Δεν είμαστε ό,τι φαινόμαστε!

Next Article

Πατρολογία: Βίος Βασιλείου, Πρῶτο μέρος