Οἱ ἄπιστοι ἄνθρωποι ἀκολουθοῦν δρόμους, ποὺ δημιουργοῦν δυσάρεστες καταστάσεις στὴ ζωή τους. Ἔχουν ὡς ὁδηγὸ τὸ λογικό τους, ποὺ εἶναι πηγὴ πολλῶν κακῶν, ὅταν δὲν φωτίζεται ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Δέχονται ποικίλα ἐρεθίσματα, προβληματίζονται, ἐπηρεάζονται καὶ συμπεραίνουν γιὰ θέματα, ποὺ δὲν γνωρίζουν ἢ ποὺ τοὺς ὑπερβαίνουν. Ἔτσι ὁ παραλογισμός τους εἶναι μόνιμος, ἡ ὀρθὴ κρίση ἀπουσιάζει καὶ οἱ ἀποτυχίες εἶναι συχνές. Δὲν ἔχουν ἕνα στήριγμα στὴν πορεία καὶ συνεχῶς ἀλλάζουν τρόπους καὶ κατευθύνσεις. Ἀναζητοῦν λύσεις στὰ προβλήματα, ποὺ εἶναι γνωστές, περιγράφουν μὲ τὴ φαντασία τους τὰ ἀπερίγραπτα, χωρὶς νὰ τὰ ἔχουν βιώσει καὶ ποτὲ δὲν σταθεροποιοῦνται οἱ σκέψεις τους καὶ οἱ ἀποφάσεις τους. Ἡ ἐπικοινωνία μὲ ἄλλους ἀνθρώπους εἶναι ἀδύνατη, γιατί κανένας δὲν τοὺς ἐμπιστεύεται.
Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει ὅτι ἡ πίστη στὸ Θεὸ καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὸ θέλημά του κατευνάζουν τὸ σάλο, ποὺ προκαλεῖ τὸ λογικὸ στὸν ἄνθρωπο. Χρησιμοποιεῖ μάλιστα καὶ ἕνα πειστικὸ παράδειγμα: «Ὅταν ἔλθει ἡ πίστη, διαλύει ὅλο τὸ πνευματικὸ σκοτάδι ἀπὸ τὴν ψυχὴ ἐκείνου, ποὺ τὴν ἀποδέχεται. Καὶ ὅπως τὸ πλοῖο ποὺ κλυδωνίζεται ἀπὸ τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου καὶ καταποντίζεται ἀπὸ τὴ σφοδρὴ λαίλαπα, τὸ κρατάει ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη ἡ ἄγκυρα, ποὺ ρίχνεται καὶ τὸ σταθεροποιεῖ στὴ μέση τοῦ πελάγους, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὁ δικός μας νοῦς, ὅταν τὸν συνταράσσουν οἱ λογισμοί, ποὺ ἐπιτίθενται ἀπ’ ἔξω, ἀφοῦ ἔλθει ἡ πίστη, μὲ μεγαλύτερη ἀσφάλεια τὸν σώζει ἀπὸ τὸ ναυάγιο, καὶ σὰν σὲ γαλήνιο λιμάνι ὁδηγεῖ τὸ σκάφος μὲ τὴ βεβαιότητα, ποὺ παρέχει ἡ συνείδηση. Τὸ κατόρθωμα τῆς πίστης, σὰν ἄγκυρα ἀσφαλής, διώχνει τὴν τρικυμία»1.
Ὁ πιστὸς ἄνθρωπος δὲν ταράσσεται ἀπὸ ὅσα συμβαίνουν στὸ εὐρὺ περιβάλλον του καὶ γενικὰ στὴν κοινωνία, οὔτε ἐμπιστεύεται τὶς κρίσεις τῶν ἄλλων, γιατί ὁ καθένας – καὶ ὅταν ἐμφανίζεται ὡς εἰδικὸς καὶ πολυμαθὴς – διατυπώνει ἀπόψεις, ποὺ δὲν ἔχουν πολλὴ σχέση μὲ τὴν πραγματικότητα. Τὸ βλέπουμε αὐτὸ συχνά, ὅταν συνομιλοῦν οἱ σοφοὶ καὶ οἱ εἰδικοὶ κι ἔχουν διαφορετικὲς γνῶμες γιὰ ἕνα θέμα.
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δὲν ξεχνάει ὅτι βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴ θεία πρόνοια, γι’ αὐτὸ εἶναι ἤρεμος καὶ ἀγωνίζεται τὸν καλὸ ἀγώνα γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, ἀποφεύγοντας τὸ κακό. Εἶναι βέβαιος ὅτι δὲν εἶναι μόνος, ἀλλὰ ἔχει τὸν Κύριο, ἡ φιλανθρωπία τοῦ ὁποίου εἶναι μεγάλη, διαρκής, ἀλλὰ καὶ ἀκατανόητη πολλὲς φορές. Δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ γνωρίσει τὴν ἀπεραντοσύνη της καὶ τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ἐνεργεῖ.
Συνήθως ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ κατανοήσει τοὺς σκοποὺς τῶν δημιουργημάτων μὲ τὶς δικές του λογικὲς δυνατότητες καὶ φυσικὰ δὲν τὸ πετυχαίνει, γεγονὸς ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἀπιστία. Ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ δοξολογεῖ συνεχῶς τὸ Θεό, ποὺ τὰ ἔθεσε στὴ δική του ὑπηρεσία. Ἡ σκέψη του εἶναι ἀδύνατη, ἐνῶ ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου εἶναι μεγάλη. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐπισημαίνει τὸν μεγάλο κίνδυνο τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν μόνος του διερευνᾶ τὸ θέμα τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, τὸ θεῖο θέλημα καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ οὐράνιου Πατέρα, χωρὶς τὴ δύναμη τῆς πίστης. Λέει συγκεκριμένα: «Ὅταν ὑπάρχει κάτι σπουδαῖο, ποὺ ξεπερνάει τὴν ἀνθρώπινη διάνοια καὶ εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπινους συλλογισμούς, πρέπει νὰ ἀποδεχόμαστε τὴν πίστη καὶ νὰ μὴ ἐξετάζουμε τὰ πράγματα μὲ βάση τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα. Γιατί ἡ θαυματουργικὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ ὅλα αὐτά. Ὥστε, καὶ γι’ αὐτό, πρέπει, ἀνακαινίζοντας τὶς ἀνθρώπινες σκέψεις, νὰ ἀνατρέχουμε στὴν πίστη καὶ νὰ δοξάζουμε τὸ Θεό. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ πολεμάει μὲ συλλογισμούς, γιὰ νὰ βρεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, δὲν δοξάζει τὸ Θεό, ἐφόσον προσπαθεῖ νὰ ἐξηγήσει τοὺς μυστηριώδεις τρόπους τῆς θείας οἰκονομίας μὲ τοὺς δικούς του ἀσθενεῖς ἀνθρώπινους συλλογισμούς».2
Οἱ σκέψεις τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ λειτουργοῦν ὀρθὰ καὶ νὰ ἔχουν θετικὰ ἀποτελέσματα, δὲν πρέπει νὰ αἰχμαλωτίζονται ἀπὸ τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες, οὔτε νὰ ἔχουν ὡς βάση γήινα κριτήρια. Γιὰ νὰ φωτίζονται ἀπὸ τὸν Θεὸ χρειάζονται αὐτὲς οἱ προϋποθέσεις, διαφορετικὰ ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στὴν εἰδωλολατρία.
Ὡστόσο, ὁ Μέγας Βασίλειος βλέπει καὶ τὴ θετικὴ ἐπίδραση τοῦ λογικοῦ στὸν ἄνθρωπο. Ἐπισημαίνει: Σκέπτομαι ὅτι χρειάζομαι ἕνα χαλινάρι, γιὰ νὰ συγκρατήσω τὴ νεότητά μου καὶ ἔπειτα σπιρούνια, ποὺ θὰ μὲ παρορμοῦν στὸ δρόμο τῆς εὐσέβειας. Καὶ αὐτὰ τὰ προμηθεύει τὸ λογικό, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος διαπαιδαγωγεῖ τὴ ροπή μας πρὸς τὶς ἀταξίες καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο διεγείρει τὴ νωθρότητα τῆς ψυχῆς μας».3
Σημειώσεις:
1. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγική ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Γ΄, Ἀθήνα 1995, σελ. 428.
2. Ὅπ. παρ., σελ. 430.
3. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμος Β΄, Ἀθήνα 2003, σελ. 538.
Πρεσβ. Διονύσιος Τάτσης




