Γράφει ὁ κ. Εὐλάλιος Θωμαΐδης, θεολόγος
Συνεχίζουμε τὴν παροῦσα σειρὰ ἄρθρων μας μὲ τὴν ἔκθεση τῆς τριαδικῆς θεολογικῆς σκέψης τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη, τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ὁμολογίας.
Ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης, ἀκολουθώντας τὸν Αὐγουστῖνο καὶ τὸν Ἄνσελμο τῆς Ἀόστας, ὑποστηρίζει ὅτι ὁ καλύτερος τρόπος προσέγγισης τοῦ τριαδικοῦ μυστηρίου εἶναι μέσῳ τῆς κατανόησης τῆς δομῆς τοῦ πνευματικοῦ ὄντος, ποὺ λέγεται ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει μὲ τρεῖς τρόπους: 1) ὡς μία πραγματικότητα ποὺ εἶναι, 2) ὡς σκέψη ποὺ γνωρίζει τὰ ἀντικείμενα τῆς γνώσης της καὶ 3) ὡς βούληση ποὺ θέλει τὰ ἀντικείμενα ποὺ ἀγαπᾶ. Ἔτσι, ἡ σκέψη καὶ ἡ βούληση εἶναι ἐσωτερικὲς δράσεις στὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν ὑπάρχουν ἐκτός του, καθότι εἶναι τρόποι τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν Θεό, σύμφωνα μὲ τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη, ὁ ὁποῖος ἔχει Σκέψη καὶ Βούληση, θεωρούμενες ὡς ἐμμενεῖς ἢ ἐσωτερικὲς στὸ θεῖο ὑποκείμενο δράσεις. Κατὰ τὴ θωμιστικὴ συλλογιστική, ἡ σκέψη παραλληλίζεται μὲ τὴν γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ ἡ βούληση παραλληλίζεται μὲ τὴν ἐκπόρευση ἢ πνεύση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία εἶναι κοινὴ στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ (S. Th. I. q. 27, 4). Δικαίως, λοιπόν, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία κατηγορεῖ τὴ λατινικὴ ὅτι εἰσάγει μέσα στὸν Θεὸ ἐνέργειες, πρᾶγμα ποὺ ὁπωσδήποτε καταλύει τὴν θεία ἁπλότητα καὶ ἑνότητα. Ἡ σκέψη καὶ ἡ βούληση δὲν εἶναι πρόσωπα, ἤτοι ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ ἄκτιστες ἐνέργειες κοινὲς σὲ ὅλα τὰ τριαδικὰ πρόσωπα. Ἀκόμη, καμία ἐνέργεια δὲν μπορεῖ νὰ παρεμβάλεται μεταξὺ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ μεταξύ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰδάλλως θὰ καταλυόταν τὸ ὁμοούσιο τῆς Ἁγίας Τριάδας.
Στὴ συνέχεια ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης θὰ ὁρίσει τὸ πρόσωπο ὡς σχέση, τουλάχιστον σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸν Θεό. Ἡ σχέση γιὰ τὰ κτιστὰ ὄντα ἀποτελεῖ ἕνα εὔθραυστο καὶ ἀδύναμο συμβεβηκός, καθότι ἔρχεται καὶ παρέρχεται, ξεκινᾶ καὶ τελειώνει, δημιουργεῖται καὶ καταστρέφεται καὶ οὕτω καθεξῆς. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ σχέση στὴν κτιστὴ πραγματικότητα εἶναι κάτι τὸ μεταβλητὸ ποὺ ἀντιπαρατίθεται στὴν σταθερότητα τῆς οὐσίας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὸ πρόσωπο δηλώνει τὴν μεγαλύτερη τελειότητα ποὺ μπορεῖ νὰ συναντήσει κανεὶς μέσα στὸ σύμπαν (S. Th. I, q. 28, 3), καθὼς κάθε πρόσωπο χαρακτηρίζεται ἀπὸ πνευματικότητα καὶ αὐθυποστασία (ὁ ὅρος αὐθυποστασία δηλώνει κάτι ποὺ δὲν βασίζεται σὲ ἄλλο, γιὰ νὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ ὑπάρχει ἀπὸ μόνο του). Ἔτσι, στὴν κτιστὴ πραγματικότητα ἡ σχέση ἢ συμβεβηκὸς διακρίνεται ἀπὸ τὸ πρόσωπο. Στὸν Θεό, ὅμως, δὲν συμβαίνει αὐτό, διότι δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρχουν συμβεβηκότα, λόγω τοῦ ὅτι δὲν ὑπάρχει χρόνος καὶ τόπος ἐπὶ τῆς ἀκτίστου θεότητας. Συνεπῶς, τὰ πρόσωπα εἶναι καθαρὲς σχέσεις. Ἡ πατρότητα, ἡ υἱότητα καὶ ἡ παθητικὴ ἐκπόρευση εἶναι καθαρὲς σχέσεις ποὺ ὑπάρχουν μέσα στὴν θεία οὐσία. Ἡ ἐνεργητικὴ πνεύση, παρότι εἶναι σχέση δὲν εἶναι πρόσωπο, ἀλλιῶς θὰ ὑπῆρχαν τέσσερα πρόσωπα ἐπὶ τῆς ἀκτίστου θεότητας. Ἡ ἐνεργητικὴ πνεύση δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ κοινοποίηση τῆς ἐκπορευτικῆς ἰδιότητας ἐκ τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Υἱό, πρᾶγμα μὲ τὸ ὁποῖο θὰ ἀσχοληθοῦμε παρακάτω.
Οἱ σχέσεις τώρα γιὰ νὰ εἶναι πραγματικές, θὰ πρέπει νὰ διακρίνονται μὲ βάση μία ἀντίθεση μεταξὺ τῶν δύο ὅρων ποὺ σημαίνονται ἀπὸ τὴ σχέση. Ὁ γεννῶν δὲν εἶναι ὁ γεννώμενος καὶ τὸ ἐκπορευόμενο δὲν εἶναι ὁ γεννῶν καὶ ὁ γεννώμενος. Ὁ Πατὴρ εἶναι Πατὴρ ἐπειδὴ ἀναφέρεται πάντα στὸν Υἱό, ὁ Υἱὸς εἶναι Υἱὸς ἐπειδὴ ἀναφέρεται πάντα στὸν Πατέρα. Τί συμβαίνει, ὅμως, μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα; Πῶς Ἐκεῖνο διακρίνεται ἀπὸ τὸν Υἱό; Ἡ ἀπάντηση ποὺ θὰ δώσει ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης εἶναι ἡ ἴδια ἀκριβῶς μὲ τοὺς προηγούμενους Λατίνους. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, καθότι μόνον ἔτσι μπορεῖ νὰ διακριθεῖ ὁ Υἱὸς ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τοῦ Υἱοῦ καὶ ἀποστέλλεται ἐξ Αὐτοῦ στὴν κτιστὴ πραγματικότητα γιὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν πιστῶν. Τὰ ἀνωτέρω ἀναφερθέντα χωρία (Ρωμ. 8, 9 καὶ Γαλ. 4, 6) δὲν ἀναφέρονται στὴν χριστολογία, κατὰ τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη, ἀλλὰ στὴν ἴδια τὴν θεολογία, ἡ ὁποία ἐξεικονίζεται μέσα στὴν οἰκονομία. Ὅμως, ἡ ὀρθόδοξη θεολογικὴ παράδοση ἀναφέρει τὸ διὰ τοῦ Υἱοῦ ἀποκλειστικὰ στὸ πλαίσιο τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ. Μὲ λίγα λόγια, ὁ Υἱὸς ἀποστέλλει τὸ Ἅγ. Πνεῦμα στὴν κτιστὴ πραγματικότητα διὰ τῆς θείας του ἀνθρωπότητας, ἤτοι ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν ποὺ βρίσκονται στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ πιστὸς μετέχει ἔμμετρα, ὅπως θὰ ἔλεγε καὶ ὁ Ἅγ. Μάξιμος Ὁμολογητής, ἤτοι ὅσον ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ προσλάβει κατὰ τὴν ἀναλογία τῆς πίστης καὶ τῶν χαρισμάτων ποὺ διαθέτει. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ διὰ τοῦ Υἱοῦ ἀποστολὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν δεικνύει καμία ἀΐδια ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ τὸν Υἱό. Τὴν ὀρθόδοξη θεολογία δὲν τὴν ἐνδιαφέρει ἡ ἀνακάλυψη τῆς διαφορᾶς τῆς γέννησης ἀπὸ τὴν ἐκπόρευση, καθότι ἡ ἐκπόρευση ὁρίζεται ὡς ἄλλος αἰτιατὸς τρόπος προβολῆς, ἤτοι μὴ γεννητός, ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ὅπως θὰ ἔλεγαν οἱ ἱερὸς Φώτιος καὶ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς. Ἡ προβολὴ αὐτὴ εἶναι ἄρρητη καὶ ἀνεξιχνίαστη, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ γέννηση. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἀρκεῖται στὸ νὰ ἐπισημάνει συνοπτικὰ ὅτι ἡ γέννηση καὶ ἡ προβολὴ εἶναι ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ὅτι εἶναι ἀΐδιες, ὅτι γίνονται συγχρόνως (ἅμα ἡ γέννηση ἅμα καὶ ἡ ἐκπόρευση) καὶ τέλος ὅτι ἀφοροῦν μονάχα στὴν ἄρρητη καὶ ἄρρευστη κίνηση τῆς ἐνδοτριαδικῆς ζωῆς (μονάδα ποὺ κινεῖται σὲ δυάδα καὶ τριάδα, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Ναζιανζηνό). Ὁποιαδήποτε «βόλτα» καὶ διανοητικὸς στοχασμὸς μέσα στὴν ἐνδοτριαδικὴ ζωή, ὅπως θὰ ἔλεγε καὶ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἀποπροσανατολίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ Χριστὸς γιὰ ἐκεῖνον, ἤτοι τὴν ὁλικὴ θέωση τῆς θείας Του ἀνθρωπότητας καὶ δι’ αὐτῆς ὅλων ὅσων μετέχουν μερικῶς στὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες ποὺ βρίσκονται μέσα της, καὶ ἄρα τὸν ὁδηγεῖ στὴ μεταφυσικὴ ἢ ὀντολογία. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ ὑποστατικὲς πρόοδοι στὸν Θεὸ ἑρμηνεύονται ὡς ἀπόρροιες, κατὰ τοὺς Λατίνους, πρᾶγμα ποὺ ἀπαιτεῖ τὴν διάκρισή τους σὲ προβάλλων / Πατήρ, προβαλλόμενος καὶ προβάλλων / Υἱὸς καὶ μόνο προβάλλον / Ἅγιο Πνεῦμα.
Μία ἄλλη θέση ποὺ προβάλλουν οἱ Λατῖνοι, βασιζόμενοι στὴ σχολαστικὴ θεολογία, εἶναι ὅτι σέβονται ἀπόλυτα τὸ δόγμα τῆς ὑποστατικῆς μοναρχίας τοῦ Πατρὸς (καὶ μάλιστα πάνω σὲ αὐτὸ ἐπιχειρεῖται νὰ οἰκοδομηθεῖ ὁ οἰκουμενικὸς διάλογος, οὕτως ὥστε νὰ βρεθεῖ σημεῖο σύγκλισης μεταξὺ τῶν Λατίνων καὶ τῶν Ὀρθοδόξων). Ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός, σύμφωνα μὲ τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη, ἐκπορεύουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς μία ἀρχὴ καὶ ὄχι ὡς δύο (S. Th. I, 36, 4). Ὅμως, ἡ γονιμότητα ἐπὶ τῆς ἀκτίστου θεότητας εἶναι ἀμεταβίβαστο ἰδίωμα τοῦ Πατρός, εἶναι ἐκεῖνο ποὺ τὸν κάνει νὰ εἶναι Πατὴρ τοῦ Υἱοῦ καὶ Προβολεὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐὰν χορηγοῦσε τὴν ἐκπορευτικὴ ἰδιότητά του ὁ Πατὴρ στὸν Υἱό, τότε τὸ Ἅγ. Πνεῦμα θὰ στερεῖτο μία ἰδιότητα κοινὴ στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ ἄρα θὰ ἦταν κατώτερο τῶν δύο. Μία ἰδιότητα ποὺ εἶναι κοινὴ σὲ πάνω ἀπὸ δύο πρόσωπα, θὰ πρέπει νὰ εἶναι κοινὴ καὶ στὸ τρίτο, καθότι τὰ φυσικὰ εἶναι ὁπωσδήποτε κοινὰ σὲ ὅλα τὰ ἁγιοτριαδικὰ πρόσωπα.
Τέλος, θὰ παραθέσουμε τὴν ἔννοια τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης, ἔννοια ποὺ ἐπαναλαμβάνεται ἀκρίτως ἀπὸ πολλοὺς μοντέρνους ὀρθόδοξους θεολόγους, οἱ ὁποῖοι λησμονοῦν ὅτι ὁ ὅρος αὐτὸς ἐφευρέθηκε μόνο καὶ μόνο, γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὸ filioque τῆς δυτικῆς θεολογικῆς παράδοσης. Σύμφωνα μὲ τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη, ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς ἀγαπῶνται ἀμοιβαῖα καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη μεταξὺ τοῦ ἀγαπῶντος Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ ποὺ ἀγαπᾶται δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα (S. Th. I, 37, 1 καὶ 3). Συγχρόνως, ὅμως, ἡ ἀγάπη δηλώνει καὶ τὴν ἴδια τὴ θεία οὐσία, κατὰ τὴν θωμιστικὴ θεολογία πάντοτε, καὶ ὄχι μόνο τὸ Ἅγ. Πνεῦμα. Ἔτσι, ἐπὶ τῆς ἀκτίστου θεότητας φαίνεται νὰ ὑπάρχουν δύο ἀγάπες, μία οὐσιώδης καὶ μία προσωπική, πρᾶγμα μὲ τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ συμφωνήσει ἡ ὀρθόδοξη πατερικὴ θεολογία. Γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ θεολογία ἡ ἀγάπη εἶναι μόνον ἐνεργειακὴ καὶ ὅταν ἀναφέρεται ἐπὶ τῶν θείων προσώπων (πχ. Ἰδοὺ ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς) δεικνύεται τὸ ὁμοούσιο, σύμφωνα μὲ τοὺς Μ. Ἀθανάσιο, Γρηγόριο Νύσσης καὶ Ἰωάννη Δαμασκηνὸ καὶ ὄχι κάποια διαπροσωπικὴ ἢ ἀμοιβαία σχέση.
Θὰ κλείσουμε μὲ τὴν πραγμάτευση τῶν θείων ἀποστολῶν. Ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Πατὴρ ἀποστέλλει τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν κτίση ὡς πρόσωπα, πρᾶγμα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει σὲ μοναρχιανιστικὲς ἀντιλήψεις τύπου Ὠριγένη. Ὁ Υἱὸς ἀποστέλλεται ὁρατῶς μέσα στὴν ἀνθρώπινή του φύση καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὁρατῶς διὰ τῆς ἐμφανισθείσας στοὺς ἀποστόλους (κτιστῆς) φωτιᾶς κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Οἱ ἀόρατες ἀποστολὲς δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ ὑποστατικὴ ἐγκατοίκιση τῆς Ἁγίας Τριάδας μέσα στὶς ψυχὲς τῶν δικαίων. Στὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ παράδοση, ὅμως, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἐμφανίζεται μὲ κτιστὲς φωτιὲς στοὺς θεωμένους, καθότι οἱ θεῖες ἐνέργειες δὲν εἶναι κτιστές. Ὅλη ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι ἐνεργειακὰ παροῦσα διὰ τοῦ ἀκτίστου θείου φωτὸς στοὺς θεώμενους, ὄχι ὡς πρόσωπα, ἀλλιῶς ὁ μετέχων ἄνθρωπος θὰ γινόταν κατὰ φύση θεός, ἀλλὰ ὡς ἐνεργειακὴ παρουσία ἢ θεοποιὸς κοινὴ ἐνέργεια.
Στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο θὰ δοῦμε λίγα πράγματα γιὰ τὶς λατινικὲς ἰδιοποιήσεις καὶ θὰ ἐκθέσουμε τὴν τριαδικὴ θεολογία τοῦ Ἰωακεὶμ τοῦ Φιόρε, τοῦ προδρόμου τῶν λειτουργικῶν διακρίσεων. Ἔπειτα θὰ πραγματευτοῦμε τὸ «ὀρθόδοξο» filioque τῶν μοντέρνων ὀρθοδόξων θεολόγων.




