Γράφει ὁ Γέρων Παΐσιος Καρεώτης
1ον
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τήν Ἡμέρα τῆς Κρίσεως, θά σταθοῦν πολλοί ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τῆς Δόξης καί θά ἀκούσουν τό: «οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς» (Ματθ. 7, 23-Λουκ. 13, 27). Δηλαδή, οὐδέποτε σᾶς ἐγνώρισα. Πολλοί θά ἀπαντήσουν, «Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καί τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια πολλά ἐξεβάλομεν, καί τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλάς ἐποιήσαμεν;» Καί θά ἀκούσουν ἐκ δευτέρου «οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς, ἀποχωρεῖτε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τήν ἀνομίαν».
Ἐδῶ ἐγείρεται ἕνα αὐθόρμητο ἐρώτημα: Πῶς ἐνῶ προεφήτευαν καί ἔκαναν “δυνάμεις” πολλές, ὁ Κύριος δέν τούς ἀποδέχθηκε; Πῶς ἐνῶ χρησιμοποιοῦσαν τό ὄνομα τοῦ Κυρίου, παράλληλα ἐργάζονταν τήν ἀνομίαν; Τήν ἀπάντηση τήν δίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού λέγει: «ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας τήν δέ δύναμιν αὐτῆς ἀπαρνησάμενοι» (Τιμ.Β’ 3,5). Μέ ἄλλα λόγια, ἦσαν Χριστιανοί στό φαίνεσθαι, ἀλλά στήν πράξη ἦσαν ἀρνούμενοι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν τούς γνωρίζει ὁ Κύριος, γιατί οἱ ἴδιοι δέν θέλησαν νά Τόν γνωρίσουν, δέν θέλησαν νά ἔχουν ἀληθῆ θεογνωσία. Ἡ ἀληθής καί ὀρθή γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι τό μυστήριο τῆς πίστεως καί ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐργασία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, διαφυλάσσει τήν σωτήριο θεογνωσία.
Οἱ θεοφόροι Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐξοστράκισαν τήν ἀγνωσία τῆς αἱρέσεως καί ἀνάδειξαν τήν σωτήριο Θεογνωσία. Καθόρισαν τό σύμβολο τῆς πίστεως καί κυριότατα διεσάφησαν τό «ὁμοούσιον» ὡς ὅρον πίστεως καί σωτηρίας. Ὁ δογματικός ὅρος τοῦ «ὁμοουσίου», ἀπό τότε ἕως καί σήμερα πολεμεῖται, ἐνῶ παρατηροῦνται συστηματικές προσπάθειες συσκοτίσεως καί διαστρεβλώσεώς του. Μαζί μέ τούς δογματικούς ὅρους “Θεάνθρωπος” καί “Θεοτόκος”, ὅπως καθόρισαν τό περιεχόμενό τους οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, καθορίζουν τά ἀκριβῆ ὅρια τῆς Ὀρθοδοξίας, δηλαδή αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Σωτηρίας. Ἡ παροῦσα μελέτη ἀφιερώνεται στήν ἐπετειακή μνήμη τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά τά 1700 ἔτη ἀπό τῆς συγκλήσεώς της. Ἡ προσπάθεια εἶναι νά διασαφηνισθεῖ ὁ ὅρος «ὁμοούσιος» ἐν σχέσει πρός τίς διαστρεβλώσεις πού ἐπιφέρει ἐπ’ αὐτοῦ ἡ καινοφανής «Θεολογία τοῦ Προσώπου», πού ἔχει γίνει τό κατ’ ἐξοχήν θεολογικό ὄχημα τοῦ αἱρετικοῦ οἰκουμενιστικοῦ πνεύματος, πού ἀποτελεῖ καί τό μεῖζον ἐκκλησιαστικό πρόβλημα σήμερα, μέ κρίσιμες σωτηριολογικοῦ χαρακτήρα συνέπειες.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἱστορικά, οἱ σχετικές δοξασίες περί Θεοῦ, εἶναι τρεῖς: «ἡ ἀναρχία, ἡ πολυαρχία καί ἡ μοναρχία». Ὡς ἀναρχία, θεωρεῖται ἡ ἀθεΐα, ὅπου δέν γίνεται ἀποδεκτός ὡς ἀρχή ὁ Θεός, ἀλλά τά πάντα εἶναι δημιουργήματα μιᾶς πρωτογενοῦς συνθέσεως, μιᾶς “αὐτόματης” διαδικασίας παραγωγῆς πού βασίζεται στήν τυχαιότητα. Ἐδῶ εἰσάγεται ἡ ἔννοια τοῦ «ἀπ’ αὐτομάτου», πού ἤδη τήν συναντοῦμε στήν προσωκρατική φιλοσοφία, καί στήν ὁποία ἄσκησαν κριτική ὁ Πλάτων καί ὁ Ἀριστοτέλης. Εἶναι μιά θεο-κοσμολογική θεώρηση, ὅπου ἐκλείπει παντελῶς ἡ ἔννοια τῆς παρουσίας καί τῆς προνοίας ἑνός ὑπερβατικοῦ (ὡς πρός τήν κτίση) Θεοῦ.
Πολυαρχία, εἶναι τό πολύθεον, πού τίς περισσότερες φορές καταλήγει σέ ἕνα, ἀφελῆ ἤ ὄχι, πανθεϊσμό. Δηλαδή, ὑφίσταται πλῆθος θεοτήτων, μικρῶν καί μεγάλων, ἰσχυρῶν καί ἀνίσχυρων. Στήν πολυαρχία ἀνήκει –ὡς ὑποπερίπτωση– καί ἡ δυαρχία, ὅπου δύο ἀντιθετικές καί ἀλληλοσυμπληρούμενες δυνάμεις, δύο θεῖες ἀρχές, δημιουργοῦν καί κυβερνοῦν τό σύμπαν. Ἀναγκαίως, στήν δυαρχία, ὅπως καί στήν πολυαρχία, ἐπεισέρχονται οἱ ἔννοιες τοῦ “ἀτελοῦς” καί τῆς “διαφορᾶς”. Μέ τήν εἰσαγωγή τῆς διαφορᾶς, χάνεται ἡ ὅποια ἔννοια ἑνότητος, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἐπικράτηση τῆς ἐναντιώσεως καί τῆς μάχης.
Τέλος, ἡ μοναρχία, εἶναι ἡ ἀποδοχή ἑνός Θεοῦ, δημιουργοῦ καί συνοχέα τοῦ παντός. Καί ἐπί τῆς μοναρχίας ὅμως, συναντῶνται πολλές παραλλαγές καί θεωρήσεις. Παράγωγο τῆς ὕστερης ἀρχαιότητος (περίπου, 1ος-5ος Αἰών), ἀποτέλεσε ὁ Μέσος καί Νέος Πλατωνισμός, ἕνα σύστημα μοναρχίας, τό ὁποῖο ἐπηρέασε ἀνά τούς αἰῶνες, διάφορα θεολογικο-φιλοσοφικά ρεύματα, ἀλλά καί ἀνόμοιες μεταξύ τους θρησκεῖες. Τό 325 μ.Χ., πού συνεκροτήθη ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἦταν μόλις 55 ἔτη μετά τόν θάνατο ἑνός ἀπό τούς μεγαλύτερους ἐκπροσώπους τοῦ Νέου Πλατωνισμοῦ, τοῦ Πλωτίνου. Τόσο ἡ Πλωτινική φιλοσοφική θεολογία, κυρίως δέ ἄμεσα προγενέστερες αὐτῆς, παρῆσαν ὡς περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τήν ἐποχή τῆς Συνόδου, ἀποτελῶντας τό φιλοσοφικό θεμέλιο τῆς Ἀρειανικῆς αἱρέσεως. Ἀναιρώντας οἱ Πατέρες τόν Ἀρειανισμό, διεσάφησαν καί τίς οὐσιώδεις διαφορές τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν Νεοπλατωνισμό.
Ἐν συντόμῳ, οἱ τρεῖς αὐτές δοξασίες περί Θεοῦ: ἀναρχία, πολυαρχία, μοναρχία, χωροῦν στήν ἀνθρώπινη λογική κατανόηση. Ἑπόμενο ἦταν νά γίνουν ἀντικείμενο τοῦ ἀνθρώπινου φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ. Ἡ Χριστιανική ὅμως πίστη ὑπερβαίνοντας τίς ἕως τότε παγιωμένες δομές τῆς ἀνθρώπινης σκέψεως, ὡς ἀποκάλυψη ἐξ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, δέν ἀποτελεῖ ἐπιγέννημα ἀνθρωπίνων στοχασμῶν, ἀντιθέτως, ὁ ἄνθρωπος γίνεται «δοχεῖο» τῶν θείων ἐνεργειῶν καί θεοφανειῶν. Ἡ Χριστιανική πίστη ἔρχεται ἔτσι σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τίς λογικές δομές τοῦ ἀνθρώπου, διότι τό πιστευόμενον εἶναι μέν ἡ «μοναρχία» τῆς Θεότητος, ἀλλά ὡς τρισυπόστατος ὕπαρξη. Ἡ προσκυνούμενη θεότης εἶναι «Μονάς ἐν Τριάδι καί Τριάς ἐν Μονάδι». Ὁ Θεός -ἡ μόνη ἀσάλευτος καί ἀναλοίωτος πραγματικότης- ἀποκαλύπτεται ὡς Τριάδα, ἑλκύοντας Αὐτή τόν ἄνθρωπο στό πλέον παράδοξο μυστήριο.
Θεία δέ φύσις ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Ἀντιρρητικός, ΒΕΠΕΣ 68, σελ. 106, στ.35)
Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Θεός εἶναι μία Τριαδική Μονάδα, ὅπου συνυπάρχουν ἡ “ἀσύγχυτος διάκρισις καί ἡ ἀδιαίρετος ἑνότης”. Τό παράδοξο τοῦ μυστηρίου ἐκφράζεται ὡς μία θεολογία οὐσιωδῶν ἑνώσεων καί ὑποστατικῶν διακρίσεων, ὅπου τά θεῖα Πρόσωπα «τοῖς φυσικοῖς ἑνοῦνται καί τοῖς ὑποστατικοῖς διακρίνονται».
Διό καί μονάς ὑμνουμένη, καί τριάς ἡ ὑπέρ πάντα θεότης, οὐκ ἔστιν οὐδέ μονάς, οὐδέ τριάς…(Ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομάτων, κεφ. ιγ´ ΙΙΙ).
Τό ἐρώτημα πού πλέον γεννιέται στόν ἀνθρώπινο νοῦ εἶναι: ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει θεός, θεός, καί θεός, πῶς δέν εἶναι τρεῖς διακριτοί θεοί; Πῶς τοῦτο δέν συνιστᾷ πολυθεΐα;
Ἡμῖν εἷς θεός, ὅτι μία θεότης, καί πρός τό ἕν τά ἐξ’ αὐτοῦ τήν ἀναφοράν ἔχει, κἄν τρία πιστεύηται… ἀλλ’ ἀμέριστος ἐν μεμερισμένοις, εἰ δεῖ συντόμως εἰπεῖν, ἡ θεότης. Καί οἷον ἐν ἡλίοις τρισίν ἐχομένοις ἀλλήλων, μία τοῦ φωτός ἡ σύγκρασις. (Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 31, 14. ΒΕΠΕΣ 59, σελ. 273, στ. 15-20).
Μία λοιπόν καί τρισσοφεγγής φύση, ἡ Θεότης. Τρεῖς ἥλιοι καί μία σύγκραση φωτός. Τό τριαδικόν δέν ἀναφέρεται στή φύση τῆς θεότητος, ἀλλά στίς ὑποστάσεις. Μία Τριαδική Μοναρχία τό προσκυνούμενον.
1. Τό ὁμοούσιον τῆς Τριαδικῆς Θεότητος
Τό μυστήριο τῆς εὐσεβείας παραδόθηκε στούς Ἀποστόλους ἀπό τόν ἴδιο τόν σωτῆρα Ἰησοῦ Χριστό. Πίστη «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
αὐτός ὁ Θεός Λόγος παραδιδούς τοῖς μαθηταῖς τό τῆς θεογνωσίας μυστήριον ἐν ὀνόματι Πατρός καί Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος …(Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Πρός Εὐνόμιον Α´, ΒΕΠΕΣ 67, σελ. 83)
Τό ἕνα ὄνομα δηλώνει σαφῶς τήν ἑνότητα τῆς φύσεως τῶν πιστευομένων θείων Ὑποστάσεων. Ἡ δέ ἰδιότης ἑκάστης ὑποστάσεως, διακρίνει ἀσυγχύτως τήν ἑνότητα αὐτῶν. Μυστήριον συνημμένον καί συνάμα διακεκριμένον.
Τοῦτο γάρ δή καί τό τῆς οἰκονομίας μυστήριον, ἕν καί τρία τόν Θεόν πιστευθῆναι καί κοινόν αἴτιον μόνο τῶν δύο, τό ἕν. (Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Λόγος Ἀποδεικτικός. Β´, Χρήστου τ. Α´ σελ. 95, στ. 19-22)
Ἡ Θεία φύση ἐνθεωρεῖται στόν Πατέρα ΚΑΙ στόν Υἱό ΚΑΙ στό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπου τό κάθε θεῖο πρόσωπο ἔχει ἀμερίστως ὅλη τή φύση τῆς Θεότητος. Ἡ ἄρρητος αὐτή συμφυΐα ἔχει τόν Πατέρα ὡς πηγή ὑπάρξεως τῶν λοιπῶν θεαρχικῶν ὑποστάσεων, καθώς ἀρρήτως, ἀϊδίως καί ἀνάρχως γεννᾷ τόν Υἱό καί ἐκπορεύει τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (325 μ.Χ.) διασαφηνίζοντας τήν παραδοθεῖσα πίστη τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποίησε τόν ὅρο «ὁμοούσιος», γιά νά καταδείξει τό αὐτόν τῆς φύσεως τῶν τριῶν θείων Ὑποστάσεων. «Ὁμοούσιος» σημαίνει «ταυτούσιος», δηλαδή τῆς αὐτῆς καί μίας οὐσίας. Μέ ἄλλα λόγια, οἱ θεῖες Ὑποστάσεις τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι τῆς αὐτῆς οὐσίας πρός τόν Πατέρα, πού ἀποτελεῖ τήν κατά φύσιν πηγή τῆς ὑπάρξεώς τους. Δηλαδή, δέν εἶναι κατώτερες -ἑτερούσιες- ὑποστάσεις, διαφορετικοί “Θεοί” ἀπό τήν Ὑπόσταση τοῦ Πατρός.
Στό πλαίσιο ὅμως τῆς ἀκμάζουσας -τότε- Νεοπλατωνικῆς φιλοσοφίας, ὁ ὅρος τῆς πίστεως τῆς Συνόδου «ὁμοούσιος» ἀκουγόταν ὡς παραδοξότης “ἀφιλοσόφητη”, ἀτοπία καί σκάνδαλο. Διότι, μαζί μέ τίς ἔννοιες τῆς «σαρκώσεως» τοῦ Θεοῦ καί τῆς «ἀναστάσεως» τῶν σωμάτων, ἦταν ἀληθινή ἐπανάσταση γιά τίς φιλοσοφικές δοξασίες τοῦ Νεοπλατωνικοῦ συστήματος (πού τά βασικά του σημεῖα ἀκολουθοῦσε ὁ Ἀρειανισμός). Σέ αὐτό, ὑπῆρχε ἕνας “τριαδικός” θεός (Ἕν, Νοῦς, Ψυχή) ἱεραρχικά διαρθρωμένος, ὅπου ἡ κάθε ὑπόσταση εἶναι ὀντολογικά κατώτερη ἀπό τήν προηγουμένη. Ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῆς κατώτερης ὑπόστασης ἀπό τήν ἀνώτερη, εἶναι “δι’ ἀπορροῆς” (κατά γράμμα, “δι’ ὑπερεκχυλίσεως”). Ὁπότε, τό «γέννημα» δέν εἶναι ποτέ δυνατό νά εἶναι ἰσότιμο μέ τόν «γεννήτορά του». Ὅ,τι λοιπόν προέρχεται ἀπό τό ἀρχικό «Ἕν» εἶναι κατ’ ἀνάγκην ὀντολογικά διάφορο ἀπό αὐτό τοῦτο τό «Ἕν».
Ἡ σημασία τοῦ ὅρου «ὁμοούσιος», πού ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος χρησιμοποίησε στό σύμβολό της, εἶναι ὅτι, ὁ ἀγέννητος καί ἄναρχος Πατήρ κατά φύσιν, γεννᾷ τόν συνάναρχο Υἱό καί ἐκπορεύει τό συναΐδιο Πνεῦμα, τίς δύο «αἰτιατές» Ὑποστάσεις, ἔχοντας ὡς κοινόν καί ταὐτόν τό πλήρωμα τῆς Πατρικῆς θείας φύσεως, καθότι εἶναι ὁμοούσια καί ὁμοφυῆ πρόσωπα, πρᾶγμα ἀδιανόητο γιά ὅλες τίς ποικίλες ἐκφάνσεις τῆς Νεοπλατωνικῆς φιλοσοφίας (τοῦ Ἀρειανισμοῦ συμπεριλαμβανομένου)…
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στή βαπτισματική του κατήχηση, ἀναφέρεται στήν μία θεότητα «ἐν τρισί προσώποις», «ἑνικῶς», καί ἀδιαιρέτως ἑνουμένη, πού περιλαμβάνει τό καθένα ξεχωριστά […] πάντοτε ἴση, πάντοτε ἴδια […] «οὔτε αὐξομένην, ἤ μειουμένην» […] ἄπειρη συμφυΐα τριῶν ἀπείρων, θεός τό καθένα, θεωρούμενον καθ’ ἑαυτόν, ὡς ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός, ὡς ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα, «φυλασσομένης ἑκάστῳ τῆς ἰδιότητος» […] Ἕκαστο θεός, ἕνεκα τῆς ὁμοουσιότητος, καί τά τρία ἕνας θεός, χάριν τῆς μοναρχίας […] Δέν προφθάνω νά ἐννοήσω τό ἕνα, καί περιλάμπομαι ἀπό τά τρία. Δέν προφθάνω νά διακρίνω τά τρία καί καταλήγω στό ἕνα […] «ὅταν τά τρία συνέλω τῇ θεωρίᾳ» βλέπω μία λαμπάδα, καί δέν μπορῶ νά διαιρέσω ἤ νά μετρήσω τό ἀδιαίρετον Φῶς. (Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 40, 41, P.G.36, 417 ΒC). Μέ ἁπλά λόγια, τά τρία Πρόσωπα εἶναι ὁ ἕνας Θεός, «ἰσοσθενής τριφεγγής οὐσία», (τροπάριο θ΄ ὠδῆς Πεντηκοστῆς).
Ἐπιπρόσθετα, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής διασαφηνίζει καί λέγει ὅτι «ἡ ἐν Μονάδι Τριάδα καί ἐν Τριάδι Μονάδα» δέν πρέπει νά κατανοηθεῖ ὡς νά εἶναι τό ἕνα μέσα στό ἄλλο, οὔτε τό ἕνα καί τό ἄλλο, οὔτε τό ἕνα διά τοῦ ἄλλου, οὔτε τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο. Δηλαδή, κανένα εἶδος προτεραιότητος ἤ ἱεραρχική τάξη δέν εἶναι ἀποδεκτή ἐπί τῆς Ἁγίας Τριάδος. Οὔτε τά θεαρχικά πρόσωπα προηγοῦνται τῆς θείας οὐσίας-φύσεως, ὅπως προϋποθέτει -κακῶς- τό λανθασμένο θεολογικό ἀξίωμα τῆς «Ὑποστατικῆς ἀρχῆς» ἐπί τῆς Θεότητος. Οὔτε ἡ οὐσία εἶναι ἀπρόσωπη καί ἀνωτέρας τάξεως, ὡς ἀναγκαιότης. Οὔτε οἱ κοινές φυσικές ἐνέργειες εἶναι ὑφειμένη Θεότης. Τό «ὁμοούσιον» δέν ἀφήνει περιθώρια ἱεραρχήσεως ἤ προτεραιότητος μεταξύ τῶν Θείων Ὑποστάσεων.
ἅμα ἐξ ἀϊδίου ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐν ἀλλήλοις τε ὄντα καί ἀλλήλων ἐχόμενα καί δι’ ἀλλήλων ἀφύρτως τε καί ἀμιγῶς χωροῦντα (Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἀποδεικτικός, Χρήστου Α’, σελ. 63, στ. 12-15)
Ἡ μόνη ἀδιαίρετος διάκριση εἶναι ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι ἡ ρίζα, ἡ πηγή, τό ἄναρχον καί ἀγέννητον «αἴτιον». Ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα ἔχουν τά πάντα ἐκ τοῦ Πατρός «οὐσιωδῶς», κατά φύση καί ὄχι κατά μετοχή. Τό «γεννᾶσθαι» καί τό «ἐκπορεύεσθαι» ἐκ τοῦ Πατρός, δηλώνει τό «ὁμοούσιον καί συμφυές» μετά τοῦ Πατρός. Μέ ἄλλα λόγια, τό «ὁμοούσιον» τῶν θείων προσώπων, σημαίνει ὄχι μόνον τό θεμέλιο τῆς ἑνότητός τους, ἀλλά ἀποτελεῖ καί τήν ἔκφραση τῆς πληρότητος καί ἰσότητος τῶν τριῶν θείων Ὑποστάσεων. Κάθε θεῖο Πρόσωπο εἶναι ΟΛΑ ὅσα εἶναι τό ἄλλο, πλήν τοῦ νά εἶναι Ἐκεῖνο.
2. Τό Πρόσωπον τοῦ Πατρός εἰς τόν Περσοναλισμόν
Στήν Νέα θεολογία τοῦ Προσώπου, ὁ ἕνας Θεός, δέν εἶναι ἡ τρισυπόστατος μία θεότης, ἀλλά τοὐναντίον:
ὁ ἕνας θεός εἶναι ὁ Πατήρ καί ὄχι ἡ μία θεία φύση ἤ οὐσία”. (Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα (ΜΠΙΖ), Ἔργα Α΄, Ἐκκλησιολογικά Μελετήματα, ἔκδ. ΔΟΜΟΣ 2016, σελ. 89).
Ἡ ὑπερύψωση τοῦ προσώπου τοῦ Πατρός σέ σχέση μέ τά ἄλλα δύο θεῖα Πρόσωπα, καθιστώντας αὐτόν νά εἶναι ὁ «κυρίως» Θεός, γεννᾷ τήν διαμόρφωση ἱεραρχίας ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ περσοναλιστική θέση περί τῆς «Ὑποστατικῆς ἀρχῆς» κατασκευάζει διαπροσωπικές σχέσεις, μέ συνέπεια ἡ ἱεράρχηση νά γίνεται δομικό στοιχεῖο στή νέα περσοναλιστική «Τριάδα».
Ἡ ἱεραρχία εἶναι ἔτσι μία ἔννοια ἔμφυτη στήν ἰδέα τοῦ προσώπου. (ΜΠΙΖ, ὅπ.παρ. σελ.238).
Ὁ Πατήρ εἶναι ὁ πρῶτος θέλων καί εὐδοκῶν, καί ἐξ αὐτοῦ ἐκκινοῦν τά πάντα. Δευτερευόντως μετέχουν σέ αὐτή τή θέληση ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα. Ἡ δευτεροβουλία αὐτή εἰσάγεται ὡς ἕνας «διάλογος» ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος, μία συνευδοκία, μία κατάφασις, μία ἀποδοχή. Μέ ἁπλά λόγια, εἰσάγεται ἡ ὕπαρξις «ὑποστατικῶν ἐνεργειῶν», ὅπου τό κάθε θεῖο Πρόσωπο ἔχει καθ’ ἑαυτό μία δική του ἀνεξάρτητη κίνηση καί ἐνέργεια, κάτι πού λογικά συνεπάγεται τήν κατάργηση τοῦ ὁμοουσίου χαρακτήρα τῆς τριαδικότητας.
Ἡ ταύτιση τοῦ «κυρίως» Θεοῦ μέ τήν Ὑπόσταση τοῦ Πατρός, καθίσταται ὁ θεμέλιος λίθος στή νέα θεολογική κατανόηση τοῦ Τριαδικοῦ μυστηρίου πού διδάσκει ἡ Θεολογία τοῦ Προσώπου. Ὁ νέος αὐτός τρόπος κατανόησης τῆς προσωπικῆς ὑπάρξεως, καθορίζει τό «πῶς ἐστίν ὁ θεός». Ὁ αἴτιος τῆς Τριάδος εἶναι ὁ αἴτιος τῆς «προσωπικῆς θείας ὑπάρξεως» (ΜΠΙΖ, Τό εἶναι τοῦ θεοῦ καί τό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, Σύναξις τεῦχ. 37, σελ. 32). Δηλαδή, ὁ Πατήρ ὡς ἡ «Ὑποστατική ἀρχή», ὡς ὁ «κυρίως» θέλων, δημιουργεῖ σχέσεις διαπροσωπικές μετά τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος, καί αὐτός εἶναι πού καθορίζει τό «πῶς ἐστίν ὁ θεός». Εἶναι ὁ Πατήρ πού δημιουργεῖ τήν ἀγαπητική κοινωνία τῶν τριῶν Προσώπων, καί καθίσταται ἔτσι, τό «πρωτότυπον» τῆς περσοναλιστικά ὁριζομένης Ἐκκλησίας, «εἰκόνα» τοῦ ὁποίου αὐτή γίνεται. Γιά τή Θεολογία τοῦ Προσώπου, ὁ Πατήρ ὡς ἔχων (κατά κυριολεξία) τήν πρωτοβουλία, εἶναι ἑπομένως ἱεραρχικά ἀνώτερος τῶν δύο ἄλλων θείων Ὑποστάσεων, καθίσταται ὁ «Πρῶτος» τῆς «Τριαδικῆς Ἐκκλησίας», ὡς ὁ «κυρίως» θέλων καί εὐδοκῶν. Βέβαια, ἐάν ἀποδοθεῖ ἡ βούληση καί ἡ εὐδοκία στήν Ὑπόσταση τοῦ Πατρός *ἀποκλειστικά, καί ὄχι στό κοινόν τῆς φύσεως, τότε παρεισδύει ὁ ἀρειανικός τρόπος τοῦ θεολογεῖν… Ἐπ’ αὐτοῦ ἄλλωστε ρωτοῦσε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τούς Ἀρειανούς:
Θέλων Θεός ὁ Πατήρ ἤ μή θέλων. Καί ὅπως ἀποφεύξῃ τό σόν περιδέξιον, εἰ μέν δή θέλων, πότε τοῦ θέλειν ἠργμένος; Οὐ γάρ πρίν εἶναι, οὐδέ γάρ ἦν τί πρότερον. Ἤ τό μέν αὐτοῦ θελῆσαν, τό δέ θεληθέν; Μεριστός οὖν. Πῶς δέ οὐ θελήσεως καί οὗτος, κατά σέ, πρόβλημα; (Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Θεολογικός τρίτος, ΒΕΠΕΣ 59, σελ. 242, στ. 12-16)
Ἐπισημαίνει δέ, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης πρός τούς Ἀρειανούς (θά προσθέταμε: καί πρός τούς σημερινούς περσοναλιστές), ὅτι τό θέλειν καί τό ἀγαπᾶν, ὁ Πατήρ τό ἔχει, ὄχι ἐκ τῆς πατρικῆς ἰδιότητος, ἀλλά ἐκ τῆς θεότητος, τῆς κοινῆς φύσεως μετά τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος.
οὐδέ ἔστι διαφορά μεταξύ τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πατρός ἐν θελήματι. (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, κατά Εὐνομίου Γ´, ΒΕΠΕΣ 67, σελ. 184)
Εἷς Θεός εἶναι ἡ Τριάς τῶν Ὑποστάσεων, καί ὄχι μόνον ὁ Πατήρ, ὅπως διδάσκουν οἱ νέοι περσοναλιστές «θεολόγοι» (ΜΠΙΖ, Ἔργα Α΄, σελ. 83 καί 89). Ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά ταυτισθεῖ ἀποκλειστικῶς μέ τό πρόσωπο τοῦ Πατρός, διότι οἱ λοιπές Ὑποστάσεις εἶναι ὁμότιμες καί τέλειες στήν κοινωνία τῆς μιᾶς φύσεως. Δέν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τοῦ «μείζονος» ἤ τοῦ «ἐλάσσονος», τῆς πρωτοβουλίας ἤ τῆς δευτεροβουλίας στά θεῖα Πρόσωπα. Ἡ βούληση καί ἡ εὐδοκία, εἶναι κοινή καί ταυτή. Ἐάν γίνει ἀποδεκτή ἡ ἔννοια τῆς πρωτοβουλίας τοῦ Πατρός, καί ἡ ἱεράρχηση ἔναντι τῶν δύο ἄλλων Ὑποστάσεων, τότε τό «ὁμοούσιον» τῶν τριῶν Προσώπων καταργεῖται, καθώς δέν θά συνεκλάμπουν σέ ἀπόλυτη ταυτότητα, γεννήτωρ, γέννημα καί πρόβλημα. Εἶναι ἀδιανόητη καί ἄτοπη στήν Ὀρθοδοξία, κάθε ἔννοια σχέσεως, τομῆς, διαιρέσεως, διαστήματος, ἱεραρχήσεως ἤ προτεραιότητος στό «ὁμοούσιον» κράτος τῆς Τριαδικῆς Μοναρχίας.
Σύν τοῖς ἄλλοις, ἡ περσοναλιστική θέση ὅτι ὁ Πατήρ ὡς πρόσωπο “προηγεῖται τῆς ὑπάρξεώς του”(sic) καί ὅτι ὁ Θεός ὑπάρχει, ὄχι ἁπλῶς ἐπειδή ὑπάρχει, ἀλλά ἐπειδή ὁ Πατήρ ὡς πρόσωπο «θέλει» νά ὑπάρχει, εἶναι παντελῶς ξένη γιά τήν πατερική θεολογία καί ὁδηγεῖ σέ ἐπιπλέον ἀναίρεση τοῦ «ὁμοουσίου». Εἶναι ἄνευ νοήματος τό νά λέγουν, ὅτι τό πρόσωπο τοῦ Πατρός εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεώς του. Δηλαδή, ὑπάρχει γιατί τό θέλει ὁ ἴδιος! Αὐτό ἰσοδυναμεῖ μέ τό νά λέγουν, ὅτι συνυπάρχουν στόν Πατέρα, «αἴτιο καί ἀποτέλεσμα», ὅτι ὕπαρξη καί θέληση ταυτίζονται…