Γράφει ὁ Γέρων Παΐσιος Καρεώτης
3ον- Τελευταῖον
5. Τά «Ὑποστατικά» ἔργα τῶν Θείων Προσώπων κατά τόν Περσοναλισμόν
Ἡ μεταφορά τοῦ περσοναλιστικοῦ τύπου σχέσεων ἀπό τό ἐνδοτριαδικό ἐπίπεδο, σέ αὐτό τῆς θείας Οἰκονομίας, δημιουργεῖ ἐξ ἀνάγκης τό πρόβλημα τοῦ πῶς σχετίζονται μεταξύ τους ἡ θεία Οὐσία καί οἱ θεῖες ἐνέργειες. Διότι, δεδομένου τοῦ χαρακτήρα τῶν ἐνεργειῶν, ὡς ὑποστατικῶν ἐνεργειῶν, καί κατά συνέπεια διακεκριμένων ὑποστατικῶν ἔργων, προκύπτει -ἀναπόδραστα- τριθεΐα. Μέ ἄλλα λόγια, δέν εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός πού χορηγεῖ στή δημιουργία Του τίς σωτήριες ἄκτιστες ἐνέργειές Του, ἀλλά, εἶναι ὁ Πατήρ (ὡς ὁ «κυρίως» Θεός), πού προσφέρει τόν Υἱό Του καί τό Πνεῦμα Του, «ὑποστατικῶς», στή θεία Οἰκονομία, μέ δεδομένα τό διακριτό τό ἔργο τῆς κάθε θείας Ὑποστάσεως.
…ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πρός τή δημιουργία (ad extra) εἶναι μία καί ἀδιαίρετη· ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ Υἱός, ἐκεῖ εἶναι ἐπίσης ὁ Πατήρ καί τό Πνεῦμα, καί ἐκεῖ ὅπου εἶναι τό Πνεῦμα, ἐκεῖ εἶναι ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός. Ἐντούτοις, ἡ συμβολή τοῦ καθενός ἀπό τά θεῖα Πρόσωπα στήν Οἰκονομία ἐμπεριέχει τά δικά του ἰδιάζοντα χαρακτηριστικά πού ἐνδιαφέρουν ἄμεσα τήν ἐκκλησιολογία, τήν ὁποία ἀπαραιτήτως πρέπει νά διαμορφώνουν. (ΜΠΙΖ. ὅπ. παρ. σελ. 255)
Γιά τή Θεολογία τοῦ Προσώπου, ἡ μία καί αὐτή Τριαδική ἐνέργεια, «μερίζεται» σέ τρία διακριτά ἔργα. Ἐνῶ δηλαδή ἀποδίδεται στό κάθε Πρόσωπο ἰδιάζον ἔργο, ἰδιάζουσα ὑποστατική ἐνέργεια, αὐθαίρετα αὐτή «βαπτίζεται» ὡς κοινή τριαδική ἐνέργεια, πλέον ὅμως νοουμένη ὡς διϋποστατική καί ὄχι βεβαίως φυσική. Εἶναι ἐμφανής ἡ λογική ἀντίφαση πού προκύπτει, πέραν τῶν θεολογικῶν ἀτόπων πού συνεπάγονται. Διότι, οἱ τρεῖς διακριτές ἐνέργειες τῶν τριῶν ὑποστάσεων, ὁδηγοῦν τελικῶς στήν ὀντολογική ἀποσύνδεση τῆς κοινῆς ἐνεργείας ἀπό τήν κοινή φύση, ἀδυνατοῦν δηλαδή νά ἀντιστοιχίσουν φύση καί ἐνέργεια, ὅπου μία ἀνενεργός φύση εἴτε δέν ὑπάρχει, εἴτε εἶναι ἐλλειμματική. Ἡ περσοναλιστικῶς νοουμένη ἑτερότητα τῶν θείων Ὑποστάσεων, ἀναγκαίως ὁδηγεῖ λοιπόν, στό ἰδιάζον τοῦ ἔργου ἑκάστου θείου Προσώπου.
… ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ Υἱός, ἐκεῖ εἶναι ἐπίσης ὁ Πατήρ καί τό Πνεῦμα, καί ἐκεῖ ὅπου εἶναι τό Πνεῦμα ἐκεῖ εἶναι ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός. Ἐντούτοις, ἡ συμβολή τοῦ καθενός ἀπό τά θεῖα Πρόσωπα στήν οἰκονομία ἐμπεριέχει τά δικά του ἰδιάζοντα χαρακτηριστικά… (ΜΠΙΖ, Ἔργα Α΄, σελ. 255)
Μέ ἄλλα λόγια, τό κάθε θεῖο Πρόσωπο ἔχει τό δικό του ρόλο καί ἔργο στή θεία Οἰκονομία! Ἡ νέα διδασκαλία καταλήγει σέ θεολογικά ἄτοπα πού προσιδιάζουν στήν Ἀρειανική αἵρεση. Τό πλέον παράδοξο εἶναι ὅτι, ὁ Ἀρειανισμός πού προβάλλει μέσῳ τῆς παραδοχῆς τῶν διακριτῶν ὑποστατικῶν ἐνεργειῶν, στό ἐπίπεδο τῆς τριαδολογίας, συνδυάζεται μέ Νεστοριανικές παραδοχές, στό ἐπίπεδο τῆς χριστολογίας! Γιά παράδειγμα:
… ὁ Υἱός πεθαίνει πάνω στό Σταυρό, ὑποκύπτοντας στήν ἀναγκαιότητα τῆς ἱστορικῆς ὕπαρξης. Μέ συνέπεια, ὡς ὑποχείριος τοῦ θανάτου, ἐπειδή ἔγινε ἱστορία, νά μή μπορεῖ νά ἀναστηθεῖ. Ὁπότε χρειαζόταν τό Πνεῦμα νά τόν ἀναστήσει. Ἐπεμβαίνει, δηλαδή, τό Πνεῦμα πού δέν ἔγινε ἱστορία, ἀλλά ἁπλῶς σχετίζεται μέ τήν ἱστορία, καί ἀνασταίνει τόν Χριστό (ΜΠΙΖ, Ἔργα Α΄, σελ. 255)
Εἶναι ξεκάθαρος ἐδῶ ὁ συνδυασμός Νεστοριανικῆς καί Ἀρειανικῆς(!) διδασκαλίας. Ὡς Πνεῦμα, νοεῖται ἡ Ὑπόσταση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία φέρει ἰδιαίτερα ἐνέργεια (ὑποστατική, ὄχι φυσική). Ὁ Χριστός κατανοεῖται ὡς ἄνθρωπος μόνο, ὡς «ἱστορία» (sic), πού ἀδυνατεῖ νά ἀναστήσει τόν ἑαυτό του(!), διότι εἶναι ὑποκείμενος στήν ἀναγκαιότητα τῆς «ἱστορίας» (ἄρα ἡ «ἱστορία» ταυτίζεται μέ τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ, κάτι πού παραπέμπει στόν Ὠριγενισμό). Ἄρα, κατά τόν ΜΠΙΖ, ὁ Χριστός τῆς ἱστορίας εἶναι ἕνα ἀποκλειστικῶς κτιστό ὄν, πού θά «ἀναβαθμισθεῖ» στά ἔσχατα… Εἶναι ὕπαρξη ἀτελής, δοῦλος τῆς ἐνδοκοσμικότητος, πού «λυτρώνεται» λόγω τῆς συνέργειας τοῦ Πνεύματος (ὡς γνωστόν, ἡ ἀρχή τῆς «συνέργειας» νοεῖται ἀποκλειστικῶς στή σχέση Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἀκτίστου καί κτιστοῦ· τό ἐρώτημα πού αὐτομάτως τίθεται εἶναι πῶς καταφέρνει ὁ ἐν λόγῳ «Χριστός» τοῦ ΜΠΙΖ, νά μήν εἶναι ὁ ἴδιος μέ αὐτόν τοῦ Νεστορίου…). Ἐλευθερώνεται δέ ἀπό τά δεσμά τῆς ἀναγκαιότητος μετά τήν Ἀνάσταση, μέ τήν προσωπική ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος καί γίνεται ὕπαρξη «ἐσχατολογική». Στόν δέ «ἐσχατολογικό Χριστό» θά γίνει ἡ ἕνωση κτιστοῦ καί ἀκτίστου, (ΜΠΙΖ, Ἔργα Α΄, σελ. 530).
Εἶναι σημαντικό νά θυμόμαστε πάντοτε ὅτι μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος δέν νικήθηκε λόγω κάποιας «κοινοποίησης ἰδιωμάτων» τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ΄ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐπέμβασης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (ΜΠΙΖ, Ἔργα Α΄, σελ. 84)
Ὅταν καταργεῖται ἑπομένως ἡ ὁμοουσιότητα τῶν θεαρχικῶν Ὑποστάσεων, τοῦτο ἔχει ὡς συνεπακόλουθο, τήν κατάργηση καί τοῦ ἑπομένου ὅρου τῆς πίστεως, αὐτῆς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, δηλαδή, τῆς «ἐν τῷ προσώπῳ» τοῦ Υἱοῦ, ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων: τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης. Ἡ καινή διδασκαλία περί τῆς ὑπάρξεως τῶν ὑποστατικῶν ἔργων, ὅπου τό κάθε θεῖο Πρόσωπο ἔχει τό δικό του ξεχωριστό ἔργο στή Θεία Οἰκονομία, καταργεῖ ἀπολύτως τήν κοινή Τριαδική ἐνέργεια, ὁδηγώντας ἀναγκαστικά στήν (Ἀρειανικοῦ τύπου) τριθεΐα, ἔχοντας ὡς παρεπόμενο, ὅτι ὁ Χριστός, δέν ἔχει -πιά- κατά φύση τήν ἄκτιστο Τριαδική ἐνέργεια, ὁπότε εἶναι ἀδύνατον νά εἶναι ὁ «σωτήρας» τῶν ἀνθρώπων…
Γίνεται ἐμφανές ὅτι ὁ περσοναλισμός ἑδράζεται σέ ἀναπόδεικτες θεολογικές ἀρχές καί κυριαρχεῖται ἀπό πλῆθος ἀσυλλόγιστων συλλογισμῶν. Ὡς ἀπότοκο τῆς νεώτερης παπικῆς θεολογίας (πού εἶναι σαφῶς «ἀντιπαραδοσιακῆς» καί γιά αὐτά τά παπικά μέτρα, ἀπότοκο ἄλλωστε τῆς οἰκουμενιστικῆς Β΄ Βατικανῆς «Συνόδου»), θεωρεῖ ὅτι τό «δημιουργεῖν, προνοεῖν, σώζειν, τελειοῦν καί ἁγιάζειν» εἶναι διακεκριμένα ὑποστατικά ἔργα τῶν θείων Προσώπων.
οὐδέν ἄν διαφύγοις τῶν ἀτόπων ὁ λατινικῶς φρονῶν… (Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἀποδεικτικός Α΄, Χρήστου Α΄, σελ. 60, στ. 16-17)
Ἡ Ἁγία Γραφή, ὅμως, μᾶς μυσταγωγεῖ στό μυστήριο τῆς ὁμοουσίου Ἁγίας Τριάδος, διδάσκοντας ὅτι ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, «ἀδιαστάτως» μετά τοῦ Πατρός συγκαταβαίνουν μέχρις ἡμῶν ἐνεργοῦντες τή σωτηρία μας, ἔχοντας «τό συναφές καί ἀδιαίρετον». Ἡ Ἁγία Τριάς, λέγει ὁ Ἅγιος Μάξιμος, ὡς πρός τήν κτίση εἶναι «Τριαδικῶς φαινομένη καί μοναδικῶς διαλεγομένη» (Πρός Θαλάσσιον, ἐρωτ. 28, P.G.90, 364B). Ἡ μία καί κοινή ἐνέργεια τοῦ Τρισυποστάτου Θεοῦ, μυσταγωγεῖ τό «ἡνωμένον» τῆς φύσεως, δηλαδή τό ἀδιαίρετον τῆς ὁμοουσίου Τριάδος.
[…] πᾶσα πρόνοια καί κηδεμονία καί τοῦ παντός ἐπιστασία, τῶν τε κατά τήν αἰσθητήν κτίσιν καί τῶν κατά τήν ὑπερκόσμιον φύσιν, ἤ τε συντηρητική τῶν ὄντων καί διορθωτική τῶν πλημμελουμένων καί διδακτική τῶν κατορθουμένων, μία ἐστί καί οὐχί τρεῖς, παρά μέν τῆς Ἁγίας Τριάδος κατορθουμένη, οὐ μήν κατά τόν ἀριθμόν τῶν ἐν τῇ πίστει θεωρουμένων προσώπων τριχῆ τεμνομένη, ὡς ἕκαστον τῶν ἐνεργημάτων ἐφ΄ ἑαυτοῦ θεωρούμενον, ἤ τοῦ Πατρός εἶναι μόνου, ἤ τοῦ Μονογενοῦς ἰδιαζόντως, ἤ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κεχωρισμένως… (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Πρός Ἀβλάβιον, ΒΕΠΕΣ 68, σελ. 177, 35-40· 178, 1-3)
Πᾶσα δύναμη, ἐνέργεια καί θεωνυμία, εἶναι κοινή καί ταὐτή γιά τά τρία θεῖα Πρόσωπα. «Ἕν καί τρία τόν Θεόν πιστευθῆναι». Ὅταν φαίνεται στήν Ἁγία Γραφή ὅτι ἐνεργεῖ ἤ λαλεῖ κάποιο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦτο ἐνσημαίνει ὅτι ἀχωρίστως καί ἀδιαιρέτως συνεπινοοῦνται ὡς ἐνεργοῦντα καί τά λοιπά δύο Πρόσωπα «λαλοῦντα καί ἐνεργοῦντα», διότι ἐξ ἑνός Θεοῦ λέγονται. Οὐδέποτε ποιεῖ ὁ Πατήρ «κάτι καθ΄ ἑαυτόν», μόνος του, χωρίς νά ἐνεργεῖ τό αὐτό ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα. Οὐδέποτε, τό ἕνα Πρόσωπο ἀναφέρεται στό ἄλλο, ὡς ἱεραρχικά ἀνώτερο, ἤ ἐργαζόμενο «κάτι τό ἴδιον», πού δέν τό ἐργάζεται καί αὐτό.
Πράγματι, αὐτό πού κάποτε δημιουργοῦσε σύγχυση στούς παλαιότερους αἱρετικούς, δηλαδή, οἱ σχετικές ἀναφορές τῆς Γραφῆς, ὅπου ἄλλοτε συναριθμοῦνται καί τά τρία Πρόσωπα, ἄλλοτε ἀναφέρονται δύο ἐκ τῶν τριῶν, ἄλλοτε μόνο τό ἕνα, καί ἄλλοτε ἀλλάζει ἀκόμα καί αὐτή τή σειρά τῶν ὀνομάτων τους, στήν ἐποχή μας, γιά τούς νεώτερους αἱρετικούς, ἔχει καταστεῖ σημεῖο στήριξης πού δικαιολογεῖ -κατ΄ αὐτούς- τήν εἰσαγωγή τοῦ περσοναλισμοῦ στή θεολογία, καί ἀποτελεῖ τήν -ἐκ τῶν ὑστέρων- «ἀπόδειξη» τοῦ ὀρθοῦ τοῦ θεολογικοῦ τους ἐγχειρήματος.
Ἀντιθέτως ὅμως, σκοπός τῆς Γραφῆς εἶναι ἡ μυσταγωγία περί τοῦ ὁμοουσίου τῶν Θείων Ὑποστάσεων, ὅπου τό τριαδικό μυστήριο ἀποκαλύπτεται σταδιακῶς κάνοντας χρήση ἐκφράσεων καί τύπων πού ὑπηρετοῦν τό γενικό σχῆμα: ἀπό τά ἀτελέστερα καί ἁπλοϊκότερα πρός τά τελειότερα καί πιό σύνθετα, λαμβάνοντας ὑπ΄ ὄψη τήν ἀτελῆ ἀνθρώπινη κατανόηση ἐπί τῶν Θείων. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, ὅσο παράδοξο κι ἄν φαίνεται, ἀποκλειστικά καί μόνον μέσῳ τοῦ θεοπαραδότου αὐτοῦ τρόπου, μυστηριωδῶς, ἡ Γραφή ἀποκαλύπτει τό ὑπέρτατο μυστήριο τῆς Τριαδικότητος τοῦ Θεοῦ, διαφυλάσσοντας παράλληλα, τό εὐαγγελικό μήνυμα πέρα καί ἔξω ἀπό σχήματα σκέψεως τοῦ «αἰῶνος τούτου», ἀποκρούοντας ἔτσι τόν κίνδυνο νά φανεῖ τό μυστήριο ὡς κάτι πού ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δύναται νά θεωρήσει ὡς «οἰκεῖο»· τό εὐαγγελικό μήνυμα εἶναι καί παραμένει παντελῶς ἐπέκεινα τῶν ὅποιων (δια)νοητικῶν κατηγοριοποιήσεων, γινόμενο δεκτό μόνον μέσῳ τῆς πίστεως.
Ἡ Γραφή λοιπόν μυσταγωγεῖ, ὅτι ὅπου φανερώνεται τό ἕνα Πρόσωπο, ἐκεῖ συνεργοῦν κατά φύση καί τά ὑπόλοιπα, σέ μία ἀσύγχυτο καί ἀδιαίρετο ὕπαρξη, (Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰς τούς ἐξ Αἰγύπτου, ΒΕΠΕΣ 60, σελ. 42, στ. 25-27).
Πράγματι:
…ὅπου γάρ ἄν μία τῆς Τριάδος ὑπόστασις παρῇ, πᾶσα πάρεστιν ἡ Τριάς, ἀδιασπάστως γάρ ἔχει πρός ἑαυτήν καί ἥνωται μετ’ ἀκριβείας ἁπάσης (Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν πρός Ῥωμαίους, ὁμιλ. 13,8· P.G.60, 519)
6. Τό Τριαδικόν μυστήριον
Τό παράδοξο, γιά τόν ἀνθρώπινο νοῦ, μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, οὐδέποτε οἱ Ἅγιοι Πατέρες τό ὑπέταξαν σέ λογικές κατηγορίες σκέψεως, σέ κοινωνικές ἀντιλήψεις ἤ σέ φιλοσοφικούς στοχασμούς. Ὑπερβαίνει τήν ἀνθρωπίνη νόηση καί προσεγγίζεται μόνον διά τῆς πίστεως. «Διά πίστεως γάρ περιπατοῦμεν» (Β΄ Κορ. 5,7). Ὁ Πατερικός ἀποφατισμός στό μυστήριο τῆς ἐν Τριάδι Μονάδος, δέν συνιστᾶ ἀγνωστικισμό, καθ΄ ὅτι θεμέλιο τῆς θεογνωσίας εἶναι τό ἱστορικό γεγονός τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἐξ΄ αὐτῆς τῆς Θείας Οἰκονομίας, ἀποκαλύπτεται ὅτι ὁ Θεός εἶναι Τριάς καί Μονάς. Ἀδιακρίτως διακρινομένη ὡς Τριάς, ἀσυγχύτως ἑνουμένη ὡς Μονάς.
Ἁγιάζει καί ζωοποιεῖ καί παρακαλεῖ καί πάντα τά τοιαῦτα ὁμοίως ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον […] ὡσαύτως δέ καί τά ἄλλα πάντα κατά τό ἴσον ἐνεργεῖται τοῖς ἀξίοις, παρά τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος […] καί εἰ τί ἄλλο ἐστίν ἀγαθόν ὅ μέχρις ἡμῶν καταβαίνει. (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Πρός Εὐστάθιον, ΒΕΠΕΣ 68, σελ. 158, 16-25)
Ὁ ἕνας παντοδύναμος Θεός εἶναι ἡ Ἁγία Τριάς, ὅπου τό κάθε θεῖον Πρόσωπο -ὄντας πλήρης Θεός- ἔχει τά πάντα κοινά μέ τά λοιπά θεῖα Πρόσωπα, ἐκτός ἀπό τήν ἰδία καί ἀκοινώνητη «ὑποστατική ἰδιότητα» (ἀγεννησία, γέννηση, ἐκπόρευση). Τό δέ κοινόν ὄνομα «Θεός» ἀποδίδεται στή θεϊκή ἐνέργεια, ὅπως αὐτή ἀποκαλύπτεται στή δημιουργική, συνεκτική, προνοητική καί σωστική ἔκφανσή της. Ὅλες οἱ θεοπρεπεῖς ἐπωνυμίες, κατά τόν Ἅγιο Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη, ὑμνοῦν τόν Θεόν στήν ὁλότητά του, ἀναφέρονται δηλαδή στίς ποικίλες θεῖες του ἐνέργειες (Ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομάτων, ΙΙ,1,3 P.G. 3, 636-637· II,11 P.G. 3, 649-652)
Ἑπομένως, ὄχι μόνον οἱ θεωνυμίες «Θεός» καί «Κύριος», ἀλλά καί οἱ προθέσεις «ἐξ οὗ», «δι΄ οὗ» καί «ἐν ᾧ», τίς ὁποῖες ἐπίσης διαστρέφουν οἱ νέοι αἱρετικοί –ὅπως ἔκανε πρίν ἀπό αὐτούς καί ὁ λατινόφρων ἑνωτικός Πατριάρχης Ἰωάννης Βέκκος– ἀναφέροντας τήν πρώτη (ἀποκλειστικά) στόν Πατέρα, τή δεύτερη (ἀποκλειστικά) στόν Υἱό, καί τήν τρίτη (ἀποκλειστικά) στό Ἅγιον Πνεῦμα, ἐνῶ ὅλες ὅπως χρησιμοποιοῦνται στή Γραφή, ἀναφέρονται ἀδιακρίτως σέ ὅλα τά Θεῖα Πρόσωπα. (βλ. Μεγάλου Βασιλείου, Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κεφ. 5, ΒΕΠΕΣ 52, σελ. 235)
Διά μέν τῶν τριῶν ὑποστάσεων τό ἀσύνθετον καί ἀσύγχυτον, διά δέ τοῦ «ὁμοουσίου» καί ἐν ἀλλήλαις εἶναι τάς ὑποστάσεις καί τῆς ταυτότητος τοῦ θελήματός τε καί τῆς ἐνεργείας καί τῆς δυνάμεως καί τῆς ἐξουσίας καί τῆς κινήσεως, ἵν’ οὕτως εἴπω, τό ἀδιαίρετον καί τό εἶναι ἕνα Θεόν γνωρίζομεν. Εἷς γάρ ὄντως Θεός, ὁ Θεός καί ὁ Λόγος καί τό Πνεῦμα αὐτοῦ. (Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, 1,8,14 P.G.94, 825AB)
Οἱ ἔννοιες τοῦ «ὁμοουσίου» καί τῆς «περιχωρήσεως» τῆς Τριαδικῆς Θεότητος, εἶναι ἀλληλοκαλυπτόμενες καί ταὐτές. Δηλαδή, μία τέλεια καί πλήρης κοινωνία φύσεως. «Ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἕν ἐσμεν» (Ἰω. 10,30). Μέ αὐτό τό «ἕν», ὁ Χριστός ἀποκαλύπτει τήν φυσική ἑνότητα τῆς Θεότητος, τό ὁμοούσιον δηλαδή τῶν τριῶν θεαρχικῶν Ὑποστάσεων. Ἡ θεία οὐσία δέν ἀποτελεῖ ἀφηρημένη στοχαστικοῦ χαρακτήρα ἔννοια, ἀλλά, τόν «κοινόν λόγον τοῦ Εἶναι» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ (Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια θεολογικά, P.G.91, 264B). Ἡ γνωστική προσέγγιση καί κατανόηση γιά ἅπαντα τά κτιστά ὄντα, τοῦ «τί εἶναι» τῆς θείας οὐσίας, παραμένει ἀπολύτως ἀνέφικτη. Μόνον διά τῶν ἐνεργειῶν αὐτῆς καθίσταται γνωστή, ὄχι κατά τόν λόγον τοῦ «τί εἶναι», ἀλλά κατά τόν λόγον τοῦ ἁπλῶς «εἶναι», δηλαδή ὅτι ὑπάρχει καί δέν εἶναι ἀφηρημένη -ἄνευ περιεχομένου- ἔννοια.
Ἕως αὐτό τό σημεῖο, ἔχει καταστεῖ ἀπολύτως σαφές ὅτι ἡ ταυτότης τῆς θελήσεως καί τῆς ἐνεργείας τῶν τριῶν θείων Ὑποστάσεων δέν δύναται νά ἐκληφθεῖ ὑπό τήν ἔννοια τῆς ὁμογνωμίας καί ὁμοφωνίας τριῶν διακριτῶν ἀτόμων, πού ἔχουν διάφορον θέληση καί ἐνέργεια καί ἁπλῶς ἐναρμονίζονται, κάτι πού ἐμφατικῶς ἰσχυρίζεται ἡ διδασκαλία τῆς Θεολογίας τοῦ Προσώπου. Ἀντιθέτως, τό ἑνιαῖον καί ταὐτόν τῶν θείων ἐνεργειῶν, διδάσκει περί τῆς μιᾶς καί αὐτῆς θείας οὐσίας, κοινῆς καί ταὐτῆς, γιά τίς τρεῖς θεῖες Ὑποστάσεις. Γιά παράδειγμα, ἐκ τῶν τριῶν θείων Ὑποστάσεων δέν δίδονται τρεῖς διακριτές ζωές,
[…] ἀλλ’ ἡ αὐτή ζωή καί παρά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνεργεῖται καί παρά τοῦ Υἱοῦ ἑτοιμάζεται καί τῆς τοῦ Πατρός ἐξῆπται βουλήσεως. (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Πρός Ἀβλάβιον, ΙΙΙ-1,48 ΒΕΠΕΣ 68, σελ. 176, στ. 35-37)
Ἐάν οἱ ἐνέργειες ἦσαν ὑποστατικά προσόντα, δηλαδή διαφορετικές σέ κάθε θεία Ὑπόσταση, θά ἔπρεπε νά διακρίνονται μεταξύ τους καί νά ἔχουν διαφορετικά ἀποτελέσματα. Ὅμως, ἡ ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου τοῦ Τριαδικοῦ χαρακτήρα τῆς Θεότητος, ὀφείλεται ἀποκλειστικά στήν ταυτότητα τῆς ἐνεργείας, τοῦ ἐν Τριάδι ἑνός Θεοῦ, καί δι΄ αὐτῆς τῆς «ὁδοῦ», δηλαδή διά τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ κοινοῦ χαρακτήρα τῆς Θείας ἐνεργείας, ὁδηγήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση στήν ἐν πίστει ἀποδοχή καί περί τῆς ταυτότητος τῆς Θείας φύσεως τῶν τριῶν θεαρχικῶν Προσώπων, ὅπως ἐκφράζεται διά τοῦ «ὁμοουσίου». (βλ. Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Εὐνομίου Α΄, 140-145, ΒΕΠΕΣ 67, σελ. 94-97)
Ἡ ἀδιαίρετος διάκριση μεταξύ τῆς ἀμεθέκτου καί ἀρρήτου Θείας Οὐσίας καί τῆς μεθεκτῆς ἀκτίστου Θείας Ἐνεργείας τῆς Τρισυποστάτου Θεότητος, ἑρμηνεύει μέ συνέπεια ὅλες τίς Θεοφάνειες καί τά Βιβλικά γεγονότα. Ἡ δέ ἐν Χριστῷ Θεογνωσία τῆς Τριαδικῆς Θεότητος, μαρτυρεῖ ὅτι ἡ ἄναρχος Τρισυπόστατος Θεότης, ὡς πρός τό «καθ΄ ὕπαρξιν Εἶναι» Αὐτῆς, εἶναι ἄρρητος, ἀμέθεκτος καί «ἄσχετος», ὡς πρός τά κτιστά δημιουργήματά της. Δέν δύναται κἄν νά ὑφίσταται περίπτωσις ἀναλογίας, σχέσεως, εἰκονισμοῦ καί ὁμοιότητος: «Τίς ἔστιν ὅμοιός σοι Κύριε;» (Ἔξοδ, 15,11).
Ἡ Ἁγία Τρισυπόστατος Μονάς, Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα, τριῶν ἀπείρων ἄπειρος συμφυΐα, τόν τε τοῦ εἶναι, καί πῶς, καί τί, καί ποῖον εἶναι, λόγον πάμπαν τοῖς οὖσιν ἄβατον ἔχουσα. Πᾶσαν γάρ διαφεύγει νόησιν τῶν νοούντων (Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια Θεολογικά, P.G.90, 1177A)
Συμπεράσματα
Τό «ὁμοούσιον» ὡς ὅρος πίστεως στήν ἐν Χριστῷ ἀποκεκαλυμμένη Τρισυπόστατο Θεότητα, ὅρο πού θέσπισε ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἀποτελεῖ τό ἀπόλυτο θεμέλιο τῆς Ὀρθοδόξου θεογνωσίας. Οἱ θεοφόροι Πατέρες ἀπαγόρευσαν ρητῶς πᾶσα παραχάραξη, διαστρέβλωση καί παρερμηνεία του, μέχρις καί ἑνός «ἰῶτα». Διότι τό ἀντίκτυπο εἶναι ἀποκλειστικῶς σωτηριολογικό. Ἡ σημασία τοῦ ὅρου διαφυλάσσει τήν ἑνότητα τοῦ μυστηρίου τῆς πίστεως καί τῆς θεογνωσίας, ὡς πρός τήν ἀπερινόητο Τριαδική Θεότητα.
Τό «ὁμοούσιον» διαρρηγνύει κάθε δυνατότητα ἀναλογίας μεταξύ τοῦ «Εἶναι» τοῦ Θεοῦ καί τοῦ «εἶναι» τῶν ἀνθρώπων, καί καταργεῖ πᾶσα ἀνθρώπινη προσπάθεια διανοητικῆς ἐξερευνήσεως τῆς Τριαδικῆς Μονάδος. Κάθε διανοητική σύλληψη μέ βάση τά αἰσθητηριακά δεδομένα, καταρρίπτεται ἐνώπιον τοῦ «ὁμοουσίου». Διότι δέν ὑπάρχει μία «ὀντολογική ἁλυσίδα» πού νά ἑνώνει σέ ἕνα ἑνιαῖο ὅλον τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, ὅπως π.χ. συμβαίνει στή θεολογία τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ. Στήν Ὀρθόδοξο Θεολογία, εἶναι ἀδύνατον νά ὑφίσταται ἀναλογία κτιστοῦ καί ἀκτίστου, οὔτε στό ἐπίπεδο τῆς φύσεως, οὔτε τῆς ὑποστάσεως, οὔτε καί τῆς ἐνεργείας. Ἐπίσης, οὐδεμία ἀναλογία καί εἰκονισμός δύναται νά ὑπάρχει μεταξύ τῆς ἐν Χριστῷ Ἐκκλησίας καί τοῦ «Τριαδικοῦ Εἶναι», ὅπως στοχάζονται ὑπαρξιστικῶς στόν περσοναλισμό…
Οἱ νέοι «θεολόγοι» διδάσκουν ὅτι, μέ τόν τρόπο πού ὑπάρχουν καί ἀγαπῶνται μεταξύ τους τά θεῖα Πρόσωπα, μέ τόν αὐτό τρόπο ἐνεργεῖ καί ἡ κάθε Θεία Ὑπόσταση στό ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας καί στήν Ἐκκλησία. Τό στοιχεῖο πού -κατ΄ αὐτούς- ἑνώνει τήν Ἁγία Τριάδα, δηλαδή ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῆς «κενωτικῆς ἀγάπης», εἶναι ὁ ἴδιος πού ἑνώνει καί τήν Ἐκκλησία. Μέ ἄλλα λόγια, αἴρεται τό ἀπόλυτο θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας, πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν ἀναστημένη Σάρκα καί τό ἐκχυθέν Αἷμα τοῦ Θεανθρώπου, πού ἀποτελοῦν τήν νίκη κατά τοῦ θανάτου.
Στή θεολογία τοῦ «προσώπου» συστηματικά παρερμηνεύεται ἡ ἔννοια τῆς ἀγάπης. Ἡ Πατερική διδασκαλία, πού ἑρμηνεύει θεοπνεύστως τήν Γραφή, λέγει ὅτι ὁ «Θεός εἶναι ἀγάπη» (Α΄ Ἰω. 4,16), ἀλλ’ ὡς ἐραστός καί ἀγαπώμενος ὑπό τῶν ἀνθρώπων. Ἕλκει, κατά φύση, πάντα τά λογικά ὄντα πρός τόν Ἑαυτό Του, γιά νά ἑνωθοῦν μαζί Του, διότι αὐτός εἶναι ἡ σωτηρία τους. Ὁ Θεός ἔχει πρός «τά ὄντα ἀγαθόν ἔρωτα» καί διεγείρει «πρός ζῆλον ἐγερτικόν τῆς ἐφέσεως Αὐτοῦ τῆς ἐρωτικῆς» (Ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείων Ὀνομάτων, κεφ. Δ΄ 14). Ὑπ’ αὐτή τήν ἔννοια ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Ἐπειδή ὅμως, ἡ ἀνθρωπίνη φύση εἶχε διαστρεβλωθεῖ, ἕνεκα τῆς πτώσεως, χρειαζόταν ἀνακαίνιση καί αὐτό ἦταν τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Μόνον ἡ ἐν Χριστῷ ἀνακαινισμένη ἀνθρώπινη φύση, ἀγαπᾷ ἀνιδιοτελῶs τόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ἀλλά ὄχι ὅπως διδάσκει ἡ Θεολογία τοῦ Προσώπου, ὅτι ἕκαστο Θεῖο Πρόσωπο εἶναι «ἐρωτευμένο κενωτικῶς» μέ τά ἄλλα…
Ἔγινε σαφές ὅτι, ἡ Θεολογία τοῦ Προσώπου καταργεῖ ὡς ὅρο τῆς πίστεως τό ὁμοούσιον τῶν θεαρχικῶν Προσώπων. Δημιουργεῖ νέα «Τριαδολογία» καί κατά συνέπεια νέα «θρησκεία», ἄσχετη μέ τήν Ὀρθοδοξία.
Ἐν κατακλεῖδι, οὐδέποτε μποροῦμε νά μιλᾶμε περί τῶν τριῶν Θείων Ὑποστάσεων, δίχως νά συνομολογοῦμε τήν τέλεια ἑνότητά τους: τό «ὁμοούσιον» καί ταὐτοενεργές αὐτῶν. Δέν δυνάμεθα νά μιλᾶμε περί τοῦ ἑνός Τρισυποστάτου Θεοῦ, «μεμερισμένως», διότι τότε ὁδηγούμεθα στή πολυθεΐα, ἀλλά οὔτε καί «ἀμερίστως», ὡς νά ἐπρόκειτο γιά μίαν ἀπόλυτο μονοθεΐα (ὅπως ὁ «θεός» τοῦ Ἰσλάμ καί τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ). Ἡ Ὀρθόδοξος πίστη περί τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀντίστοιχος τῆς θείας πραγματικότητος, ὅπως αὐτή ἀποκαλύφθηκε ἐν Χριστῷ, δηλαδή, πίστη περί τοῦ «ἀμερίστου ἐν μεμερισμένοις» Τρισυποστάτου Θεοῦ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
PG J.-P. MIGNE, Patrologiae cursus completus, Series graeca, Paris, 1844-1855.
ΧΡΗΣΤΟΥ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, ἔκδ. Π. Χρήστου, 1-5, Θεσσαλονίκη 1962-1992. ΒΕΠΕΣ Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων, ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1955 καὶ ἑξῆς. ΜΠΙΖ Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἔργα Α´,Ἐκκλησιολογικά Μελετήματα, ἔκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2016.
Ἡ ἀναίρεσις τοῦ ὁμοουσίου εἰς τήν θεολογίαν τοῦ προσὠπου – 2ον