Γράφει ὁ Γέρων Παΐσιος Καρεώτης
2ον
3. Ἡ «ἀγάπη» ὡς ἡ «οὐσία» τῆς Ἁγίας Τριάδος
Ἰδιαίτερα σημαντική στή Θεολογία τοῦ Προσώπου θεωρεῖται ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία κατανοεῖται ἀποκλειστικά ὡς ὑποστατική ἐνέργεια, καί ὄχι ὡς ἡ κοινή φυσική ἐνέργεια τοῦ Τρισυποστάτου Θεοῦ. Θεωρώντας τήν ἀγάπη ὡς ὑποστατική ἐνέργεια, οἱ νέοι θεολόγοι ἐπιχειροῦν ἐπανερμηνεία τοῦ Τριαδικοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ. Κατανοοῦνται πιά οἱ τρεῖς Θεῖες Ὑποστάσεις ὡς αὐτοτελῆ ὑποκείμενα, ὡς τρία «ἐγώ», τά ὁποῖα οἰκοδομοῦν τήν ἐνδοτριαδική διαπροσωπικότητά τους ὡς κοινωνία ἀγαπωμένων προσώπων. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ «κενωτική ἀγάπη» συνιστᾶ τήν ὀντολογική ἕνωση τῶν θείων Προσώπων. Ὁ δέ Πατήρ ὡς ἡ «Ὑποστατική ἀρχή» καθορίζει τό «πῶς εἶναι» τῶν θείων Ὑποστάσεων, δημιουργώντας ἀγαπητικές σχέσεις μέ τά ἕτερα δύο Θεῖα Πρόσωπα.
Ἀρχή τῆς τριαδικῆς ἑνότητος, ἑπομένως, θεωρεῖται ἡ προσωπική ἀγαπητική σχέση , ἐνῶ ἡ Ἁγία Τριάδα κατανοεῖται ὡς “Ἐκκλησία” ἀγαπωμένων προσώπων, λειτουργοῦσα ὡς “Σύνοδος”. Ἡ δέ θεία φύση, καί ἡ συνδεδεμένη μέ αὐτήν ἔννοια τοῦ ὁμοουσίου τῶν θείων Ὑποστάσεων, χάνουν τήν κεντρική τους θέση στό τριαδικό δόγμα, καί διατηροῦνται ὡς -ἄνευ δογματικῆς σημασίας- παρεπόμενα τῆς ὑπαρξιστικῆς θεωρήσεως τοῦ Θεοῦ, ὡς μιᾶς ἀγαπητικῆς τριαδικῆς κοινωνίας προσώπων. Γίνεται ἑπομένως ἀντιληπτό, ὅτι ἡ «κοινωνική» αὐτή Τριάδα δέν ἔχει πιά ἀναφορά στή κοινή της φύση, οὔτε ἔχει κοινές καί ταὐτές φυσικές ἐνέργειες. Ἀντιθέτως βασίζεται στά προσωπικά θελήματα!
Τό Πνεῦμα ἐκπορευόμενο ἐκ τοῦ Πατρός ἔρχεται νά ἀναπαυθεῖ ἐν τῷ Υἱῷ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε ἐκ τοῦ Πατρός, καί ὅπως μία ἁψίδα(sic!) ἑνώνει τόν Πατέρα καί τόν Υἱό σέ ἕνα ἐναγκαλισμό. Ἔτσι, φανερώνεται μία ἑνότητα μεταξύ τῶν τριῶν Προσώπων, ἡ ὁποία εἶναι διακριτή ἀπό τήν ἑνότητα τοῦ ὁμοουσίου τους. (Dimitru Staniloae, Theology and Church, St.Vladimir´s Seminary Press, 1980, κεφ. 1, σελ. 23).
Ἤδη ἐμφανίζεται καί τό πρῶτο παρεπόμενο τῆς νέας περσοναλιστικῆς/ὑπαρξιστικῆς θεώρησης ἐπί τῆς Ἁγίας Τριάδος: μία νέα ἐκδοχὴ τοῦ Filioque (φιλιόκβε), ὑπερβαίνοντας καί αὐτά τά πλαίσια πού τό εἶχε ἀναπτύξει ἡ παλαιότερη δυτική θεολογία. Κατά τόν Στανιλοάε, λοιπόν, δέν ἐπαρκεῖ ἡ ἑνότητα πού ἐκφράζεται διά τοῦ «ὁμοουσίου», μιᾶς καί “μόνον” μέ τό ὁμοούσιον ὑπάρχει κίνδυνος νά διαλυθεῖ(sic) ἡ Ἁγία Τριάδα, ἐνῶ ἡ ὑπαρξιστική κοινωνία τῆς ἀγάπης, μόνη αὐτή, καταφέρνει νά τήν διατηρεῖ ἀκέραιη, ἑνωμένη καί ὁλόκληρη! Ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό εἶναι, ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀποκτᾶ νέο ὑποστατικό ἰδίωμα, ὥστε νά τό ὀνομάζει «Πνεῦμα κοινωνίας». Γίνεται ἔτσι ὁ κρίκος καί ἡ “ἁψίδα” πού ἑνώνει τόν Πατέρα καί τόν Υἱό! Μία «βοηθητική» Θεότης… Εἶναι πασιφανές ὅτι δημιουργεῖται μία ξένη “Τριαδολογία” μιᾶς -κατά κυριολεξία- νέας θρησκείας, μέ τραγικές συνέπειες γιά τό Ὀρθόδοξο δόγμα καί τήν Ἐκκλησία…
Στό ἴδιο κείμενο, ὁ Στανιλοάε ἰσχυρίζεται ὅτι -ὡς νέο ἰδίωμα- ἡ ἀγάπη, καθίσταται τό «Εἶναι» τῆς Ἁγίας Τριάδος. Παίρνει δηλαδή τή θέση τῆς κοινῆς οὐσίας, ἀντικαθιστώντας την ὑπαρξιστικά, καθὼς ὡς «Εἶναι» ἡ ἀγάπη παραμένει ἕνα βαθειά προσωπικό γεγονός. Ἐπ’ αὐτοῦ ἀβίαστα τίθεται τό ἐρώτημα: ἐφ’ ὅσον ἰσχύει ἡ ταυτότης «Εἶναι» καί «Προσώπου» στόν Τριαδικό Θεό, τότε μέ ποιό ἀπό τά τρία πρόσωπα ταυτίζεται τό «Εἶναι»; Εἴτε ὑποστηρίξουν ὅτι ταυτίζεται μέ τό Πρόσωπο τοῦ Πατρός, εἴτε ὅτι τό κάθε πρόσωπο ἔχει τό δικό του «Εἶναι», τό ὁποῖο τό κενώνει στό ἕτερο ἀγαπώμενο πρόσωπο, καί στίς δύο περιπτώσεις καταλύεται ὁ δογματικός ὅρος τῆς πίστεως τοῦ «ὁμοουσίου»…
Στό νέο ὑπαρξιστικό/περσοναλιστικό πλαίσιο κατανόησης τῆς Ἁγίας Τριάδος, κατανοουμένης πιά ὡς κοινωνία ἀγάπης, τό κάθε θεῖο Πρόσωπο “ἀναζητεῖ τήν ταυτότητά του”(sic) μέσα σέ μία ἀέναο «κένωση» ἀγάπης, μέσα σέ ἕνα ἀέναο πλέγμα σχέσεων ἑτεροτήτων, ὅπου ἔκαστο ἀγαπῶν θεῖο Πρόσωπο, ἀφομοιώνει τή ζωή τοῦ ἑτέρου ἠγαπημένου θείου Προσώπου. Κάθε θεία Ὑπόστασις εἶναι ὁλότελα «ἀνοικτή» πρός τίς ἄλλες καί «δέχεται τήν μαρτυρία τῆς ἀληθείας της ἀπό τίς ἄλλες» (Ἀρχιμ. Ζαχαρία, Ἀναφορά στή θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2000, σελ. 26-28). Ἑπομένως ἡ «ζωή τοῦ ἠγαπημένου» δέν ἐνυπάρχει κατά φύση στόν ἀγαπῶντα, ἀλλά εἰσέρχεται ὡς ἕνα νέο στοιχεῖο στήν ὑπόσταση τοῦ ἀγαπῶντος. Γίνεται ἄμεσα κατανοητό ὅτι μέ τή διδασκαλία αὐτή καταργεῖται τό:
ἀεί ταὐτόν καί ἄτρεπτον τῆς θεότητος. (Μ. Βασιλείου, Κατ’ Εὐνομίου, λόγ. Α΄, ΒΕΠΕΣ 52, σελ. 169, στ. 1-2).
Καταργεῖται, διότι εἰσάγεται κίνηση, ἀλλοίωση καί παθητότης στήν Ἁγία Τριάδα. Προκειμένου οἱ νέοι “θεολόγοι” νά ὑποστηρίξουν τήν νεοεισαγόμενη ἔννοια τῆς “δυναμικῆς τριάδος”, ἔναντι μιᾶς “παρωχημένης καί στατικῆς τριάδος”, καταστρέφουν, στόν ἀπόλυτο βαθμό, τό κεντρικότερο δόγμα ἐπί τῆς Ἁγίας Τριάδος:
Προσθήκης δέ καί μειώσεως τροπῆς τε καί ἀλλοιώσεως μηδεμιᾶς γινομένης τοῖς τρισί προσώποις Πατρός καί Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος […] Οὔτε γάρ χρόνῳ διήρηται ἀλλήλων τά Πρόσωπα τῆς θεότητος, οὔτε τόπῳ, οὐ βουλῇ, οὐκ ἐπιτηδεύματι, οὐκ ἐνεργείᾳ, οὐ πάθει, οὐδενί τῶν τοιούτων, οἷπερ θεωρεῖται ἐπί τῶν ἀνθρώπων… (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Ἀπό τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, ΒΕΠΕΣ 68, σελ. 165, στ.24-27, 35-38).
Στό «ὁμοούσιον» κράτος τῆς Τριαδικῆς Μοναρχίας δέν ὑπάρχει μετάδοση, μετοχή, προσφορά καί δόση, κένωση ἀπό τήν μία ὑπόσταση πρός τήν ἄλλη. Σέ τί, ἄραγε, ἔχει «ἀνάγκη» ὁ Υἱός τήν ἀγάπη τοῦ Πατρός, ἐφ’ ὅσον ἔχει «ἐν ἑαυτῷ ὅλον τόν Πατέρα», ἐφ’ ὅσον τά τοῦ Πατρός ἄπαντα τά «προσόντα φυσικῶς ἐνυπάρχειν τῷ γεννήματι»; (Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρ., Εἰς τό κατά Ἰωάννη, βιβλ. Α΄ 5, P.G.73, 77D).
Ἡ περσοναλιστική/ὑπαρξιστική θεώρηση τῆς «κενωτικῆς ἀγάπης» μεταξύ τῶν θείων Ὑποστάσεων, εἰσάγει ἑπομένως ἐνδοτριαδικῶς ἐπιπλέον αἰτιώδεις σχέσεις (πέραν τῆς γεννήσεως καί τῆς ἐκπορεύσεως) καί διαμορφώνεται ἐπί τῇ βάσει τῆς ὑπάρξεως -δῆθεν- ὑποστατικῶν ἐνεργειῶν. Μόνο μέ αὐτό τόν καινό τρόπο, τό κάθε θεῖο Πρόσωπο διαφοροποιεῖται ἀπό τά ἄλλα δύο, καί γίνεται “ἑτερότητα” μέσα στό πλέγμα τῶν (νέων) αἰτιωδῶν σχέσεων, τοῦ ἀγαπῶντος καί τῶν ἠγαπημένων. Μία «κοινωνία ἀγάπης», ὅπου τό κάθε θεῖο Πρόσωπο βρίσκει τήν «ἀλήθειά του» στό ἄλλο. Διδάσκεται σήμερα, δηλαδή, ὅτι ἀποκρούετο ἔκπαλαι ὡς φρικτή αἵρεση:
Ἡμεῖς γάρ παρά τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν μυσταγωγούμενοι οὐχί κοινωνίαν θεότητος ὁρῶμεν ἐν Πατρί τε καί Υἱῷ , ἀλλ’ ἑνότητα. (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Ἀντιρρητικός, ΒΕΠΕΣ 68, σελ. 103, στ. 27-29).
Εἶναι αὐτονόητο, ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ρητῶς ἀποκλείουν πᾶσα σκέψη ἀντικαταστάσεως τοῦ «ὁμοουσίου», ὡς τῆς ἀπολύτου ἑνότητος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἔννοια τῆς «κοινωνίας» καί τῆς «μετοχῆς». Ὑποστηρίζεται ὅμως, ἐξ ἀντιθέτου, ἀπό τούς περσοναλιστές θεολόγους, ὅτι ὁ Πατέρας προσφέρει «Ὅλον» τόν ἑαυτόν του στόν Υἱό καί ὁ Υἱός μέ μία ἀντίστροφη κίνηση, αὐτοκενωτικῆς ἀγάπης, ἀντιπροσφέρει καί παραδίδει τόν ἑαυτό του στόν Πατέρα:
Ὀνομάζομεν “κένωσιν” τόν τρόπον αὐτόν τῆς προσωπικῆς ὑπάρξεως ὡς κοινωνίας…Ὁ τρόπος τῆς ὑπάρξεως τῶν Θείων Προσώπων […] εἶναι ἡ δυναμική ἀναφορά ἑκάστου ἐκ τῶν θείων Προσώπων εἰς καθολικήν κοινωνίαν μέ τά ἄλλα πρόσωπα τῆς Θεότητος, τό “ἄδειασμα” ἀπό τά στοιχεῖα τῆς ὑπαρκτικῆς αὐτοτέλειας, ἡ “αὐτοαπόκρυψις” ἑκάστου Προσώπου εἰς τήν σχέσιν κοινωνίας μέ τά ἄλλα θεῖα πρόσωπα, καί αὐτόν τόν τρόπον τῆς προσωπικῆς ὑπαρκτικότητος ὀνομάζομεν “κένωσιν”. (Χρήστου Γιανναρᾶ, Τό ὀντολογικό περιεχόμενο τῆς θεολογικῆς ἐννοίας τοῦ Προσώπου, Ἀθῆναι 1970, σελ.75-76).
Στό ἀνωτέρω ὑπαρξιστικό “θεολογικό” παραλήρημα, ἡ Ὀρθόδοξος Πατερική διδασκαλία εἶναι σαφής: «Ὁ Υἱός ἐν τῷ Πατρί» εἶναι «φυσικῶς» καί ὄχι ὡς μία ἐπινοηθεῖσα περσοναλιστική σχέση κενώσεως, δηλαδή μία σχέση τοῦ «ἀγαπᾶν καί ἀγαπᾶσθαι». Δέν ὑπάρχει ἀγαπητική σχέση -νοουμένη ὡς ὑποστατική σχέση- μεταξύ τῶν Θείων Προσώπων, (Ἀγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρ., Εἰς τό κατά Ἰωάννην, βιβλίον Θ΄, P.G.74, 273Α). Ἡ σχέση τοῦ «ἀγαπᾶν καί ἀγαπᾶσθαι» δέν μπορεῖ παρά νά θεμελιωθεῖ ἐπί τῆς παραδοχῆς ὑπάρξεως ὑποστατικῶν ἐνεργειῶν ἐνδοτριαδικῶς, μέ τελική συνέπεια τήν κατάργηση τῆς μιᾶς καί ταὐτῆς φυσικῆς ἐνεργείας τῶν ὁμοουσίων Ὑποστάσεων. Καταργεῖται ἑπομένως τό «φυσικῶς ἐνυπάρχειν», καί γίνεται ἡ ἀγάπη ἀπό φυσικό προσόν, βουλητική ἐπιλογή. Τό «ὁμοούσιον» προϋποθέτει τό κατά φύση «ταὐτόν καί κοινόν», τό ὁποῖον ἐάν καταργηθεῖ, τότε:
στασιάζουσα καθ’ ἑαυτῆς ἡ Θεία φύσις νοηθήσεται. (Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρ., Εἰς τό κατά Ἰωάννην, βιβλίον Β΄ 9, P.G. 73, 389B)
Τί δύναται «περισσότερον» νά ἐνεργήσει ὁ Πατήρ πρός τόν Υἱό καί τό Πνεῦμα, ἐφ’ὅσον ἅπαντα φυσικῶς ἐνυπάρχουν σέ Αὐτόν;
ἄρα μεταδώσει τῆς ἑαυτοῦ ζωῆς τῷ ἰδίῳ γεννήματι καθάπερ δεομένῳ καί οὐκ ἔχοντι τήν ζωήν ἐξ ἑαυτοῦ; (Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρ., Εἰς τό κατὰ Ἰωάννην, βιβλίο Δ΄ 3, P.G. 73, 592A-D).
Ὁ κατάλογος τῶν θεολογικῶν ἀτόπων εἶναι μακρύς· ἄλλη ἀτοπία-συνέπεια τῆς περσοναλιστικῆς διδασκαλίας ὅτι, ἐνδοτριαδικῶς ὑφίσταται «κοινωνία ἀγάπης», καί ὅτι αὐτή ἀποτελεῖ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἑξῆς: ἐάν γίνει ἀποδεκτή ἡ «κενωτική ἀγάπη» τοῦ Πατρός πρός τόν Υἱό καί τό Πνεῦμα, ὅπως καί τό ἀντίστροφο, τότε ὑπεισέρχεται στήν Ἁγία Τριάδα ἡ ἐνεργητική καί ἡ παθητική δύναμη. Διότι τότε, ὅλα τά θεῖα Πρόσωπα ἀποδεικνύονται «παθητά» καί κυριαρχεῖ ἕνας ἰδιότυπος «θεοπασχητισμός», καί μάλιστα ἐνδοτριαδικῶς, καθ’ ὅσον -ἐπί παραδείγματι- ὁ Υἱός εἶναι:
πρός τήν κίνησιν τῆς ὑφιστώσης αὐτόν ἐνεργείας τυπούμενος (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, κατά Εὐνομίου Β΄, ΒΕΠΕΣ 67, σελ. 214, στ. 18-20)
Παθητός λοιπόν ὁ Υἱός «ἀϊδίως», ὅπως καί τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ὁ Πατήρ, ὡς δεχόμενοι τήν κενωτική ἀγάπη, ἕτερος ἑτέρῳ… Κατά συνέπεια γίνεται εἴσοδος «ποιοτήτων» στήν Τρισυπόστατο Θεότητα. Ὅμως ὁ Ἅγιος Μάξιμος διδάσκει ὅτι ὁ Θεός εἶναι παντελῶς «ἄποιος». Οὐδεμία ποιότης τῆς κτιστῆς πραγματικότητος δέν δύναται νά ὑπάρχει στήν ἄκτιστη πραγματικότητα (Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, εἰς τό Πάτερ ἡμῶν, P.G.90, 892D).
4. Τό Ὀρθόδοξον “ὁμοούσιον” καί ἡ νέα διδασκαλία περί ἐνδοτριαδικῶν διϋποστατικῶν σχέσεων
Στήν Ὀρθόδοξο διδασκαλία δέν νοεῖται ἐπ’ οὐδενί, μία ἰδιαιτέρα σχέση ἤ ἕνας ἰδιαίτερος σύνδεσμος, μεταξύ δύο ἐκ τῶν τριῶν Θείων Ὑποστάσεων. Δηλαδή, μεταξύ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἐξαιρουμένου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ δυτικῆς ἐμπνεύσεως filioque (φιλιόκβε), ὅπου ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός ἐκπορεύουν τό Ἅγιον Πνεῦμα. Στήν νεώτερη ὅμως οἰκουμενι(στι)κή θεολογία, ὡς δρόμος θεολογικῆς προσεγγίσεως Ἀνατολῆς-Δύσεως καί ὑπερβάσεως τῶν διαφορῶν τους, ἔχει προκριθεῖ -ἀνάμεσα στά ἄλλα- καί ἐντός τοῦ εὐρύτερου πλαισίου τῆς Θεολογίας τοῦ Προσώπου, ἡ νέα κατανόηση τῆς “δι’ Υἱοῦ” σχέσεως Υἱοῦ καί Πνεύματος, ὄχι μόνον στό πεδίο ἀναφορᾶς τῆς Χριστολογίας, ἀλλά καί σέ αὐτήν τήν Τριαδολογία! Εἶναι τό περίφημο “Ὀρθόδοξο” filioque, ὅπου ἡ «ἔκλαμψις» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «δι’ Υἱοῦ», συνιστᾶ ἑτέρα δι-ὑποστατική σχέση, διακριτή τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός (Στανιλοάε). Ἀντίστοιχη ἰδιαιτέρα σχέση “κατασκευάζεται” μεταξύ Πατρός καί Πνεύματος, ἐξαιρουμένου τοῦ Υἱοῦ… Μία τέτοια σχέση μεταξύ δύο ἐκ τῶν τριῶν Θείων Ὑποστάσεων, ὅπου ἐξαιρεῖται ἡ τρίτη, δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι διαλυτική τοῦ ὁμοουσίου τῶν τριῶν θείων Προσώπων. Κάθε Ὑπόσταση «ἔχεται» πρός τίς ἄλλες, κατά τόν λόγο τῆς κοινῆς τους οὐσίας. Σέ αὐτό τό πλαίσιο ἄλλωστε νοεῖται ἡ σημασία τοῦ ὅρου «ἐπαναπαυόμενον», τοῦ Πνεύματος στόν Υἱό, ἑνός ὅρου πού σκόπιμα διαστρεβλώνουν οἱ περσοναλιστές, ὁ ὁποῖος ὅμως δηλοῖ ἀποκλειστικῶς τήν «συμφυΐα» τῶν δύο, τήν κοινή τους φύση.
Ἡ διάκριση τῶν Ὑποστάσεων συνιστᾷ ἐν ταὐτῷ μίαν ἄρρητο καί ἀπερινόητο ἕνωση καί διάκριση, πού δέν συγχέει τό ἰδιάζον τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων, ἡ κατά τήν οὐσία ταυτότητα. Οὔτε τέλος δύναται νά νοηθεῖ Πατήρ, ἄνευ Υἱοῦ καί Πνεύματος, οὔτε Υἱός ἄνευ Πατρός καί Πνεύματος, οὔτε καί τό Πνεῦμα ἄνευ Πατρός καί Υἱοῦ.
καί ἔστι παραδόξως ἐπί τούτων καί διάκρισις συνημμένη καί διακεκριμένη συνάφεια (Εὐθυμίου Ζυγαδινοῦ, Πανοπλία Δογματική, P.G.130, 60B).
Τό δέ «γεννᾶν» καί «ἐκπορεύειν», πού εἶναι ὑποστατικά ἰδιώματα μόνον τοῦ Πατρός, οὐδεμία ὁμοιότητα ἤ ταυτότητα ἔχουν μεταξύ τους. Ὁ Υἱός εἶναι «ἀμέσως» γεννητός ἐκ μόνου τοῦ Πατρός. Τό Πνεῦμα εἶναι «ἀμέσως» ἐκπορευτό ἐκ μόνου τοῦ Πατρός. Οὔτε ὁ Υἱός ἔχει τήν ἐκπόρευση, οὔτε τό Πνεῦμα τήν γέννηση. Ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα «ἀδιαστάτως καί ἀχρόνως» προῆλθαν ἐκ τοῦ Πατρός, «συνακολουθούσης ἅμα τῆς γεννήσεως, ἡ ἐκπόρευσις» καί «ἀεί καί ἅμα συνυπάρχουσι τῷ Πατρί».
Ὡς οὖν ἡ γέννησις εὐδοκία καί θέλησις οὐκ ἔστιν, ἀλλ’ ὑπέρ εὐδοκίαν καί θέλησιν (φύσει γάρ δείκνυσιν ἐκ Πατρός ὄντα τόν Υἱόν ὡς αὐτῷ γνήσιον καί ὁμοούσιον, ἀλλ’ οὐ θελήσει κατά τά κτίσματα) οὕτως οὐδέ τοῦ Πνεύματος ἡ ἐκπόρευσις ἀποστολή καί εὐδοκία καί θέλησίς ἐστι. φύσει γάρ ἡ ἐκπόρευσις δείκνυσι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός, ὡς αὐτῷ γνήσιον καί ὁμοούσιον, ἀλλ’ οὐ θελήσει κατά τά κτίσματα. (Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἀποδεικτικός Β΄, Χρήστου Α΄, σελ. 99, στ. 1-7)
Ἡ Πατρική Θεία φύση ἀποτελεῖ τήν κοινή Θεότητα. Οὐδεμία ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ διακρίνεται ὡς πρός τίς Ὑποστάσεις. Ὁ Πατήρ δέν ἐνεργεῖ ὡς Πατήρ, ἀλλ’ ὡς Θεός, ὅπως καί τά ἕτερα δύο Θεῖα Πρόσωπα.
[…] οὐκ ἐκ μιᾶς τινος τῶν Ὑποστάσεων, ἀλλ’ ἐκ τῆς τρισυποστάτου φύσεως ἡ τοιαύτη ἐνέργεια πηγάζει (Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἀποδεικτικός Β΄, Χρήστου Α΄, σελ. 141. στ. 9-10).
Εὐνόητον εἶναι ὅτι, ὁ Τριαδικός Θεός δέν ἀποτελεῖται ἀπό μέρη, δέν εἶναι «μεριστός». Δηλαδή, δέν συνιστοῦν χωριστές ὀντότητες ἡ οὐσία, οἱ Ὑποστάσεις καί οἱ ἐνέργειες. Κάτι τέτοιο, θά ἴσχυε σέ μία οὐσιοκρατικοῦ τύπου θεολογία, θεμελιωμένη στή καθολική ἀρχή τῆς ἀπορροῆς, ὅπως εἶναι ὁ Νεοπλατωνισμός.
ὅλος καί μόνος καί ἀεί ἀμερῶς δι’ ἑκάστης γνωριζόμενος τῶν ἐνεργειῶν του […] Τά πάντα ὁ Θεός συνειλημμένως τε καί ἑνιαίως ἔχων ἀμερῶς ἕκαστον τούτων ἐνεργεῖ, […] ὅλος καί μόνος […] ὡς ἀμέριστος ἐν μεριστοῖς. (Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Περί θείων Ἐνεργειῶν, Χρήστου Β΄, σελ. 102, στ. 8· σελ. 100, στ. 7-8).
Μέ ἄλλα λόγια, οἱ θεῖες ἐνέργειες δέν εἶναι «κάτι» ἀπό τό Θεό, «μέρος» Θεοῦ, ἀλλ’ εἶναι ΟΛΟΣ ὁ Τριαδικός Θεός στό «πλήρωμά» Του, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Οὐδεμία ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ διακρίνεται ὡς πρός τίς Ὑποστάσεις. Δηλαδή, κανένα ἐνέργημα δέν θεωρεῖται μόνου τοῦ Πατρός, ἤ ἰδιαζόντως μόνον τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ, ἤ κεχωρισμένως μόνον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
[…] ἐπί δέ τῆς θείας φύσεως οὐχ οὕτως ἐμάθομεν, ὅτι ὁ Πατήρ ποιεῖ τί καθ’ ἑαυτόν, οὗ μή συνεφάπτεται ὁ Υἱός, ἤ πάλιν ὁ Υἱός ἰδιαζόντως ἐνεργεῖ τι χωρίς τοῦ Πνεύματος, ἀλλά πᾶσα ἐνέργεια, ἡ θεόθεν ἐπί τήν κτίσιν διήκουσα καί κατά τάς πολυτρόπους ἐννοίας ὀνομαζομένη, ἐκ Πατρός ἀφορμᾶται καί διά τοῦ Υἱοῦ πρόεισι καί ἐν τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ τελειοῦται (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Πρός Ἀβλάβιον, ΒΕΠΕΣ 68, σελ. 176, στ. 18-23).