Τοῦ κ. Β. Χαραλάμπους, θεολόγου
Ἡ καλούμενη “ἐκκλησιολογικὴ προϋπόθεση” τῆς “Δήλωσης τοῦ Τορόντο”, ἡ ὁποία τονίζει ὅτι, “οἱ ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ νὰ ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι περιεκτικότερο ἀπὸ τὸ νὰ ἀποτελεῖ μέλος τῆς ἴδιας του τῆς ἐκκλησίας”*, καταδεικνύει τὸ μέγεθος τῆς ἐκκλησιολογικῆς στρέβλωσης, ἡ ὁποία κλήθηκε “ἐκκλησιολογικὴ” προϋπόθεση.
Ἡ προϋπόθεση αὐτὴ ὑποδεικνύει καθοδηγητικὰ μὲ τὸν τονισμὸ “περιεκτικότερο”, σὲ ποιὰ Ἐκκλησία ἔχει μεγαλύτερη σημασία νὰ ἀνήκουν τὰ μέλη τοῦ Π.Σ.Ε.
Ὑπογράφοντας καὶ ἐμεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι μία τέτοια προϋπόθεση, σαφέστατα παραδεχόμαστε ὅτι δὲν ἔχει τόση σημασία νὰ ἀνήκομε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ εἶναι “περιεκτικότερο” νὰ ἀνήκουμε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, λὲς καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἀναιρεῖ ἢ δὲν ἀναιρεῖ αὐτὴ ἡ προϋπόθεση – παραδοχή, τὴν ἐκκλησιαστική μας αὐτοσυνειδησία ὡς Ὀρθοδόξων; Αὐτὸ ποὺ ἐπισημαίνεται μὲ τὸ «περιεκτικότερο» στὴ Δήλωση, αὐτόματα ὑποβαθμίζει τὸ γεγονὸς ὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι ἀνήκουμε στὴ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, δηλαδὴ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καὶ αὐτὴ ἡ παραδοχή, παρεισέφρησε ὡς μὴ ὄφειλε σὲ κείμενο τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης.
Εἶναι κατάδηλο ὅτι τὸ κείμενο τῆς Δήλωσης τοῦ Τορόντο, ἀποτελεῖ ἁπλὰ ἕνα κείμενο, τὸ ὁποῖο καταγράφει τὶς μάταιες προσπάθειες συνύπαρξης στὸ συγκρητιστικὸ συνονθύλευμα τοῦ λεγόμενου Π.Σ.Ε.
Τέτοια προϋποθέση – παραδοχή, σχετικοποιεῖ τὴν ἐκκλησιαστική μας αὐτοσυνειδησία ὡς Ὀρθοδόξων, ὅτι δηλαδὴ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Πρόκειται γιὰ ἐκκλησιολογικὴ στρέβλωση καὶ ὄχι “ἐκκλησιολογικὴ” προϋπόθεση.
Πῶς εἶναι δυνατὸν μία τέτοια ἄτοπος στρέβλωση νὰ ἔχει παρεισφρήσει σὲ Κείμενο τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης; Γιὰ ποιὸ λόγο παρεμβλήθη μία τέτοια ἀντιεκκλησιαστικὴ παραδοχή, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ τὰ δύο Πατριαρχεῖα Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας, φέρουν σοβαρὲς θεολογικὲς ἐνστάσεις καὶ ὀρθῶς δὲν συμμετέχουν στὸ συνονθύλευμα τοῦ καλούμενου Π.Σ.Ε.;
Ἡ Ὀρθόδοξη στάση τῶν δύο Πατριαρχείων Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας, δὲν ἐρείδεται σὲ ἀλλότριες σκοπιμότητες, οὔτε σὲ ἐθνοφυλετισμό, ἀλλὰ οὔτε καὶ στὸ ἀπαξιωτικὸ ποὺ τόνισε σὲ τηλεοπτικὴ συνέντευξή του ὁ μ. Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β΄, ὅτι ὅτι δῆθεν “τοὺς ἔβαλε πάνω ὁ Πατριάρχης Ρωσίας”.
Τέτοια παραδοχὴ ἀντιστρατεύεται τὸ γεγονὸς ὅτι, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὴ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Εἶναι πρέπον ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ συμμετέχουμε στὸ συγκρητιστικὸ συνονθύλευμα τοῦ καλουμένου Π.Σ.Ε. καὶ νὰ ὑπογράφουμε μία τέτοια ἀπαράδεκτη προϋπόθεση, ὅτι δῆθεν εἶναι πιὸ περιεκτικὸ νὰ συμμετέχουμε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παρὰ στὴν δική μας Ἐκκλησία;
Δὲν παραδεχόμαστε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ αὐτὴ τὴν λεγόμενη “ἐκκλησιολογικὴ” προϋπόθεση ὅτι, ἡ Ἐκκλησία μας, δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ; Αὐτὸ εἶναι ἀπαράδεκτο.
Εἶναι δυνατὸ οἱ Ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι ὑπεραμύνονται μίας τέτοιας ἐκκλησιολογικῆς προϋπόθεσης, νὰ μὴ ἀντιλαμβάνονται τὸ μέγεθος τοῦ ἀτοπήματός τους; Τὸ μεγάλο πρόβλημα εἶναι ὅτι ὑπάρχουν Ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι σαφέστατα ἀντιλαμβάνονται τὸ ἄτοπο μίας τέτοιας προϋπόθεσης, ἀλλὰ ὁ “φόβος”, εἴτε ἄλλοι λόγοι δὲν ἐπιτρέπουν ὁποιαδήποτε θεολογικὴ ἔνσταση. Μόνο οἱ Ἐκκλησίες τῆς Βουλγαρίας καὶ τῆς Γεωργίας, πρόταξαν θεολογικὲς ἐνστάσεις γιὰ τὰ σχετικὰ κείμενα τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης.
Σημείωσις:
*«Ἡ συμβολὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ θεολογίας στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» (Στυλιανοῦ Χ. Τσομπανίδη).




