Ὁσία Κασσιανή ἡ Ὑμνογράφος -2ον

Share:

Τῆς κας Μαρίας – Ἐλευθερίας Γ. Γιατράκου, Δρ. Φιλ.

2ον –  Τελευταῖον

  Ὁ βυζαντινολόγος Karl Krumbacher ἀναφερόμενος στὴν Κασσιανὴ ἀναφέρει ὅτι «Ἡ Κασσιανὴ ἦταν μία ἐξαίρετη μορφὴ καὶ τὸ ἔργο της διακρίνει ἰσχυρὰ πρωτοβουλία, βαθειὰ μόρφωση, αὐτοπεποίθηση καὶ παρρησία. Πολὺ συναίσθημα καὶ βαθειὰ θεοσέβεια». Καὶ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης, ἀναφερόμενος στὸ ἔργο της, ἔγραψε ὅτι «τὸ χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ἀκορέστου».[10]

  Θὰ παραθέσουμε τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς ποὺ ψάλλεται στὶς ἐκκλησίες τὴ Μεγάλη Τρίτη. Ἐπειδὴ πολλοὶ νομίζουν ὅτι ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα ἦταν ἡ Κασσιανὴ δραττόμεθα τῆς εὐκαιρίας νὰ ἀποκαταστήσουμε τὸ λάθος.

  Ἡ Κασσιανὴ ἦταν μία ὁσία μοναχὴ τοῦ Βυζαντίου προικισμένη μὲ σπάνια χαρίσματα καὶ ἀναφερόμενη στὴν ἁμαρτωλὴ τοῦ Εὐαγγελίου βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ μιλήσει γιὰ τὸν ἑαυτό της.[11] Ἡ Κασσιανὴ ἐμπνεύστηκε τὸ ἰδιόμελο αὐτὸ τροπάριο ἀπὸ τὰ λόγια τῶν Εὐαγγελιστῶν, ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἀνώνυμη ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ἡ ὁποία βρέθηκε στὴν ἀνάγκη, ὅταν ἀργότερα ὁ Ἰησοῦς βρέθηκε στὸ σπίτι τοῦ Σίμωνα τοῦ Φαρισαίου τοῦ λεπροῦ, νὰ πάει καὶ νὰ ἐκφράσει τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὴν ἀφοσίωσή της στὸν Σωτήρα Χριστό. Ἀγοράζει ἀρώματα, ντύνεται σεμνὰ καὶ ταπεινωμένη καὶ συντετριμμένη, μὲ δάκρυα στὰ μάτια, ἔρχεται καὶ πλένει τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὰ σκουπίζει μὲ τὰ ξέπλεκα μαλλιά της. Τὰ δάκρυά της ἐκεῖνα ἦταν δάκρυα ἐλέους καὶ συντριβῆς. Κλαίει μὲ πάθος νὰ τὴν εὐσπλαγχνισθεῖ ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος (αστ΄, 6-7) μᾶς ἀναφέρει: «Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γενομένου ἐν Βηθανίᾳ ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ ἀλάβαστρον μύρου ἔχουσα βαρυτίμου. Καὶ κατέχεεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀνακειμένου».

Καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος (ΙΔ΄ 3) λέγει: «Καὶ ὄντος αὐτοῦ ἐν Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, κατακειμένου αὐτοῦ ἦλθε γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτελοῦς καὶ συντρίψασα τὸ ἀλάβαστρον κατέχεεν αὐτοῦ κατὰ τῆς κεφαλῆς».

Καὶ τὴν εὐαίσθητη καὶ πληγωμένη καρδιὰ τῆς Κασσιανῆς δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν ἀγγίξει ὁ πόνος, ἡ συντριβή, ἡ μετάνοια τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας. Καὶ διατυπώνει στὸ ἀριστουργηματικό της τροπάριο, ποὺ φέρει τὸ ὄνομά της, μὲ λυρικὴ ἔξαρση καὶ ὑποβλητικότητα τὸν δικό της ψυχικὸ κραδασμὸ καὶ πόνο.

Τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς μαζί μέ Νεοελληνικὴ ἑρμηνεία καὶ ἀπόδοση τοῦ Φωτίου Κόντογλου:

Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, (Κύριε, ἡ γυναίκα ποὺ ἔπεσε σὲ πολλὲς ἁμαρτίες,) τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, (σὰν ἔνοιωσε τὴ θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα) ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. (καὶ σὲ ἄλειψε μὲ μυρουδικὰ πρὶν ἀπὸ τὸν ἐνταφιασμό σου) Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, (κι ἔλεγε ὀδυρόμενη: Ἀλλοίμονο σὲ μένα, γιατί μέσα μου εἶναι νύκτα κατασκότεινη) ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. (καὶ δίχως φεγγάρι, ἡ μανία τῆς ἀσωτείας κι ὁ ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας).Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, (Δέξου ἀπὸ μένα τὶς πηγὲς τῶν δακρύων,) ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· (ἐσὺ ποὺ μεταλλάζεις μὲ τὰ σύννεφα τὸ νερὸ τῆς θάλασσας.) κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, (Λύγισε στ’ ἀναστενάγματα τῆς καρδιᾶς μου,) ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. (ἐσὺ ποὺ ἔγειρες τὸν οὐρανὸ καὶ κατέβηκες στὴ γῆ.) Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, (Θὰ καταφιλήσω τὰ ἄχραντα ποδάρια σου,) ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· (καὶ θὰ τὰ σφουγγίσω πάλι μὲ τὰ πλοκάμια τῆς κεφαλῆς μου·) ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, (αὐτὰ τὰ ποδάρια, ποὺ σὰν ἡ Εὔα κατὰ τὸ δειλινό,) κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. (τ’ ἄκουσε νὰ περπατᾶνε, ἀπὸ τὸ φόβο της κρύφτηκε.) Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους (Τῶν ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ τῶν κριμάτων σου τὴν ἄβυσσο,) τὶς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; (ποιὸς μπορεῖ νὰ τὰ ἐξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;) Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος. (Μὴ καταφρονέσης τὴ δούλη σου, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τ’ ἀμέτρητο ἔλεος).  Τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς σὲ ἀπόδοση τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ:

Κύριε, γυναίκα ἁμαρτωλή, πολλά,  πολλά, θολά, βαριὰ τὰ κρίματά μου.  Μά, ὢ Κύριε, πῶς ἡ θεότης Σου μιλᾶ μέσ’  στὴν καρδιά μου!

Κύριε, προτοῦ Σὲ κρύψ’  ἡ ἐντάφια γῆ ἀπὸ τὴ δροσαυγὴ λουλούδια πῆρα κι ἀπ’ τῆς λατρείας τὴν τρίσβαθη πηγὴ Σοῦ φέρνω μύρα.

Οἶστρος μὲ σέρνει ἀκολασίας… Νυχτιά, σκοτάδι ἀφέγγαρο, ἄναστρο μὲ ζώνει, τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας φωτιὰ μὲ καίει, μὲ λιώνει.

Ἐσὺ πού ἀπὸ τὰ πέλαα τὰ νερὰ τὰ ὑψώνεις νέφη, πάρε τα, Ἔρωτά μου, κυλᾶνε, εἶναι ποτάμια φλογερὰ τὰ δάκρυά μου.

Γύρε σ’  ἐμέ. Ἡ ψυχὴ πῶς πονεῖ! Δέξου με Ἐσὺ ποὺ δέχτηκες καὶ γεῖραν ἄφραστα ὥς ἐδῶ κάτου οἱ οὐρανοί. καὶ σάρκα ἐπῆραν.

Στ’  ἄχραντά Σου τὰ πόδια, βασιλιὰ μου Ἐσὺ θὰ πέσω καὶ θὰ στὰ φιλήσω, καὶ μὲ τῆς κεφαλῆς μου τὰ μαλλιὰ θὰ στὰ σφουγγίσω.

Τ’ ἄκουσεν ἡ Εὔα μέσ’ στὸ ἀποσπερνὸ της παράδεισος φῶς ν  ἀντιχτυπᾶνε, κι ἀλαφιασμένη κρύφτηκε… Πονῶ, σῶσε, ἔλεος κάνε.

Ψυχοσώστα, οἱ ἁμαρτίες μου λαός, Τὰ ἀξεδιάλυτα ποιὸς θὰ ξεδιαλύση; Ἀμέτρητό Σου τὸ ἔλεος, ὁ Θεός! Ἄβυσσος ἡ κρίση.

Λέγεται, μὲ βάση τὴν παράδοση, ὅτι ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος, ἤθελε πρὶν πεθάνει νὰ τὴν συναντήσει γιὰ τελευταία φορὰ καὶ πῆγε στὸ μοναστήρι, ὅπου μόναζε ἡ Κασσιανή. Ἡ Κασσιανὴ ἦταν μόνη στὸ κελλί της, γράφοντας τὸ παραπάνω θαυμάσιο τροπάριο. Πιστὴ στὴ μοναχική της κλήση ἄφησε μισοτελειωμένο τὸν ὕμνο πάνω στὸ τραπέζι καὶ κρύφτηκε. Ὁ Θεόφιλος στενοχωρήθηκε, ἔκλαψε καὶ μετανόησε γιὰ τὴ γεμάτη ὑπερηφάνεια προσβλητικὴ συμπεριφορά του. Βρῆκε τὰ χειρόγραφα τῆς Κασσιανῆς ἐπάνω στὸ τραπέζι, τὰ διάβασε καί, πάντοτε σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ὅταν ὁλοκλήρωσε τὴν ἀνάγνωση, κάθισε καὶ πρόσθεσε ἕνα στίχο «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Φεύγοντας, ἐντόπισε τὴν Κασσιανή, δὲν τῆς μίλησε, σεβόμενος τὴν ἐπιθυμία της νὰ μὴ διαταραχτεῖ ἡ μοναχική της κλήση καὶ ζωή. Μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ αὐτοκράτορα ἡ Κασσιανὴ βγῆκε ἀπὸ τὴν κρυψώνα της, διάβασε τὴν προσθήκη καὶ στὴ συνέχεια ὁλοκλήρωσε τὸν ὕμνο.[12]  Γενεὲς γενεῶν συγκινήθηκαν στὸ ἄκουσμα τοῦ τροπαρίου αὐτοῦ, λύγισε ἡ καρδιά τους, ἔχυσαν κρουνοὺς δακρύων μετανοίας, βρῆκαν τὸ δρόμο πρὸς τὸν Σωτήρα Χριστόν, πλημμύρισε μὲ θεία Χάρη ἡ καρδιά τους.

Τὸ τροπάριο αὐτὸ ἀξίζει νὰ μελετᾶμε μὲ σεβασμό, δέος καὶ κατάνυξη γιὰ ἀληθινὴ μετάνοια, ἀνάταση ψυχῆς καὶ ἀλλαγὴ ζωῆς καὶ πορείας πρὸς τὸν Σωτήρα Χριστό.

Ἂς ἐκφράσουμε καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν εὐγνωμοσύνη  μας πρὸς τὸν Σωτήρα Χριστὸ καὶ τὴν Ὑμνογράφο Ὁσία Κασσιανή.

Σημειώσεις:

[10] Ὅ.π. [11] Ὅ.π. [12] el.wikipedia.org

 

Ὁσία Κασσιανὴ ἡ Ὑμνογράφος – 1ον

Previous Article

Αἱ ἀρεταί κριτήριον γυναικείας δυνάμεως

Next Article

Ὁ Χριστός μετατρέπει τήν λύπην μας εἰς Χαράν!