Γράφει ὁ κ. Λέων Μπράνγκ, Δρ. Θεολογίας, Ἀντιπρόεδρος ΠΕΘ
1ον
Σεβαστοὶ Πατέρες, ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Εὐχαριστῶ τὴν Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν γιὰ τὴν τιμητικὴ πρόσκληση νὰ συμμετάσχω στὴν σημερινὴ ἡμερίδα μὲ τίτλο «Πασχάλινος Κανόνας: Ὅρος ἀμετακίνητος ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Τελευταῖα ὑπάρχουν πολλὲς ἀναφορὲς τόσο τοῦ Πάπα Φραγκίσκου ὅσο καὶ τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου στὸ θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα[1].
Τὰ σημεῖα ἀναφορᾶς τους εἶναι:
Ἡ κοινή τους ἐπιθυμία, νὰ ἀνταποκριθοῦν στὸ μεγάλο ζήτημα «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως»
Ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς Πατέρες τῆς «ἐν Νικαίᾳ Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου». Καὶ ἡ καλύτερη μορφὴ μνήμης τους φέτος μὲ τὴν ἐπέτειο τῶν 1700 ἐτῶν ἀπὸ τὴ Σύνοδο εἶναι ὁ καθορισμὸς κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα γιὰ ὅλους τούς χριστιανούς.
Ὁ Πατριάρχης δείχνει νὰ ἐπιμένει στὴν ἐπιστροφὴ τῶν Δυτικῶν στὸ Πασχάλιο τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου. Ὁ Πάπας δέχεται κοινὸ ἑορτασμὸ σὲ μία ἡμερομηνία κοινῆς ἀποδοχῆς ἀπὸ ὅλους.
Νὰ σταματήσουν οἱ φανατισμοί, μικροψυχίες καὶ προκαταλήψεις. Ὁ Θεὸς μας εἶναι Θεὸς τῆς ἀγάπης.
Δὲν εἶναι ἀπόλυτα ὥριμα τὰ πράγματα ἀκόμα «διὰ τὸ κοινὸν Ποτήριον», ἀλλὰ αὐτὸ προφανῶς εἶναι ὁ στόχος, στὸν ὁποῖο θὰ βοηθήσει ὁ κοινὸς ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα τοῦ 2025 καὶ ὁ καθορισμὸς κοινοῦ ὑπολογισμοῦ γιὰ τὸ μέλλον.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὑπάρχει ἕνας ἔντονος ἀντίλογος, τὸν ὁποῖο μὲ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὸ τρόπο ἐκφράζει ἡ μεγάλη πατερικὴ μορφὴ τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου ἤδη πρὶν ἀπὸ 50 χρόνια. Γιὰ τὸ ἐνδεχόμενο καθιέρωσης κοινοῦ ἑορτασμοῦ τονίζει τὸν μεγάλο κίνδυνο γιὰ τὴν δογματικὴ καὶ ἰδίως τὴν ἐκκλησιολογία τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐπίσης ὑπογραμμίζει, ὅτι ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο θέσπισε κοινὸ ἑορτασμὸ μόνο γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι γιὰ τὴ σχέση μὲ τοὺς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς[2].
Α. “Ἀνωτερότης” τῆς δυτικῆς Θεολογίας
Ὁ βασικὸς λόγος ἀρχικά τῆς ἀπομάκρυνσης καὶ στὴ συνέχεια τῆς ἀπόσχισης τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ στὴν ἰδιαίτερη ὑπεροψία ἔναντι τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ Φραγκικὸ βασίλειο ποὺ ἀναδύεται στὴ Δύση, ἰδίως μὲ τὴν κεντρικὴ μορφὴ τοῦ Καρλομάγνου, ὁ ὁποῖος τὰ Χριστούγεννα τοῦ ἔτους 800 στέφθηκε στὴ Ρώμη ἀπὸ τὸν πάπα Λέοντα Γ΄ αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων, θέλει νὰ ἀποτελέσει τὸν φορέα καὶ γνήσιο ἐκφραστὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὸν βασιλέα του ὡς αὐτοκράτορα καὶ προστάτη τῆς πίστης ὅλων τῶν χριστιανῶν. Ὡς νέο πολιτιστικὸ καὶ πολιτικὸ μέγεθος στὴν ἱστορία καὶ μὲ βασικὸ ἀντίπαλο τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ ξεκίνησε, κυρίως μὲ τὴν προβολὴ τοῦ filioque ἀπὸ τὸν 9ο αἰώνα, μία ἐκστρατεία διαβολῆς τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς αἱρετικῆς[3]. Ἡ πρώτη μεγάλη ἐπιτυχία ἦταν ἡ ἐπιβολὴ τοῦ filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης τὸ 1014 καὶ ἔπειτα τὸ Μεγάλο Σχίσμα τοῦ 1054. Λίγο ἀργότερα ἀκολούθησαν οἱ Σταυροφορίες μὲ οὐσιαστικὸ στόχο τὴν κατάκτηση τῆς Ρωμιοσύνης[4].
Κατὰ τὴν παπικὴ ἀντίληψη ἡ περίοδος τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας σταματάει στὴ Δύση μὲ τὸν Ἰσίδωρο τῆς Σεβίλλης (560-636) καὶ στὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ μὲ τὸν ἅγ. Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνὸ (περ. 675-749). Γιὰ τὴν Ἀνατολὴ αὐτὴ ἡ θέση γίνεται σχετικὰ εὔκολα κατανοητή, ἐπειδὴ ἀπὸ τὸ 2ο ἥμισυ τοῦ 9ου αἰώνα, ὅπως εἴδαμε ἤδη λίγο παραπάνω, ἡ ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ ἀντιμετωπίζεται ἀπὸ τοὺς Φράγκους ὅλο καὶ περισσότερο ὡς αἵρεση. Γιατί ὅμως γιὰ τὸν Παπισμὸ σταματάει ἡ πατερικὴ περίοδος καὶ στὴ Δύση κατὰ τὸν 7ο αἰώνα; Πρῶτον, ἐπικράτησε προοδευτικὰ ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ Παπισμὸς ὄχι μόνο εἶναι ἀπόλυτα ἐναρμονισμένος μὲ τὴν πατερικὴ παράδοση, ἀλλὰ ὅτι μὲ τὴν θεολογία ποὺ ἀναπτύσσει μέσῳ τοῦ Σχολαστικισμοῦ, τῆς ἐπίσημης παπικῆς θεολογίας τοῦ Μεσαίωνα, ὑπερβαίνει τὴ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ Φράγκοι ἦταν θεολογικὰ ἀπαίδευτοι. Εἶχαν ἐπιβληθεῖ στὶς χριστιανικὲς περιοχὲς τῆς ἐπικράτειάς τους, ἀντικαθιστώντας τὴν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας (ἐπισκόπους καὶ ἡγουμένους) μὲ δικούς τους εὐγενεῖς, διαμορφώνοντας αὐτὲς τὶς περιοχὲς σύμφωνα μὲ τὶς δικές τους ἀντιλήψεις γιὰ τὴν κοινωνία, τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν Θεό. Ἔτσι ἡ αἴσθηση καὶ εἰκόνα τοῦ ποιμένα καὶ πατέρα καὶ ἡ ἀντίστοιχη καλλιέργεια τῶν πιστῶν ἄρχισε νὰ σβήνει σταδιακά, ὥσπου τελικὰ νὰ ἀπολεσθεῖ πλήρως ἡ πατερικότητα στὸν Παπισμό. Τὸ κενὸ τῶν Πατέρων, τῶν Θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας, καλύφθηκε προοδευτικὰ ἀπὸ μία διανοητικὴ-ἐγκεφαλικὴ θεολογία. Ἡ ἄνωθεν σοφία τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων ποὺ ἔχει ὡς βασικὰ στάδια τὴν κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη, τὸ φωτισμὸ καὶ ὡς τελικὸ στάδιο τὴ θέωση, ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν καθαρὰ ἀνθρώπινη σοφία τῆς σχολαστικῆς, τῆς μεσαιωνικῆς θεολογίας τοῦ Παπισμοῦ. Ἀντὶ γιὰ τὴν κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη τοποθετεῖται ἕνα σύστημα ἠθικῶν ἀξιῶν, στὸ ὁποῖο ὁ πιστός, ἐὰν ἀνταποκριθεῖ, δικαιώνεται πλήρως. Τώρα μόνο ἕνα βῆμα ἀπέχει πλέον ἀπὸ τὴν κατ’ αὐτὸν ἀπόλυτη πληρότητα: Ἀξιοποιώντας ὁ ἄνθρωπος τοῦ δυτικοῦ Μεσαίωνα τὶς διανοητικές του ἱκανότητες διακατέχεται ἀπὸ τὴ βεβαιότητα, ὅτι ἡ σωστὴ δόμηση τῶν συλλογισμῶν του τὸν ἀνάγει σὲ ὕψη θεολογίας καὶ τοῦ παρέχει μία γνώση μὲ ἀντικειμενικὸ ὑποχρεωτικὸ χαρακτήρα. Ἔτσι μέσα ἀπὸ τὸ βαθὺ σκοτάδι, μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῶν παθῶν του, χωρὶς ἔστω τὴν παραμικρὴ ὅραση καὶ ἀντίληψη τῆς δικῆς του κατάστασης, δημιουργεῖται στὸν ἄνθρωπο ἡ αἴσθηση ὅτι διεισδύει στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Γεννιέται δηλαδή, κατὰ τὴ δυτικὴ ἀντίληψη, μία ἀνώτερη θεολογία, ἕνα ἀνυπέρβλητο θεολογικὸ σύστημα, πέρα ἀπὸ ὁτιδήποτε προηγούμενο[5], στὴν ὑπηρεσία τῆς Φράγκικης «Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας», ὅπως καὶ τῆς παντοδυναμίας τοῦ παπικοῦ θρόνου. Ἀναδύεται ἕνας νέος ἀνώτερος ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μὲ τὶς διανοητικές του δυνάμεις εἶναι σὲ θέση νὰ φθάσει στὴν κατάληψη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ταιριάξει ἀπόλυτα στὸ νέο πολιτιστικὸ καὶ πολιτικὸ μέγεθος ποὺ εἶχε ἐγκατασταθεῖ μὲ ἀρχὴ τὸν Καρλομάγνο. Γιὰ νὰ θεμελιωθεῖ αὐτὴ ἡ ἀνώτερη θεολογία σὲ μία στέρεα καὶ ἀκλόνητη βάση, ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς δὲν ἐμφανίζονται πλέον στὸν Παπισμὸ Πατέρες ἀλλὰ doctores ecclesiae universalis (διδάσκαλοι τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας), ἕνας θεσμὸς ποὺ ἰσχύει ἐπίσημα στοὺς Παπικοὺς ἀπὸ τὸ 1295. Μόνο στὸν Πάπα ἐναπόκειται τὸ δικαίωμα νὰ ἀναγορεύσει σημαίνοντα ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα σὲ doctores ecclesiae, συνολικὰ 37 ὥς σήμερα.
Β. Ὁ μεταπτωτικὸς ἄνθρωπος
Βασικὸ στοιχεῖο τῆς κατανόησης τῆς σχέσης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἐκ μέρους τῆς σχολαστικῆς θεολογίας τῶν Παπικῶν εἶναι ἡ πεποίθηση, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων ὡς πρὸς τὴ φύση του δὲν ὑπέστη κάποια φθορά. Γιατί, ἄλλωστε, νὰ ἐπηρεάζεται ἡ φύση του ἀπὸ κάτι ποὺ εἶναι θέμα ἠθικῆς, δηλ. σωστῆς συμπεριφορᾶς, ἕνα σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψή τους καθαρὰ ἐξωτερικὸ στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου; Ἐφ’ ὅσον οἱ σχέσεις νοημόνων ὄντων, ὅπως εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἀπαιτοῦν κατὰ τὴν κοινὴ ἐμπειρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἕνα ρυθμιστικὸ παράγοντα, προσφέρεται γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἡ δικαιοσύνη – φυσικὰ ἔτσι, ὅπως τὴν κατανοεῖ ὁ ἄνθρωπος. Αὐτὴ ἀνάγεται σὲ ὕψιστο κριτήριο τῆς συσχέτισης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου.
Ἑπομένως μοιάζει ἀπόλυτα λογικό, ὁ Θεὸς νὰ προσβάλλεται ἀπείρως ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία, παρότι δημιούργημά Του, στρέφεται μὲ θρασύτητα ἐναντίον Του. Ὡς παιδαγωγὸς τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν ὑπακοή του, ὁ Θεὸς ἐξ ἀρχῆς τὸν εἶχε ἀπειλήσει λέγοντας, ὅτι στὴν περίπτωση ποὺ δὲν θὰ ἦταν ὑπάκουος θὰ εἶχε νὰ ὑποστεῖ τὴν τιμωρία τοῦ θανάτου. Ἔτσι, μὲ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ὁ θάνατος εἰσῆλθε στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Φυσικά τοῦ στέρησε ὁ Θεὸς καὶ ἐκεῖνο ποὺ ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἐπὶ πλέον, τὴν ὑπερφυσική Του χάρη καὶ τὴν ἁγιότητα. Στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς ἀποκλειστικὰ νομικιστικῆς θεώρησης τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος εἶναι λοιπὸν γιὰ τοὺς Παπικοὺς ἀπόλυτα λογικὸ ὅτι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου μένει ἄθικτη μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων.
Δὲν μποροῦν νὰ κατανοήσουν τὸ ἑξῆς βασικὸ δεδομένο: Στὸν ἄνθρωπο ναὶ μὲν δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ δυνατότητα, ἀφοῦ ἔλαβε τὸ αὐτεξούσιο, νὰ λειτουργήσει τὸν ἑαυτὸ του διαφορετικὰ ἀπ’ ὅ,τι εἶχε ὁρίσει ὁ Δημιουργός του, ἡ ἀπόκλιση ὅμως ἀπὸ τὴ φυσικὴ λειτουργία, ἡ παρὰ φύσιν λειτουργία τοῦ ἑαυτοῦ του, εἶχε ἐπιπτώσεις πάνω στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὁδήγησε στὴν ἐξασθένηση αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς φύσης του, στὴν ἀμαύρωση τοῦ κατ’ εἰκόνα. Στὸ αὐτεξούσιο παρατηρεῖται φθορά, πρῶτα βέβαια μὲ τὰ ἀδιάβλητα πάθη ποὺ εἰσέρχονται στὴ ζωή του. Ἀλλὰ ἐπίσης ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἀντὶ ὡς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργημένος νὰ στρέφεται πρὸς τὴν Εἰκόνα, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὸ πρότυπό του, στρέφεται πρὸς τὶς αἰσθητὲς ἡδονὲς ποὺ τοῦ εἶναι ἐγγύτερες καὶ ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του εἶναι πλήρως ἀνεπτυγμένες καὶ ἰσχυρὲς[6]. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλους τούς ἀνθρώπους μὲ ἐλάχιστες μόνο ἐξαιρέσεις, ὅπως κατ’ ἐξοχὴν τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνο τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου[7]. Ἐπίσης δὲν μποροῦν νὰ κατανοήσουν οἱ Παπικοὶ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀπείλησε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν θάνατο, ἀλλὰ τὸν προειδοποίησε, ὅπως κάνει κάθε σωστὸς παιδαγωγός, ἐπειδὴ ἀπευθύνεται σὲ λογικὰ ὄντα.
Τὸ δεδομένο γιὰ τοὺς Παπικούς, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση μένει ἄθικτη μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, μᾶς ὁδηγεῖ ἀβίαστα στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ δυνατότητα ἀθανασίας σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψή τους δὲν ἀποτελοῦσε ἀρχικὰ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Προφανῶς ἦταν καὶ αὐτὴ ἕνα ἐπὶ πλέον δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἀκριβῶς στὸν ἴδιο βαθμὸ μὲ τὴν ὑπερφυσικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἁγιότητα. Ἄρα, σύμφωνα μὲ τὴν παπικὴ διδασκαλία, ὁ θάνατος δὲν εἰσχωρεῖ στὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη φύση, μένει ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Ἀποτελεῖ ἁπλῶς τὴ στέρηση ἑνὸς πολύτιμου δώρου, ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται ὡς τιμωρία γιὰ τὴν παράβαση τῆς θείας ἐντολῆς.
Γιὰ τὴν ὀρθόδοξη κατανόηση τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου τὰ ἀδιάβλητα πάθη περιορίζουν τὸ αὐτεξούσιο, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ μὴ πεινάει, νὰ μὴ διψάει, νὰ μὴ κουράζεται καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ μὴ πεθάνει. Σ’ αὐτὰ τὰ ἀδιάβλητα πάθη προστίθενται στὴ συνέχεια στὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο τὰ διαβλητὰ πάθη, τὰ πάθη ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα ἔχει ἀκέραια τὴν εὐθύνη, ὅταν συγκατατίθεται σὲ αὐτὰ τὸ λογικό του στοιχεῖο.
Ἡ λουθηριανὴ ἐκδοχὴ τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὴν παπική, ἐκείνην τῆς ἀπόλυτης ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα δὲν τὸν ἔθιξε στὴν οὐσία, στὴν φύση του. Γιὰ τὸν Λούθηρο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἀρχικὴ ἔκφραση τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ ἀποστρέφεται μετὰ μανίας τὴ παπικὴ θεολογία τῶν ἔργων καὶ τῶν ἀφέσεων, τὸ κατ’ εἰκόνα ἔχει καταστραφεῖ. Ἄρα σύμφωνα μὲ τὸ λουθηρανὸ ἀνθρωποείδωλο δὲν ὑφίσταται ἡ ἀνάγκη τῆς κατανίκησης τῆς ἁμαρτίας, διότι αὐτὴ εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὸ ποὺ ἀπαιτεῖται εἶναι ἡ στροφὴ μὲ βάση τὴν Ἁγία Γραφὴ μέσῳ τῆς πίστης μόνο στὸν Χριστὸ καὶ ἡ προσδοκία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ[8].
* ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ ΤΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ (01.02.25 ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ OTEACADEMY) ME ΘΕΜΑ:«ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ: ΟΡΟΣ ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»
Σημειώσεις:
[1] Ὁ Παναγιώτατος Πατριάρχης Βαρθολομαῖος: Στὴ Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπὸ τῆς 1ης μέχρι καὶ τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 2024, σὲ κήρυγμά του τῆς 6ης Δεκεμβρίου 2024 στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Νικολάου στὸ Τζιβαλὶ τῆς Κων/πόλεως, σὲ ὁμιλία στὶς 13 Δεκεμβρίου στὸ Ἄμπου Ντάμπι στὸ Διεθνὲς Συνέδριο “World Policy Conference”.
Ὁ Πάπας Φραγκίσκος: Ἤδη τὸ 2015 εἶχε ἐκδηλωθεῖ ὑπὲρ ἑνὸς κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, τὸ Νοέμβριο τοῦ 2022 σὲ συνάντηση μὲ τὸν Καθολικό τῆς Ἀνατολικῆς Ἀσσυριακῆς Ἐκκλησίας Mar Awa III, στὶς 25 Ἰανουαρίου 2025 στὸ κλείσιμο τῆς 58ης ἑβδομάδας προσευχῆς γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν στὴ Βασιλική τοῦ Ἁγίου Παύλου πρὸ τῶν τειχῶν στὴ Ρώμη.
[2] Ἐὰν τεθεῖ θέμα κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὅπως τονίζει, «ὀφείλει νὰ ἀρνηθεῖ καὶ συζήτησιν κἄν περὶ τοῦ θέματος. Τοιαύτη συζήτησις πρέπει νὰ ἀποκλεισθεῖ παντὶ σθένει καὶ πάσῃ θυσίᾳ» λόγῳ τοῦ μεγάλου κινδύνου ποὺ κρύβει γιὰ ἀνατροπὴ δογματικὴ, ἀλλὰ κυρίως ἐκκλησιολογικὴ (βλ τὸ ἄρθρο του στὸ περιοδικὸ «ΕΝΟΡΙΑ» τῆς 10ης Μαΐου 1974, ἀρ. φύλ. 549. Τὸ ἄρθρο ἀναδημοσιεύτηκε στὸν τόμο: Τὰ δύο Ἄκρα. Οἰκουμενισμὸς καὶ Ζηλωτισμός).
[3] Ἐκ μέρους τῶν Φράγκων θεολόγων συντάχθηκε σωρεία ἔργων ποὺ φέρουν τὸν τίτλο «Contra errores Graecorum» (Ἐναντίον τῶν πλανῶν τῶν Γραικῶν). Τὸ πιὸ γνωστὸ ἔργο μὲ τὸν τίτλο αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη, τὸ ἀποστέλλει τὸ 1263 στὸν πάπα Οὐρβανὸ Δ΄. Ἔτσι, μὲ τὴν τακτικὴ αὐτὴ ἐκ μέρους τῶν Φράγκων τῆς ἐπαναλαμβανόμενης καταδίκης τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς καὶ μὲ τὴν ἐκ μέρους τους χρήση τοῦ ὅρου Graecus (Γκραικὸς), ποὺ σήμαινε: αἱρετικός, ψεύτης, κλέφτης, ἀπατεώνας, στερεώθηκε στοὺς ἀρχικὰ ὀρθόδοξους πληθυσμοὺς τῆς Δύσης ἡ πεποίθηση, ὅτι ἡ ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ ἔχει πέσει στὴν αἵρεση καὶ ὅτι ἡ παράδοση τῶν Φράγκων εἶναι ἡ συνέχεια τῆς πατερικῆς παράδοσης. Μὲ τὸ δεδομένο αὐτὸ γιὰ τοὺς Παπικοὺς ἡ περίοδος τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀπόλυτα λογικὰ σταματάει μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό.
[4] Μετὰ τὴν 4η Σταυροφορία οἱ σταυροφορίες εἶχαν ἀπογυμνωθεῖ πλέον καὶ στὰ μάτια τῶν ἁπλῶν δυτικῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὸν στόχο ποὺ ἀρχικὰ εἶχε δοθεῖ, τὴν ἐπανάκτηση τῶν Ἁγίων Τόπων. Ἡ κοινὴ χριστιανικὴ ὑπόθεση τῶν σταυροφοριῶν ἐξ ἀρχῆς ἦταν παραμύθι. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στράφηκαν ἐναντίον τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, πρᾶγμα ποὺ ἔγινε ἰδιαίτερα φανερὸ κατὰ τὴν κατάκτηση τῶν Ἱεροσολύμων μὲ τὴν ἐγκατάσταση ἐκεῖ Λατίνου Πατριάρχη, ὅπως καὶ στὴν Ἀντιόχεια. Κατὰ τὴν 4η Σταυροφορία, τὴν κατάκτηση τῆς Κων/πόλεως ἀπὸ τοὺς Δυτικούς, ἀκολούθησε τὸ ἴδιο σκηνικό. Καὶ ἐκεῖ τοποθετήθηκε Λατῖνος Πατριάρχης. Ἑπομένως ἡ κατ’ ἐξοχήν, ἡ ριζικὴ ἀλλαγὴ ποὺ φέρνουν οἱ σταυροφορίες εἶναι τὸ θανάσιμο πλῆγμα ἐναντίον τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς . Ἀπὸ μεγάλη δύναμη τῆς ἐποχῆς ὑποβαθμίζεται σὲ περιφερειακὴ δύναμη. Ὁ Πάπας συνεχίζει νὰ ἐκμεταλλεύεται τὴν ἀδυναμία καὶ τὴν αἴτηση βοήθειας ἐκ μέρους κάποιων αὐτοκρατόρων, προκειμένου νὰ πετύχει τὴν πλήρη ὑποταγὴ τῆς Ὀρθοδοξίας μέσῳ τῶν ἑνωτικῶν συνόδων, κυρίως τῆς Β΄ Συνόδου τῆς Λυὼν (1274), ὅπως καὶ τῆς Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας (1438/39). Στὴν τελευταία χάρις στὸν ἅγιο Μᾶρκο Εὐγενικὸ ἀποτράπηκε ἡ ἕνωση μὲ τοὺς Παπικοὺς λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν τελικὴ πτώση τῆς Βασιλεύουσας τὸ 1453.
[5] Μὲ τὴν ἐπηρμένη αὐτὴ τοποθέτηση ἡ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ ἀποτελεῖ γιὰ τοὺς Δυτικοὺς πλέον «παρελθόν», μία «ἀπηρχαιωμένη θεολογία», ἕναν «ἀρχαϊκὸ καὶ προεπιστημονικὸ πρόλογο» («Τύπος – Ἑλληνικὸς Ὀρθόδοξος», Μάρτιος 1965, σ. 3. Πρβλ. Ἀρχιμ. Σπυρίδωνος Μπιλάλη, Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, τόμ. Β΄, σ. 97).
[6] Τὸ ἐκφράζει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον μὲ τὰ ἑξῆς λόγια γιὰ τὸν νοῦ: «τῷ ζόφῳ τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας καλυπτόμενος ἀμβλυωπεῖ» (Ἐκδόσεις «Ἅγιος Νικόδημος», Ἀθῆναι, σ.22).
[7] Βλ. τὴν ἐπίσκεψη τῆς Παναγίας στὸν οἶκο τῶν Ἁγίων Ζαχαρίου καὶ Ἐλισάβετ, κατὰ τὴν ὁποία, μόλις ἄκουσε ἡ Ἐλισάβετ τὸν χαιρετισμὸ τῆς Παναγίας «ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. 1, 41).
[8] «… ἀκόμα καὶ τὰ καλὰ ἔργα εἶναι ἁμαρτία» [βλ. D. Martin Luthers Werke. Kritische Gesamtausgabe (Weimarer Ausgabe), τόμ. 29, σ. 317. Πρβλ. Jin Ho Kwon, Christus pro nobis. Eine Untersuchung zu Luthers Passions- und Osterpredigten bis zum Jahr 1530, Berlin 2008, σ. 164].




