Τοῦ κ. Παναγιώτου Τσαγκάρη, Θεολόγου
Μία συνοπτικὴ ἐξιστόρησις τοῦ βίου του
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χρύσανθος Φιλιππίδης γεννήθηκε στὴν Κομοτηνὴ (Γκιμουλτσίνα) τὸ 1881. Πτωχὴ καὶ πολύτεκνη ἡ οἰκογένειά του. Μὲ πέντε χρυσὲς λίρες, δανεικὲς ἀπὸ τὴ θεία του, μπόρεσε νὰ πάει στὴν Πόλη, νὰ φοιτήσει στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης καὶ νὰ μάθει ἄριστα τὴ Γαλλικὴ καὶ τὴ Γερμανικὴ γλώσσα. Τὸ 1903 χειροτονεῖται Διάκονος καὶ προσλαμβάνεται ὡς Ἱεροκήρυκας τῆς Μητρόπολης Τραπεζοῦντος καὶ καθηγητὴς Θρησκευτικῶν στὸ ἐκεῖ περίφημο Φροντιστήριο. Τὸ 1907 πηγαίνει γιὰ σπουδὲς στὴ Λειψία καὶ τὴ Λωζάννη. Τὸ 1911 χειροτονεῖται Πρεσβύτερος καὶ διορίζεται Ἀρχειοφύλακας καὶ διευθυντὴς τοῦ περιοδικοῦ τοῦ Πατριαρχείου «Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια». Μητροπολίτης Τραπεζοῦντος ἐκλέγεται τὸ 1913 σὲ ἡλικία μόλις 32 ἐτῶν.
Εὐτύχησε νὰ δεῖ τὴν Τραπεζούντα ἐλεύθερη καὶ σὲ ἑλληνικὰ χέρια (1916). Γιὰ τὸ πολύπλευρο ποιμαντικὸ καὶ φιλανθρωπικό του ἔργο, γίνεται παντοῦ δεκτὸς μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἀλλὰ καὶ τοὺς μουσουλμάνους τῆς ἐπαρχίας του. Τὸ 1919 στὴ διάσκεψη τῆς Εἰρήνης στὸ Παρίσι, ἀλλὰ καὶ στὸ Λονδίνο, ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο ὡς πολιτικὸς ἡγέτης τοῦ ποντιακοῦ ἑλληνισμοῦ. Γι’ αὐτή του τὴν ἐθνικὴ δράση καταδικάσθηκε ἐρήμην σὲ θάνατο ἀπὸ τὸ ἔκτακτο στρατοδικεῖο τῆς Ἄγκυρας. Τὴν τελευταία στιγμὴ διέφυγε τὴ σύλληψη καὶ τὸ θάνατο καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθήνα (1922). Στὶς 13/12/1938 ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος.
Τὴν 28η Ὀκτωβρίου 1940, ἡ Ἰταλία κηρύσσει τὸν πόλεμο ἐναντίον τῆς Ἑλλάδας. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος στέκεται ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ στὸ πλευρὸ τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ Στρατοῦ. Ἵδρυσε τὴν «Πρόνοια τῶν οἰκογενειῶν τῶν στρατευμένων», ποὺ πρόσφερε σημαντικότατες ὑπηρεσίες στοὺς στρατιῶτες καὶ στὶς οἰκογένειές τους. Δίκαια ὀνομάσθηκε «Ἀρχιεπίσκοπος τῆς νίκης τοῦ ’40».
Τελικά, ὅμως, οἱ Γερμανοὶ εἰσβάλλουν στὴν Ἑλλάδα. Ὁ βασιλιὰς καὶ ἡ κυβέρνηση φεύγουν στὴν Κρήτη καὶ προτρέπουν καὶ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο νὰ τοὺς ἀκολουθήσει. Ἐκεῖνος ἀρνεῖται, λέγοντας: «Ἡ θέσις μου ὡς ἐθνάρχου εἶναι νὰ παραμείvω ἐδῶ, διὰ νὰ προστατεύσω τὸν Ἑλληνικὸν λαόν»!
Τὴν 27η Ἀπριλίου 1941, Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, οἱ Γερμανοὶ εἰσέρχονται στὴν Ἀθήνα. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος ἀρνεῖται νὰ μετέχει στὴν ἐπιτροπὴ ὑποδοχῆς τῶν Γερμανῶν κατακτητῶν, λέγοντας στὸ Δήμαρχο Ἀθηναίων ποὺ τοῦ τὸ πρότεινε: «Οἱ Ἕλληνες Ἱεράρχαι δὲν παραδίδουν τὰς πόλεις εἰς τὸν ἐχθρόν, ἀλλὰ καθῆκον των εἶναι νὰ ἐργασθοῦν διὰ τὴν ἀπελευθέρωσιv αὐτῶν»!
Ἀρνεῖται νὰ παραστεῖ σὲ Δοξολογία ἐπὶ τῆς εἰσόδου τῶν Γερμανῶν, λέγοντας: «Δοξολογία δὲν ἔχει θέσιν ἐπὶ τῇ ὑποδουλώσει τῆς πατρίδος μας. Ἡ ὥρα τῆς Δοξολογίας θὰ εἶναι ἄλλη»!
Ἀρνεῖται νὰ στείλει Ἐπίσκοπο ἢ Ἱερέα, γιὰ νὰ ὁρκίσει τὴν κατοχικὴ κυβέρνηση Τσολάκογλου, οὔτε φυσικὰ καὶ νὰ παραστεῖ ὁ ἴδιος, λέγοντας: «Ἡ ἐθνικὴ Κυβέρνησις, τὴν ὁποία ὅρκισα, ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται καὶ νὰ συνεχίζει τὸν πόλεμον. Ἄλλην Κυβέρνησιv δὲν δύναμαι νὰ ὁρκίσω»!
Ἀρνεῖται, τέλος, νὰ συνεργαστεῖ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὶς Ἀρχὲς Κατοχῆς, ὅπως τοῦ ζήτησε ὁ Γερμανὸς Στρατάρχης Φὸν Στοῦμε, ποὺ πῆγε νὰ τὸν δεῖ στὴν Ἀρχιεπισκοπή. Νὰ ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ διάλογο τῶν δύο ἀνδρῶν.
– Φὸν Στοῦμε: Εἰς τὸν δρόμον, μᾶς ἔραιναν μὲ ἄνθη.
– Χρύσανθος: Αὐτοὶ βεβαίως δὲν ἦσαν Ἕλληνες!
– Φὸν Στοῦμε: Ὡραία πόλις ἡ Ἀθήνα.
– Χρύσανθος: Ἐλπίζω νὰ σεβαστεῖτε τὴν πόλιν… Σᾶς συμβουλεύω καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ μὴ θίξετε τὴν φιλοτιμίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ!
Ἡ στάση του αὐτὴ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἐκθρόνισή του ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο (22/6/1941) δυόμισι μόλις χρόνια μετὰ τὴν ἀνάρρησή του σ’ αὐτόν.
Στὰ χρόνια τῆς κατοχῆς, στὸ μικρὸ δωμάτιο τῆς ὁδοῦ Σουμελᾶ 4, στὴν Κυψέλη, ὅπου διέμενε, διατηροῦσε παράνομο ἀσύρματο, γνωστὸν ὡς «ὁ ἀσύρματος τοῦ Δεσπότη»! Θεωροῦνταν δίκαια ὡς ὁ ὑπέρτατος πνευματικὸς ἀρχηγὸς τῆς Ἐθνικῆς Ἀντίστασης στὴν Ἑλλάδα!
Ὅταν δὲ ἦλθε ἡ ὥρα νὰ τὸν τιμήσει τὸ κράτος γιὰ τὶς ὑπηρεσίες του καὶ τοῦ εἶπαν: «Μακαριώτατε, ἡ Α.Μ. ὁ Βασιλεὺς Σᾶς ἀπένειμε τὸν Μεγαλόσταυρον», ὁ Ἱεράρχης ἀπάντησε: «Νὰ πεῖτε εἰς τὸν Μεγαλειότατον τὸν σταυρὸν φέρω ἐν τῇ καρδίᾳ μου καὶ μὲ αὐτὸν ἠγωνίσθην εἰς ὅλην μου τὴν ζωήν»!
Τὴν 28η Σεπτεμβρίου 1949 ὁ πρώην Ἀθηνῶν Χρύσανθος, ὁ μέγας αὐτὸς ἐκκλησιαστικὸς ἄνδρας, ὁ ἐθνάρχης, ὁ ἀγωνιστής, ὁ ἀντιστασιακός, ὁ ἀκαδημαϊκὸς (μὲ τὸ μνημειῶδες ἔργο του «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Τραπεζούvτας»), ἐγκατέλειψε τὴ ματαιότητα τοῦ παρόντος κόσμου καὶ ἀπεδήμησεν εἰς Κύριον.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Παναγιώτη Τσαγκάρη: «Ἀγῶνες γιὰ τὴν ταυτότητά μας» – Ἅγιοι καὶ Ἱεράρχες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἀγωνίστηκαν γιά: τὴν ἀλήθεια τῆς πίστης, τὰ δίκαια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἔθνους μας (Μυτιλήνη 2011).




