1 Ὀκτωβρίου

Share:

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Πρξ. θ’ 10-18

   10 Ἦν δέ τις μαθητὴς ἐν Δαμασκῷ ὀνόματι Ἀνανίας, καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος ἐν ὁράματι· Ἀνανία. ὁ δὲ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ, Κύριε· 11 ὁ δὲ Κύριος πρὸς αὐτόν· ἀναστὰς πορεύθητι ἐπὶ τὴν ῥύμην τὴν καλουμένην εὐθεῖαν καὶ ζήτησον ἐν οἰκίᾳ Ἰούδα Σαῦλον ὀνόματι Ταρσέα· ἰδοὺ γὰρ προσεύχεται, 12 καὶ εἶδεν ἐν ὁράματι ἄνδρα ὀνόματι Ἀνανίαν εἰσελθόντα καὶ ἐπιθέντα αὐτῷ χεῖρα, ὅπως ἀναβλέψῃ. 13 ἀπεκρίθη δὲ Ἀνανίας· Κύριε, ἀκήκοα ἀπὸ πολλῶν περὶ τοῦ ἀνδρὸς τούτου, ὅσα κακὰ ἐποίησε τοῖς ἁγίοις σου ἐν Ἱερουσαλήμ· 14 καὶ ὧδε ἔχει ἐξουσίαν παρὰ τῶν ἀρχιερέων δῆσαι πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ ὄνομά σου. 15 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος· πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραήλ· 16 ἐγὼ γὰρ ὑποδείξω αὐτῷ ὅσα δεῖ αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν. 17 Ἀπῆλθε δὲ Ἀνανίας καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ ἐπιθεὶς ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας εἶπε· Σαοὺλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος ἀπέσταλκέ με, Ἰησοῦς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τῇ ὁδῷ ᾗ ἤρχου, ὅπως ἀναβλέψῃς καὶ πλησθῇς Πνεύματος Ἁγίου. 18 καὶ εὐθέως ἀπέπεσον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ὡσεὶ λεπίδες, ἀνέβλεψέ τε, καὶ ἀναστὰς ἐβαπτίσθη, καὶ λαβὼν τροφὴν ἐνίσχυσεν.

 

Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ

   10 Ὑπῆρχε δὲ εἰς τὴν Δαμασκὸν κάποιος μαθητής, ποὺ ἐλέγετο Ἀνανίας. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος δι’ ὁράματος: Ἀνανία. Αὐτὸς δὲ εἶπεν· Ἰδού, εἶμαι ἐδῶ, Κύριε, ἕτοιμος νὰ ἐκτελέσω τὰς διαταγάς σου. 11 Ὁ Κύριος δὲ εἶπε τότε πρὸς αὐτόν· Σήκω καὶ πήγαινε εἰς τὴν στενωπόν, ποὺ λέγεται Εὐθεῖα καὶ ζήτησε εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Ἰούδα κάποιον, ποὺ ὀνομάζεται Σαῦλος, καὶ κατάγεται ἀπὸ τὴν Ταρσόν. Αἱ διαθέσεις τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ εἶναι εὐλαβεῖς, διότι ἰδοὺ κατὰ τὴν στιγμὴν αὐτὴν προσεύχεται. 12 Καὶ εἶδεν εἰς ὅραμα, ποὺ τοῦ παρουσίασα ἐγώ, ἄνθρωπον ὀνομαζόμενον Ἀνανίαν, ὁ ὁποῖος ἐμβῆκεν εἰς τὸ δωμάτιόν του καὶ ἔθεσεν ἐπ’ αὐτοῦ τὴν χεῖρα διὰ να τὸν θεραπεύσῃ ἀπὸ τὴν τύφλωσιν καὶ δυνηθῇ οὕτω να ξαναϊδῇ. 13 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἀνανίας· Κύριε, ἔχω ἀκούσει ἀπὸ πολλοὺς διὰ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, πόσα κακὰ ἔκαμεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εἰς τοὺς ἁγιασμένους ἀπὸ τὴν χάριν σου καὶ ἀφιερωμένους εἰς σὲ πιστούς. 14 Καὶ ἐδῶ ποὺ ἦλθεν, ἔχει ἐξουσίαν ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς νὰ δέσῃ ὅλους, ὅσοι ἐπικαλοῦνται εὐλαβῶς καὶ μετὰ πίστεως τὸ ὄνομά σου. 15 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος· Πήγαινε χωρὶς κανένα φόβον ἢ δισταγμόν, διότι οὗτος εἶναι ὅργανόν μου ἐκλεκτόν. Τὸν ἐξέλεξα δὲ ἐγώ, διὰ νὰ βαστάσῃ καὶ διαδώσῃ τὸ περὶ τοῦ ὀνόματός μου καὶ τοῦ εὐαγγελίου μου κήρυγμα, μεταφέρων τοῦτο διὰ τῶν περιοδειῶν του ἐνώπιον ἐθνικῶν καὶ βασιλέων καὶ τῶν σημερινῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσραήλ. 16 Πήγαινε σὺ πρὸς συνάντησίν του μὲ τὴν πεποίθησιν, ὅτι δὲν θὰ συναντήσῃς ἄρνησιν ἢ ἀπροθυμίαν εἰς αὐτόν. Διότι ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ μεταστρέψω τὸν Σαῦλον καὶ θὰ τοῦ δείξω, τί ἀπὸ τοῦδε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς πρέπει νὰ πάθῃ διὰ τὸ ὄνομά μου αὐτός, ποὺ ἕως χθὲς μὲ κατεδίωκεν. 17 Ἐπῆγε δὲ ὁ Ἀνανίας καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ σπίτι, ὅπου ἔμενεν ὁ Σαῦλος καὶ ἀφοῦ ἔθεσεν ἐπ’ αὐτοῦ τὰς χεῖρας εἶπε· Σαοὺλ ἀδελφέ, μὲ ἔστειλεν ὁ Κύριος, ποὺ σοῦ ἐνεφανίσθη εἰς τὸν δρόμον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐβάδιζες διὰ νὰ ἔλθῃς ἐδῶ. Καὶ μὲ ἔστειλε διὰ νὰ ἀποκτήσῃς πάλιν τὸ φῶς σου καὶ διὰ νὰ γεμίσῃ τὸ ἐσωτερικόν σου μὲ Πνεῦμα Ἅγιον. 18 Καὶ ἀμέσως ἔπεσαν ἀπὸ τὰ μάτια του σὰν λέπια καὶ ξαναεῖδε καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθη ἐβαπτίσθη. Καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα ἔλαβε τροφὴν καὶ ἐδυνάμωσεν ἀπὸ τὴν ἑξάντλησιν, ποὺ τοῦ εἶχε φέρει ὁ βαθὺς κλονισμός, τὸν ὁποῖον ἠσθάνθη ἀπὸ τὴν ἐμφάνισιν τοῦ Κυρίου, καὶ ἡ νηστεία τῶν τριῶν ἡμερῶν, κατὰ τὰς ὁποίας οὔτε ἔφαγεν οὔτε ἔπιε τίποτε.

 

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Λκ. ς΄ 37-45

    37 Καὶ μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ κριθῆτε· μὴ καταδικάζετε, καὶ οὐ μὴ καταδικασθῆτε· ἀπολύετε, καὶ ἀπολυθήσεσθε· 38 δίδοτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· μέτρον καλόν, πεπιεσμένον καὶ σεσαλευμένον καὶ ὑπερεκχυνόμενον δώσουσιν εἰς τὸν κόλπον ὑμῶν· τῷ γὰρ αὐτῷ μέτρῳ ᾧ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν. 39 Εἶπε δὲ παραβολὴν αὐτοῖς· μήτι δύναται τυφλὸς τυφλὸν ὁδηγεῖν; οὐχὶ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται; 40 οὐκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον αὐτοῦ· κατηρτισμένος δὲ πᾶς ἔσται ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ. 41 Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ δοκὸν τὴν ἐν τῷ ἰδίῳ ὀφθαλμῷ οὐ κατανοεῖς; 42 ἢ πῶς δύνασαι λέγειν τῷ ἀδελφῷ σου, ἀδελφέ, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου, αὐτὸς τὴν ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου δοκὸν οὐ βλέπων; ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου. 43 οὐ γάρ ἐστι δένδρον καλὸν ποιοῦν καρπὸν σαπρόν, οὐδὲ δένδρον σαπρὸν ποιοῦν καρπὸν καλόν· 44 ἕκαστον γὰρ δένδρον ἐκ τοῦ ἰδίου καρποῦ γινώσκεται. οὐ γὰρ ἐξ ἀκανθῶν συλλέγουσι σῦκα, οὐδὲ ἐκ βάτου τρυγῶσι σταφυλήν. 45 ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αὐτοῦ προφέρει τὸ ἀγαθόν, καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αὐτοῦ προφέρει τὸ πονηρόν· ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας λαλεῖ τὸ στόμα αὐτοῦ.

 

Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ

   37 Καὶ μὴ κατακρίνετε ἐξ ἀσυμπαθείας καὶ ἐγωϊσμοῦ τὰς πράξεις τοῦ πλησίον σας· ἀσφαλῶς δὲ τότε καὶ σεῖς δὲν θὰ κατακριθῆτε ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει. Μὴ γίνεσθε δικασταὶ ἀπρόσκλητοι καὶ προπετεῖς διὰ νὰ καταδικάζετε τὸν πλησίον· καὶ δὲν θὰ καταδικασθῆτε ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Ἐφ’ ὅσον δὲν θὰ σᾶς ἔχῃ ἀνατεθῇ ὡς καθῆκον τὸ νὰ δικάζετε, κρίνετε εἰς τὰς ἰδιωτικάς σας συζητήσεις μὲ συμπάθειαν καὶ ἀπολύετε ὡς ἀθῴους τοὺς ἄλλους, καὶ θὰ κριθῆτε καὶ σες μὲ ἐπιείκειαν καὶ θὰ ἀθῳωθῆτε ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. 38 Δίδετε εἰς ἐκείνους, ποὺ ἔχουν ἀνάγκην βοηθείας, καὶ θὰ δοθῇ καὶ εἰς σᾶς βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεόν. Μέτρον καλόν, στοιβαγμένον καὶ κουνημένον, ὥστε νὰ μὴ μείνῃ διόλου χῶρος κενὸς εἰς τὸ δοχεῖον τῆς μετρήσεως, καὶ μέτρον, ποὺ θὰ πλεονάζῃ καὶ θὰ ξεχύνεται, θὰ δοθῇ εἰς τὴν ἀγκάλην σας ἀπὸ τὴν πρόνοιαν καὶ δικαιοσύνην καὶ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Διότι μὲ τὴν αὐτὴν πλουσίαν διάθεσιν καὶ μὲ τὸ ἴδιον μέτρον τῆς εὐεργεσίας, μὲ τὸ ὁποῖον μετρᾶτε τὰς δωρεάς σας πρὸς τοὺς ἄλλους, θὰ μετρηθῇ καὶ θὰ ἀνταποδοθῇ καὶ εἰς σᾶς ἀπὸ τὸν Θεόν. 39 Εἶπε δὲ καὶ τὴν ἑξῆς παραβολὴν εἰς αὐτούς· Μήπως δύναται τυφλὸς νὰ ὁδηγῇ τυφλόν; Δὲν θὰ πέσουν καὶ οἱ δύο εἰς λάκκον; Ἔτσι καὶ σεῖς προτοῦ νὰ κρίνετε τοὺς ἄλλους, κρίνατε πρῶτον τὸν ἑαυτόν σας, ὁπότε θὰ γίνετε καὶ ἐπιεικεῖς πρὸς τοὺς ἄλλους. Διότι, ἐὰν δὲν κάμετε αὐτό, τότε θὰ εἶσθε τυφλοί, ποὺ θέλουν νὰ γίνουν ὁδηγοὶ τυφλῶν. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι ὀλέθριον καὶ διὰ σᾶς καὶ δι’ ἐκείνους. 40 Δὲν ὑπάρχει μαθητὴς ἀνώτερος ἀπὸ τὸν διδάσκαλόν του, ἐφ’ ὅσον ἑξακολουθεῖ νὰ διδάσκεται ὑπ’ αὐτοῦ. Ἐκεῖνος δὲ ὁ μαθητής, ποὺ θὰ τελειοποιηθῇ εἰς τὰ μαθήματα, θὰ εἶναι, ὅταν θὰ περατωθῇ ὁ κύκλος τῶν μαθημάτων, σὰν τὸν διδάσκαλόν του. Ἐὰν λοιπὸν ὁ διδάσκαλος εἶναι τυφλός, τυφλὸς θὰ μείνῃ καὶ ὁ μαθητής. Διὰ νὰ γίνῃς συνεπῶς ὁδηγὸς καὶ διδάσκαλος τῶν ἄλλων, πρέπει προηγουμένως νὰ γίνῃς διδάσκαλος τοῦ ἑαυτοῦ σου καὶ νὰ διορθώσῃς τὸν ἑαυτόν σου, διότι ἄλλως καὶ σὺ θὰ εἶσαι τυφλὸς καὶ οἱ μαθηταί σου τυφλοὶ θὰ παραμείνουν. 41 Διατί δὲ βλέπεις τὸ ξυλαράκι, ποὺ εἶναι εἰς τὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὸ δοκάρι δέ, ποὺ εἶναι εἰς τὸ μάτι σου, δὲν τὸ αἰσθάνεσαι καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνεις; 42 Ἢ μὲ ποῖον θάρρος θὰ ἠμπορέσῃς νὰ εἴπῃς εἰς τὸν ἀδελφόν σου· Ἀδελφέ, ἄφησε νὰ βγάλω τὸ ξυλαράκι, ποὺ εἶναι εἰς τὸ μάτι σου, ἐνῷ σὺ ὁ ἴδιος δὲν βλέπεις τὸ δοκάρι, ποὺ εἶναι εἰς τὸ μάτι σου; Πῶς ἡμπορεῖς νὰ τοῦ εἴπῃς: ἀδελφέ, ἐπίτρεψόν μου νὰ διορθώσω τὸ μικρὸν σφάλμα σου, ἐνῷ σὺ δὲν βλέπεις τὸ ἰδικόν σου βαρύτατον ἐλάττωμα; Ὑποκριτά, βγάλε πρῶτον τὸ δοκάρι ἀπὸ τὸ μάτι σου· διόρθωσε τὸ βαρὺ ἐλάττωμά σου· καὶ τότε θὰ ἴδῃς καθαρὰ διὰ νὰ βγάλῃς τὸ ξυλαράκι, ποὺ εἶναι εἰς τὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου· τότε θὰ εἶσαι εἰς θέσιν νὰ διορθώσῃς καὶ τὸ ἐλαφρὸν σφάλμα τοῦ πλησίον σου. 43 Διότι δὲν εἶναι δένδρον καλόν, ποὺ νὰ κάνῃ καρπὸν κακὸν καὶ ἐπιβλαβῆ, οὔτε πάλιν ὑπάρχει δένδρον κακόν, ποὺ νὰ κάνῃ καρπὸν καλόν. Ἔτσι καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος διὰ νὰ φέρῃ καρπὸν καὶ ὠφέλειαν εἰς τὸν πλησίον, πρέπει νὰ εἶναι καλός. Ἄνθρωπος, ποὺ δὲν διώρθωσε προτήτερα τὸν ἑαυτόν του, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ διορθώσῃ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ δώσῃ εἰς αὐτοὺς τὸ καλόν, τὸ ὁποῖον δὲν ἠμπόρεσε προτήτερα νὰ δώσῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του; 44 Κάθε δένδρον ἀπὸ τὸν καρπόν, ποὺ βγάζει, διακρίνεται καὶ γνωρίζεται, ἐὰν εἶναι καλὸν ἢ κακόν. Διότι ἀπὸ ἀγκάθια δὲν μαζεύουν ὡς καρπὸν σῦκα, οὔτε ἀπὸ βάτον τρυγοῦν ποτὲ σταφύλι. Ἔτσι καὶ ὁ ἀδιόρθωτος, εἰς τοῦ ὁποίου τὴν ψυχὴν ὑπάρχουν τὰ ἀγκάθια τῶν κακιῶν καὶ ἐλαττωμάτων, δὲν ἠμπορεῖ νὰ διορθώσῃ τὸν ἄλλον. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκην νὰ εὔρῃ ὁδηγὸν καὶ διδάσκαλον τῆς ζωῆς του, εὔκολα ἀπὸ τὸν βίον καὶ τὴν συμπεριφορὰν τῶν ἄλλων ἡμπορεῖ νὰ διακρίνῃ, ποῖος ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ὁ καλός, εἰς τοῦ ὁποίου τὸν λόγον νὰ δίδῃ προσοχήν. 45 Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἔχει τὴν ψυχήν του πολύτιμον θησαυροφυλάκιον ἀγαθῶν σκέψεων καὶ συναισθημάτων, καὶ ἀπὸ τὸν ἀγαθὸν τοῦτον θησαυρὸν τῆς καρδίας του βγάζει λόγους καὶ πράξεις ἀγαθάς. Καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν κακὸν θησαυρὸν τῆς καρδίας του βγάζει τὸ κακόν. Διότι ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ περισσεύει καὶ ξεχύνεται εἰς τὴν καρδίαν, λαλεῖ τὸ στόμα· θὰ συμβουλεύσῃς λοιπὸν καὶ σὺ τὸν ἄλλον σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχεις στὴν καρδιά σου. Καὶ ἂν δὲν ἔχῃς διορθώσει τὸν ἑαυτόν σου, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃς ὁδηγὸς ὠφέλιμος εἰς τὸν πλησίον σου;

 

 

ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΑΝΙΑΣ

    Τήν 1η ὈκτωβρίουἘκκλησία μας τιμᾶ τὴ μνήμη τοῦ ἀποστόλου Ἀνανία, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί διέμενε στή Δαμασκό. Ὁ Ἀνανίας, κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Κυρίου, μετέφερε στόν ἐν ἀγνοίᾳ εὑρισκόμενο Σαῦλο τό σχέδιο του. Συγκεκριμένα τόν συνάντησε, μετά τό συγκλονιστικό γεγονός τῆς Δαμασκοῦ, καί τοῦ εἶπε: «Σαούλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος ἀπέσταλκέ με, Ἰησοῦς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τῇ ὁδῷ ᾗ ἤρχου, ὅπως ἀναβλέψῃς καί πλησθῇς Πνεύματος ἁγίου». Ὁ λόγος τοῦ Ἀνανία πραγματοποιήθηκε. Ὁ Παῦλος ἀνέκτησε τό φῶς καί βαπτίσθηκε. Ὁ Ἀνανίας κήρυξε σέ διάφορες πόλεις τῆς Ἀνατολῆς. Τελικά συνελήφθη ἀπό τόν ἡγεμόνα Λουκιανό καί καταδικάστηκε γιά τήν πίστη του στό Χριστό. Δέχθηκε πολλά βασανιστήρια καί κατέληξε στόν διά λιθοβολισμοῦ μαρτυρικό θάνατο.

  Πρωτ. Δ.Δ.Τ.

Ἀπολυτίκιον

(Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε)

Ὡς ἔμπλεως Χάριτος, τοῦ Τρισηλίου Φωτός, τό σκεῦος ἐφώτισας, τῆς ἐκλογῆς τοῦ Χριστοῦ, Ἀνανία Ἀπόστολε· ὅθεν ἀνακηρύξας, εὐσεβείας τόν λόγον, ἄθλοις ἐβεβαιώσω, τήν σωτήριον Χάριν, δι᾽ ἧς τοῖς σέ εὐφημοῦσι, δίδου τά πρόσφορα.

Μεγαλυνάριον

Δι’ ἀποκαλύψεως θεϊκῆς, τῷ Σαύλῳ βραβεύεις, τόν οὐράνιον φωτισμόν· ὅθεν Ἀνανία, ὡς Μάρτυρά σε θεῖον, Ἀπόστολόν τε ἅμα Χριστός ἐδοξασεν.

Previous Article

2 Ὀκτωβρίου

Next Article

30 Σεπτεμβρίου