ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Πρξ. κα΄ 8-14
8 Tῇ δὲ ἐπαύριον ἐξελθόντες ἤλθομεν εἰς Καισάρειαν, καὶ εἰσελθόντες εἰς τὸν οἶκον Φιλίππου τοῦ εὐαγγελιστοῦ, ὄντος ἐκ τῶν ἑπτά, ἐμείναμεν παρ᾿ αὐτῷ. 9 τούτῳ δὲ ἦσαν θυγατέρες παρθένοι τέσσαρες προφητεύουσαι. 10 ἐπιμενόντων δὲ ἡμῶν ἡμέρας πλείους κατῆλθέ τις ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας προφήτης ὀνόματι Ἄγαβος, 11 καὶ ἐλθὼν πρὸς ἡμᾶς καὶ ἄρας τὴν ζώνην τοῦ Παύλου, δήσας τε αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας εἶπε· τάδε λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· τὸν ἄνδρα οὗ ἐστιν ἡ ζώνη αὕτη, οὕτω δήσουσιν εἰς Ἱερουσαλὴμ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ παραδώσουσιν εἰς χεῖρας ἐθνῶν. 12 ὡς δὲ ἠκούσαμεν ταῦτα, παρεκαλοῦμεν ἡμεῖς τε καὶ οἱ ἐντόπιοι τοῦ μὴ ἀναβαίνειν αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλήμ. 13 ἀπεκρίθη τε ὁ Παῦλος· τί ποιεῖτε κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν; ἐγὼ γὰρ οὐ μόνον δεθῆναι, ἀλλὰ καὶ ἀποθανεῖν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἑτοίμως ἔχω ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 14 μὴ πειθομένου δὲ αὐτοῦ ἡσυχάσαμεν εἰπόντες· τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου γινέσθω.
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
8 Τὴν ἄλλην δὲ ἡμέραν ἐφύγαμεν ἀπὸ τὴν Πτολεμαΐδα καὶ ἤλθομεν εἰς τὴν Καισάρειαν, καὶ ἀφοῦ εἰσήλθομεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ εὐαγγελιστοῦ Φιλίππου, ὁ ὁποῖος ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτά, ποὺ εἶχαν χειροτονηθῇ βοηθοὶ τῶν Ἀποστόλων εἰς τὰς τραπέζας, ἐμείναμεν πλησίον του. 9 Εἶχε δὲ οὗτος τέσσαρας θυγατέρας παρθένους, αἱ ὁποῖαι ἐπροφήτευον. 10 Ἐνῷ δὲ ἡμεῖς ἐμείναμεν εἰς Καισάρειαν περισσοτέρας ἡμέρας, κατέβη ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν κάποιος προφήτης, ποὺ ἐλέγετο Ἄγαβος. 11 Καὶ ἀφοῦ ἦλθεν οὗτος πρὸς ἐπίσκεψίν μας, ἐπῆρε τὴν ζώνην τοῦ Παύλου καὶ ἔδεσε μὲ αὐτὴν τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας του καὶ εἶπεν· Αὐτὰ λέγει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα: Τὸν ἄνδρα, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει η ζώνη αὕτη, θὰ τὸν δέσουν εἰς Ἱερουσαλὴμ οἱ Ἰουδαῖοι ἔτσι, ὅπως εἶμαι τώρα δεμένος ἐγώ, καὶ θὰ τὸν παραδώσουν εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἐθνικῶν Ρωμαίων. 12 Ὅταν δὲ ἠκούσαμεν αὐτά, παρεκαλοῦμεν μὲ δάκρυα καὶ ἡμεῖς καὶ οἱ ἐντόπιοι Καισαρεῖς τὸν Παῦλον νὰ μὴ ἀναβῇ εἰς Ἱερουσαλήμ. 13 Ἀπεκρίθη δὲ τότε ὁ Παῦλος· Διατὶ κλαίετε καὶ μὲ τὰ δάκρυά σας μοῦ συντρίβετε τὴν καρδίαν; Δὲν πρόκειται νὰ ἐπιτύχετε τίποτε μὲ τοὺς κλαυθμούς σας. Διότι ἐγὼ εἶμαι ἔτοιμος ὄχι μόνον νὰ δεθῶ, ἄλλα καὶ νὰ ἀποθάνω εἰς Ἱεροσόλυμα διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 14 Ἐπειδὴ δὲ ὁ Παῦλος δὲν ἐπείθετο, ἐσιωπήσαμεν καὶ εἰρηνεύσαμεν εἰπόντες· Ἂς γίνῃ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Ἰω. ιδ΄ 27 – ιε΄ 7
27 Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία μηδὲ δειλιάτω. 28 ἠκούσατε ὅτι ἐγὼ εἶπον ὑμῖν, ὑπάγω καὶ ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς· εἰ ἠγαπᾶτέ με, ἐχάρητε ἂν ὅτι εἶπον, πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα· ὅτι ὁ πατήρ μου μείζων μού ἐστι· 29 καὶ νῦν εἴρηκα ὑμῖν πρὶν γενέσθαι, ἵνα ὅταν γένηται πιστεύσητε. 30 οὐκέτι πολλὰ λαλήσω μεθ᾿ ὑμῶν· ἔρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν· 31 ἀλλ᾿ ἵνα γνῷ ὁ κόσμος ὅτι ἀγαπῶ τὸν πατέρα, καὶ καθὼς ἐνετείλατό μοι ὁ πατήρ, οὕτω ποιῶ. ἐγείρεσθε ἄγωμεν ἐντεῦθεν.
ιε΄ 1 Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι. 2 πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον καρπόν, αἴρει αὐτό, καὶ πᾶν τὸ καρπὸν φέρον, καθαίρει αὐτό, ἵνα πλείονα καρπὸν φέρῃ. 3 ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν. 4 μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν. καθὼς τὸ κλῆμα οὐ δύναται καρπὸν φέρειν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ἐὰν μὴ μείνῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ, οὕτως οὐδὲ ὑμεῖς, ἐὰν μὴ ἐν ἐμοὶ μείνητε. 5 ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν. 6 ἐὰν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι, καὶ καίεται. 7 ἐὰν μείνητε ἐν ἐμοὶ καὶ τὰ ῥήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὃ ἐὰν θέλητε αἰτήσασθε, καὶ γενήσεται ὑμῖν.
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
27 Φεύγω καὶ σᾶς ἀφίνω εἰρήνην. Σᾶς δίδω τὴν ἀληθινὴν καὶ βαθείαν εἰρήνην, τὴν ὁποίαν ἔχω ἐγὠ καὶ τὴν ὁποίαν ἦλθα νὰ φέρω εἰς τὸν συνταρασσόμενον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν κόσμον. Δὲν σᾶς δίδω ἐγὼ εἰρήνην ὑποκριτικὴν καὶ ἀπατηλὴν καὶ ἀσταθῆ, σὰν αὐτὴν ποὺ δίδει ὁ κόσμος. Ἂς μὴ ταράσσεται ἀπὸ φόβους ἐσωτερικοὺς καὶ ἂς μὴ δειλιάζῃ ἀπὸ ἐξωτερικὰ φόβητρα καὶ ἀπειλὰς ἡ καρδία σας. 28 Ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ ταράσσεσθε, ἀλλὰ μᾶλλον θὰ ἔπρεπε νὰ χαίρετε. Ἡκούσατε ὅτι ἐγὼ σᾶς εἶπον, πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα καὶ ἐντὸς ὀλίγου θὰ ἔλθω πάλιν πρὸς σᾶς. Ἐὰν μὲ ἡγαπᾶτε, θὰ εἴχατε καταληφθῆ ἀπὸ χαράν, διότι σᾶς εἶπα· Πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα· διότι ὁ Πατήρ μου εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ ἐμέ. Καὶ εἶναι μεγαλύτερος, διότι ἐγὼ φέρω τώρα δούλου μορφήν, διὰ τῆς ἐπανόδου ὅμως εἰς τὸν Πατέρα πρόκειται καὶ ὡς ἄνθρωπος νὰ ὑψωθῶ καὶ νὰ δοξασθῶ, ὑψώνων καὶ δοξάζων τὴν ὅλην ἀνθρωπίνην φύσιν, συνεπῶς δὲ καὶ σᾶς καὶ ὅλους ἐν γένει τοὺς πιστούς. Δι’ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ χαρῆτε. Ἀλλὰ σεῖς ἐλυπήθητε. 29 Καὶ δὲν θὰ ἤθελα μὲν νὰ σᾶς προκαλέσω λύπην, ἡναγκάσθην ὅμως τώρα νὰ σᾶς εἴπω περὶ τῆς ἀναχωρήσεως καὶ ἐπανόδου μου προτοῦ νὰ γίνουν ταῦτα, ὥστε ὅταν γίνουν, νὰ πιστεύσετε εἰς ἐμὲ βλέποντες τὴν ἐπαλήθευσιν τῆς προφητείας μου. 30 Δὲν θὰ ὁμιλήσω πλέον πολλὰ μαζί σας. Δὲν μένει ἄλλως τε καιρὸς διὰ νὰ σᾶς εἴπω περισσότερα. Διότι ἔρχεται ὁ σατανᾶς, ποὺ ἐξουσιάζει τὸν μακρὰν τοῦ Θεοῦ κόσμον. Καὶ ἔρχεται ἐδῶ νὰ ἐνεργήσῃ τὴν τελευταίαν καὶ βιαιοτέραν ἐπίθεσίν του κατ’ ἐμοῦ. Ἀλλ’ εἰς ἐμὲ δὲν θὰ εὔρῃ τίποτε τὸ ἰδικόν του, τὸ ὁποῖον θὰ τοῦ δίδῃ ἐξουσίαν ἢ κάποιον δικαίωμα ἐπ’ ἐμοῦ. 31 Θὰ παραχωρηθῇ ὅμως εἰς αὐτὸν νὰ μὲ θανατώσῃ, διὰ νὰ μάθῃ ὁ κόσμος, ὅτι ἀγαπῶ τὸν Πατέρα καὶ ὅπως μοῦ ἔδωκεν ἐντολὴν ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος θέλει μὲ τὸν θάνατόν μου νὰ σωθοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι ἀκριβῶς πράττω. Σηκωθῆτε. Ἂς φύγωμεν ἀπ’ ἐδῶ.
ιε΄ 1 Αλλ’ ἂς μὴ ταράσσεται ἡ καρδία σας, ἐπειδὴ ἠκούσατε, ὅτι πρόκειται νὰ μὲ ἀρνηθῇ ὁ Πέτρος. Πιστεύετε εἰς τὸν Θεὸν ὁ ὁποῖος προνοεῖ περὶ τοῦ ἔργου μου, καὶ ὁ ὁποῖος θὰ προνοήσῃ καὶ διὰ σᾶς, οἱ ὁποῖοι ἐτάχθητε εἰς τὸ ἔργον αὐτό. Πιστεύετε ἀκόμη καὶ εἰς ἐμέ, ὁ ὁποῖος, ὡς Μεσσίας καὶ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, θὰ ἐξακολουθῶ καὶ μετὰ τὸν θάνατόν μου εἰς τοὺς οὐρανοὺς νὰ συμπληρώνω τὸ ἔργον μου. 2 Εἰς τὴν ἐν οὐρανοῖς οἰκοίαν τοῦ Πατρός μου ὑπάρχουν πολλοὶ τόποι διαμονῆς, ἀρκετοὶ διὰ νὰ δεχθοῦν καὶ σᾶς καὶ ὅλους τοὺς πιστούς. Δι’ αὐτὸ λοιπὸν ἔχετε πίστιν καὶ ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν Θεόν. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχον πολλοὶ τόποι διαμονῆς εἰς τὸν οὐρανόν, θὰ σᾶς τὸ ἔλεγα. Ἀλλ’ ὑπάρχουν. Καὶ ἐγὼ πηγαίνω τώρα νὰ σᾶς ἑτοιμάσω τόπον, διότι διὰ νὰ ἀνοιχθῇ ἡ εἴσοδος τοῦ οὐρανοῦ εἰς τους ἀνθρώπους, εἶναι ἀπαραίτητος ἡ μεσιτεία μου. Δι’ αὐτὸ δὲ πρέπει νὰ πιστεύετε καὶ εἰς ἐμέ. 3 Καὶ ἐὰν ὑπάγω καὶ σᾶς ἑτοιμάσω εἰς τους οὐρανοὺς τόπον, πάλιν θὰ ἔλθω πλησίον σας κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου δι’ ἕνα ἕκαστον ἀπὸ σᾶς, καὶ κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν μου δι’ ὅλους σας, καὶ θὰ σᾶς παραλάβω πλησίον μου, διὰ νὰ εἶσθε καὶ σεῖς ἐκεῖ, ὅπου εἶμαι ἐγώ. 4 Καὶ τὸ μέρος, εἰς τὸ ὁποῖον πηγαίνω ἐγὼ τώρα, τὸ ξεύρετε, καθὼς ξεύρετε καὶ τὸν δρόμον, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ ἐκεῖ. 5 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Θωμᾶς· Κύριε, δὲν ξεύρομεν ποὺ πηγαίνεις τώρα, καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζωμεν τὸν δρόμον; 6 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ εἶμαι ὁ μοναδικὸς δρόμος, διὰ τοῦ ὁποῖου ἡμπορεῖ κανεὶς νὰ φθάσῃ εἰς τὸν οὐρανόν. Διότι συγχρόνως εἶμαι καὶ ἡ ἀπόλυτος ἀλήθεια καὶ ἡ πραγματικὴ καὶ πηγαία ζωή. Κανεὶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔλθῃ πρὸς τὸν Πατέρα καὶ νὰ μετάσχῃ τῆς μακαρίας του ζωῆς παρὰ μόνον δι’ ἐμοῦ, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς διδασκαλίας μου σᾶς γνωρίζω τὸν Πατέρα μου καὶ τὴν ἀλήθειαν αὐτοῦ καὶ διὰ τῆς θυσίας μου ὡς αἰώνιος ἀρχιερεὺς σᾶς συμφιλιώνω πρὸς αὐτόν. 7 Ἐὰν μὲ εἴχατε γνωρίσει καλά, θὰ ἐγνωρίζατε καὶ τὸν Πατέρα μου. Καὶ ἀπὸ τώρα, ὁπότε θὰ δοξασθῶ καὶ θὰ σᾶς στείλω τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, αὐτὸ θὰ σᾶς φωτίσῃ καὶ θὰ τὸν γνωρίσετε. Καὶ διὰ τῆς νέας ζωῆς, ποὺ θὰ σᾶς μεταδώσῃ, ἡ ὁποῖα θὰ σᾶς ἑνώσῃ μὲ ἐμέ, θὰ τὸν ἴδετε μὲ τοὺς ὁφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς σας καὶ θὰ καταλάβετε τὸ μεγαλεῖον του, τὰς σωτηριώδεις βουλάς του καὶ τὸ θέλημά του. Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸ θὰ γίνῃ ἀσφαλῶς εὐθὺς μετὰ τὸ πάθημά μου καὶ τὴν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ θυσίαν μου, δι’ αὐτὸ ἡμπορῶ ἀπὸ τώρα νὰ εἴπω, ὅτι ἐγνωρίσατε καὶ ἔχετε ἴδει τὸν Πατέρα.
ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
ΟI ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΜΑΝΟΥΗΛ, ΣΑΒΕΛ ΚΑΙ ΙΣΜΑΗΛ
Στίς 17 Ἰουνίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Μανουήλ, Σαβέλ καί Ἰσμαήλ. Οἱ ἅγιοι αὐτοί μάρτυρες ἦσαν χριστιανοί καί ἀδέλφια, κατάγονταν ἀπό τήν Περσία καί ἔζησαν τήν ἐποχή πού ἦταν αὐτοκράτορας ὁ Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης. Γύρω στό 363 στάλθηκαν ἀπό τόν βασιλέα τῶν Περσῶν νά διαπραγματευτοῦν μέ τόν βυζαντινό αὐτοκράτορα τήν εἰρήνη. Ἐρχόμενοι στήν Χαλκηδόνα καί βλέποντας τόν Ἰουλιανό νά θυσιάζη στά εἴδωλα μέ πολλούς ἐθνικούς, στεναχωρήθηκαν γιά τήν ἀσέβεια καί τήν πλάνη τους καί παρεκάλεσαν τόν Κύριο νά τούς προστατεύση, ὥστε ὄχι μόνο νά μείνουν στέρεοι στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί νά τόν ὁμολογήσουν ὡς Θεό ἀληθινό. Ὅταν ἀποκαλύφθηκε ὅτι ἦσαν χριστιανοί καί ὁμολόγησαν τόν Χριστό δάρθηκαν ἀνηλεῶς, ἔπειτα τούς πέρασαν πιρούνια στούς ἀστραγάλους τους καί ἔκαψαν τίς μασχάλες τους. Στόν δέ ἅγιο Μανουήλ ὁ Ἰουλιανός τοῦ ἔταξε πολλά πλούτη, ἐάν θυσίαζε στά εἴδωλα. Ὁ ἅγιος ὅμως ἔμεινε στέρεος στήν πίστη του καί γι’ αὐτό τόν βασάνισαν ἀπάνθρωπα καί μάλιστα τόν κένταγαν μέ μυτερά καλάμια, κατόπιν μαζί μέ τούς ἀδελφούς του ὁδηγήθηκαν στό τεῖχος πού ἔβλεπε στήν πλευρά τῆς Θράκης καί ἐκεῖ τούς ἀποκεφάλισαν καί ἔτσι ἔλαβαν τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ὅταν οἱ εἰδωλολάτρες προσπάθησαν νά κάψουν τά σώματά τους ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά σχισθῆ ἡ γῆ καί νά τά δεχθῆ. Βλέποντας οἱ ἐθνικοί τό θαῦμα αὐτό πολλοί ἀπό αὐτούς πίστευσαν στόν Κύριο. Ἀργότερα εὐσεβεῖς χριστιανοί, μετά ἀπό θεία ἀποκάλυψη βρῆκαν τά σώματα τῶν ἁγίων καί τά ἐνταφίασαν μέ τιμές.
Ἀπολυτίκιον
(Ἦχος γ΄. Τήν ὠραιότητα.)
Ὡς ἐννεάριθμον, τοῦ Λόγου σύνταγμα, ἐχθρῶν τᾶς φάλαγγας, κατετροπώσαντο, Ἴσαυρος Φήλιξ σὺν αὐτοίς, Ἐρμείας καὶ Περεγρίνος, ἅμα Ἰννοκέντιος, Μανουὴλ καὶ Βασίλειος, Ἰσμαὴλ ὁ ἔνδοξος, καὶ Σαβὲλ ὁ μακάριος’ διὸ καὶ τὰ βραβεῖα τῆς νίκης, εὗρον ὡς Μάρτυρες Κυρίου.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀθλοφόρων παρεμβολή, Ἴσαυρε παμμάκαρ, καὶ οἱ σύναθλοι οἱ κλεινοί· χαίρετε γενναῖοι, ὁπλῖται τοῦ Κυρίου, Ἀγγέλων συμπολῖται καὶ ἰσοστάσιοι.