19 Σεπτεμβρίου

Share:

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Γαλ. δ΄ 8-21

   8 Ἀλλὰ τότε μὲν οὐκ εἰδότες Θεὸν ἐδουλεύσατε τοῖς μὴ φύσει οὖσι θεοῖς· 9 νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν ἐπὶ τὰ ἀσθενῆ καὶ πτωχὰ στοιχεῖα, οἷς πάλιν ἄνωθεν δουλεύειν θέλετε; 10 ἡμέρας παρατηρεῖσθε καὶ μῆνας καὶ καιροὺς καὶ ἐνιαυτούς; 11 φοβοῦμαι ὑμᾶς μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς. 12 Γίνεσθε ὡς ἐγώ, ὅτι κἀγὼ ὡς ὑμεῖς, ἀδελφοί, δέομαι ὑμῶν. οὐδέν με ἠδικήσατε. 13 οἴδατε δὲ ὅτι δι᾿ ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς εὐηγγελισάμην ὑμῖν τὸ πρότερον, 14 καὶ τὸν πειρασμόν μου τὸν ἐν τῇ σαρκί μου οὐκ ἐξουθενήσατε οὐδὲ ἐξεπτύσατε, ἀλλ᾿ ὡς ἄγγελον Θεοῦ ἐδέξασθέ με, ὡς Χριστὸν Ἰησοῦν. 15 τίς οὖν ἦν ὁ μακαρισμὸς ὑμῶν; μαρτυρῶ γὰρ ὑμῖν ὅτι εἰ δυνατὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν ἐξορύξαντες ἂν ἐδώκατέ μοι. 16 ὥστε ἐχθρὸς ὑμῶν γέγονα ἀληθεύων ὑμῖν; 17 ζηλοῦσιν ὑμᾶς οὐ καλῶς, ἀλλὰ ἐκκλεῖσαι ὑμᾶς θέλουσιν, ἵνα αὐτοὺς ζηλοῦτε. 18 καλὸν δὲ τὸ ζηλοῦσθαι ἐν καλῷ πάντοτε καὶ μὴ μόνον ἐν τῷ παρεῖναί με πρὸς ὑμᾶς. 19 τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν! 20 ἤθελον δὲ παρεῖναι πρὸς ὑμᾶς ἄρτι καὶ ἀλλάξαι τὴν φωνήν μου, ὅτι ἀποροῦμαι ἐν ὑμῖν. 21 Λέγετέ μοι οἱ ὑπὸ νόμον θέλοντες εἶναι· τὸν νόμον οὐκ ἀκούετε;

 

Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ

8 Ἀλλὰ τότε μέν, ὅταν ἦσθε εἰς τὸ σκότος τῆς εἰδωλολατρείας, ἐπειδὴ δὲν ἐγνωρίζατε Θεόν, ἐδουλεύσατε εἰς θεούς, ποὺ δὲν εἶναι πραγματικοὶ θέοι. 9 Τώρα ὅμως, ποὺ ἐγνωρίσατε τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ἢ διὰ νὰ εἴπω καλύτερα, τώρα ποὺ ἐγνωρίσθητε ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὡς τέκνα του, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν εἰς τὴν στοιχειώδη καὶ ἀτελῆ θρησκευτικὴν διδασκαλίαν, τὴν πτωχὴν καὶ ἀδύνατον καὶ ἀνίκανον νὰ σᾶς σώσῃ, εἰς τὴν ὁποίαν πάλιν καὶ ἐξ ἀρχῆς, ὅπως προτήτερα, θέλετε καὶ τώρα νὰ δουλεύετε; 10 Ἔτσι ἐκαταντήσατε νὰ φυλάττετε τὰς ἡμέρας ἐκείνας τῆς ἑβδομάδος, τὰς ὁποίας καὶ οἱ Ἑβραῖοι, καὶ τὰς ἑορτὰς ἐκάστου μηνὸς καὶ τὰς ἐορτασίμους ἐποχὰς καὶ τὰς ἑορτὰς τῶν ἐτῶν. 11 Σᾶς φοβοῦμαι, μήπως ματαίως ἐκοπίασα διὰ σᾶς. 12 Λάβετε παράδειγμα ἐμὲ καὶ γίνεσθε ὅμοιοι μὲ ἑμέ, διότι καὶ ἐγὼ ἄλλοτε ἤμην ζηλωτὴς τοῦ νόμου, καθὼς θέλετε νὰ γίνετε καὶ σεῖς τώρα, ἀδελφοί. Σᾶς παρακαλῶ, ὅπως ἐγὼ ἀπεκήρυξα τὰς τυπικὰς διατάξεις τοῦ νόμου καὶ προσεκολλήθην εἰς τὸν Χριστόν, ἔτσι νὰ γίνετε καὶ σεῖς. Δὲν μὲ ἠδικήσατε εἰς τίποτε, ὥστε νὰ θέλω τὸ κακόν σας καὶ νὰ σᾶς ὁμιλῶ ἐκ πάθους. Τοὐναντίον ἔχω λόγους νὰ σᾶς ἀγαπῶ πολύ. 13 Διότι ἠξεύρετε, ὅτι λόγῳ ἀσθενείας τοῦ σώματός μου ἠναγκάσθην νὰ μείνω μεταξύ σας καὶ ἐκήρυξα εἰς σᾶς τὸ εὐαγγέλιον, ὅταν διὰ πρώτην φορὰν ἦλθον πρὸς σᾶς. 14 Καὶ σεῖς τότε τὸν πειρασμόν μου, τὸν ὁποῖον εἶχον εἰς τὸ σῶμά μου, δὲν ἐξουθενήσατε, οὔτε μὲ ἀηδιάσατε δι’ αὐτόν, ἀλλὰ μὲ ἐδέχθητε σὰν ἄγγελον Θεοῦ, ὅπως θὰ ἐδέχεσθε τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. 15 Πόσον λοιπὸν μεγάλος ἦτο ὁ μακαρισμός, τὸν ὁποῖον σᾶς ἐμακάριζαν διὰ τὴν διάθεσιν καὶ προθυμίαν, ποὺ ἐδείξατε τότε εἰς ἑμέ; Δικαίως δὲ σᾶς ἐπαινοῦσαν καὶ σᾶς ἐμακάριζαν. Διότι δίδω μαρτυρίαν διὰ σᾶς, ὅτι ἂν ἦτο δυνατὸν καὶ τὰ μάτια σας ἀκόμη θὰ ἐβγάζατε καὶ θὰ μοῦ τὰ ἐδίδατε. Τόσον πολὺ μὲ ἠγαπᾶτε. 16 Ὥστε τώρα ἔγινα ἐχθρός σας, ἐπειδὴ σᾶς λέγω τὴν ἀλήθειαν; 17 Οἱ ψευδοδιδάσκαλοι δεικνύουν ζῆλον καὶ ἐνδιαφέρον πρὸς σᾶς ὄχι πρὸς καλὸν σκοπόν, ἀλλὰ θέλουν νὰ σᾶς ἀποκλείσουν ἀπὸ τὸ ἀληθὲς εὐαγγέλιον, διὰ νὰ δεικνύετε ζῆλον καὶ ἀφοσίωσιν εἰς αὐτούς. 18 Εἶσθε δηλαδὴ ζηλευτοὶ καὶ ποθητοί. Καλὸν δὲ εἶναι νὰ γίνεσθε ζηλευτοὶ πράττοντες τὸ καλὸν καὶ προοδεύοντες εἰς τὴν ἀρετὴν πάντοτε καὶ ὄχι μόνον ὅταν εἶμαι παρών. Σᾶς γράφω ἔτσι, διότι τώρα, ποῦ εἶμαι ἀπών, ἐξεφύγατε ἀπὸ τὸν δρόμον, ποὺ σᾶς κάνει ἀληθινὰ ζηλευτούς. 19 Παιδάκια μου, ποὺ σᾶς ἀνεγέννησα πνευματικῶς καὶ ποὺ ξαναδοκιμάζω τώρα πόνους καὶ ὠδῖνας διὰ τὴν ἀναγέννησίν σας, ἕως ὅτου ὁ χαρακτὴρ τοῦ Χριστοῦ μορφωθῇ μέσα σας. 20 Ναί· πονῶ καὶ τώρα διὰ σᾶς. Ἤθελα δὲ νὰ παρευρίσκωμαι μεταξύ σας τώρα καὶ νὰ ἀλλάξω τὸν τόνον τῆς φωνῆς μου εἰς θρῆνον, διότι εὑρίσκομαι εἰς ἀπορίαν διὰ σᾶς καὶ δὲν ἠξεύρω, πῶς νὰ σᾶς ὁμιλήσω. 21 Καὶ ἂν τὰ δάκρυά μου δὲν σᾶς πείθουν, προσέξατε εἰς τὰ λογικά μου ἐπιχειρήματα. Εἴπατέ μου σεῖς, οἱ ὁποῖοι θέλετε νὰ εἶσθε ὑπὸ τὸν νόμον, δὲν ἀκούετε τί λέγει ὁ νόμος;

 

 

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Μρ. ς’ 45-53

45 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν εἰς τὸ πέραν πρὸς Βηθσαϊδάν, ἕως αὐτὸς ἀπολύσῃ τὸν ὄχλον· 46 καὶ ἀποταξάμενος αὐτοῖς ἀπῆλθεν εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι. 47 καὶ ὀψίας γενομένης ἦν τὸ πλοῖον ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης, καὶ αὐτὸς μόνος ἐπὶ τῆς γῆς. 48 καὶ ἰδὼν αὐτοὺς βασανιζομένους ἐν τῷ ἐλαύνειν· ἦν γὰρ ὁ ἄνεμος ἐναντίος αὐτοῖς· καὶ περὶ τετάρτην φυλακὴν τῆς νυκτὸς ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ ἤθελε παρελθεῖν αὐτούς. 49 οἱ δὲ ἰδόντες αὐτὸν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἔδοξαν φάντασμα εἶναι, καὶ ἀνέκραξαν· 50 πάντες γὰρ αὐτὸν εἶδον καὶ ἐταράχθησαν. καὶ εὐθέως ἐλάλησε μετ᾿ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι, μὴ φοβεῖσθε. 51 καὶ ἀνέβη εἰς τὸ πλοῖον πρὸς αὐτούς, καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν ἑαυτοῖς ἐξίσταντο καὶ ἐθαύμαζον. 52 οὐ γὰρ συνῆκαν ἐπὶ τοῖς ἄρτοις, ἀλλ᾿ ἦν αὐτῶν ἡ καρδία πεπωρωμένη. 53 Καὶ διαπεράσαντες ἀπῆλθον ἐπὶ τὴν γῆν Γεννησαρὲτ καὶ προσωρμίσθησαν.

 

Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ

  45 Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς διὰ νὰ μὴ παρασυρθοῦν οἱ μαθηταὶ ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸν τοῦ λαοῦ, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν ἀνακηρύξῃ βασιλέα, τοὺς ἠνάγκασε νὰ ἔμβουν εἰς τὸ πλοῖον κα περάσουν προτήτερα ἀπὸ αὐτὸν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, εἰς τὴν Βηθσαϊδάν, ἕως ὅτου αὐτὸς διαλύσῃ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ. 46 Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἀπεχαιρέτισεν, ἀνεχώρησεν εἰς τὸ ὅρος να προσευχηθῇ. 47 Καὶ ὅταν ἐβράδυασε καλά, τὸ πλοῖον ἦτο εἰς τὸ μέσον τῆς λίμνης, καὶ αὐτὸς ἦτο μοναχὸς ἐπὶ τῆς ξηράς. 48 Καὶ τοὺς εἶδε νὰ βασανίζωνται μὲ τὰ κύματα καθὼς ἐπροχώρουν. Ἐβασανίζοντο δέ, διότι ὁ ἄνεμος ἦτο ἐναντίος. Κατὰ δὲ τὸ τελευταῖον τρίωρον τῆς νυκτός, ὅτε παρελάμβανε στρατιωτικὴν φρουρὰν τὸ τέταρτον τμῆμα τῶν σκοπῶν, ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, σὰν νὰ ἦτο αὐτὴ ξηρά. Καὶ ἤθελε νὰ τοὺς προσπεράσῃ 49 Αὐτοὶ δέ, ὅταν τὸν εἶδαν νὰ περιπατῇ ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, ἐνόμισαν ὅτι αὐτὸ τὸ πρωτοφανές, ποὺ ἔβλεπαν, εἶναι φάντασμα. Καὶ ἔβγαλαν κραυγὴν τρόμου. 50 Ἔβγαλαν δὲ ὅλοι τὴν κραυγὴν αὐτήν, διότι ὅλοι τὸν εἶδαν καὶ ἐταράχθησαν. Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὡμίλησε τοὺς εἶπε· Ἔχετε θάρρος· ἐγὼ εἶμαι· μὴ φοβεῖσθε. 51 Καὶ ἀνέβη πλησίον τους εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἡσύχασεν ὁ ἄνεμος. Καὶ ἐκυριεύθη τὸ ἐσωτερικόν τους ἀπὸ ὑπερβολικήν ἔκστασιν, ὥστε δὲν ἠδύναντο νὰ ἐκφράσουν ὅ,τι ᾐσθάνοντο. ἐθαύμαζον, μολονότι πρὸ ὀλίγου εἶχε κάμει ὁ Ἰησοῦς καὶ τὸ ἄλλο καταπληκτικὸν θαῦμα. 52 Θαυμάζουν ὅμως τώρα πάρα πολύ, διότι δὲν ἐκατάλαβαν, τί εἶχε γίνει μὲ τὰ ψωμιὰ καὶ δὲν εἶχαν ἐκτιμήσει κατὰ βάθος τὸ θαῦμα ἐκεῖνο. Ἔπρεπε βέβαια νὰ τὸ εἶχαν καταλάβει. Ἀλλ’ ἡ διάνοιά των ἦταν παχυλὴ καὶ βραδυκίνητος, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν λάβει ἀκόμη τὸν φωτισμὸν τοῦ Πνεύματος. 53 Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασαν διὰ μέσου τῆς λίμνης, ἦλθον εἰς τὴν χώραν Γεννησαρὲτ καὶ ἀγκυροβόλησαν ἐκεῖ.

 

 

ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΡΟΦΙΜΟΣ, ΣΑΒΒΑΤΙΟΣ ΚΑΙ ΔΟΡΥΜΕΔΩΝ

    Στίς 19 Σεπτεμβρίου ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τήν μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Τροφίμου, Σαββατίου καί Δορυμέδοντος. Οἱ ἅγιοι αὐτοί μάρτυρες ἔζησαν κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέα Πρόβου 278 μ.Χ. Ἐρχόμενοι ὁ ἅγιος Τρόφιμος καί Σαββάτιος στήν Ἀντιόχεια, τήν περίοδο τῆς ἑορτῆς τῶν γενεθλίων τοῦ Ἀπόλλωνα καί βλέποντας τίς ἁμαρτωλές πράξεις πού γίνονταν, ἐλυπήθηκαν καί τίς ἀποδοκίμασαν δημόσια. Ὅταν ὁδηγήθηκαν στόν ἡγεμόνα τῆς Ἀντιόχειας, ὁμολόγησαν μέ παρρησία τήν πίστη τους στόν τριαδικό Θεό γιά αὐτό τούς μαστίγωσαν ἀνελέητα καί ἔξυσαν τίς σάρκες τους μέ σιδερένια νύχια, ὥστε ἡ γῆ νά κοκκινίση ἀπό τά αἵματά των. Ἔτσι ὁ μέν Σαββάτιος παρέδωσε τό πνεῦμα του ὁ δέ Τρόφιμος, ἀφοῦ φυλακίσθηκε ἐστάλη στόν ἡγεμόνα τῆς πόλεως τῶν Συννάδων τῆς Φρυγίας φορώντας ὑποδήματα, τά ὁποῖα ἔφεραν καρφιά, ὅπου καί πάλι ἐκεῖ τόν ἔδειραν σκληρότατα, τοῦ καταξέσκισαν τίς σάρκες καί ἀφοῦ τίς ἔκαψαν μέ λαμπάδες καί ὀξέα τόν φυλάκισαν. Ἐκεῖ τόν φρόντισε κάποιος βουλευτής Δορυμέδων, ὁ ὁποῖος καί ὁμολόγησε κατόπιν μέ παρρησία τήν πίστη του στόν Χριστό, μέ ἀποτέλεσμα νά τόν φυλακίσουν καί νά τόν βασανίσουν ἀπάνθρωπα. Ὅταν ὁδηγήθηκε στόν ἡγεμόνα καί πάλι ὁ Τρόφιμος καί ἀφοῦ ὁμολόγησε τήν πίστη του, τοῦ ξερίζωσαν μέ πυρωμένα σουβλιά τά μάτια. Κατόπιν οἱ ἅγιοι μάρτυρες Τρόφιμος καί Δορυμέδων δίδονται στά ἄγρια θηρία, γιά νά τούς κατασπαράξουν, μέ τήν χάρη ὅμως τοῦ Θεοῦ ἔμειναν ἀβλαβεῖς. Τέλος οἱ ἅγιοι μάρυρες ἀποκεφαλίσθηκαν καί ἔτσι παρέδωσαν τίς ἅγιες ψυχές τους στόν ἀγωνοθέτη Κύριο.

 

Ἀπολυτίκιον

(Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.)


   Τὴν ἀκαθαίρετον, Τριάδος δύναμιν, ἀνθηφορήσαντες, Μάρτυρες ἔνδοξοι, ἐναπετέματε στερρῶς, τὴν ἄκανθαν τῆς ἀπάτης, Τρόφιμε μακάριε, Ἐκκλησίας ἐντρύφημα, Σαββάτιε πάνσοφε, Ἀθλητῶν ἐγκαλλώπισμα, καὶ δόξα εὐσεβῶν Δορυμέδον ὅθεν Ὑμᾶς ἀνευφημοῦμεν.

Μεγαλυνάριον

Δόξῃ λαμπρυνθέντες Τριαδικῇ, Τρόφιμος ὁ θεῖος, Δορυμέδων ὁ εὐκλεής, σὺν τῷ Σαββατίῳ, μαρτυρικοῖς ἀγῶσι, τῆς πίστεως τὸ κάλλος, ὡς λύχνοι ἔφαναν.

Previous Article

20 Σεπτεμβρίου

Next Article

18 Σεπτεμβρίου