Share:

Ἡ ἐπίδραση τοῦ Σερβικοῦ ἐθνικισμοῦ στή διαμόρφωση ἰδέας ὑπάρξεως «Μακεδονικῆς» ἐθνότητας κατά τά τέλη τοῦ 19ου καί τίς άρχές τοῦ 20οῦ αίώνα.

 

Γεωργίου Β. Τσούπρα

Δρ Θεολογίας-Σλαβολόγου

 

Ἄν προσπαθήσουμε νά ἀποφύγουμε τήν κατευθυνόμενη ἱστοριογραφία τῶν γειτόνων μας, πού κατά τόν Σφέτα ἔχει σαφή στόχο τόν σφετερισμό τῆς βουλγαρικῆς ἐθνικῆς ἀφύπνισης πρός ὄφελος τῆς «μακεδονικῆς» ἐθνικῆς ταυτότητας[1], ὀφείλουμε, ὅσο τό ἐπιτρέπει ἡ παρούσα ἐργασία, νά ἀναζητήσουμε τήν ἀντικειμενική πτυχή τῶν γεγονότων. Νά ἐρευνήσουμε, δηλαδή, ἄν κατά τό ἐπίμαχο διάστημα, τοῦ τέλους τοῦ 19ου καί τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰώνα, ὑπῆρχε ἀνεπτυγμένη τέτοιου εἴδους ἐθνική συνείδηση τῶν Σλάβων τῆς περιοχῆς, ἱκανή νά τούς διαχωρίζει ἀπό τά ἄλλα σλαβικά ἔθνη (Βουλγάρους, Σέρβους) καί νά ὑποδηλώνει τήν ὕπαρξη ἑνός ξεχωριστοῦ «Μακεδονικοῦ» ἔθνους.

Κατ’ ἀρχάς, κατά τόν Μεσαίωνα ὁ προσδιορισμός «Μακεδόνας» δήλωνε μόνον τόν «Ρωμαῖο» κάτοικο τῆς Μακεδονίας, μέ σαφή γεωγραφικό προσδιορισμό, δηλαδή τόν ὑπήκοο τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ὁ ὁποῖος κατοικοῦσε στή Μακεδονία, σέ ἀντίθεση μέ τόν προσδιορισμό «Βούλγαρος», πού ὑποδήλωνε τόν ὑπήκοο τοῦ βουλγαρικοῦ κράτους[2]. Πολύ άργότερα, στούς νεώτερους χρόνους, ἄρχισε να ἐμφανίζεται περιστασιακά ὁ ὅρος «Μακεδόνες» μέ διαφορετικό νόημα. Πρῶτοι πού ἄρχισαν να χρησιμοποιοῦν τον ὅρο ὡς δηλωτικό τῶν Σλάβων τῆς εὐρύτερης Μακεδονίας, μέ τελικό στόχο νά τήν ἀπομάκρυνση τῶν σλαβόφωνων ἀπό τή βουλγαρική σφαίρα ἐπιρροῆς καί μέ τόν καιρό τήν προσέλκυση πρός τή σερβική, ἦταν οἱ Σέρβοι τοῦ Βελιγραδίου, οἱ ὀποῖοι ξεκίνησαν τήν προπαγάνδα τους σχετικά ἐνωρίς στήν περιοχή. Ἤδη ἀπό τό 1855 δροῦσαν κυρίως στή Βόρεια Μακεδονία Σέρβοι πράκτορες, οἱ ὁποῖοι ἐπεδίωκαν τήν ἐνίσχυση τοῦ σλαβικοῦ πνεύματος, δημιουργῶντας συνθήκες διάστασης τῶν σλαβόφωνων κατοίκων ἀπό τήν ἑλληνική ἐκκλησιαστική καί ἐκπαιδευτική κηδεμονία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καί κατά συνέπεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

Ἀπό τή δημιουργία τῆς Ἐξαρχίας τό 1870 κι ἔπειτα, ἡ προσπάθεια τῶν Σέρβων ἐντάθηκε καί στόχευε τώρα στήν ἀπαλλαγή τῶν κατοίκων τῆς Μακεδονίας ἀπό τή βουλγαρική κηδεμονία. Στό Βελιγράδι ἱδρύθηκαν ἐπιτροπές καί σύλλογοι, πού ἐπιδόθηκαν στήν ἔκδοση σχολικῶν ἐγχειριδίων, λεξικῶν καί ἄλλων βιβλίων, γιά νά μοιραστοῦν στούς σλαβόφωνους τῆς Παλιᾶς Σερβίας καί τῆς Μακεδονίας. Στόχος ἦταν νά ἀποκτήσουν αὐτοί ἰδιαίτερη ἐθνική συνείδηση πού θά τούς ξεχώριζε ἀπό τούς Βουλγάρους καί τούς Ἕλληνες. Σέ ἐγχειρίδιο, μάλιστα, πού ἐκδόθηκε τό 1871, γινόταν λόγος γιά ξεχωριστό «μακεδονικό» ἔθνος, τό ὁποῖο εἶχε τίς ρίζες του στήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου[3].

Ἡ σερβική προπαγάνδα ἐντατικοποιήθηκε ἀκόμη περισσότερο ἔπειτα ἀπό τήν ἀποτυχία τῆς σερβικῆς προωθήσεως πρός τή Βοσνία, λόγω τῆς διείσδυσης τῆς Αυστουγγαρίας καί την ἀναγκαστική σερβική στροφή πρός Νότον[4]. Τό 1886 στάλθηκε ὁ σέρβος πράκτορας Novaković στήν περιοχή καί συγκροτήθηκε ἡ «Μυστική Μακεδονική Ἐπιτροπή», τήν ὁποία ὁ ἴδιος ἔλεγχε ἀπολύτως. Ἡ ἐπιτροπή αὐτή, ὅμως, πρακτικά δέν εἶχε καμμιά ἰσχύ οὔτε καί καμμιά ἐπιρροή στήν εὐρύτερη Μακεδονία. Ἁπλῶς ἀποτελοῦσε μιά ὀργάνωση-φάντασμα σερβικῆς ἐπινοήσεως, ὅπως παραδέχθηκε καί ὁ ἴδιος ὁ ἱδρυτής της τό 1890, ὅταν ἀναγκάστηκε νά διακόψει τίς προσπάθειές του[5]. Ἡ αἰτία τῆς ἀποτυχίας ἦταν τό γεγονός ὅτι στην περιοχή εἶχαν πιά ἐπικρατήσει σέ κάθε ἐπίπεδο οἱ βουλγαρικές ἰδέες καί τό μόνο πού κατόρθωσε ἡ σερβική προπαγάνδα καί ἡ ἀντιβουλγαρική της δράση ἦταν νά αὐξήσει τήν ἀντίθεση τῶν ντόπιων πρός κάθε τί τό σερβικό[6]. Παρόλα αὐτά, ἡ σερβική προσπάθεια συνετέλεσε καθοριστικά στήν ἐμφάνιση μιᾶς ἀκόμη παραμέτρου στήν ἐθνική σύσταση τῆς περιοχῆς, τῆς «σλαβο-μακεδονικῆς», πού ἀντιδιαστελλόταν ἀπό τήν ἑλληνική καί τή βουλγαρική καί ἐρχόταν πιό κοντά στή σερβική.

Ἔτσι, στό προσκήνιο ἐμφανίστηκε τό ὄνομα «Σλαβο-μακεδόνες» ὡς δηλωτικό τῶν Σλάβων κατοίκων τῆς Μακεδονίας. Ἤδη τό 1870 ὁ Pulevski ἐξέδωσε λεξικό τῆς «Σλαβομακεδονικῆς» γλώσσας, μέ σαφή σερβικό γλωσσικό προσανατολισμό, ἐνῶ διαμορφώθηκε ἀπό τό Βελιγράδι καί εἰδικό ἀλφάβητο. Γιά τούς Σέρβους τό ὄνομα «σλαβομακεδονική» ἦταν ταυτόσημο μέ τό «σερβομακεδονική» καί ἡ ὁρολογία αὐτή ἐπικράτησε στό Βελιγράδι[7].  Μετά τό 1893 καί τήν ἵδρυση τῆς VMΟRO ἔπαυσε ἡ σερβική διείσδυση στήν περιοχή, ἀφοῦ ὅσοι ἀντιδροῦσαν στήν ἐθνικιστική ἐπέκταση τῆς Ἐξαρχίας ἐντάχθηκαν στό αὐτονομιστικό κίνημα[8]. Ἀργότερα, ὁ σέρβος ἐθνολόγος Cvijić χαρακτήρισε «Μακεδόνες» τούς Σλάβους τῆς περιοχῆς πού δέν εἶχαν ἀκόμη ἀναπτύξει σαφή ἐθνική ταυτότητα[9]. Γι’ αὐτόν, οἱ «Σλαβομακεδόνες» ἦταν πιό κοντά στούς Σέρβους παρά στούς Βουλγάρους, ἄρα θά μποροῦσαν νά γίνουν εὔκολα Σέρβοι ἤ να ἐνταχθοῦν εὐκολότερα σέ μιά νοτιοσλαβική ὁμοεθνία[10].

Τό μόνο κέρδος πού εἶχαν οἱ Σέρβοι ἦταν ἡ φοίτηση κάποιων νέων ἀπό τή Μακεδονία στό Βελιγράδι, ἀπό τούς ὁποίους ὅμως ἐλάχιστοι παρέμειναν στή σφαίρα τῆς σερβικῆς ἐπιρροῆς[11]. Κάποιοι ἀπό αὐτούς σχημάτισαν ἀργότερα τόν «Μακεδονικό Φοιτητικό Σύνδεσμο» τῆς Πετρούπολης, στόν ὁποῖο πρωτοστάτησαν οἱ Krste Misirkov, Stefan Dedov, Dijamandi Mišajkov καί Pavle Čupovski. Ὁ  Misirkov, ὁ ὁποῖος ἀρχικά σπούδασε στό Βελιγράδι, ὡς ὑπότροφος τῆς Σερβικῆς Κυβέρνησης, ἔγινε γνωστός τό 1903 μέ τό ἔργο του «Περί τῶν Μακεδονικῶν ὑποθέσεων»[12]. Σέ αὐτό παρουσίαζε τή δύσκολη κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε στή Μακεδονία καί ζητοῦσε τή συγκρότηση αὐτόνομου μακεδονικοῦ κράτους, τό ὁποῖο θά ἀποτελοῦσε τήν πατρίδα ὅλων τῶν Μακεδόνων[13]. Ταυτόχρονα, ζητοῦσε τήν ἐπανίδρυση τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχρίδος ὡς Ἐκκλησίας τοῦ κράτους αὐτοῦ[14]. Ὡς Μακεδόνες χαρακτήριζε ὅλους τούς Σλάβους κατοίκους, χωρίς νά παραγνωρίζει τήν ὕπαρξη ξεχωριστῶν ἐθνικῶν ταυτοτήτων, ἑλληνικῆς,  βουλγαρικῆς, σερβικῆς κ.λπ. Χρειαζόταν, ὅμως, πλέον ἡ ἀναγνώριση χωριστῆς «σλαβικῆς μακεδονικῆς» ἐθνότητας, μέ τή γλώσσα καί  τήν Ἐκκλησία της, στά πλαίσια πάντα τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.

Μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ Misirkov στή Σόφια, τή σκυτάλη τοῦ «μακεδονικοῦ» σεπαρατισμοῦ κράτησε ὁ D. Čupovski, ὁ ὁποῖος ἔδρασε ὡς ἐκπρόσωπος τῆς «Μακεδονικῆς» παροικίας στήν Πετρούπολη. Ὁ ἴδιος καί ἄλλοι τέσσερεις συμπατριῶτες του (ὑπογράφοντας ὡς ἀντιπρόσωποι τῆς «μακεδονικῆς» παροικίας) συνέταξαν καί ἀπέστειλαν τόν Μάρτιο τοῦ 1913 ὑπόμνημα πρός τίς κυβερνήσεις τῶν Μεγάλων Δυνάμεων στή συνδιάσκεψη τοῦ Λονδίνου, μέ τό ὁποῖο ζητεῖτο ἡ δημιουργία ξεχωριστοῦ σλαβομακεδονικοῦ κράτους.  Στήν προσπάθειά τους νά ἀποφευχθεῖ ἡ ὁλοκληρωτική προσάρτηση τῶν ἐδαφῶν τῆς γεωγραφικῆς Μακεδονίας στίς Σερβία, Ἑλλάδα καί Βουλγαρία, πού εἶχαν νικήσει στόν Α´ Βαλκανικό Πόλεμο, ἀπέστειλαν καί δεύτερο ὑπόμνημα τόν Ἰούνιο τοῦ ἴδιου χρόνου πρός τίς κυβερνήσεις καί τήν κοινή γνώμη τῶν τριῶν αὐτῶν κρατῶν, στό ὁποῖο ἐξετίθεντο τά αἰτήματα τῶν «Μακεδόνων» τῆς Πετρούπολης γιά τή δημιουργία ξεχωριστοῦ μακεδονικοῦ κράτους καθώς καί γιά τήν ἀνασύσταση τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχρίδας, ὡς Ἐκκλησίας τῶν «Μακεδόνων»[15].

Ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, ἡ κίνηση αὐτή δέν εὐοδώθηκε, ὄχι μόνο γιατί δέν εὐνοεῖτο ἀπό τήν ἐποχή (εἶχαν προηγηθεῖ οἱ Βαλκανικοί Πόλεμοι καί ἡ ἐθνική ἔξαρση τῶν λαῶν τῆς Βαλκανικῆς),  ἀλλά καί γιατί ὅλη ἡ  κίνηση τῶν «Μακεδονιστῶν» φοιτητῶν εἶχε παραμείνει στή σφαίρα μιᾶς μικρῆς ὁμάδας διανοουμένων καί δέν ἐπηρέαζε καθόλου τούς ἴδιους τούς κατοίκους τῆς Μακεδονίας. Ἡ τάση αὐτή, πού ἐπιζητοῦσε «ἐθνικό σεπαρατισμό» μέ τήν ἀνάπτυξη ξεχωριστῆς ἐθνικῆς ταυτότητας, εἶχε ἐλάχιστο ἀντίκτυπο στά ἐσωτερικά πράγματα τῆς Μακεδονίας.  Ἀποτελοῦσε τήν ἔκφραση μιᾶς ὁλιγάριθμης καλλιεργημένης ἐλίτ, πού εἶχε μορφωθεῖ στή Σερβία καί ἐπεδίωκε τήν ἐθνική διαφοροποίηση ἀπό τούς γύρω λαούς, γιά νά σχηματιστεῖ ἡ δική της ἐθνότητα[16]. Ὁ ἴδιος ὁ Misirkov παραδεχόταν ὅτι ὁ «ἐθνικός σεπαρατισμός» πού προωθοῦσε ὀφειλόταν στίς προσπάθειες τῆς Σερβίας, πού μέ τήν προπαγάνδα της διαπαιδαγώγησε μιά ὁλόκληρη γενιά «Μακεδόνων» νά συνειδητοποιήσουν ὅτι διέφεραν ἀπό τούς Βουλγάρους, «ἐπειδή ἀνατράφηκαν σέ ἕνα περιβάλλον πού εἶχε ἀμφισβητήσει τή βουλγαρικότητα τοῦ σλαβικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Μακεδονίας καί εἶχε θέσει πρός ἐξέταση τό ἐρώτημα τῆς ἐθνικότητας τῶν Μακεδόνων»[17].

Τελικά, ὅμως, οἱ προσπάθειες τῶν ἐκφραστῶν τοῦ «Συνδέσμου τῆς Πετρούπολης» δέν συγκίνησαν διόλου τούς κύκλους τῶν διανοουμένων Βουλγαρομακεδόνων στή Σόφια, ἀλλά καί παρέμειναν ἄγνωστες στό λαό, πού δέν εἶχε τά μέσα γιά πρόσβαση σέ τυπωμένα βιβλία καί ἐφημερίδες τῆς Βουλγαρίας ἤ τῆς Ρωσίας. Γι’ αὐτό καί δέν βρῆκαν συνεχιστές, ἀφοῦ καί ὁ Misirkov ἀναγκάστηκε νά ἀνακαλέσει ἀργότερα τά ὅσα εἶχε γράψει τό 1903, μετά ἀπό ἔντονες βουλγαρικές ἀντιδράσεις, ἀλλά καί ὁ Čupovski ἐντάχθηκε μέ τόν καιρό στόν κύκλο τῶν φεντεραλιστῶν, πού στό μέλλον θά εἶχαν σαφή ἐξάρτηση ἀπό τή Βουλγαρία[18].

 

[1] Βλ.  Σπ. Σφέτας, «Σκόπια σέ ἀναζήτηση ταυτότητας καί διεθνοῦς ἀναγνώρισης», στό: τοῦ ἰδίου, Ὄψεις τοῦ Μακεδονικοῦ Ζητήματος στόν 20ό αἰώνα, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 16-25.

[2] Βλ. Ἰω. Ταρνανίδης, Οἱ «κατά Μακεδονίαν Σκλαβῆνοι». Ἱστορική πορεία καί σύγχρονα προβλήματα προσαρμογῆς, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 25-54, Σφέτας, Ἀναζήτηση, σ. 16.. Πρβλ. μέ τόν St. Antoljak, «”Makedonija“ i „Makedoncite“ vo sredniot vek», GINI XVI (1972) 111-123,  ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζει σάν ἐθνικά «(σλαβο-)μακεδονικό» κάθε τί πού ἀναφέρεται ὡς προερχόμενο ἀπό τή Μακεδονία κατά τό Μεσαίωνα. Χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὡς «Μακεδόνα» ἀκόμη καί τόν Γότθο ἡγεμόνα Θεοδώριχο, ἐπειδή ἕνα φραγκικό χρονικό τοῦ 8ου αἰώνα ἔγραφε ὅτι ἦταν «ex genere Macedonum» (σ. 114). Βλ. ἀκόμη, K. Drezov, «Macedonian identity: an overview of the major claims», J. Pettifer (ed.), The New Macedonian Question, New York 20012, σ. 55.

[3] Σφέτας, Ἀναζήτηση, σ. 25-27.

[4] Βλ. H.E. Darby – R.W Setton-Watson κ. ἄ., A Short History of Yugoslavia, from the Early Times to 1966, Cambridge 1966, σ. 145, H.N. Brailsford, Macedonia, Its Races and their Future, New York 1971,  σ. 104.

[5] Βλ. Ἐλεονώρα Ναξίδου, Ἐκκλησία καί ἐθνική ἰδεολογία: ἀπό τήν Ἀρχιεπισκοπή τῆς Ἀχρίδας μέχρι τήν ἵδρυση τῆς αὐτοκέφαλης «μακεδονικῆς ἐκκλησίας», Θεσσαλονίκη 1999, σ.  153, Ἄννα Ἀγγελοπούλου, Ὁ Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) καί ἡ κίνηση τῶν «Μακεδονιστῶν», Θεσσαλονίκη 2004σ. 41-45.

[6] Βλ. Ναξίδου, Ἐκκλησία, σ. 161. Bλ. ὅσα γράφει ὁ σχετικά βουλγαρόφιλος Brailsford, ὁ ὁποῖος δήλωνε τό 1906 ὅτι «Εἶναι τόσο πιθανόν οἱ κάτοικοι τῆς Μακεδονίας νά γίνουν Σέρβοι, ὅσο πιθανό εἶναι νά τούς κάνουν προτεστάντες οἱ ἀμερικανοί μισσιονάριοι». Brailsford, Macedonia, σ. 103.

[7] Βλ. Σφέτας, Ἀναζήτηση, σ. 39-43. Ἀκόμη, H. Wilkinson, Maps and Politics: A review of the Ethnographic Cartography of Macedonia, Liverpool 1951, σ. 150, ὅπου ἀναφέρει ὅτι ὁ P. Draganov τό 1887 εἶχε προτείνει νά ὀνομαστοῦν οἱ Σλάβοι τῆς Μακεδονίας ὡς «Νέοι Σλάβοι» («Nouvelles Slaves»).

[8] Brailsford, Macedonia, σ. 105.

[9] Βλ. J. Cvijić, Remarks in the Ethnography of the Macedonian Slavs, London 1906.

[10] Βλ. H.R. Wilkinson, «Yugoslav Macedonia on Transition», Geographical Journal 118 (1952) 394, G. Prevelakis, «The Return of the Macedonian Question», στό: F. Carter H. Norris (ed.), The changing shape of the Balkans, London 1996, σ. 142.

[11] Βλ. I. Banač, The National Question in Yugoslavia, Origins, History, Politics, Ithaca and London 1984, σ. 313.

[12] K. P. Misirkov’, Za makedonckite raboti, Sofija 1903. Στα ἑλληνικά: Κρ. Μισίρκωφ, Μακεδονικές Ὑποθέσεις, μτφρ. Δημ. Καραγιάννης, Ἀθήνα 2003. Ἀκόμη βλ. Ἀγγελοπούλου, Μισίρκοφ, σ. 352-369.

[13] Γι’ αὐτόν τον λόγο ἔχει ἀναχθεῖ ἀπό τά Σκόπια ὡς ὁ κύριος ἐκφραστής τῆς ἐθνικῆς ἀφύπνισης στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα, ὡς ὁ Vuk Karađić τῶν «Μακεδόνων». Βλ. L. Koliševski, Macedonian National Question, Beograd 1959, σ. 30, Al. Trajanovski, Vozobnovuvanje na Ohridska arhiepiskopija kako Makedonska pravoslavna crkva i nejziniot šematizam- 50 godini od vozobnovuvanjeto na Ohridskata arhiepiskopija kako Makedonska pravoslavna crkva 1958-2008,  Skopje 2008 σ. 124-130. Πρβλ. Σφέτας, Άναζήτηση, σ. 22. Γιά τή ζωή του βλ. Ἀγγελοπούλου, Μισίρκοφ, σ. 239-266.

[14] Βλ. B. Boshkovski, «The Orthdox Church in Macedonia», Macedonian Review XXIV (1944)  49.

[15] Βλ. Ἀγγελοπούλου, Μισίρκοφ, σ.  424 κ. ἑξ., ΝαξίδουἘκκλησία, σ. 195.

[16] Γιά τή διαφορά μέ τόν «πολιτικό σεπαρατισμό» τῆς VMRO, βλ. Ἀγγελοπούλου, Μισίρκοφ, σ. 339-341. Ἀκόμη, Σφέτας, Ἀναζήτηση, σ. 23.

[17] Ἀγγελοπούλου, Μισίρκοφ, σ. 335, παραπέμπει στό K. P. Misirkov’, Za makedonckite raboti, Sofija 1903, σ. 92 κ. ἑξ .

[18] Γιά τήν ἐπίδραση τοῦ συνδέσμου τῶν φοιτητῶν καί τή φιλοβουλγαρική μεταστροφή τους βλ. Ναξίδου, Ἐκκλησία, σ. 181, Σφέτας, Ἀναζήτηση, σ. 24, Ἀγγελοπούλου, Μισίρκοφ, σ. 430 κ. ἑξ.

Previous Article

Η Μακεδονία Πόλις-Κράτος είναι Ελλάς και μάρτυς τούτου είναι η παγκόσμιος Ιστορία

Next Article

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΕ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: «ΖΗΣΕ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ!»