Πέρασαν 25 χρόνια, από την 31η Δεκεμβρίου 1999, την ημέρα που ο Παναγιώτης Μάρτος, πέρασε στην αθανασία. Την ημέρα που έφυγε ο άνθρωπος που αγωνίστηκε για δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα, ο πρώτος Πρόεδρος της Ομόνοιας για το Παράρτημα του Δελβίνου, ο άνθρωπος που δε λύγισε μπροστά στα απάνθρωπα βασανιστήρια στα σκοτεινά κελιά των φυλακών, ο άνθρωπος που κράτησε ανδρεία στάση στο εδώλιο του κατηγορουμένου στην περίφημη δίκη παρωδία των πέντε ηγετών της Ομόνοιας και υπέδειξε σε όλους τα βασανιστήρια που υπέστη.
Έφυγε αλλά άφησε πίσω του το όνομά του. Ένα όνομα που θα μνημονεύεται πάντα γιατί οι ήρωες, οι αγωνιστές δεν πεθαίνουν. Η φλόγα τους, η δράση τους, το όνομά τους θα μας εμπνέουν για πάντα.
Ο Παναγιώτης άφησε πίσω του και το «Ημερολόγιο της Κόλασης», αφιερωμένο στην Δίκη παρωδία των Τιράνων, απόσπασμα από το οποίο παραθέτουμε:
«Εσείς τους σκοτώσατε, εσείς τους φάγατε», μού απευθύνθηκε ο ανακριτής.
-Στη ζωή μου δεν έχω σκοτώσει ούτε ένα πουλί, όχι να σκοτώσω άνθρωπο. Αυτή την κατηγορία να την κρατήσετε για λόγου σας.
Αυτός σηκώθηκε, έφερε κάνα δυο γύρους στο δωμάτιο, κοίταξε το Ρολάντο κατάματα και βγήκε για λίγο έξω. Άκουσα πως έτριξε και άνοιξε μια δεύτερη πόρτα απέναντι του διαδρόμου.
Μπήκε μέσα ο Μπλερίμ μαζί με εκείνον τον κουτσό ανακριτή με το κίτρινο μούσι και ρώτησε αμέσως:
-Γιατί η Συνδιάσκεψη της 10ης Απριλίου άρχισε αργά και πότε ήρθαν οι εκλέκτορες από το Αργυρόκαστρο; Πως διεξήχθη η Συνδιάσκεψη;
-Πολύ ομαλά. Εσείς έχετε όλα τα πρακτικά και το αρχείο της Ομόνοιας και τα γνωρίζετε.
-Που το ξέρετε εσείς, κατηγορούμενε, που έχουμε το αρχείο της οργάνωσης;
-Εσείς δεν είπατε ότι έχουμε μαγνητοφωνημένες όλες τις Συνδιασκέψεις, όλη τη δράση και το αρχείο της Ομόνοιας; Κύριε ανακριτά. Εσείς είστε αποφασισμένοι να μας δικάσετε γιατί έτσι το θέλουν οι άλλοι, ενώ σας το λέω ξεκάθαρα ότι είμαι αθώος και δεν έχω κάνει τίποτε το αντισυνταγματικό κατά της Αλβανίας. Δεν έχω ανακατευτεί με βρωμιές. Η ζωή μου ήταν και θα παραμείνει καθαρό κρύσταλλο. Εγώ κι εσείς είμαστε δυο διαφορετικοί κόσμοι, δυο αντίθετοι πόλοι. Σεις προσπαθείτε να με ενοχοποιήσετε με παντοίους τρόπους για τους διαβολικούς σκοπούς που σας έχουν αναθέσεις οι ανώτεροι σας, ενώ εγώ προσπαθώ να υπερασπίσω την αλήθεια.
Αυτοί αλληλοκοιτάχτηκαν και οι δυο τους ξέσπασαν μονομιάς:
– Από κατηγορούμενος τώρα μας κατηγορείς κι από πάνω; Θα σε κάνουμε εμείς αρνάκι, αφού δεν πείθεσαι με άλλους τρόπους.
Με άρπαξαν και με σβάρνισαν για το διπλανό σκοτεινό θάλαμο κόλασης. Έξω ήρθα αντιμέτωπος με δυο πρόσωπα. Ο κοντακιανός γουρλώνοντας τα μάτια ψιθύρισε: «Σκύλε. Βλέπεις θα τα πληρώσεις όλα». Κάτω στο υπόγειο με μπάσανε σε ένα κελί σκοτεινό που μόνον να σήκωνες το κεφάλι θα χτυπούσες στο τσιμέντο. Ήταν ένα σκαμνί και τίποτε άλλο. Η πόρτα έκλεισε και το κελί βυθίστηκε στο σκοτάδι.. Και που δεν πήγε η γνώμη μου. Προσπάθησα να συλλογιστώ γιατί αυτή η αλλαγή του κελιού. Θα με άφηναν εκεί; Τι με περίμενε; Εκείνες τις σκηνές στο ανακλητήριο τις είχα μπροστά μου. Μου παριστάνονταν τα πρόσωπα των δυο ανακριτών, οι γκριμάτσες τους. Μέσα στο σκοτάδι σαν ένα ελαφρύ αεράκι, άκουσα τη φωνή του πατέρα μου.
«Κρατήσου, γιε μου! Άντεξε ψυχή μου! Είμαι κοντά σου, μην φοβάσαι! Εδώ ήμουν κι εγώ. Μην τσακίζεσαι! Μην φοβάσαι! Εγώ σήμερα έφυγα!»
Έτριψα τα μάτια μπας και έβλεπα όνειρο και προσπαθούσα να διακρίνω κάτι. Δυστυχώς το σκοτάδι ήταν πολύ πυκνό. Η φωνή του πατέρα μου συνέχιζε ν’ αχούσε στα αφτιά μου. Πράγματι εκείνο το Σάββατο, 30 Απριλίου ο πατέρας μου ταξίδεψε για τη Βασιλεία των Ουρανών. Εμένα δεν μου είπε κανένας τίποτε. Το κατάλαβα όμως την ημέρα του δικαστηρίου μερικούς μήνες αργότερα.
Με πήραν και αντί να με πηγαίνουν στον άλλο όροφο με ξαναπήγαν στο κελί σκοτάδι. Δεν κατάλαβα γιατί έγινε αυτό. Άκουσα τον ξερόβηχα του Βεζιάνη και μια ανταπάντηση από το κελί του Ηρακλή, που το μάτι του από μια χαράδρα του κελιού του έκανε έλεγχο όλο το διάδρομο. Μου φέρανε για φαγητό. Το ξαναγύρισα λέγοντάς τους ότι δεν θέλω να φάγω. Αποφάσισα να μην βάλω τίποτε στο στόμα.
-Συνεχίζεις την απεργία πείνας; Μου είπε ο προϊστάμενος της ΣΙΚ
– Ναι και θα συνεχίσω μέχρι να μου φέρετε το δικηγόρο μου.
Ο αστυνομικός που με είχε περιποιηθεί πολύ καλά εκεί στο κελί, με είχε χτυπήσει με κλωτσιές και γροθιές, αφού με είχε δέσει με τις χειροπέδες για να μην κουνιόμουν, στο καφενείο που ήταν μαζί με έναν σύντροφό του εξομολογούνταν τα «κατορθώματά» του λέγοντας: « Με τι διασκεδάζουμε εμείς εκεί μέσα; Αυτοί είναι παλιό γκιαούρηδες. Παλιό Έλληνες. Ένας από αυτούς τρελάθηκε και σκυλί να ήταν θα είχε ψοφήσει από το δαρμό και το ξύλο που έφαγε. Δεν του βγαίνει η ψυχή με τόσες κλωτσιές και ξύλο που έχει φάγει. Ούτε τρώει, ούτε πίνει. Έκαμε τρεις φορές απεργίας πείνας. Τώρα έκαμαν και οι άλλοι απεργία πείνας, σαν το έμαθαν…». Δίπλα κει καθόταν ένας ξάδερφός μου που από μικρός ακόμα διακρινόταν για την ισχυρογνωμία του. Σαν άκουσε αυτά για μένα πλησίασε τον αστυνομικό, που ήταν φορεμένος στα πολιτικά, τον άρπαξε από το λαιμό και του είπε: «Θα σου βγάλω την ψυχή, μπάσταρδε!» Εκείνος έφυγε άρον άρον και μπήκε στο κτίριο της αστυνομίας…».
Αυτά θυμούμαι κι εγώ όσες φορές διαβάζω το Ημερολόγιο του Παναγιώτη, δακρύζω, αλλά συνάμα νιώθω υπερήφανος που και οι πέντε, τόσο κατά το διάστημα των ανακρίσεων, όσο και στην δίκη, κρατήσαμε άπταιστη στάση και προσθέσαμε έναν σταθμό στην ιστορία του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού.
Ο Παναγιώτης Μάρτος, ο Θοδωρής Βεζιάνης και ο Ηρακλής Σύρμος θα μείνουν για πάντα στις καρδιές μας.
Αιωνία η μνήμη τους!
Βαγγέλης Παπαχρήστος