ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
8 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2018
Απόστολος: Πραξ. α´ 1-8
Ευαγγέλιον: Ιωάν. α 1-17
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
«Εν τω κόσμω ην, και ο κόσμος δι’ αυτού εγένετο,
και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω» (Ιωάν. Α 10)
Ο Λόγος
Σήμερον, κατά την «εορτήν των εορτών και πανήγυριν των πανηγύρεων», η Αγία μας Εκκλησία έχει ορίσει, ο λόγος του Ιερού Ευαγγελίου να αναφέρεται εις τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν. Τον Μονογενή Υιόν και Λόγον του Θεού. Αυτόν, που κατά την παρελθούσαν Μεγάλην Εβδομάδα, τον είδομεν, «σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου και παθόντα και ταφέντα» (δ’ άρθρον του Συμβόλου της Πίστεως). Μας παρουσιάζει δε τον Λόγον του Θεού, ως τέλειον και Αληθινόν Θεόν, το δεύτερον πρόσωπον της Παναγίας και Ομοουσίου και Ζωοποιού και Αδιαιρέτου Τριάδος, τον Μονογενή Υιόν του Πατρός και συνδημιουργόν μετά του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος. Θα ελέγομεν ανεπιφύλακτα, ότι κατά την Κυριακήν του Πάσχα, η συγκεκριμένη Ευαγγελική περικοπή, μας προβάλλει τον Υιόν του Θεού, – τον οποίον εγνωρίσαμε και ως τέλειον άνθρωπον – ως τον Αληθινόν Θεόν, «ομοούσιον τω Πατρί, δι’ ου τα πάντα εγένετο».
Σκοπός δε αυτής της αναφοράς εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, είναι, αφ’ ενός μεν, να ίδωμεν την Θεανθρωπίνην όψιν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, «ην ιδών ο Άδης κάτωθεν επικράνθη» (Αναστάσιμος κατηχητικός λόγος ιερού Χρυσοστόμου), αφ’ ετέρου δε, η διαφώτισις ημών και η προφύλαξις από την πλάνην της αιρέσεως. Να μη νομίσωμεν, δηλαδή, ότι ο Κύριος («ο υιός του ανθρώπου», όπως κατ’ επανάληψιν προέβαλεν ο Ίδιος τον εαυτόν Του) ήτο ένας απλούς άνθρωπος. Να μη παρασυρθώμεν από το εκούσιον πάθος Του, – όπου τον είδομεν, έμφοβον προ του πάθους Του, ζητούντα την ανθρωπίνην συμπαράστασιν των μαθητών Του, οδυνόμενον και εξουθενημένον, αλλά και αδυνατούντα να ολοκληρώση την μετά του Σταυρού, ανάβασιν του Γολγοθά. Να μη εξαπατηθώμεν από τους πόνους που υπέφερεν, από το φοβερώτατον μαστίγιον, τους οδυνηροτάτους ήλους, τον σκληρότατον ακάνθινον στέφανον. Να μη θεωρήσωμεν και φαντασθώμεν Τούτον ως απλούν και κοινόν θνητόν, επηρεαζόμενοι από την απερίγραπτον ψυχικήν οδύνην, των ακατονομάστων ύβρεων, των χυδαιοτάτων βλασφημιών, των αμετρήτων και αδίκων κατηγοριών, αλλά και τέλος αυτού του ιδίου σωματικού Αυτού θανάτου.
Είναι ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Πατρός. Είναι ο τέλειος Θεός αλλά και τέλειος άνθρωπος. Είναι το δεύτερον Πρόσωπον της Παναγίας και Ζωοποιού και Αδιαιρέτου Τριάδος. Είναι το «Φως εκ φωτός. Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού, γεννηθείς ου ποιηθείς, ομοούσιος τω Πατρί δι’ ου τα πάντα εγένετο» (β ἄρθρον του Συμβόλου της Πίστεως). Είναι Εκείνος που επιπλήττει και ελέγχει τον μαθητήν του Φίλιππον, όταν εκείνος τον ερωτά: «Λεγει αυτώ Φιλιππος• Κυριε, δείξον ημίν τον πατέρα και αρκεί ημίν. Λεγει αυτώ ο Ιησούς• τοσούτον χρόνον μεθ’ υμών ειμι, και ουκ έγνωκάς με, Φιλιππε; Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα• και πως συ λέγεις, δείξον ημίν τον πατέρα; Ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστι; τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, απ’ εμαυτού ου λαλώ• ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα» (Ιωάν. ΙΔ 8-10). Είναι ο, κατά την σημερινήν ρήσιν του Ευαγγελιστού της αγάπης και όντως Θεολόγου, Θεολογούμενος δια των θεοπνεύστων λόγων, «Εν αρχή ην ο Λογος, και ο Λογος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λογος. Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν (Ιωάν. Α 1-2).
«ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω»
Δια τούτου του λόγου, εκφράζεται μία δυσαρέσκεια και μία πικρία εκ μέρους του Κυρίου. Σκοπός της ελεύσεως του Κυρίου εις τούτον τον κόσμον, αλλά και του εκουσίου Αυτού πάθους, ήταν, οι άνθρωποι να γνωρίσουν και πιστεύσουν εις Αυτόν. Ήταν, να μάθη ο κόσμος την Αλήθεια, όπως ο Ίδιος επιβεβαίωσε εκεί στο βήμα του Πιλάτου, «Εγώ εις τούτο γεγέννημαι και εις τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία. Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής» (Ιωάν. ΙΗ 37). Όμως οι άνθρωποι αδιαφόρησαν! Έκλεισαν τα μάτια τους και έκαναν πως δεν τον είδαν! Η αμαρτωλή τους κατάσταση, δημιούργησε μία παγερότητα ανάμεσα στο Θεό και σ’ αυτούς και τον αντιμετώπισαν σαν ύποπτο και επικίνδυνο!
Δεν τον γνώρισαν, ακόμη και όταν τους έδωσε όλα εκείνα τα στοιχεία που ήθελαν, προκειμένου να τους πείση, ότι Αυτός ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας. Κατά τον Προφήτην Ησαΐαν, «έγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού• Ισραὴλ δε με ουκ έγνω και ο λαός με ου συνήκεν» (Ησ. Α 3). Εκεί μέσα στη φάτνη των αλόγων, όπου εγεννήθη ο Κύριός μας, αναγνωρίστηκε ακόμα και από τα άλογα κτήνη, ο λαός του Ισραήλ όμως, ο οποίος ώφειλε να τον γνωρίζη, δυστυχώς δεν τον κατάλαβε! Τριαντατρία χρόνια διέμεινε ο Ιησούς, ανάμεσα στο λαό εκείνο και … όχι αδρανής και κρυμμένος. Τα θαύματά Του άπειρα˙ η Διδασκαλία Του μοναδική και ανεπανάληπτη˙ οι κινήσεις Του – πάντοτε διακριτικές και κόσμιες – πάμπολλες, ώστε κατά τους ιστορικούς της εποχής, να μη υπάρχη άνθρωπος της ευρυτέρας περιοχής των Ιεροσολύμων, ο οποίος να μη τον είδε έστω και μίαν φοράν.
Τον είδον, Τον αμφισβήτησαν, Τον παρεδέχθησαν, Τον ηκολούθησαν, Τον ύβρισαν, Τον συκοφάντησαν, Τον προπηλάκισαν, Τον δόξασαν, Τον συνέλαβον, Τον κακοποίησαν, Τον υπέβαλαν εις τον πλέον ατιμωτικόν θάνατον, αλλά δυστυχώς δεν τον … εγνώρισαν!!! «Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον» (Ιωάν. Α 11), θα μας είπη ο Ευαγγελιστής σήμερον! Δηλαδή, ήλθε στους δικούς Του ανθρώπους και εκείνοι (που θα περίμενε κανείς να του δείξουν μία έστω στοιχειώδη αγάπη), Τον αντιμετώπισαν με ψυχρότητα και αποστροφή!
Τα τέκνα του Θεού
Υπήρξαν, όμως και υπάρχουν, οι λίγοι εκείνοι, η ακόμη και ελάχιστοι, οι οποίοι τον επίστευσαν και τον πιστεύουν. Είναι εκείνοι, που τον αγάπησαν και τον αγαπούν. Εκείνοι που τον θέλουν και είναι γι’ αυτούς ο ΜΟΝΟΣ, ο ΕΝΑΣ, ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΘΕΟΣ! Είναι εκείνοι για τους οποίους είπε το Ευαγγέλιον σήμερον, «Όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού» (Ιωάν. Α 12). Είναι εκείνοι, που δεν έπαυσαν να πιστεύουν με αφοσίωση και αγάπη εις Αυτόν και αναμένουν εναγωνίως την μετ’ Αυτού αιωνίαν συγκατοίκησιν εν τη Ουρανίω Βασιλεία Αυτού. Είθε εις την εκλεκτήν ταύτην μερίδα να ανήκωμεν και ημείς!
ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ
Αρχιμ. Τιμόθεος Γ. Παπασταύρου
Ιεροκήρυξ Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών