ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Ἐφεσ. α΄ 22 – β’ 3
22 Καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, 23 ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου.
β΄ 1 Καὶ ὑμᾶς ὄντας νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι καὶ ταῖς ἁμαρτίαις, 2 ἐν αἷς ποτε περιεπατήσατε κατὰ τὸν αἰῶνα τοῦ κόσμου τούτου, κατὰ τὸν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος, τοῦ πνεύματος τοῦ νῦν ἐνεργοῦντος ἐν τοῖς υἱοῖς τῆς ἀπειθείας· 3 ἐν οἷς καὶ ἡμεῖς πάντες ἀνεστράφημέν ποτε ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς σαρκὸς ἡμῶν, ποιοῦντες τὰ θελήματα τῆς σαρκὸς καὶ τῶν διανοιῶν, καὶ ἦμεν τέκνα φύσει ὀργῆς, ὡς καὶ οἱ λοιποί.
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
22 Καὶ ὅλα ὑπέταξε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του. Καὶ αὐτόν, ποὺ τόσον πολὺ ὕψωσεν, ἔδωκεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν κεφαλήν, παραπάνω ἀπὸ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν ἐν αὐτῇ. 23 Εἶναι δὲ ἡ Ἐκκλησία τὸ σῶμα του, τὸ συμπλήρωμα τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνθρώπου· συμπλήρωμα ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ὡς Θεὸς γεμίζει τὰ πάντα εἰς ὅλας τὰς ἀνάγκας των καὶ παρέχει εἰς κάθε δημιούργημά του ὅ,τι τοῦ χρειάζεται.
β΄ 1 Καὶ ἔκαμε δι’ ἡμᾶς ὅ,τι ἔκαμε καὶ διὰ σᾶς. Σεῖς δηλαδὴ ἦσθε νεκροὶ πνευματικῶς, ἕνεκα τῶν παραβάσεων καὶ ἁμαρτιῶν, 2 εἰς τὰς ὁποίας ἄλλοτε ἐπεριπατήσατε, ὅταν ἐζούσατε τὴν διεφθαομένην ζωὴν τοῦ κόσμου αὐτοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ ἄρχοντος, ποὺ ἀπὸ τὰς ἐκτάσεις τοῦ ἀέρος ἐξουσιάζει τοὺς σαρκικοὺς ἀνθρώπους, τοῦ πονηροῦ δηλαδὴ πνεύματος, ποὺ τώρα ἐνεργεῖ εἰς τοὺς ἀπειθεῖς. 3 Μεταξὺ αὐτῶν τῶν ἀπειθῶν ἀκόμη καὶ ἡμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι ὅλοι ἐζήσαμεν καὶ συμπεριεφέρθημεν ἄλλοτε σύμφωνα μὲ τὰς ἐπιθυμίας τῆς σαρκός μας καὶ ἐπράτταμεν τὰ θελήματα τῆς σαρκός μας καὶ τῶν σκοτισμένων διανοιῶν μας. Καὶ ἤμεθα τότε ἐκ φύσεως καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν γέννησίν μας ἄξιοι τῆς θείας ὀργῆς, καθὼς καὶ οἱ λοιποί.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Λκ. δ’ 38-44
38 Ἀναστὰς δὲ ἐκ τῆς συναγωγῆς εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος. πενθερὰ δὲ τοῦ Σίμωνος ἦν συνεχομένη πυρετῷ μεγάλῳ, καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν περὶ αὐτῆς. 39 Καὶ ἐπιστὰς ἐπάνω αὐτῆς ἐπετίμησε τῷ πυρετῷ, καὶ ἀφῆκεν αὐτήν· παραχρῆμα δὲ ἀναστᾶσα διηκόνει αὐτοῖς. 40 Δύνοντος δὲ τοῦ ἡλίου πάντες ὅσοι εἶχον ἀσθενοῦντας νόσοις ποικίλαις ἤγαγον αὐτοὺς πρὸς αὐτόν· ὁ δὲ ἑνὶ ἑκάστῳ αὐτῶν τὰς χεῖρας ἐπιτιθεὶς ἐθεράπευσεν αὐτούς. 41 Ἐξήρχετο δὲ καὶ δαιμόνια ἀπὸ πολλῶν κραυγάζοντα καὶ λέγοντα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπιτιμῶν οὐκ εἴα αὐτὰ λαλεῖν, ὅτι ᾔδεισαν τὸν Χριστὸν αὐτὸν εἶναι. 42 Γενομένης δὲ ἡμέρας ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς ἔρημον τόπον· καὶ οἱ ὄχλοι ἐπεζήτουν αὐτόν, καὶ ἦλθον ἕως αὐτοῦ καὶ κατεῖχον αὐτὸν τοῦ μὴ πορεύεσθαι ἀπ’ αὐτῶν. 43 Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὅτι καὶ ταῖς ἑτέραις πόλεσιν εὐαγελίσασθαί με δεῖ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ· ὅτι εἰς τοῦτο ἀπέσταλμαι. 44 Καὶ ἦν κηρύσσων εἰς τὰς συναγωγὰς τῆς Γαλιλαίας.
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
38 Ὅταν δὲ ἐξεκίνησεν ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ἐμβῆκεν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος. Ἡ πενθερὰ δὲ τοῦ Σίμωνος ὑπέφερεν ἀπὸ μεγάλον πυρετόν. Καὶ τὸν παρεκάλεσαν δι’ αὐτήν, νὰ τὴν θεραπεύσῃ. 39 Καὶ ἀφοῦ ἦλθε καὶ ἐστάθη ἀπ’ ἐπάνω της, ἔδωκε διαταγὴν εἰς τὸν πυρετὸν καὶ τὴν ἀφῆκεν. Ἀμέσως δὲ ἐκείνη, μὴ αἰσθανομένη πλέον οὔτε τὴν παραμικρὰν ἑξάντλησιν, ἐσηκώθη καὶ τοὺς ὑπηρέτει. 40 Ὅταν δὲ ὁ ἥλιος εὑρίσκετο εἰς τὴν δύσιν του καὶ εἶχε πλέον περάσει ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἀρρώστους, ποὺ ἔπασχον ἀπὸ διαφόρους νόσους, τοὺς ἔφερον πρὸς αὐτόν. Αὐτὸς δὲ ἀφοῦ ἔθετεν ἐπάνω εἰς ἕνα ἕκαστον ἀπὸ αὐτοὺς τὰς χεῖρας του, τοὺς ἐθεράπευσεν ὅλους. 41 Ἔβγαιναν δὲ καὶ τὰ δαιμόνια ἀπὸ πολλούς, τὰ ὁποῖα ἐφώναζαν δυνατὰ καὶ ἔλεγαν, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὰ ἐπέπληττε καὶ δὲν τὰ ἄφινε νὰ ὁμιλοῦν, διότι ἐγνώριζαν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἐμαρτύρουν περὶ τούτου, εἴτε διὰ νὰ φαίνωνται σύμμαχοι καὶ συνεργᾶται του καὶ ὕπουλα νὰ ἐλκύουν τὴν ἐμπιστοσύνην τοῦ κόσμου, εἴτε καὶ διὰ νὰ προκαλέσουν παράκαιρον συναγερμὸν τοῦ λαοῦ ὑπὲρ τοῦ Ἰησοῦ πρὸς βλάβην καὶ ζημίαν τοῦ ἔργου του. 42 Ὅταν δὲ ἔγινεν ἡμέρα, ὁ Ἰησοῦς ἐβγῆκε καὶ ἐπῆγεν εἰς ἔρημον τόπον. Καὶ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ ἔψαχναν νὰ τὸν εὕρουν, καὶ ἦλθαν ἕως ἐκεῖ ποὺ ἦτο. Καὶ προσεπάθουν μὲ παρακλήσεις νὰ τὸν κρατήσουν, ὥστε νὰ μὴ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὴν πόλιν των. 43 Ἀλλ’ αὐτὸς τοὺς εἶπεν, ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθωρισμένον σχέδιον τοῦ Πατρός μου πρέπει καὶ εἰς ἄλλας πόλεις νὰ κηρύξω τὸ χαρμόσυνον μήνυμα, ὅτι μετ’ ὀλίγον ὁ Θεὸς θεμελιώνει καὶ ἐπὶ τῆς γῆς τὴν βασιλείαν του· διότι δι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔχω ἀποσταλῆ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, διὰ νὰ κηρύξω ὅχι μόνον εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Καπερναούμ, ἀλλ’ εἰς ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας. 44 Καὶ ἐξηκολούθει νὰ κηρύττῃ εἰς τὰς συναγωγὰς τῆς Γαλιλαίας.
ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Ο ΟΣΙΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου Καθηγητού
Πολλοί από τους οσίους της Εκκλησίας μας έχουν τον τίτλο του Αναχωρητή, κι’ αυτό διότι είχαν πάρει τη μεγάλη απόφαση να αναχωρήσουν σωματικά από τον πτωτικό κόσμο στις ερήμους, αλλά όμως ψυχικά να βρίσκονται κοντά στους κοσμικούς, με την προσευχή τους. Ένας από τους μεγάλους Αναχωρητές υπήρξε και ο άγιος Κυριακός, ο οποίος πήρε το προσωνύμιο του Αναχωρητή. Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 448, όταν βασίλευε στην Κωνσταντινούπολη ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μικρός (408-450). Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης και ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας της Κορίνθου και η μητέρα του ονομαζόταν Ευδοξία. Αμφότεροι ήταν πιστοί και ενάρετοι άνθρωποι και γι’ αυτό φρόντισαν να αναθρέψουν το παιδί τους με ευσέβεια, πίστη και φόβο Θεού. Ο Κυριακός από μικρό παιδί είχε δείξει σημάδια πνευματικής ωριμότητας. Στοχάζονταν συνεχώς το μυστήριο της Θείας Οικονομίας, την αγάπη του Θεού να σωθεί το ανθρώπινο γένος, χάρις στην ενανθρώπηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτές οι σκέψεις τον οδήγησαν να αφιερωθεί στο Θεό. Όταν έφτασε στην εφηβική ηλικία αποφάσισε να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο, επιλέγοντας τους Αγίους Τόπους ως τόπο της άσκησής του. Έφυγε λοιπόν για τα Ιεροσόλυμα, να πατήσει τα άγια χώματα που είχαν πατήσει τα πανάγια πόδια του Λυτρωτή Χριστού. Εκεί συνάντησε στην αρχή έναν μεγάλο ασκητή, τον Ευστόργιο, στον οποίο προσκολλήθηκε για αρκετό καιρό. Ακούγοντας ακούραστος τις παραινέσεις του αγίου Γέροντα απέκτησε μεγάλη ψυχική ωφέλεια και πνευματική ωριμότητα. Μετά άκουσε για τον Μέγα Ευθύμιο και τις αρετές του. Ζητώντας την ευλογία του Ευστόργιου, πήγε κοντά του, γενόμενος δεκτός από εκείνον. Εκεί ενδύθηκε και το μοναχικό σχήμα. Επειδή όμως υπήρχε η συνήθεια να μη δέχονται αγένειους νέους, λόγω σκανδαλισμού, ο Μέγας Ευθύμιος τον έστειλε στη Μονή του Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτη, όπου έγινε δεκτός και του ανατέθηκε το διακόνημα του μαγείρου. Εκεί ο Κυριακός διακονούσε με μεγάλη προθυμία τους αδελφούς και ασκούνταν ο ίδιος στην πίστη και στην αρετή. Νήστευε, αγρυπνούσε και προσεύχονταν ατέλειωτες ώρες. Τρέφονταν μόνο με λίγο άρτο και νερό, κάθε δύο ημέρες. Έτσι σε λίγο χρονικό διάστημα άρχισαν να διαφαίνονται οι αρετές του και η αγιότητά του. Ο ίδιος ο ηγούμενος άγιος Γεράσιμος και όλη η αδελφότητα τον εκτιμούσαν και τον αγαπούσαν.
Μετά από εννέα χρόνια και ενώ ο ίδιος ήταν είκοσι οκτώ ετών, κοιμήθηκε ο Γέροντάς του Γεράσιμος. Ο Κυριακός γύρισε στη Λαύρα του αγίου Ευθυμίου, όπου έγινε δεκτός από τον ηγούμενο Ηλία. Όμως δεν έμεινε για πολύ, διότι έβλεπε με πίκρα τη διαμάχη της Μονής με τη διπλανή Μονή του Οσίου Θεοκτίστου, για οικονομικές διαφορές. Πήρε την απόφαση να φύγει και να εγκατασταθεί στη Μονή Σουκά. Εκεί έμεινε πολλά χρόνια, διακονώντας και σημειώνοντας πνευματική πρόοδο. Εκεί αξιώθηκε να δεχτεί και το αξίωμα του Πρεσβυτέρου και απέκτησε τη φήμη του σπουδαίου πνευματικού άνδρα. Όντας στην ηλικία των εβδομήντα επτά ετών, αποφάσισε να φύγει για την έρημο, να ζήσει την ευλογημένη ζωή της ερημικής ησυχίας. Με έναν υποτακτικό του αναχώρησε για την σκληρή έρημο Νατουφά, στην οποία φύτρωναν μόνο πικρά σκυλοκρέμμυδα. Με την προσευχή του ο άγιος τα πικρά και ακατάλληλα χόρτα έγιναν γλυκά και η τροφή των δύο αναχωρητών επί τέσσερα χρόνια. Μέσα στην ησυχία της ερήμου οι δύο άνδρες προσεύχονταν, αγρυπνούσαν, πολεμούσαν το διάβολο κατά μέτωπο και απέκοπταν τα πάθη τους. Ο άγιος Κυριακός είχε καθαρθεί και έμοιαζε με τους αγγέλους. Μάλιστα είχε φτάσει στο σημείο αγιότητας να βγάζει δαιμόνια από κατεχόμενους.
Θεράπευσε κάποιον δαιμονισμένο στη χώρα των Θεώνων. Το θαύμα αυτό έγινε γνωστό στην ευρύτερη περιοχή. Πολλοί άρρωστοι και ιδίως δαιμονισμένοι έτρεχαν να βρουν τη γιατρειά τους από το άγιο ασκητή. Αυτό όμως τον ενοχλούσε, διότι τον απέκοπτε από τον πνευματικό του αγώνα. Γι’ αυτό αποφάσισε να αναχωρήσει πιο βαθειά στην έρημο του Ρουβά, τρεφόμενος με ρίζες αγρίων φυτών. Αλλά οι άρρωστοι έφταναν ως εκεί για να βρουν θεραπεία και ο άγιος ανταποκρίνονταν στη λαχτάρα τους. Αλλά και πάλι ο άγιος θεώρησε την κατοικία του αυτή ακατάλληλη από την κοσμοσυρροή. Έφυγε για άλλη πιο μακρινή έρημο, τη Σουσακείμ. Εκεί έζησε επτά χρόνια ως επίγειος άγγελος. Τον καιρό εκείνο έπεσε φοβερό θανατικό στην περιοχή. Οι μοναχοί της Λαύρας του Σουκά έτρεξαν στον άγιο να τους σώσει από την πανώλη. Ο Κυριακός τους λυπήθηκε, γύρισε στη Λαύρα και με τις προσευχές του κατόρθωσε να διώξει την αρρώστια. Έμεινε στο κελί του αβά Χαρίτωνος πέντε χρόνια. Από εκεί αναγκάστηκε να πολεμήσει την αίρεση του ωριγενισμού, με επιτυχία. Ο ίδιος ο Ωριγένης (+254) και κυρίως οι μαθητές του, είχαν πέσει σε σημαντικές πλάνες, όπως «η προΰπαρξη των ψυχών» και η «αποκατάσταση των πάντων», οι οποίες καταδικάστηκαν από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο (553).
Διάνυε ήδη το ενενηκοστό ένατο έτος της ηλικίας του. Είχε επιθυμήσει να ζήσει και πάλι στην αγαπημένη του έρημο Σουσακείμ. Εκεί έζησε ακόμη εννέα έτη. Λίγο πριν το τέλος της επί γης ζωής του πήγαν να τον επισκεφτούν κάποιοι μοναχοί από τη Λαύρα Σουκά και να πάρουν την ευλογία του. Τον βρήκαν να προσεύχεται χωρίς κούραση, παρά τα εκατόν οκτώ έτη του, με πλήρη σωματική ρώμη και πνευματική διαύγεια. Ο άγιος ασκητής, αφού τους ευχαρίστησε και τους ευλόγησε κοιμήθηκε ειρηνικά το 556 και αγία του ψυχή πέταξε στα ουράνια για να συναντήσει τον Κύριο στον Οποίο είχε αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Σεπτεμβρίου.
Αυτός υπήρξε ο άγιος Κυριακός ο Αναχωρητής. Σωματικά στην έρημο και πνευματικά στον κόσμο, καθ’ ότι η ορθόδοξη ασκητική δεν είναι απόκοσμη, αλλά αγώνας για την κάθαρση του κόσμου από τη δουλεία της αμαρτίας.
Ἀπολυτίκιον
Χριστῷ ἠκολούθησας, καταλιπών τά τῆς γῆς, καί βίον ἰσάγγελον, ἐπηληθεύσω σαφῶς, ὡς ἄσαρκος Ὅσιε· σύ γάρ ἐν ταῖς ἐρήμοις, προσχωρῶν θείῳ πόθῳ, σμίλλῃ πικρᾷ τήν πάλαι, πικράν γεύσιν ἀπώσω. Διό Κυριακέ Θεοφόρε, ἀξίως δεδόξασαι.
Μεγαλυνάριον
Ἄστρον ἐκ Κορίνθου ἀναφανείς, ἐν τῇ Παλαιστίνῃ, διαλάμπεις ἀσκητικῶς καί καταπυρσεύεις, Χριστοῦ τήν Ἐκκλησίαν Κυριακέ θεόφρον τοῖς σοῖς παλαίσμασι.