ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Α’ Κορ. α’ 26-β’ 5
26 Βλέπετε γὰρ τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς· 27 ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφούς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, 28 καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καί τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ, 29 ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 30 ἐξ αὐτοῦ δὲ ὑμεῖς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ, ὃς ἐγενήθη ἡμῖν σοφία ἀπὸ Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καὶ ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωσις, 31 ἵνα καθὼς γέγραπται, ῾Ο καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω.
β΄ 1 Κἀγὼ ἐλθὼν πρὸς ὑμᾶς, ἀδελφοί, ἦλθον οὐ καθ᾽ ὑπεροχὴν λόγου ἢ σοφίας καταγγέλλων ὑμῖν τὸ μαρτύριον τοῦ Θεοῦ. 2 οὐ γὰρ ἔκρινά τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν εἰ μὴ ᾽Ιησοῦν Χριστὸν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον. 3 καί ἐγὼ ἐν ἀσθενείᾳ καὶ ἐν φόβῳ καὶ ἐν τρόμῳ πολλῷ ἐγενόμην πρὸς ὑμᾶς, 4 καὶ ὁ λόγος μου καὶ τὸ κήρυγμά μου οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾽ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως, 5 ἵνα ἡ πίστις ὑμῶν μὴ ᾖ ἐν σοφίᾳ ἀνθρώπων ἀλλ᾽ ἐν δυνάμει θεοῦ.
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
26 Καὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ σᾶς λέγω εἶναι ἀληθές, παρατηρήσατε διὰ νὰ πεισθῆτε, ἀδελφοί, τοὺς ἑαυτούς σας, τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἐκάλεσε εἰς σωτηρίαν. Παρατηρήσατε, ὅτι δὲν εἶναι πολλοὶ ἀπὸ σᾶς σοφοὶ κατὰ κόσμον, δὲν εἶναι πολλοὶ μὲ δύναμιν καὶ ἐπιρροήν· δὲν εἶναι πολλοὶ ἀριστοκράται καὶ μὲ εὐγενῆ καταγωγήν. 27 Ἀλλὰ τουναντίον ἐξέλεξεν ὁ Θεὸς ἐκείνους, ποὺ ὁ κόσμος περιφρονεῖ ὡς μωροὺς καὶ ἀνοήτους, διὰ νὰ καταντροπιάσῃ τοὺς σοφούς, ἀντὶ τῶν ὁποίων ἐπροτίμησεν ὡς ὄργανά του τὰ μωρά. Καὶ τοὺς κατὰ κόσμον ἀδυνάτους ἐξέλεξεν ὁ Θεός, διὰ νὰ καταντροπιάσῃ ἐκείνους, ποὺ ἔχουν ἰσχυρὰν κοσμικὴν ἐπιρροήν. 28 Καὶ ἐκείνους, ποὺ κατάγονται ἀπὸ ἄσημον κατὰ κόσμον γένος καὶ τοὺς περιφρονημένους ἐξέλεξεν ὁ Θεὸς καὶ ἐκείνους, ποὺ δὲν τοὺς λογαριάζει κανεὶς διόλου σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχον, διὰ νὰ ἀποδείξῃ τιποτένιους ἐκείνους, ποὺ ὁ κόσμος θεωρεῖ πρόσωπα ἰσχυρὰ καὶ ὑψηλά. 29 Ἔπραξε δὲ τοῦτο ὁ Θεὸς διὰ νὰ μὴ δικαιοῦται νὰ καυχηθῇ κανένας ἄνθρωπος ἐμπρὸς εἰς αὐτόν. 30 Ἀπὸ αὐτὸν δὲ καὶ σεῖς εἶσθε ἐνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ ὁποῖος ἔγινεν εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστοὺς σοφία ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ τὴν διδασκαλίαν του καὶ δικαίωσις μὲ τὸν θάνατον καὶ τὴν ἀνάστασίν του καὶ ἁγιασμὸς μὲ τὴν ἀνάληψίν του καὶ μὲ τὴν ἀποστολὴν τοῦ Πνεύματός του καὶ πλήρης ἀπελευθέρωσις μὲ τὴν ἔνδοξον ἐπάνοδον καὶ δευτέραν παρουσίαν του. 31 Ἔτσι κάθε χάρις πνευματική, ποὺ ἔχομεν, δὲν προέρχεται ἀπὸ ἡμᾶς, ἀλλ’ ὀφείλομεν τὸ πᾶν εἰς τὸν Χριστὸν διὰ νὰ γίνῃ σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ: Ὅποιος καυχᾶται, ἂς καυχᾶται ἀποδίδων τὴν δόξαν εἰς τὸν Κύριον καὶ ὄχι εἰς τὸν ἑαυτόν του.
β΄ 1 Ναί· τὰ μωρὰ ἐξέλεξεν ὁ Θεὸς διὰ νὰ καταντροπιάσῃ τοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου. Καὶ ἑγώ, ἀδελφοί, ὅταν ἦλθα εἰς σᾶς, ἦλθα νὰ σᾶς διακηρύξω τὴν μαρτυρίαν ἐκείνων, ποὺ ἔκαμεν ὁ Θεὸς διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι μὲ ὑπεροχὴν λόγου ἢ δεξιότητος συλλογισμῶν καὶ ἐπιχειρημάτων. 2 Καὶ δὲν σᾶς ἔδειξα ὑπεροχὴν λόγου, διότι δὲν ἐθεώρησα ἐπιτετραμμένον νὰ γνωρίζω τίποτε ἄλλο μεταξύ σας, παρὰ μόνον τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον ὄχι ὡς βασιλέα ἔνδοξον, ἀλλ’ ἐσταυρωμένον. 3 Καὶ ἐγὼ ἦλθα πρὸς σᾶς χωρὶς νὰ ἔχω καμμίαν κοσμικὴν δύναμιν ἢ προστασίαν, ἀλλὰ μὲ φόβον καὶ τρόμον πολύν, μήπως δὲν ἐπιτύχῃ μεταξύ σας τὸ ἀποστολικόν μου ἔργον. 4 Καὶ ὁ λόγος μου καὶ τὸ κήρυγμά μου δὲν ἔγινε μὲ πιθανοὺς καὶ συναρπαστικοὺς λόγους ἀνθρωπίνης σοφίας, ἀλλ’ ἔγινε μὲ ἀπόδειξιν Πνεύματος τὸ ὁποῖον ἔπειθε τὰς ψυχὰς τῶν ἀκροατῶν, καὶ μὲ ἀπόδειξιν θείας δυνάμεως, ἡ ὁποία μὲ τὰ ὑπερφυσικὰ καὶ θαυμαστὰ ἔργα της ἐπεβεβαίωνε τὴν διδασκαλίαν μου. 5 Τοῦτο δὲ ἔγινε διὰ νὰ μὴ στηρίζεται ἡ πίστις σας ἐπάνω εἰς τὴν ἀσταθῆ σοφίαν τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἐπάνω εἰς τὴν ἀκλόνητον δύναμιν τοῦ Θεοῦ.
![]()
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Μτθ. κ΄ 29-34
29 Καὶ ἐκπορευομένων αὐτῶν ἀπὸ Ἱεριχὼ ἠκολούθησεν αὐτῷ ὄχλος πολύς. 30 καὶ ἰδοὺ δύο τυφλοὶ καθήμενοι παρὰ τὴν ὁδόν, ἀκούσαντες ὅτι Ἰησοῦς παράγει, ἔκραξαν λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, υἱὸς Δαυΐδ. 31 ὁ δὲ ὄχλος ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα σιωπήσωσιν· οἱ δὲ μεῖζον ἔκραζον λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, υἱὸς Δαυΐδ. 32 καὶ στὰς ὁ Ἰησοῦς ἐφώνησεν αὐτοὺς καὶ εἶπε· τί θέλετε ποιήσω ὑμῖν; 33 λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἵνα ἀνοιχθῶσιν ἡμῶν οἱ ὀφθαλμοί. 34 σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ εὐθέως ἀνέβλεψαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ.
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
29 Καὶ ἐνῷ αὐτοὶ ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν Ἱεριχῶ, τὸν ἠκολούθησαν πλῆθος λαοῦ πολύ. 30 Καὶ ἰδοὺ δύο τυφλοί, ποὺ ἐκάθηντο πλησίον τοῦ δρόμου, ὅταν ἤκουσαν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς περνᾷ, ἐφώναξαν καὶ εἶπαν· Ἐλέησέ μας, Κύριε, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, ποὺ διὰ σὲ ἐλάλησαν οἱ προφῆται. 31 Τὸ πλῆθος δὲ τοῦ λαοῦ, διὰ νὰ μὴ ἐνοχληθῇ μὲ τὰς φωνάς των ὁ Ἰησοῦς, τοὺς ἐπέπληξε διὰ νὰ σιωπήσουν.Αὐτοὶ ὅμως πιὸ πολὺ ἐφώναζαν καὶ ἔλεγαν· Ἐλέησέ μας, Κύριε, ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ. 32 Καὶ ἀφοῦ ἐστάθη ὁ Ἰησοῦς, τοὺς ἐκάλεσε καὶ τοὺς εἶπε· Τὶ θέλετε νὰ σᾶς κάμω; 33 Λέγουν εἰς αὐτόν· Κύριε, θέλομεν νὰ ἀνοιχθοῦν τὰ μάτια μας. 34 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς ἐσπλαγχνίσθη καὶ τοὺς ἤγγισε τὰ μάτια καὶ ἀμέσως τὰ μάτια των ἀπέκτησαν καὶ πάλιν τὸ φῶς των, καὶ ἀπὸ εὐγνωμοσύνην τὸν ἠκολούθησαν καὶ οἱ δύο.
![]()
ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ἦταν πολύ ἐνάρετος, γι’ αὐτό ἔγινε πρωτοπρεσβύτερος τοῦ ἁγίου Μητροφάνη, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ἦταν παρών στήν πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο, στή θέση τοῦ ἁγίου Μητροφάνη, ὁ ὁποῖος λόγῳ ἠλικίας δέν μπόρεσε νά μεταβεῖ στήν Νίκαια. Ἔλεγξε μέ σφοδρότητα τόν Ἄρειο καί ὑπερασπίστηκε τά ὀρθόδοξα δόγματα. Ἀφοῦ τελείωσε ἡ Σύνοδος, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ζήτησε ἀπό τούς Πατέρες νά εὐλογήσουν τήν νεόκτιστη Κωνσταντινούπολη. Τότε ἄγγελος Κυρίου φάνηκε στόν ἅγιο Μητροφάνη καί τόν πληροφόρησε, ὅτι σέ δέκα ἡμέρες ἐπρόκειτο νά ἀναχωρήσει ἀπό αὐτήν τή ζωή καί ὅτι θά τόν διαδεχθεῖ ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος. Μετά τόν θάνατο τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου τόν διαδέχθηκε ὁ ἀρειανόφρονας γυιός του, ὁ ὁποῖος πίεζε τόν ἅγιο νά δεχθεῖ καί νά συγκοινωνήσει μέ τόν Ἄρειο. Ὁ ἅγιος ὅμως παρέμεινε σταθερός στά ὀρθόδοξα δόγματα καί ἀφοῦ ἐποίμανε θεοφιλῶς τήν Ἐκκλησία ἐπί εἰκοσιτρία ἔτη, ἐξεδήμησε πρός Κύριον.
Ἀπολυτίκιον
(Ἦχος γ΄. Τήν ὠραιότητα.)
Μύσται οὐράνιοι ἀποδεικνύμενοι, θεῖοι ἐκφάντορες τῷ κόσμῳ ὤφθητε, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ποιμάναντες θεαρέστως, ἱερὲ Ἀλέξανδρε, τῆς Τριάδος ὁ πρόμαχος, Ἰωάννη ἔνδοξε, ὁ τῆς χάριτος τρόφιμος, καὶ Παῦλε Ἱερέων ἀκρότης, ὅθεν ὑμᾶς ἀνευφημοῦμεν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Πατέρων τριάς σεπτή, Ἀλέξανδρε μάκαρ, σύν τῷ Παύλῳ τῷ εὐκλεεῖ, καί τῷ Ἰωάννῃ, ἡ τρίφωτος λυχνία, ἡ πᾶσαν Ἐκκλησίαν καταπυρσεὐουσα.




