ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Ἑβρ. ιβ΄ 1-10
1 Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι᾿ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, 2 ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν. 3 ἀναλογίσασθε γὰρ τὸν τοιαύτην ὑπομεμενηκότα ὑπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν εἰς αὐτὸν ἀντιλογίαν, ἵνα μὴ κάμητε ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν ἐκλυόμενοι. 4 Οὕπω μέχρις αἵματος ἀντικατέστητε πρὸς τὴν ἁμαρτίαν ἀνταγωνιζόμενοι, 5 καὶ ἐκλέλησθε τῆς παρακλήσεως, ἥτις ὑμῖν ὡς υἱοῖς διαλέγεται· υἱέ μου, μὴ ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδὲ ἐκλύου ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐλεγχόμενος. 6 ὃν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται. 7 εἰ παιδείαν ὑπομένετε, ὡς υἱοῖς ὑμῖν προσφέρεται ὁ Θεός· τίς γάρ ἐστιν υἱὸς ὃν οὐ παιδεύει πατήρ; 8 εἰ δὲ χωρίς ἐστε παιδείας, ἧς μέτοχοι γεγόνασι πάντες, ἄρα νόθοι ἐστὲ καὶ οὐχ υἱοί. 9 εἶτα τοὺς μὲν τῆς σαρκὸς ἡμῶν πατέρας εἴχομεν παιδευτὰς καὶ ἐνετρεπόμεθα· οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑποταγησόμεθα τῷ πατρὶ τῶν πνευμάτων καὶ ζήσομεν; 10 οἱ μὲν γὰρ πρὸς ὀλίγας ἡμέρας κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτοῖς ἐπαίδευον, ὁ δὲ ἐπὶ τὸ συμφέρον, εἰς τὸ μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ.
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
1 Λοιπὸν καὶ ἡμεῖς, ἀφοῦ ἔχομεν τριγύρω μᾶς τόσον μεγάλο καὶ πυκνὸν σύννεφον ἀνθρώπων, ποὺ ἐμαρτύρησαν διὰ τὴν ἀλήθειαν τῆς πίστεως, ἂς πετάξωμεν ἀπὸ ἐπάνω μας κάθε βάρος βιοτικῶν πραγμάτων καὶ φροντίδων, ἐπὶ πλέον δὲ καὶ τὴν ἁμαρτίαν, εἰς τὴν ὁποίαν εὔκολα κανεὶς παρασόρεται, καὶ ἂς τρέχωμεν μὲ ὑπομονὴν τὸν ἀγῶνα, ποὺ προβάλλει ἐμπρός μας. 2 Καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ ἂς μὴ στρέφωμεν τὰ βλέμματά μας καὶ τὴν προσοχήν μας παρὰ μόνον εἰς τὸν Ἰησοῦν, ποὺ εἶναι ἀρχηγὸς καὶ θεμελιωτὴς τῆς πίστεως καὶ μᾶς τελειοποιεῖ εἰς αὐτήν. Αὐτὸς διὰ τὴν χαράν, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἐμπρός του καὶ θὰ ἀπελάμβανεν, ὅταν μὲ τὸ πάθημά του θὰ ἔσωζε πολλούς, ὑπέμεινε θάνατον σταυρικὸν καὶ κατεφρόνησε τὴν ἐντροπὴν καὶ τὴν ἀτίμωσιν τοῦ θανάτου τούτου, διὰ τοῦτο δὲ καὶ ἔχει καθήσει τώρα εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ. 3 Ναί· τρέχετε καὶ σεῖς μὲ ὑπομονὴν τὸν ἀγῶνα σας. Διότι σκεφθῆτε καλὰ ἐκείνον, ὁ ὁποῖος ἔχει ὑποφέρει μὲ ὑπομονὴν τόσην ἀντίστασιν καὶ ἀτίμωσιν εἰς τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς σταυρωτάς του, διὰ νὰ μὴ ἀποκάμητε καὶ παραλύσουν ἀπὸ τὴν ἀποθάρρυνσιν αἱ ψυχαί σας. 4 Δὲν ἀντισταθήκατε ἀκόμη μέχρι σημείου νὰ λάβετε τραύματα καὶ νὰ χύσετε τὸ αἷμα σας ἀγωνιζόμενοι κατὰ τῆς ἁμαρτίας. 5 Καὶ ἐξεχάσατε τὴν προτροπὴν καὶ νουθεσίαν, ποὺ μᾶς κάνει ὁ Θεός, ὅταν μᾶς ὁμιλῇ σὰν εἰς παιδιά του. Παιδί μου, μὴ παραμελῇς καὶ μὴ βγάζῃς ἀπὸ τὸν νοῦν σου τὴν ὠφέλειαν, ποὺ φέρει ἡ διὰ μέσου τῶν θλίψεων παιδαγωγία τοῦ Κυρίου, καὶ μὴ ἀποθαρρύνεσαι, ὅταν ἐλέγχεσαι καὶ ἐπιτιμᾶσαι ἀπὸ τὸν Κύριον. 6 Διότι ἐκεῖνον, ποὺ ἀγαπᾷ ὁ Κύριος, τὸν Παιδαγωγεῖ μὲ θλίψεις, μαστιγώνει δὲ μὲ δοκιμασίας κάθε υἱόν, ποὺ τὸν δέχεται πλησίον του ὡς ἰδικόν του. 7 Ἐὰν δὲ μὲ ὑπομονὴν δέχεσθε τὴν παιδαγωγίαν, ὁ Θεὸς συμπεριφέρεται πρὸς σᾶς σὰν εἰς παιδιά του. Διότι ποῖος υἱὸς εἶναι ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον δὲν παιδαγωγεῖ ὁ πατέρας του; Πράγματι κανείς. 8 Ἐὰν δὲ εἶσθε χωρὶς παιδαγωγίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἔλαβαν μέρος καὶ ἐδοκίμασαν ὅλα τὰ γνήσια παιδιά, ἀποδεικνύεται ἀπὸ αὐτό, ὅτι εἶσθε νόθοι καὶ δὲν εἶσθε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. 9 Ἔπειτα ἂς προσθέσω καὶ κάτι ἄλλο. Ὅταν ἤμεθα μικρὰ παιδιὰ εἴχαμεν τοὺς σαρκικοὺς πατέρας μας παιδευτάς, ποὺ ἐτιμωροῦσαν τὰς παρεκτροπάς μας, καὶ ἐδεικνύαμεν ἐντροπὴν καὶ σεβασμὸν εἰς αὐτούς. Δὲν θὰ ὑποταχθῶμεν λοιπὸν πολὺ περισσότερον πρὸς τὸν Θεόν, τὸν Πατέρα τῶν πνευματικῶν καὶ λογικῶν ὑπάρξεων, ὥστε μὲ τὴν ὑποταγήν μας αὐτὴν νὰ ζήσωμεν τὴν μακαρίαν καὶ αἰωνίαν ζωήν; 10 Ναί· πρέπει νὰ ὑποταχθῶμεν. Διότι οἱ μὲν σαρκικοὶ πατέρες μας διὰ τὸ ὀλίγον χρονικὸν διάστημα τοῦ ἐπιγείου βίου μας ἐπαιδαγώγουν ἠμᾶς, ὅπως ἐφαίνετο καλὸν εἰς αὐτούς, ποὺ δὲν ἦσαν ἀλάνθαστοι καὶ ἐλεύθεροι ἀπὸ τὰς παραφορὰς τοῦ θυμοῦ. Ὁ Θεὸς ὅμως μᾶς παιδαγωγεῖ ἀσφαλῶς διὰ τὸ συμφέρον μας, διὰ νὰ γίνωμεν μέτοχοι τῆς ἁγιότητος καὶ μακαριότητός του.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Ἰω. α΄ 44-52
44 Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. 45 ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. 46 εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. 47 καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε. 48 εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. 49 λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. 50 ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ῥαββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. 51 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει. 52 καὶ λέγει αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
44 Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἀπεφάσισεν ὁ Ἰησοῦς νὰ ἀναχωρήσῃ εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει τὸν Φίλιππον καὶ τοῦ λέγει· Ἀκολούθησέ με εἰς τὸ ταξίδιον, τὸ ὁποῖον πρόκειται νὰ κάμω. 45 Ἦτο δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ τὴν Βησθαϊδά, ἀπὸ τὴν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέου καὶ τοῦ Πέτρου. 46 Εὑρίσκει ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐκεῖνον, διὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψεν ὁ Μωϋσῆς εἰς τὸν νόμον καὶ τὸν ὁποῖον προανήγγειλαν οἱ προφῆται, τὸν εὑρήκαμεν. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, καὶ κατάγεται ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ. 47 Ἀλλ’ ὁ Ναθαναὴλ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ, τὸ κακὸ καὶ ἄσημον αὐτὸ χωριό, μπορεῖ νὰ βγῇ τίποτε καλόν; Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Φίλιππος· Ἔλα καὶ ὅταν τὸν ἴδῃς μὲ τὰ μάτια σου, θὰ πεισθῇς. 48 Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει δι’ αὐτόν· Νὰ ἕνας γνήσιος καὶ πραγματικὸς Ἰσραηλίτης, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ὑπάρχει πονηρία καὶ ἀνειλικρίνεια, ἀλλ’ ὁ ὁποῖος μὲ εὐθύτητα ποθεῖ νὰ ἀνεύρῃ τὴν ἀλήθειαν. 49 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ναθαναήλ· Ἀπὸ ποὺ μὲ γνωρίζεις; Καὶ πῶς εἶσαι πληροφορημένος περὶ τῆς εἰλικρινείας τῶν ἀποκρύφων σκέψεων καὶ ἐλατηρίων μου; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· Προτοῦ νὰ σὲ φωνάξῃ ὁ Φίλιππος, ὅταν μακρὰν ἀπὸ κάθε μάτι ἀνθρώπου ἦσο κάτω ἀπὸ τὴν συκῆν καὶ προσηύχεσο, ἐγὼ μὲ τὸ ὑπερφυσικὸν καὶ θεῖον μάτι μου σὲ εἶδα. 50 Ἀπεκρίθη τότε ὁ Ναθαναὴλ καὶ τοῦ εἶπε· Διδάσκαλε, πράγματι σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ ἐπεριμέναμε σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας. 51 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπεν· Ἐπειδὴ σοῦ εἶπα, ὅτι σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴν συκῆν, πιστεύεις; Θὰ ἴδῃς μεγαλύτερα καὶ θαυμαστότερα ἀπὸ αὐτά. 52 Καὶ λέγει εἰς αὐτόν· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς διαβεβαιῶ, ὅτι ἀπὸ τώρα, ποὺ ἤνοιξε κατὰ τὴν βάπτισίν μου ὁ οὐρανός, θὰ τὸν ἴδετε καὶ σεῖς ἀνοιγμένον καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ να ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν ἐπὶ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος καὶ ὡς υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μοναδικὸς ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ πρόκειται νὰ ἔλθῃ πάλιν κριτὴς ἔνδοξος καθήμενος ἐπὶ τῶν νεφελῶν. Θὰ ἀνεβαίνουν δὲ καὶ θὰ κατεβαίνουν οἱ ἄγγελοι διὰ νὰ ὑπηρετοῦν αὐτὸν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν του.

ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΟΥΡΠΑΣΙΑΝΟΣ
Στίς 9 Μαρτίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Οὐρπασιανοῦ. Ὁ ἅγιος Οὐρπασιανός ἔζησε στήν ἐποχή τοῦ εἰδωλολάτρη ρωμαίου αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ. Ὅταν ὁ Μαξιμιανός ἀνέλαβε τήν βασιλεία, βρισκόμενος στήν Νικομήδεια, συγκέντρωσε ὅλους τούς συγκλητικούς καί τούς ἄρχοντες τῆς πόλης καί διέταξε τούς χριστιανούς ἀξιωματούχους νά παραδώσουν τήν ζώνη τους καί μετά νά ἐγκαταλείψουν τήν Νικομήδεια. Ἔτσι ἄλλοι ἀπό αὐτούς τήν παρέδωσαν καί ἔφυγαν, ἄλλοι κρύβονταν καί ἄλλοι ὁδηγήθηκαν στά βασανιστήρια. Ὁ ἀοίδιμος Οὐρπασιανός παρουσιάσθηκε στόν βασιλέα καί στήν σύγκλητο καί ἀφοῦ παρέδωσε τήν ζώνη καί τήν χλαμύδα του μέ παρρησία ὁμολόγησε ὅτι ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή τάσσεται μέ τόν ἐπουράνιο βασιλέα, γιά νά ἀξιωθῆ αἰωνίων τιμῶν καί δόξας. Τότε ὁ Μαξιμιανός διέταξε νά καταξεσκίσουν τίς σάρκες τοῦ ἁγίου μέ βούνευρα καί κατόπιν νά τόν φυλακίσουν. Ὁ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ ὑπέμεινε τούς βασανισμούς μέ προσευχή καί ὑπομονή. Μετά ἀπό ἡμέρες ὁ ἀσεβής βασιλέας διέταξε νά δέσουν τόν ἅγιο Οὐρπασιανό μέσα σέ ἕνα μεταλλικό κλουβί καί νά τό κρεμάσουν πάνω ἀπό ἀναμμένες λαμπάδες. Ἔτσι οἱ σάρκες τοῦ μάρτυρος σιγά, σιγά ἔλιωναν σάν νά εἶναι κερί καί πότιζαν τό χῶμα. Ταυτόχρονα ὁ ἀέρας γέμισε θεία εὐωδία καί ἔτσι ὁ μακάριος Οὐρπασιανός προσευχόμενος παρέδωσε τό πνεῦμα του καί ἀξιώθηκε τῆς οὐρανίου μακαριότητας. Ὁ Μαξιμιανός ἀπό τήν ὀργή του διέταξε νά μαζευθῆ ὅλο τό χῶμα πού ἦταν ποτισμένο μέ τίς θεῖες σάρκες τοῦ ἁγίου Οὐρπασιανοῦ καί μαζί μέ τά ὀστᾶ του νά διασκορπισθοῦν στήν θάλασσα.




