Τὰ Πατριαρχικὰ Σταυροπήγια εἰς τὴν Ἑλλάδα. Παρελθόν, παρὸν καὶ μέλλον

Share:

Γράφει ὁ κ. Δημήτριος Λαμπρόπουλος, Θεολόγος

  Ὁ Ἄρχων Ἀσηκρήτης τοῦ Πατριαρχείου Κων/λεως Δρ. Ἀναστάσιος Βαβοῦσκος Δικηγόρος ἐδημοσίευσεν ἐκτενὲς ἄρθρον, διὰ νὰ δικαιολογήση τὴν ἀνάμειξιν τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου εἰς τὰ Σταυροπήγια τῆς Κρήτης, ἐκ τοῦ ὁποίου παραθέτομεν ἀποσπάσματα:

  «Ἡ πρώτη κίνηση τῆς Ἀντιβασιλείας ἦταν ἡ συγκρότηση ἑπταμελοῦς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα τοῦ νεοϊδρυθέντος ἑλληνικοῦ Κράτους, ἡ ὁποία ἔλαβε σάρκα καὶ ὀστᾶ μὲ τὸ ἀπὸ 15/27 Μαρτίου 1832 Βασιλικὸ Διάταγμα…

  Τὸ σύνολο τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἐπιτροπῆς συγκεφαλαιώθηκε σὲ ἕνα Σχεδιο Κανονισμοῦ ἢ Συντάγματος Ἐκκλησιαστικοῦ τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος (βλ. τὸ κείμενο σὲ Κων. Οἰκονόμο, ὅ.π., Τ. Β΄, 112ἑπ.), τὸ ὁποῖο εἰδικότερα στὸ Ε΄ Κεφάλαιο καὶ στὸ ἄρθρο 39 προέβλεπε τὴν ὑπαγωγὴ τῶν κοινοβίων στὸν ἐπιχώριο ἐπίσκοπο: «Ἄρθρο 39. Ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει τὴν ἄμεσον ἐπιστασίαν τοῦ ὑπ’ αὐτὸν ἐκκλησιαστικῶς τελοῦντος Κλήρου καὶ τῶν ἱερῶν ναῶν καὶ κοινοβίων τῆς ἐπισκοπῆς του…»…

…τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀποδέχθηκε πλήρως ὡς φαίνεται τὴν προϋφιστάμενη τοῦ Τόμου 1850 πραγματικὴ κατάσταση, τὴν ὁποία ἐξέλαβε ὡς δεδομένη καὶ μὴ ἀναστρέψιμη. Καὶ ὡς τέτοια νοεῖται καὶ τὸ (αὐθαιρέτως) νομοκανονικὸ καὶ πρα­γματικὸ καθεστώς, στὸ ὁποῖο εἶχαν περιέλθει τὰ Πατριαρχικὰ Σταυροπήγια.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, θεωρῶ, ὅτι ὁ Πατριαρχικὸς καὶ Συνοδικὸς Τόμος οὐδὲν ὁρίζει γιὰ τὴν κανονικὴ τύχη τῶν Πατριαρχικῶν Σταυροπηγίων καὶ οὐδεμία νύξις γίνεται, ποὺ νὰ θέτει ὑπὸ ἀμφισβήτηση τὸ θέμα αὐτό. Θεωρῶ ὅτι πρὸς τὴν ἄποψη αὐτὴν συνηγοροῦν δύο ἀκόμη στοιχεῖα.

Τὸ ἕνα στοιχεῖο εἶναι ἡ επιστολὴ ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἄνθιμος ὁ Α΄ μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Πατριαρχικοῦ καὶ Συνοδικοῦ Τόμου πρὸς τὴν νέα Ἐκκλησία (βλ. τὸ κείμενο σὲ Κων. Οἰκονόμο, ὅ.π., Τ. Β΄, 550επ.), ἡ ὁποία:

α) ἀφενὸς ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους, ὅσους ὁ ἐκδοθεὶς Πατριαρχικὸς καὶ Συνοδικὸς Τόμος ἀφορᾶ, δηλαδὴ πρὸς τὸν λαό, πρὸς τὸν κλῆρο ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς μοναχούς: «Ἅπαντες οἱ τὸ θεόσωστον καὶ θεοφρούρητον τῆς Ἑλλάδος οἰκοῦντες Βασίλειον, …ὁσιώτατοι Ἱερομόναχοι, καὶ Διάκονοι, Καθηγούμενοί τε καὶ Προηγούμενοι τῶν εὐαγῶν Μοναστηρίων». Ἐὰν ὁ Πατριαρχικὸς καὶ Συνοδικὸς Τόμος δὲν περιελάμβανε τὰ Πατριαρχικὰ Σταυροπήγια, ἡ σχετικὴ ἀναφορὰ θὰ ἐξαιροῦσε μὲ εὔλογο καὶ εὔγλωττο τρόπο τοὺς μονάζοντες στὰ Πατριαρχικὰ Σταυροπήγια.

β) ἀφετέρου δίδει ἐντολὴ καὶ παραγγελία πρὸς τὸν λαό, τὸν κλῆρο καὶ τοὺς μονάζοντες τῆς νέας Ἐκκλησίας νὰ ἀναγνωρίζουν ἐφεξῆς ὡς ἀνώτατη Ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχὴ τοὺς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «περιβεβλημένην ἅπαντα τὰ δικαιώματα ἐπὶ τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησιῶν, ὅσα πὲρ ἐκέκτητο πρότερον ὁ καθ’ ἡμᾶς Ἀποστολικός, Πατριαρχικός, Οἰκουμενικὸς θρόνος». Συνεπῶς, κατὰ σαφῆ τρόπο δηλοῦται ρητῶς ἡ ἀποξένωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπὸ κάθε δικαίωμα, ποὺ εἶχε ἐπὶ τῶν ἐν Ἑλλάδι ἐπαρχιῶν, καὶ ἡ μεταβίβαση τοῦ συνόλου τῶν δικαιωμάτων αὐτῶν στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος…

Ἐν κατακλεῖδι, ὁ Πατριαρχικὸς καὶ Συνοδικὸς Τόμος τοῦ 1850 μεταβιβάζοντας τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία ἐπὶ τῶν ἐν Ἑλλάδι ἐπαρχιῶν, μεταβίβασε καὶ τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία ἐπὶ τῶν εὑρισκομένων σ’ αὐτές Πατριαρχικῶν Σταυροπηγίων, ἐγκαινιάζοντας μία ἐφεξῆς πάγια τακτική, ἡ ὁποία συμπυκνώνεται στὴν ἀρχή: «ὅ,τι μεταβιβάζεται ἐπὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐπαρχιῶν ἀναλογικῶς μεταβιβάζεται καὶ ἐπὶ τῶν εὑρισκομένων σ’ αὐτές Πατριαρχικῶν Σταυροπηγίων». Ἡ ἀρχὴ αὐτὴ θὰ ἀκολουθηθεῖ, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω καὶ στὶς Πατριαρχικὲς καὶ Συνοδικὲς Πράξεις τοῦ 1866, τοῦ 1882 καὶ τοῦ 1928.

…Ἡ προπεριγραφεῖσα κατάσταση ἴσχυσε καὶ μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Μακεδονίας, τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Θράκης ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ Στρατό, μέχρι τὸ 1917, ὁπότε καὶ ψηφίσθηκε ὁ ν. 1070/18.11.1917 (ΦΕΚ 271 Α΄). Μὲ τὸν νόμο αὐτόν, καὶ εἰδικότερα μὲ τὸ ἄρθρο 2 αὐτοῦ ὁρίσθηκε ὅτι: «Εἰς τὴν διοίκησιν καὶ τὴν ἐποπτείαν τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τοῦ Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου ὑπάγονται καὶ οἱ Σταυροπηγιακαὶ Ἱεραὶ Μοναὶ τῶν Νέων Χωρῶν, ἐπεκτεινομένου καὶ εἰς αὐτὰς τοῦ νόμου ΓΥΙΔ΄ καθ’ ὅλας αὐτοῦ τὰς διατάξεις, τηρουμένων ὅμως τῶν Πατριαρχικῶν προνομίων».

…Περαιτέρω μὲ τὴν Πράξη 1928, κατ’ ἀκολουθίαν καὶ κατ’ ἐφαρμογὴν τῆς ἀρχῆς «ὅ,τι μεταβιβάζεται ἐπὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐπαρχιῶν ἀναλογικῶς μεταβιβάζεται καὶ ἐπὶ τῶν εὑρισκομένων σ’ αὐτὲς Πατριαρχικῶν Σταυροπηγίων», τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ρύθμισε μὲ τὸν Ι΄ ὅρο τὸ ζήτημα τῶν ἐντὸς τῶν Ἱερῶν αὐτῶν Μητροπόλεων κειμένων Πατριαρχικῶν Σταυροπηγίων.

Κατὰ τὸν σχετικὸ ὅρο: «Διατηροῦνται ἀπαραμείωτα τὰ κανονικὰ δικαιώματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπὶ τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἱερῶν Πατριαρχικῶν καὶ Σταυροπηγιακῶν Μονῶν, μνημονευομένου ἐν αὐταῖς τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καὶ ἑκάστοτε ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διὰ τοῦ Προέδρου αὐτῆς ἀνακοινουμένης πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην τῆς ἐκλογῆς τῶν νέων Ἡγουμενοσυμβουλίων τῶν Μονῶν τούτων. Ἀλλ’ ἡ διοίκησις ὅμως τῶν Μονῶν καὶ ἡ ἐν γένει διαχείρισις καὶ ὁ ἐπ’ αὐτῶν ἔλεγχος ὑπάγονται ὑπὸ τὴν ἄμεσον δικαιοδοσίαν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐφαρμοζούσης καὶ ἐπὶ τῶν Μονῶν τούτων τὰς ἰσχυούσας διὰ τὰς ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτῆς περιοχῇ Ἱερὰς Μονὰς διατάξεις. Ἡ διάλυσις ὅμως τυχὸν ἢ ἡ συγχώνευσις Πατριαρχικῆς τινος Σταυροπηγιακῆς Μονῆς διενεργεῖται πάντοτε μετὰ προηγουμένην συνεννόησιν πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον».

…Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας, ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ σχετικοῦ ἐδαφίου τοῦ Ι΄ ὅρου ὑλοποιεῖται μέσῳ τῆς ἐφαρμογῆς τῶν διατάξεων τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ Κανονισμοῦ 39/1972 «Περὶ τῶν ἐν Ἑλλάδι Ὀρθοδόξων Ἱερῶν Μονῶν καὶ τῶν Ἡσυχαστηρίων».

Κατὰ τὸν ἰσχύοντα Καταστατικὸ Χάρτη, καὶ δὴ τὸ ἄρθρο 39, οἱ Ἱερὲς Μονὲς διακρίνονται σὲ Ἐπισκοπικὲς καὶ σὲ Συνοδικές. Ἐπειδὴ ὅμως, κατὰ τὴν θέση σὲ ἰσχὺ τῆς Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1928 ὁ θεσμὸς τῶν Συνοδικῶν Σταυροπηγίων ἦταν ἄγνωστος, θὰ θεωρηθοῦν ἀναλογικῶς ἐφαρμοστέες οἱ διατάξεις ποὺ ἀφοροῦν στὶς Ἱερὲς Μονές, ποὺ τελοῦν ὑπὸ τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τοῦ ἐπιχωρίου ἐπισκόπου.

…Ἡ ἴδια ἀκριβῶς διάταξη, αὐτολεξεί, τοῦ Ι΄ ὅρου τῆς Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1928 συμπεριελήφθη καὶ στὸν Καταστατικὸ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, προκειμένου νὰ ρυθμισθεῖ τὸ νομοκανονικὸ καθεστὼς τῶν Ἱερῶν Πατριαρχικῶν καὶ Σταυροπηγιακῶν Μονῶν, ποὺ εὑρίσκονται στὴν γεωγραφικὴ περιφέρεια αὐτῆς…

Κατόπιν τῆς ἀνωτέρω διατάξεως, εὐχερῶς συν­άγεται, ὅτι καὶ στὴν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης – ὡς πρὸς τὰ πατριαρχικὰ σταυροπήγια – εἰσήχθη ἐπακριβῶς τὸ ἴδιο νομοκανονικὸ καθεστὼς μὲ αὐτὸ ποὺ ἰσχύει στὴν περιοχὴ τῶν «Νέων Χωρῶν».

…Τοῦτο συνεπάγεται, ὅτι καὶ ἡ κρίση τῶν κανονικῶν παραπτωμάτων τοῦ ἑκάστοτε Ἡγουμένου – ἀλλὰ καὶ τῶν μοναχῶν ποὺ ἐγκαταβιοῦν στὰ πατριαρχικὰ σταυροπήγια – ἀνήκει ὡς ἀποκλειστικὴ ἁρμοδιότητα στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, ὑπὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ «ἐπιχωρίου ἐπισκόπου», μὲ ἐξαίρεση τὴν περίπτωση ποὺ ὁ Ἡγούμενος φέρει τὸν βαθμὸ τοῦ ἐπισκόπου, ὁπότε ἡ κρίση τῶν παραπτωμάτων του ἀνήκει στὴν ἀποκλειστικὴ ἁρμοδιότητα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Κατόπιν τούτων, τόσο ὁ ἐπιχώριος Μητροπολίτης, στὴν περιφέρεια τοῦ ὁποίου εὑρίσκεται τὸ πατριαρχικὸ σταυροπήγιο, ὅσο καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης οὐδεμία ἁρμοδιότητα ἔχουν ἐπὶ τῶν πατριαρχικῶν σταυροπηγίων καὶ τῶν μοναζόντων σ’ αὐτά, πλὴν αὐτῆς ποὺ ἀφορᾶ στὴν οἰκονομικὴ διαχείριση τῶν πατριαρχικῶν σταυροπηγίων, ὅπως αὐτὴ καθορίζεται ἀπὸ τὸν Καταστατικὸ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης.

…Κατὰ τὴν προσωπική μου ἄποψη, ὑπάρχουν δύο προτάσεις πρὸς ἐπίλυσιν τοῦ θέματος.

Ἡ πρώτη πρόταση συνίσταται στὴν ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀνάληψη πρωτοβουλίας γιὰ τὴν κατάρτιση ἑνὸς Μνημονίου αὐθεντικῆς ἑρμηνείας τοῦ Ι΄ ὅρου τῆς Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1928 καὶ τῆς ἀντίστοιχης διατάξεως τοῦ ἄρθρου 89 πργφ. 2 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Εἶναι τὸ πλέον ἁρμόδιο, ὡς ὁ εἰσηγητὴς τῆς Πράξεως τοῦ 1928, καὶ ἐμμέσως τοῦ ἄρθρου 89 πργφ. 2 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, νὰ διερμηνεύσει αὐθεντικῶς… (τὸ Μνημόνιον) δὲν χρειάζεται νὰ κυρωθεῖ ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ Πολιτεία μὲ νόμο τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων.

Ἡ δεύτερη πρόταση συνίσταται στὴν ἐπανάκτηση ὑπὲρ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῆς πλήρους κανονικῆς δικαιοδοσίας ἐπὶ τῶν πατριαρχικῶν σταυροπηγίων… Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, θὰ ἐκδώσει νέα Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Πράξη, τροποποιητική τῆς προηγουμένης τοῦ 1928, ἡ ὁποία θὰ πρέπει νὰ ἐπικυρωθεῖ ὡς διεθνὴς Πράξη διὰ νόμου καὶ μὲ τὴν προβλεπόμενη διαδικασία ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ Βουλή, ἀφοῦ βεβαίως προηγουμένως ἔχει ἐνημερωθεῖ περὶ αὐτοῦ ἡ ἑλληνικὴ Κυβέρνηση καὶ ἔχει ἀνάψει τὸ πράσινο φῶς. Ἡ δὲ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θὰ ἀποδεχθεῖ – λογικῶς – προφρόνως τὴν ἐξέλιξη αὐτή, ὅπως ἔγινε καὶ μὲ τὴν Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Πράξη τοῦ 1928».

Εἶναι ἀδιαμφισβήτητον ὅτι ὅλαι αἱ συνομολογημέναι συμφωνίαι (Τόμοι 1850, 1866, 1882) μεταξὺ Φαναρίου, Ἑλληνικῆς Πολιτείας καὶ Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὑπαγάγουν τὰς Σταυροπηγιακὰς Μονὰς ΠΛΗΡΩΣ εἰς τὴν ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίαν. Ἐξαίρεσις φαίνεται νὰ ἀποτελεῖ ἡ Πρᾶξις 1928, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὁ κ. Βαβοῦσκος ἐπιχειρεῖ νὰ ἀποδείξη ὅτι τὰ Σταυροπήγια παρέμειναν καθ’ ὁλοκληρίαν εἰς τὸ Φανάρι, πλὴν ἀποκλειστικῶς καὶ μόνου τοῦ οἰκονομικοῦ ἐλέγχου, ὁ ὁποῖος ἐδόθη εἰς τὴν ἐνταῦθα Ἐκκλησίαν. Αὐτὸ ὅμως ἀντίκειται:

α) εἰς τὴν δηλουμένην βούλησιν νὰ ὑπαγάγωνται ὅλα διοικητικῶς εἰς τὴν ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίαν, λόγω μάλιστα καὶ τῆς δυσχερείας τοῦ Πατριαρχείου εὑρισκομένου εἰς ἕτερον κράτος, νὰ ἔχη οἱανδήποτε ἐλευθέραν ἐπικοινωνίαν,

β) εἰς τὰ ὅσα ρητῶς ἀναφέρονται εἰς τὴν Πρᾶξιν, δηλ. ἡ μνημόνευσις καὶ ἡ ἁπλῆ ἀνακοίνωσις τῆς ἐκλογῆς τῶν Ἡγουμενοσυμβουλίων,

γ) εἰς τὴν λογικήν, καθὼς ἂν ἡ ὑποτιθεμένη «παραχώρησις» ἀφορᾶ εἰς μόνον τὸν οἰκονομικὸν ἔλεγχον, τότε τί νόημα εἶχε νὰ τεθοῦν τρεῖς διαφορετικαὶ ἐκφράσεις («ἡ διοίκησις ὅμως τῶν Μονῶν καὶ ἡ ἐν γένει διαχείρισις καὶ ὁ ἐπ’ αὐτῶν ἔλεγχος»), ἐκ τῶν ὁποίων μάλιστα καμία δὲν ἀναφέρει τὴν λέξιν οἰκονομία;

δ) εἰς τὴν ἔκτοτε καθιερωθεῖσαν ἕως σήμερον πρακτικήν, τὰ ἐναπομείναντα Σταυροπήγια ἁπλῶς καὶ μόνον νὰ μνημονεύουν τοῦ Κων/λεως,

ε) εἰς τὴν ἀρχὴν τὴν ὁποίαν ἔθεσεν ὁ ἴδιος ὁ κ. Βαβοῦσκος, κατὰ τὴν ὁποίαν «ὅ,τι μεταβιβάζεται ἐπὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐπαρχιῶν ἀναλογικῶς μεταβιβάζεται καὶ ἐπὶ τῶν εὑρισκομένων σ’ αὐτὲς Πατριαρχικῶν Σταυροπηγίων». Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ἰσχύει ὅτι «εἰσήχθη ἐπακριβῶς τὸ ἴδιο νομοκανονικὸ καθεστὼς μὲ αὐτὸ ποὺ ἰσχύει στὴν περιοχὴ τῶν «Νέων Χωρῶν»», τότε εὐλόγως προκύπτει ὅτι: καθὼς εἰς τὰς (κακῶς λεγομένας) «Νέας Χώρας» παρέμεινε μόνον τὸν μνημόσυνον τοῦ Κων/λεως καὶ ἡ ἐνημέρωσις περὶ τὴν ἐκλογὴν τῶν Ἐπισκόπων, «ἀναλογικῶς» συνέβη τὸ ἴδιο διὰ τὰ Σταυροπήγια (μνημόνευσις καὶ ἀνακοίνωσις τῆς ἐκλογῆς Ἡγουμένου) καὶ πλὴν τούτων οὐδὲν ἕτερον.

στ) εἰς τὸν Καταστατικὸν Χάρτην τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Ὁ κ. Βαβοῦσκος ἐπιχειρεῖ νὰ παρακάμψη τὸν ΚΧΕΚ: ἀκόμη καὶ ἂν παραλόγως, ἀντικανονικῶς καὶ παρανόμως ἀνεχθῆ κανεὶς ὁ Κων/λεως νὰ χειροτονῆ ὅσους(!) Ἐπισκόπους ἐπιθυμεῖ εἰς τὰ Σταυροπήγια, (ἐνῶ προβλέπεται μόνο ἕνας βοηθὸς Ἐπίσκοπος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης ὑπὸ τῆς Τοπικῆς Συνόδου ἐκλεγόμενος), ἡ καινοφανὴς εἰσαγωγὴ τῆς ἰδιότητος τοῦ «ἐπιχωρίου ἐπισκόπου» διὰ τὸν Κων/λεως, τὴν ὁποίαν ἀποπειρᾶται ὁ κ. Βαβοῦ­σκος, ἀνατρέπει τὸν ΚΧΕΚ, δηλ. νόμον τοῦ Κράτους.

Εἰς τὴν αὐτὴν γραμμὴν εὑρίσκονται καὶ αἱ δύο καταληκτήριοι προτάσεις του, προκειμένου, κατὰ τὸν ἴδιον, νὰ ἀποφεύγωνται αἱ προσ­τριβαὶ μεταξὺ Φαναρίου καὶ ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας. Εἰς ἀμφοτέρας τὰς περιπτώσεις ἀγνοεῖται πλήρως ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μὲ τὸ Πατριαρχεῖον Κων/λεως νὰ ἐπέχη θέσιν Ἐπικυριάρχου, ὁ ὁποῖος ἀποφασίζει καὶ διατάζει ἄνευ οἱασδήποτε συζητήσεως οὔτε κἄν μὲ τὴν Ἑλληνικὴν Πολιτείαν, καθὼς εἰς μὲν τὴν δευτέραν πρότασιν ἁπλῶς αὐτὴ θὰ «ἐνημερωθῆ» εἰς δὲ τὴν πρώτην παραγκωνίζεται καθ’ ὁλοκληρίαν!

Ἐξ ὅσων παρεθέσαμεν ἀντιλαμβάνεται κανεὶς τὰ ἑξῆς: Πρῶτον, τὰς προστριβὰς δὲν τὰς δημιουργεῖ οὔτε ἡ ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησία οὔτε ἄλλος τις παράγων πλὴν μόνον τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου καὶ τῆς περὶ αὐτὸν αὐλῆς, οἱ ὁποῖοι ἀναμειγνύονται ἄνευ λόγου καὶ αἰτίας ΠΑΝΤΟΥ! Ποῖον ὠφέλησεν ἡ χειροτονία δύο Ἡγουμένων ὡς Ἐπισκόπων Ἱ. Μονῶν εἰς τὴν Κρήτην; Τὸ ποίμνιον; Τοὺς μονάζοντας; Τὴν Ὀρθοδοξίαν; Ποῖον; Ἢ μήπως ἀπεναντίας ἐπέφερε ζημίαν καὶ ἔκανε «μύλον» τὰ ἐκκλησιαστικά;

Δεύτερον, μήπως ρίζα ὅλων τῶν προστριβῶν εἶναι τελικῶς ἡ παράβασις τῶν Ἱ. Κανόνων; Τόσον τὰ προβλεπόμενα εἰς τὴν Πρᾶξιν 1928, ὅσον καὶ τὰ Σταυροπήγια ἀφ’ ἑαυτῶν, εἶναι παντελῶς ἀντικανονικὰ καὶ μόνη λύσις εἶναι ἡ κατάργησίς των. Εἰς ποῖον -πλὴν τοῦ Φαναρίου- φαίνεται λογικὴ καὶ ἱεροκανονικὴ ἡ διαίρεσις τῆς Ἑλλάδος εἰς ἑπτὰ καθεστῶτα (Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία, «Νέαι Χῶραι», Αὐτόνομος Κρήτη, Ἐξαρχία Πάτμου, Ἐπισκοπαὶ Δωδεκανήσων, Ἅγιον Ὄρος, Σταυροπηγιακαὶ Μοναί); Ἡ «πολυνομία» εἶναι αἰτία τῆς «ἀνομίας», δηλ. ἡ πολυδιάσπασις ἀφήνει σκοπίμως κενόν, διὰ νὰ «ἁλωνίζη» ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης Κων/λεως. Ἂς ἀσχοληθῆ μὲ τὸν ἀμπελῶνα του καὶ ὄχι νὰ τρέχη ἀπὸ τὴν Ἐσθονίαν ἕως τὰ Ἐμιράτα, συναγωνιζόμενος τὸν Πάπαν καὶ ἔχων μάλιστα τὴν ἀπατηλὴν ψευδαίσθησιν ὅτι ἐπαρκεῖ.

Ἡ διοίκησις τῶν Σταυροπηγίων ἀδιαμφισβήτητα ἀνήκει, ὡς ὡρίσθη, εἰς τοὺς ἐπιχωρίους Ἐπισκόπους καὶ εἰς τὰς Τοπικὰς Συνόδους καὶ ἡ ἀναμόχλευσις τοῦ ζητήματος μόνο προβλήματα δημιουργεῖ.

Previous Article

Δολοπλοκίαι διαδοχῆς

Next Article

Ἕνα ἀκόμη «διδακτορικὸν» εἰς τὸν Βαρθολομαῖον ἀπὸ αἱρετικούς!