Γράφει ὁ κ. Ἠλίας Μπάκος, θεολόγος-φιλόλογος, δρ. τοῦ Πανεπ/μίου Ἀθηνῶν,
Ἀντεπιστέλλον μέλος τῆς «Academia Gentium “Pro Pace” (U.S.A.-ΡΩΜΗ)»
2ον- Τελευταῖον
Μέ ἀφορμή τά ὅσα γράφονται ἀπό τόν Κ. Παπαρρηγόπουλο, ἄδικα καί κατασυκοφαντικά, γιά τούς Γραπτούς Θεοφάνη καί Θεόδωρο, ἐπεχειρήσαμε, παράλληλα μέ τήν ἀποκατάσταση τῶν δύο αὐταδέλφων καί μιά σύντομη ἑρμηνευτική προσέγγιση στό ἔργο καί τό πρόσωπο τοῦ ἐθνικοῦ μας Ἱστορικοῦ γιά τή θέση του καί τούς ἀνοίκειους χαρακτηρισμούς του εἰς βάρος τῶν Γραπτῶν. Σέ ἀνάλογη περίπτωση, ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος ἀπευθύνεται σκληρά, ἴσως δικαιολογημένα μέν ἀλλά μέ ἀνοίκειο τρόπο κατά τῶν κατηγόρων του, καί προφανῶς κατά τοῦ Γρηγορίου Παπαδοπούλου ὑπερβαίνει τά ὅρια καί ἀδικεῖ τόν ἑαυτό του. Ὁ καθηγητής Ἐμμ. Μικρογιαννάκης παρατηρεῖ μέ ἔκπληξη: «ἀποροῦμεν ὅμως πῶς ὁ εὐγενής οὗτος ἄνθρωπος ὁ καταλαβών περίοπτον θέσιν εἰς τήν ἐθνικήν πνευματικήν μας παράδοσιν ἐπετέθη μέ τόσην δριμύτητα γλώσσης ἐναντίον τῶν κατηγόρων του. Τά πάντα θαυμάζων ὁ σημερινός Ἕλλην εἰς τόν θεσπέσιον ἄνδρα δέν ἐπιδοκιμάζει τούς κατά τοῦ κυριωτέρου ἐπικριτοῦ του χαρακτηρισμούς : (αὐτοσχέδιον τῆς Ἱστορίας καθηγητήν, κακόζηλον, αὐθάδη, κακοήθη, ἀμαθῆ, διαρρηγνύμενον ἐν κραυγαῖς, μαινόμενον, βλάσφημον, φαρισαῖον, ἀσεβέστατον, ἐπίβουλον, μητραλοίαν κ.ἄ.)».
Πρίν κατακλείσουμε τήν ἀναφορά μας στήν κατασυκοφάντηση τῶν Γραπτῶν Θεοδώρου καί Θεοφάνους, δολίως ὑπό τῶν εἰκονομάχων καί λόγῳ ἀνεπαρκῶν στοιχείων τοῦ Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου, ἔχουμε ὑποχρέωση νά παραθέσουμε καί τήν πρόσφατη παρέμβαση τῆς Ἱερᾶς Λαύρας Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου γιά ἀποκατάσταση τῆς Ἱστορικῆς ἀνακρίβειας. Λόγῳ τῆς σοβαρότητος τοῦ θέματος τήν παραθέτουμε αὐτούσια μέ σεβασμό στήν Ἱστορική Μονή τοῦ Ἁγίου Σάββα Ἱεροσολύμων:
Ἀποκατάσταση ἱστορικῆς ἀνακριβείας
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ κύριοι,
Αἰσθανόμεθα ὑποχρεωμένοι , ἕνεκα ἱερᾶς ἀγανακτήσεως, νά σᾶς ἀποστείλουμε τήν παροῦσαν ἐπιστολήν μέ τήν παράκλησιν νά προβῆτε εἰς τά δέοντα.
Ἀνεγνώσαμεν εἰς τήν Ἱστορίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους τοῦ Κ. Παπαρρηγοπούλου (ἔκδ. Δ΄ τόμ. 3ος, Γ. Φέξη, Ἀθῆναι 1902) ὀλίγα ἀντίθετα τῆς ἀληθείας περί τοῦ Ἁγίου Πατρός ἡμῶν Θεοφάνους Ἀρχιεπισκόπου Νικαίας τοῦ Γραπτοῦ. Ἐπειδή ὁ ὡς ἄνω Ἅγιος ὑπῆρξε πνευματικόν τέκνον τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Λαύρας καί ὡς ἐκ τούτου ἀδελφός ἡμῶν, ἔχομεν ὑποχρέωσιν, νά ὑπερασπισθῶμεν τήν ἱεράν μνήμην αὐτοῦ.
Ὁ ὡς ἄνω ἱστορικός λοιπόν ἀποκαλεῖ τόν Ἅγιον Θεοφάνην ἀμαθῆ, πλάνητα, ἀναιδῆ, ἄγριον, εἰς ἕτερον δέ σημεῖον γράφει· «εἴδομεν δέ ὁποίου φυράματος ἄνθρωπος ἦτο ὁ προχειρισθείς Ἀρχιεπίσκοπος Νικαίας Θεοφάνης», ὡς ἐάν ἐπρόκειτο περί ἑνός κακοποιοῦ ἀνθρώπου.
Εἶναι λοιπόν γνωστόν καί εἰς τούς ὀλίγα γνωρίζοντας, ὅτι ὁ Ἅγιος Θεοφάνης τυγχάνει ἕνας τῶν μεγαλυτέρων ποιητῶν καί ὑμνογράφων ὄχι μόνον τῆς ἡμετέρας Λαύρας, ἀλλά καί ὁλοκλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἑπομένως πῶς εἶναι «ἀμαθής»; Ὡς εἶναι δέ γνωστόν τήν παίδευσιν αὐτοῦ καί τοῦ ἀδελφοῦ του Ἁγίου Θεοδώρου ἐτελείωσεν ἐνταῦθα ὁ ἐπίσης Ἅγιος Μιχαήλ ὁ Σύγκελλος.
Ἀφ’ ἑτέρου δέ ὁ Ἅγιος Θεοφάνης καί ὁ ἀδελφός του Ἅγιος Θεόδωρος ἐστάλησαν μέ ἀποστολήν εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν ὑπό τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων πρός τόν εἰκονομάχον Αὐτοκράτορα Θεόφιλον. Ὁπότε πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀποκληθῇ «πλάνης»;
Καί οἱ ὑπόλοιποι , ὅμως χαρακτηρισμοί εἶναι βαρεῖς καί βλάσφημοι διά τήν μνήμην τοῦ Ἁγίου. Οὔτε εἶναι δυνατόν, ὁ ἱστορικός νά τόν κακίζῃ διά τόν ἔνθεον ζῆλον του ὑπέρ τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἕνεκα τοῦ ὁποίου ἐπαρρησιάζετο ἀφόβως ἐναντίον βασιλέων κλπ. Τουναντίον δέ δι’ αὐτόν τόν ζῆλον του εἶναι μᾶλλον μακάριος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τό «πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί…» καί «μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς…». Ὁ συγγραφεύς, ὅμως, τῆς ἱστορίας ἐνῶ χρησιμοποιεῖ βαρεῖς χαρακτηρισμούς διά τόν ὡς ἄνω Ἅγιον ὡς καί δι’ ἑτέρους Ἁγίους (Θεόδωρον Στουδίτην , Μέγαν Φώτιον…), διά ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιεῖ λίαν εὐχαρίστους χαρακτηρισμούς.
Θεωροῦμεν δέ , ὅτι ἐάν ὁ ὡς ἄνω ἱστορικός ἔθετεν ὡς ἀποκλειστικόν μέτρον τῶν σκέψεών του τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον καί τά ἐξ αὐτοῦ ἠθικά διδάγματα, θά ἦτο πληρέστερος εἰς τήν Ἀλήθειαν. Παρ’ ὅλα αὐτά πιστεύομεν, ὅτι οἱ Ἅγιοι, τούς ὁποίους τόσον βαρέως σπιλώνει, ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων βεβαίως, διότι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ συμβαίνει τό ἀντίθετον, θά πρεσβεύουν , ὡς εὐεργετούμενοι ὑπ’ αὐτοῦ διά τῆς τοιαύτης δυσφημίσεως, ἀλλά καί ὡς τηρηταί τῆς ἐντολῆς· «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν…προσεύχεσθε ὑπέρ…» ὑπέρ τῆς συγχωρήσεώς του.
Μέ ἀγάπην Χριστοῦ
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Λαύρας Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου
Ἱεροσόλυμα, Ἀνάληψις 1998.
Παρέμβαση στήν ἱστορία τοῦ Παπαρρηγοπούλου ἔκανε διακριτικά καί μέ σεβασμό ὁ ἀθόρυβος καί ἅγιος τῶν ἑλληνοχριστιανικῶν Γραμμάτων Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης(1851-1929) ἀπευθυνόμενος στόν ἐπίσης λαμπρό ἱστορικό καί ἄξιο συνεχιστή τοῦ ἐθνικοῦ μας ἱστορικοῦ Παῦλο Καρολίδη (1849- 1930), γιά νά τοῦ ὑποδείξει ὄντως σφάλμα τῆς Ἱστορίας διορθωτέον. Συγκεκριμένα ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος, ἀναφερόμενος στήν πρό τῆς εἰκονομαχίας ἠθική καί πολιτική κατάσταση, ἐπισημαίνει εὐστόχως τή σημασία τῆς Χριστιανικῆς Λατρείας καί τή θέση τῶν γυναικῶν σ’ αὐτή. Ὅμως στό κεφάλαιο τῆς Χριστιανικῆς Λατρείας (ἐξωτερικοί τύποι λατρείας τόμ. 4ος, σ. 342) ὑπάρχει ἀσάφεια τῶν λεγομένων περί γυναικῶν, ἐάν δηλαδή αὐτά ἀναφέρονται στίς εὐσεβεῖς γυναῖκες ἤ στίς μυροφόρες. Τή σύγχυση αὐτή ἐνίσχυε καί τό τροπάριο:
Γυναῖκες ἀκουτίσθητε, σκιρτήσατε, χορεύσατε,
μετ’ εὐφροσύνης ἄσατε· ὁ Γαβριήλ τῇ παρθένῳ,
χαράν κομίζων ἐπέστη, εἰς Ναζαρέτ
νῦν τήν πόλιν, χαρᾶς τά Εὐαγγέλια.
Ὁ Παῦλος Καρολίδης ἔλαβε ὑπόψη του τήν παρέμβαση τοῦ Ἀ. Μωραϊτίδη καί ἔδωσε τὴν ἑξῆς ἀπάντηση σέ ὑποσημείωση τοῦ 4ου τόμου τῆς Ἱστορίας τοῦ Κ. Παπαρρηγοπούλου: «Πλημμελῶς πάντως ἔχει τό παρά τοῦ συγγραφέως γραφόμενον ὅτι ἡ ἀνωτέρω ᾠδή (οὐχί προσευχή) ψάλλεται εἰς τό τέλος τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου. Δέν ψάλλεται ἐν τῷ ἀκαθίστῳ ὕμνῳ ἀλλ’ ἐν τῷ ἐξαποστειλαρίῳ τοῦ Σαββάτου τῆς Ε΄ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν. Κατά τοῦτο ὁ συγγραφεύς δέν εὑρίσκεται ἐν τῇ ἀκριβείᾳ. Ἀλλά δέν εἶναι ἀληθές ὅτι ἡ ἀνωτέρω ᾠδή ἀναφέρεται εἰς τάς Μυροφόρους. Ἡ πρός τάς Μυροφόρους ᾠδή ἡ ψαλλομένη ἐν τῷ ἐξαποστειλαρίῳ τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων ἔχει ὧδε»:
Γυναῖκες ἀκουτίσθητε, φωνήν ἀγαλλιάσεως
τύραννον Ἅδην πατήσας φθορᾶς
ἐξήγειρας τόν κόσμον, Δράμετε φίλοις
εἴπατε, τοῖς ἐμοῖς εὐαγγέλια·
βούλομαι γάρ τό πλάσμα μου, χαράν ἐκεῖθεν αὐγάσαι, ἐξ ἧς προῆλθεν ἡ λύπη.




