Ἡ Ἁγία Τριάς: Σύνοψις τῆς θεολογικῆς σκέψεως τοῦ K. Rahner

Share:

Τοῦ κ. Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Θεολόγου

  Μὲ τὸ κεντρικὸ ἀξίωμα τοῦ R., ἤτοι μὲ αὐτὸ ποὺ ὑποστηρίζει τὴν ὑποτιθέμενη ταύτιση μεταξύ τῆς ἀΐδιας καὶ τῆς οἰκονομικῆς τριάδας, ἀσχοληθήκαμε στὸ προηγούμενό μας ἄρθρο, ὅπως καὶ μὲ τὴν κριτικὴ τοῦ ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου. Στὸ παρὸν ἄρθρο θὰ παρουσιάσουμε συνοπτικὰ τὶς κύριες ἰδέες τοῦ R., ἔχοντας ὡς σκοπὸ τὴν κατάδειξη τοῦ γεγονότος ὅτι ὅλοι σχεδὸν οἱ «ὀρθόδοξοι» μεταπατερικοὶ θεολόγοι, ἄθελά τους ἢ ὄχι, χρησιμοποιοῦν τὶς θεολογικὲς προκείμενες τοῦ ἀνωτέρω Γερμανοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ θεολόγου [1].

Στὴν σελίδα 12 τοῦ ἔργου «The Trinity», ὁ Γερμανὸς ρωμαιοκαθολικὸς θεολόγος ἐπισημαίνει ὅτι ἡ Κυριακὴ Προσευχή, ἤτοι τὸ «Πάτερ ἡμῶν», δὲ μπορεῖ νὰ ἀναφέρεται ἀδιαφοροποίητα σὲ ὅλη τὴν Ἁγία Τριάδα, τουτέστιν μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο. Τὸ ἀντίθετο ἀκριβῶς ὑποστηρίζουν οἱ Ἕλληνες Πατέρες, ἤτοι ὅτι σὲ σχέση μὲ τὴν κτιστὴ πραγματικότητα καὶ τὰ τρία τριαδικὰ πρόσωπα εἶναι Πατήρ, καθότι ἐπὶ τῆς θείας οἰκονομίας τὸ ὄνομα Πατὴρ εἶναι συμπεριληπτικὸ ὅλης τῆς Ἁγίας Τριάδας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς καλεῖται Πατὴρ τῶν βαπτισμένων. Συνεπῶς, ἡ Κυριακὴ Προσευχὴ ἀπευθύνεται σὲ ὅλη τὴν Ἁγία Τριάδα ἀνεξαιρέτως καὶ μάλιστα μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο [2].

Στὶς σελίδες 22-23, ὁ R. ἀναφέρει ὅτι ἡ χάρις δὲν εἶναι κτιστή, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς παραδοσιακοὺς Λατίνους θεολόγους, ἀλλὰ ταυτίζεται μὲ τὴν ἴδια τὴν αὐτοκοινοποίηση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν κτιστὴ πραγματικότητα, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ πρᾶγμα μὲ τὴν ἀΐδιά Του ὕπαρξη. Προφανῶς καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση ὁ R. συγχέει τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια μὲ τὶς ἄκτιστες ὑποστάσεις, προσ­παθώντας νὰ ξεπεράσει τὰ προβλήματα ποὺ δημιουργοῦν οἱ κλασικὲς θέσεις τοῦ Παπισμοῦ σχετικὰ μὲ τὴν ποιητικὴ αἰτιότητα, ἤτοι τὰ κτιστὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀκτίστου οὐσίας τοῦ Θεοῦ, οὐσία ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν ἐνέργεια ὑπ’ ὅλες τὶς ἐπόψεις. Ὅμως, ἡ ταύτιση τῆς ἄκτιστης ἐνέργειας μὲ τὶς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας δὲν εἶναι κάτι καινούργιο, καθότι συναντᾶται καὶ στοὺς ἀντιησυχαστὲς Γρηγόριο Ἀκίνδυνο καὶ Νικηφόρο Γρηγορᾶ [3].

Στὴ σελίδα 28, ὑποστηρίζεται ἀπὸ τὸν R. ὅτι κάθε πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας σχετίζεται μὲ τὴν κτίση μὲ τὸ δικό του τρόπο (λειτουργικὴ διάκριση τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων). Στὶς σελίδες 34-35 συνεχίζει τὸ σκεπτικό του καὶ ἀναφέρει ὅτι κάθε ὑπόσταση τῆς Ἁγίας Τριάδας κοινοποιεῖ τὸν ἑαυτό της στὴ δημιουργία μὲ τὴ δική της προσωπικὴ ἰδιαιτερότητα καὶ διαφορετικότητα. Ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἄμεση, καθότι ὁ δεύτερος ὑποτίθεται ὅτι κοινωνεῖ μὲ τὰ τριαδικὰ πρόσωπα. Ὅμως, κατὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Πατὴρ δὲν ἐνεργεῖ καὶ θέλει ὡς Πατὴρ (ἤτοι ἐκφράζοντας στὴν κτίση τὴν ἰδιαιτερότητά του), οὔτε ὁ Υἱὸς ἐνεργεῖ καὶ θέλει ὡς Υἱός. Τὸ αὐτό, ἐπίσης, ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο δὲν ἐνεργεῖ καὶ θέλει ὡς Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὸ ποὺ συμβαίνει εἶναι ὅτι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα ἐνεργοῦν καὶ θέλουν ὡς Θεὸς καὶ ὄχι ὡς προσωπα [4].

 Στὴ σελίδα 38, ὁ R. θὰ ὑποστηρίξει ὅτι ἡ πατερικὴ ἀδιακρισία (μὴ διάκριση) τῶν προσώπων ἢ ὑποστάσεων κατὰ τὴν ἐνέργεια δὲν εἶναι κάτι ἄλλο παρὰ ἕνας οἰκονομικὸς σαβελλιανισμός. Τοῦτο, ὅμως, θὰ ἴσχυε ἐὰν ἀποδεχόμασταν τὸ ἀξίωμα τῆς ταύτισης τῆς οἰκονομικῆς μὲ τὴν ἀΐδια τριάδα. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως, διακρίνουν σαφῶς τὴ θεολογία ἀπὸ τὴν οἰκονομία καὶ ἔτσι δὲν κινδυνεύουν νὰ ὑποπέσουν στὴν αἵρεση τοῦ σαβελλιανισμοῦ σὲ καμία περίπτωση, καθὼς οἱ ὑποστάσεις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ διακρίνονται ὡς πρὸς τὸ ἐπίπεδο τῆς θεολογίας (αἰτιώδης σχέση τοῦ ἑνὸς ἀναίτιου αἰτίου – Πατὴρ μὲ τὰ δύο αἰτιατὰ – Υἱὸς καὶ Ἅγ. Πνεῦμα).

  Στὶς σελίδες 73-74, ὁ R. ὑποστηρίζει κάτι ποὺ ἔχει γίνει κοινὸς θεολογικὸς τόπος γιὰ τὴ σύγχρονη ὀρθόδοξη ἀκαδημαϊκὴ θεολογία, τουτέστιν τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Πατὴρ κοινοποιεῖ τὴν οὐσία του στὶς αἰτιατὲς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἤτοι στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγ. Πνεῦμα. Σύμφωνα μὲ τὸν R., στὸ Θεὸ ὑπάρχει μία ἀΐδια δοτικότητα (giveness), ἡ ὁποία ταυτίζεται μὲ τὴν οἰκονομικὴ δοτικότητα. Ἔτσι, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα δὲν εἶναι κάτι ἄλλο παρὰ τρόποι τῆς δοτικότητας τοῦ Πατρός. Ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ παραλῆπτες τῆς θείας οὐσίας. Κάτι ἀντίστοιχο μὲ τὸν R. ὑποστηρίζει καὶ ὁ π. Ν. Λουδοβίκος [5]. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ κοινοποίηση ἢ ἀλληλοδιάδοση (inter-giveness) τῆς οὐσίας εἶναι ἄρρηκτα συνυφασμένη μὲ τὸ filioque τῆς δυτικῆς θεολογικῆς παράδοσης (Πατὴρ – δίδων, Υἱὸς – λαμβάνων καὶ δίδων καὶ Ἅγ. Πνεῦμα – μόνο λαμβάνον = τρόποι ὕπαρξης τῆς ἀλληλοδιάδοσης τῆς οὐσίας), καὶ τοῦτο, διότι προϋποθέτει τὴ σύγχυση μεταξὺ τῶν τριῶν κυρίων κατηγορημάτων τοῦ ἀκτίστου ὄντος, αὐτῶν τῆς οὐσίας, τῆς ὑπόστασης καὶ τῆς ἐνέργειας. Μὲ ἄλλες λέξεις, ἡ κοινοποίηση τῆς οὐσίας προσπαθεῖ νὰ ἐξηγήσει τὴ διαφορὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα λαμβάνει τὴν οὐσία τόσο ἀπὸ τὸν Πατέρα ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό, προκειμένου τὸ Πνεῦμα νὰ μὴ εἶναι Υἱός, κατὰ τὴ συλλογιστικὴ τῶν Λατίνων. Ὅμως, οἱ Ἕλληνες Πατέρες εἶναι ξεκάθαροι καὶ ἐπὶ αὐτοῦ τοῦ ζητήματος. Ὁ Υἱὸς δὲ δέχεται τὸ εἶναι ἢ τὴν οὐσία ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ ὁ Πατὴρ ἀποτελεῖ τὴν αἰτία τοῦ τρόπου ὕπαρξης τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος [6]. Ἡ οὐσία δὲ δίδεται, ἁπλῶς εἶναι. Μόνον ἡ ἐνέργεια δίνεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα στὴν κτιστὴ πραγματικότητα.

  Στὴ σελίδα 84, ὁ R. ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Πατήρ, πρᾶγμα ποὺ θυμίζει τὶς μεταγενέστερες ἀπόψεις τῶν Μητρ. Ἰωάννη Ζηζιούλα καὶ Χρ. Γιανναρᾶ, οἱ ὁποῖοι ταύτιζαν τὸ Θεὸ ἀναμφιλέκτως μὲ τὸν Πατέρα. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Θεὸς λόγῳ τῆς μίας θείας οὐσίας, ἀλλὰ λόγῳ τοῦ ἑνὸς Πατρός, κατὰ τοὺς ἀνωτέρω πρόσφατα ἐκλιπόντες συγγραφεῖς.  Τὸ ἀντίθετο ἀκριβῶς ὑποστηρίζουν οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Θεός, σύμφωνα καὶ μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Νύσσης, ἕνεκα τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Πατὴρ εἶναι Πατήρ, ἀλλὰ λόγῳ τοῦ ὅτι ἡ οὐσία ἢ  φύση  τῆς  ἀκτίστου  πρα­γματικότητας εἶναι τοιαύτη, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς ἀκτίστου θεότητας δὲ μπορεῖ νὰ βασίζεται στὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός [7]. Ὁ Πατὴρ εἶναι Θεός, ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὁ Πατήρ. Συνεπῶς, ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μαζί.

Μὲ βάση τὰ ἀνωτέρω διαφαίνεται ἐναρ­γῶς ὅτι ἀρκετὲς προκείμενες τῶν θιασωτῶν τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας ἔχουν παρθεῖ ἀκρίτως ἀπὸ τὴ θεολογικὴ σκέψη τοῦ K. Rahner, πρᾶγμα παντελῶς ἀνούσιο, καθότι ὁ R. προσπαθοῦσε νὰ διορθώσει προβλήματα ποὺ ἡ ὀρθόδοξη θεολογικὴ παράδοση οὐδέποτε εἶχε.

Σημειώσεις:

  [1] Θὰ βασιστοῦμε στὸ βιβλίο τοῦ K. Rahner μὲ τὸν τίτλο The Trinity. Ὅλες οἱ παραπομπὲς θὰ γίνονται στὴν ἀγγλικὴ μετάφραση τοῦ ἀνωτέρω ἀναφερθέντος ἔργου. Βλ. K. Rahner, The Trinity, translation: J. Donceel, Burns & Oates. [2] Μάξιμος Ὁμολογητής, Ἑρμηνεία εἰς τὸ πάτερ ἡμῶν, PG 90, 884-885. [3] Νικηφόρος Γρηγορᾶς, Δογματικὸς Α΄, Migne PG 149, 261Α. Σύμφωνα μὲ τὸ Νικηφόρο Γρηγορᾶ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα δὲν εἶναι κάτι ἄλλο παρὰ ἢ ἐνέργεια καὶ αὐτοενέργεια τοῦ Θεοῦ. [4] Μάξιμος Ὁμολογητής, Διάλογος μετὰ Πύρρου, PG Migne 91, 313CD. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγ. Πνεύματος τίθεται μαζὶ μὲ αὐτὴν τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πατρός, καθότι εἶναι ὁπωσδήποτε κοινές. Βλ. Βασίλειος Καισαρείας, Ἀνατρεπτικὸς κατὰ Εὐνομίου Γ’, PG Migne 29, 664Β.  [5] N. Loudovikos, Analogical Identities: The Creation of the Christian Self, Volume 2, Intermeaningfulness Self-Catholicization, Meta-Narcissism, and Christian Theology, Brepols Publishers, Turnhout/ Belgium 2024, p. 18: «This event of essential participation should not be taken as the contents of relationship, or as a relationship, but rather as a timeless mutual giving, not of course in the sense that someone possesses the divine nature “first”, and “then” he distributes it; this mutual inter-giveness is not a process in time, but a pre-eternal mode of existence». [6] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ρῆσις ἐκ τῶν Θησαυρῶν τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, 5, Π. Χρήστου Δ’, σσ. 105-106. Τὸ φυσικὸ ἰδίωμα τῆς ζωῆς, λοιπόν, δὲν τὸ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Πατέρα ὁ Υἱός, διότι ἐκεῖνο ποὺ λαμβάνει κάτι ποὺ δὲν τὸ ἔχει ἐξαρχῆς εἶναι ὁπωσδήποτε δημιούργημα – μετέχον, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ κτιστὴ πραγματικότητα εἶναι αὐτὴ ποὺ λαμβάνει τὴν ἄκτιστη θεία χάρη – ζωὴ ἀπὸ τὸν τρισυπόστατο Θεό, καθότι ἐκεῖνος εἶναι ἡ μόνη αὐτοζωή. Ὡς αὐτοζωή, λοιπόν, ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει στὶς ὑποστάσεις τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, δὲ μετέχει σὲ καμία ἀπολύτως τῶν περιπτώσεων τῆς ζωῆς, εἴτε ὡς οὐσίας εἴτε ὡς ἐνεργείας. Συνελόντι εἰπεῖν, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα δὲν ὑπάρχουν ἀπὸ μετουσία, ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης. Βλ. Γρηγόριος Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Β’, 618, JAEGER I, σελ. 407. [7] Γρηγόριος Νύσσης, Πῶς τρία πρόσωπα λέγοντες ἐν τῇ θεότητι οὐ φαμέν τρεῖς θεοὺς πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, 2, JAEGER III, 1, σελ. 20: «Ὁμοίως καὶ ὁ πατὴρ οὐκ, ἐπειδὴ πατήρ, θεός, ἀλλ’ ἐπειδὴ οὐσία τοιάδε».

Previous Article

Η θεοδίδακτη κανονική παράδοση της Εκκλησίας μας και “τα κανονικά δίκαια” των αιρετικών

Next Article

Νεοφανεῖς αἱρέσεις καταστροφικαὶ λατρεῖαι εἰς τὸ φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας – 16ον