H αποδοχή του ‘’νεομαλθουσιανισμού’’, μέσω της αποφυγής της τεκνογονίας μεταξύ των συζύγων, εντός των πλαισίων του Εκκλησιαστικού Γάμου, συνιστά το θανάσιμο αμάρτημα της φυγοτεκνίας. Αναίρεση νεωτεριστικών, ‘’νεονικολαϊτιστικών’’ και ‘’νεορθόδοξων’’ θεωριών και πλανών, υπό το Φως της Ορθοδόξου Διδασκαλίας της Εκκλησίας μας.
Ηλία Σουτζίδη
θεολόγου εκπαιδευτικού
Μαλθουσιανισμός και νεομαλθουσιανισμός, είναι θεωρίες που πρώτος εισηγήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα ο άγγλος στην καταγωγή και αγγλικανός στο θρήσκευμα, ΄΄εφημέριος΄΄, Thomas R. Malthus (1766-1854), με το έργο του ‘’μελέτη περί της κινήσεως του πληθυσμού’’, υποστηρίζοντας, ότι τα αγαθά της γης πολλαπλασιάζονται με αρηθμητική πρόοδο (2,4,6,8,10,12..), ενώ ο πληθυσμός της γης κατά γεωμετρική πρόοδο (2,4,8,16,32,64..). Επάνω στις θεωρίες αυτές, στηρίχθηκε και θεμελιώθηκε η σατανική ιδέα και οι πρακτικές της αντισύλληψης και των εκτρώσεων, προβαλλόμενες και προτεινόμενες ως οι πλέον πιο αποτελεσματικές λύσεις και τα μέσα εκείνα, που συνδράμουν στον έλεγχο του περιορισμού του υπερπληθυσμού της γης.
Στην εποχή μας, ευδοκιμούν και ανθούν και πολλές άλλες σωτηριολογικά ολέθριες θεωρίες εκμαυλισμού και αποχαύνωσης του ανθρωπίνου προσώπου, με κυρίαρχες αυτές του νεωτερισμού, της νεορθοδοξίας[1] και του νεονικολαϊτισμού[2], οι οποίες και πρωταγωνιστούν κερδίζοντας ολοένα και περισσότερο πνευματικό έδαφος και επιρροή στις ζωές των ανθρώπων που αγρεύτηκαν από τη σαγήνη της ζοφεράς πλάνης στα δίχτυα τους.
Δυστυχώς, διαθέτουμε σήμερα περισσό ευσεβισμό και ηθικολογούμε στα κηρύγματα και στην εν γένει ζωή μας, χωρίς να αγγίζουμε την ουσία των πραγμάτων, με συνέπεια να γινόμαστε πουριτανοί και υποκριτές. Το τραγικότερο πάντων βέβαια είναι ότι δεν ομιλούμε από άγνοια στο Ποίμνιο ή σκοπίμως αποφεύγουμε να ομιλήσουμε για θέματα που άπτονται ευαίσθητων πράγματι ζητημάτων και σχετίζονται με το γενετήσιο ένστικτο, επειδή ακριβώς τα θεωρούμε ‘’ταμπού’’, κατά το κοινώς λεγόμενο, κάτι δηλ. με το οποίο δεν θα πρέπει για ποικίλους λόγους να καταπιαστούμε ποτέ ό,τι και να γίνει, είτε πολλές φορές από λεπτότητα και διάκριση –όπως κάποιοι υποστηρίζουν– είτε από φόβο να μην στεναχωρήσουμε το Ποίμνιο, βαυκαλίζοντας το τελικά και αποκοιμίζοντας το, οδηγώντας το ταυτόχρονα σε βαθύ πνευματικό λήθαργο και αφήνοντας συνάμα να αιωρείται ως παρεπόμενη, μία πνευματική αιθαλομίχλη στο νου και στις καρδιές των πιστών, απειράκις πιο επικίνδυνη από αυτή που συστηματικά βλέπουμε τα τελευταία χρόνια επάνω από τον ελλαδικό ουρανό και που ελλοχεύει ολέθριες επιπτώσεις και συνέπειες για την πνευματική υγεία των πιστών, με τίμημα και αντίκρισμα που αφορούν στην Αιωνιότητα.
Αναπόδραστα όμως δράττονται της ευκαιρίας οι επιτήδειοι, προς άγραν ψυχών, και επιδιώκουν να διαλύσουν τα νέφη των αποριών που εμείς αφήσαμε να αιωρούνται και να σκοτίζουν επικίνδυνα το πνευματικό τοπίο της προσωπικής ζωής των ανθρώπων, με τρόπο κοσμικό και καταστροφικό, πληρώνοντας τα κενά που εμείς ως Εκκλησία αφήσαμε, με ετεροδιδασκαλίες και νεονικολαϊτισμούς, αποπροσανατολίζοντας έτσι τον άνθρωπο και δη τον Ορθόδοξο Χριστιανό Πιστό, από την Οδό της Σωτηρίας και του Θελήματος του Θεού.
Ένα ακανθώδες και πολύ φλέγον και ευαίσθητο ζήτημα που γίνεται κατά κόρον αφορμή πτώσεων αλλά και στεφανώματος πολλών πιστών που αγωνίζονται για την εκκοπή του ιδίου θελήματος και εναντίον της φιλαυτίας και των παθών τους, αποτελεί το θέμα της αποφυγής της τεκνογονίας μεταξύ των συζύγων εντός του πλαισίου του Εκκλησιαστικού Γάμου[3], με οποιοδήποτε φυσικό ή τεχνητό τρόπο και μάλιστα πολύ πρόσφατα με δαιμονιώδεις επιστημονικές σοφιστίες και ευφυολογήματα όπου η εμφύτευση ενός μικροτσίπ στο σώμα της γυναίκας θα εξασφαλίζει εκ προοιμίου την προσδοκώμενη και επιθυμητή έκβαση, ως η πιο εξελιγμένη και αποτελεσματική αντισυλληπτική μέθοδος.
Η πλειονότητα των ορθόδοξων χριστιανικών ζευγαριών που ένωσαν τις ζωές τους και έθεσαν τη σχέση και ένωση τους αυτή υπό την Ευλογία του Τριαδικού Θεού διαμέσου του Ιερού Μυστηρίου του Εκκλησιαστικού Γάμου και που αγωνίζονται «τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως»[4] και της πνευματικής εν γένει ζωής, παραβλέπει είτε εν γνώσει, είτε εν αγνοία το ζήτημα αυτό, καταστρατηγώντας είτε ιδία πρωτοβουλία και αυθαίρετα, είτε ιδία βουλήσει και θελήσει, είτε συνεργία, ευλογία και αδεία του πνευματικού τους πατρός, την Εντολή αυτή του Θεού περί της τεκνογονίας, εξασκώντας συστηματικά την φυγοτεκνία με πολλούς και διάφορους τρόπους. Η καθημερινή εμπειρία δείχνει ότι στην παγίδα αυτή της εν λόγω αμαρτίας, πίπτουν και εγκλωβίζονται ζευγάρια, όχι νεαρότερης μόνον ηλικίας, αλλά πολύ περισσότερο και αυτά που διανύουν τη μέση ηλικία, φτάνοντας έτσι και σε βαθιά ακόμη γεράματα, εξακολουθώντας να αίρουν και λίγο πριν από την αναχώρηση τους από την παρούσα ζωή, το πνευματικό αυτό απεχθές φορτίο που έχει εναποτεθεί εξαιτίας της ασυνείδητης και ακούσιας ή ενσυνείδητης και εκούσιας πνευματικής τους αμέλειας, επάνω στους νοητούς ώμους της καρδίας τους, δίχως ποτέ να έχουν αντιληφθεί και συναισθανθεί το επιτακτικόν της αναγκαιότητος αποθέσεως του, εξαιτίας του οποίου παραμένουν πνευματικά καθηλωμένοι καθόλη τη διάρκεια της βιωτή τους, στη χαμέρπεια του σαρκικού τους πάθους, υπόλογοι και δέσμιοι της θανάσιμης αμαρτίας της φυγοτεκνίας, χαριζόμενοι με τη στάση τους αυτή στο φιλήδονο σαρκίο τους, θωπεύοντας παράλληλα με τον τρόπο αυτό την φιλαυτία τους. Η φυγοτεκνία αποτελεί ένα δυσβάσταχτο πνευματικό χρέος, μία επισφαλής πνευματικά τρόπον τινά επιταγή που οδεύει προς διαμαρτύρηση και που οφείλουν οικεία βουλήσει και επιλογή όσοι τη μετέρχονται, να προβούν στην άμεση και ‘’άχρι καιρού’’, εξόφληση της, στο παρόν αποκλειστικά πάντοτε στάδιο του επί γης βίου και πριν παραχωρήσει η Φιλευσπλαχνία του Θεού κάποια μεγάλη Δοκιμασία, προκειμένου τα τέκνα Του να πάψουν να είναι χρεώστες απέναντι Του και ενεργοποιηθούν κατά συνέπεια οι πνευματικοί Νόμοι που κανείς δεν είναι σε θέση να αντιπαρέλθει, με προεξάρχουσα να κυριαρχεί η πνευματική σταθερά που θέλει μετά την ηδονή, να ακολουθεί και την θέση της να καταλαμβάνει η οδύνη.
Συμπερασματικά θα λέγαμε, ότι η ένωση του ζευγαριού διαμέσου της ερωτικής συνάφειας και εντός του εκκλησιαστικού Γάμου η οποία λαμβάνει χώρα με μοναδικό σκοπό και επιδίωξη την ικανοποίηση του φιλήδονου ‘’εγώ’’ μας, άρα με ιδιοτέλεια και τιθέμενη υπό την υπηρεσία της φιλαυτίας, καθίσταται αναπόδραστα εφάμαρτη, κατακριτέα και απορριπτέα έναντι του Θεού.
Σύμφωνα με την Πατερική Παράδοση, η έλξη και η αγάπη του άνδρα προς τη γυναίκα και τανάπαλιν, οφείλει να διαπνέεται και να αποτελεί εικόνα της αγαπητικής ροπής και Σχέσεως του Ορθοδόξου Χριστιανού με τον Χριστό, η οποία και σαν τελικό σκοπό έχει την επίτευξη του καθ΄ομοίωσιν, μέσα από το Μυστήριο του Γάμου και της συζυγικής σταυρικής πορείας του έγγαμου βίου. Ο Απόστολος Παύλος εξάλλου μας διαβεβαιώνει ότι «τὸ Μυστήριον τοῦτο Μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν»[5].
Όπως μας διαβεβαιώνει όμως και ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, ποτέ δεν είναι αργά για τη Σωτηρία μας και ενόσω έχουμε μέσα μας πνοή ζωής ακόμη, αρκεί να εκμεταλλευτούμε ορθά τον υπόλοιπον χρόνον του επίγειου βίου μας, με την ειλικρινή Μετάνοια και Ιερά Εξομολόγηση που απαλείφει κάθε σπίλο και ίχνος προερχόμενο από την αμαρτία.
Ο ορθόδοξα έγγαμος σύζυγος είτε άνδρας είναι είτε γυναίκα οφείλει να παραιτηθεί στην πράξη από κάθε είδους ‘’δικαιώματα’’ προφύλαξης και φυγοτεκνίας. Στις μέρες μας μάλιστα, οι ιθύνοντες επιχρυσώσανε το χάπι και το ονομάζουνε δήθεν ‘’οικογενειακό προγραμματισμό’’· ακούγεται προφανώς πιο εύηχα και δεν εγείρει ως περίτεχνα κεκαλυμμένος όρος έντονες αντιδράσεις, υπολανθάνοντας και υποκρύπτοντας τεχνηέντως την πραγματικότητα.
Για να θέσουμε όμως το ζήτημα απερίφραστα και ξεκάθαρα, η αποφυγή της τεκνογονίας με οποιαδήποτε παρέμβαση από την πλευρά των ζευγαριών, πλην της εγκρατευτικής οδού, αποβαίνει θανάσιμο αμάρτημα ενώπιον του Θεού. Aκόμη και η χρήση της ‘’εκμετάλλευσης’’ της φυσιολογίας των μη γόνιμων[6] ημερών της γυναίκας κατά τη διάρκεια του μηνιαίου κύκλου της, δεν αποτελεί ορθό πνευματικό τρόπο προσέγγισης του θέματος. Εντούτοις όμως, και η εγκράτεια ακόμη, ως ο μοναδικά, σε σχέση με τους υπόλοιπους, αποδεκτός τρόπος του ενεργείν, πρέπει να εξασκείται μόνον όταν συντρέχουν ιδιάζοντες πνευματικοί λόγοι ανυπερβλήτου χαρακτήρα που δεν συνηγορούν υπέρ της πολυτεκνίας και επιβάλλουν την αποφυγή της, πάντοτε όμως και κατόπιν υπακοής και πνευματικής καθοδήγησης από φωτισμένο και έμπειρο Πνευματικό πατέρα εγνωσμένου για την ορθοτόμηση του λόγου της Αληθείας, τη βιοτή του οποίου χαρακτηρίζει και διέπει η ορθοπραξία, το ασκητικό πνεύμα και αγωνιστικό φρόνημα, εμφορείται από τον θείο ζήλο και είναι προσηλωμένος στο αυθεντικό Ήθος της Ορθοδόξου Εκκκλησίας μας και των Αγίων Πατέρων, ως μέτοχος πρωτίστως και φορέας κατά το μέτρο της δυνάμεως, της μακραίωνης αγιοπνευματικής Παραδόσεως Της. Αναντίρρηττα όμως, η εξαίρεση της εγκράτειας που σχετίζεται με τις περιόδους των διατεταγμένων από την Εκκλησία νηστειών, συμπεριλαμβανομένων της Τετάρτης και Παρασκευής καθόλη τη διάρκεια του έτους, όπου η αποχή αυτή από τη συνουσία, σε καμιά περίπτωση δε λογίζεται ως αποφυγή τεκνογονίας, αλλά αντιθέτως ως πνευματικά επιβεβλημένη άσκηση. Επιπλέον, η προσωρινή εξάσκηση της εγκρατευτικής οδού, πέραν των συγκεκριμένων αυτών περιόδων, όταν εκ συμφώνου[7] αποφασισθεί και από τις δύο πλευρές των συζύγων, πάντοτε όμως με στόχο την εντρύφηση στην πνευματική άσκηση, στη νηστεία και στην προσευχή για πνευματική ανάταση και ουδέποτε με σκοπό την αποφυγή της τεκνογονίας, αλλά πάντοτε κατόπιν ευλογίας του πνευματικού τους πατέρα, αποτελεί θεάρεστο έργο και πνευματική άσκηση.
Σε κάθε αντίθετη περίπτωση όπου προβάλλεται επιτακτικά η ανάγκη διαρκούς επιβολής μιας άνευ ορίων αδιάκριτης εκκλησιαστικής Οικονομίας με πρόφαση την χαλεπότητα των εσχάτων καιρών που διανύουμε, όπου και προτάσσονται η αγάπη δήθεν και συγκατάβαση προς το ανθρώπινο πρόσωπο καθώς και ‘’αντικειμενικοί’’ ~όπως υποστηρίζουν~ λόγοι δυσκολίας ακριβούς και κατά γράμμα πιστής εφαρμογής των Ευαγγελικών Εντολών και του Παναγίου Θελήματος του Θεού, των Προσταγμάτων των Αγίων Πατέρων και των ιερών Κανόνων της Εκκκλησίας μας, αντικατοπτρίζουν περίτρανα αλλά και πιστοποιούν συνάμα το μέγεθος της εκκοσμίκευσης στην οποία έχει περιέλθει ο Πνευματικός και της απομάκρυνσης του από την Αλήθεια την Οποία βάναυσα κατακερματίζει κατά το δοκούν και ασύστολα υπερκερνά, προκειμένου να προσαρμόσει το λόγο του Θεού, το Άγιο Ευαγγέλιο Του, στις εθελοθρησκεύουσες ορέξεις και επιθυμίες των πνευματικών του τέκνων, στις επιταγές της ‘’νέας εποχής’’, χωρίς να προσπαθεί Χάριτι Θεού να τους οδηγήσει δρομολογώντας τους με ασφάλεια στην τραχεία και επίπονη μεν αλλά σωτήρια τεθλιμμένη Οδό που διδάσκει και ακολουθεί με συνέπεια 21 ολόκληρους αιώνες η Αγία Ορθοδοξία μας, η διάβαση της οποίας διαπορθμεύει με ασφάλεια τον αγωνιστή που πιστά την ακολουθεί, στη Βασιλεία των Ουρανών.
Αναμφισβήτητα, διανύουμε τα Έσχατα και ο αψευδής λόγος του Κυρίου «καὶ πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐγερθήσονται καὶ πλανήσουσι πολλούς»[8], βρίσκει την απόλυτη και με ακρίβεια εκπλήρωση του στην εποχή μας, ενώ με τη σειρά του ο Απόστολος Παύλος καθίσταται κι αυτός πάλιν και πολλάκις επίκαιρος και μάλιστα όσο ποτέ άλλοτε και επιβεβαιώνεται διακηρρύσσοντας: «Τὸ δὲ Πνεῦμα ῥητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων, ὑποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυστηριασμένων τὴν ἰδίαν συνείδησιν»[9].
Με τις ευφάνταστες άλλωστε ανοησίες και έντεχνα καλοστημένες πλάνες και παγίδες του σατανά, ενός πρόσφατου δηλ. αλλά πάνυ δαιμονικού εφευρήματος των τελευταίων χρόνων, της ‘’μεταπατερικής’’ δήθεν θεολογίας την οποία και σερβίρουν ως μεταλλαγμένη και πνευματικά νοθευμένη και αλλοιωμένη τροφή σε ακαδημαϊκούς κατ΄αρχάς πολίτες που επέλεξαν να σπουδάσουν ‘’ορθόδοξη΄΄ κατά τα άλλα θεολογία, αντιμετωπίζοντας τους από τη μια μεριά ως ‘’πειραματόζωα’’ και από την άλλη ως αυριανούς κήρυκες του οικουμενισμού, —εάν βέβαια κατορθώσουν να τους καταστήσουν φερέφωνα της πλάνης τους— και κατόπιν κάποιοι και δια του άμβωνος ή και μέσα από το Μυστήριο ακόμη της Ιεράς Εξομολογήσεως αλλά και τη διοργάνωση σχετικών σεμιναρίων και ‘’πνευματικών’’ ημερίδων, επιδιώκουν ‘’διαφωτιστικά’’ να μεταδώσουν τις εμετικές τους αλλά και σωτηριολογικά θνησιγενείς και θνησιμαίες κατά συνέπεια ψευδοδιδασκαλίες, προσαρμοσμένες κατάλληλα στις επιταγές της νέας εποχής, του άρματος δηλ. του δυσώνυμου αντιχρίστου και του δεκανικίου αυτής του επονείδιστου και σωτηριολογικά ολέθριου οικουμενισμού, με θιασώτες και πρωταγωνιστές, ιθύνοντες και επιτετραμένους για το σκοπό αυτό, τους υψηλά ιστάμενους, θρονολάγνους ρασοφόρους και της συνοδείας αυτών, των οσφυοκαμπτών ακαδημαϊκών τηβεννοφόρων και λοιπών παρατρεχάμενων που με τον εωσφορικό εγωισμό τους προσπαθούν να διαστρέψουν και να ακυρώσουν την Πράξη και Παράδοση τόσων αιώνων, την Εμπειρία και τη Ζωή της Εκκλησίας, ξεπουλώντας ως δοσίλογοι αντί πινακίου φακής Αιώνιες Ατίμητες Αλήθειες, παύοντας την ορθοτόμηση της Αλήθειας του Κυρίου και διαστρέφοντας την εκούσια με τον πιο οικτρό και γλοιώδη τρόπο. Παραθεωρούν ότι με αυτό τον τρόπο απεμπολούν το Άγιο Βάπτισμα που παιδιόθεν δέχθηκαν, επιχειρώντας ουσιαστικά να πείσουν το Πλήρωμα της Εκκλησίας, ότι τόσες αιώνες οι Πατέρες τάχα δεν θεολόγησαν με ορθό τρόπο και υπέπεσαν σε φανατισμό και πλάνη και άρα και οι Αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων δεν έχουν την ισχύ που έως τώρα γνωρίζαμε και αποδεχόμασταν, υπονοώντας δηλ. —απάγωμεν της βλασφημίας— ότι το Πανάγιο Πνεύμα έσφαλε και δεν φώτισε ούτε καθοδήγησε ορθά την Εκκλησία Του που το Ίδιο ίδρυσε κατά την Ημέρα της Αγίας Πεντηκοστής, αφήνοντας Την να παραπαίει δώθεν κακείθεν στην πλάνη επί δύο χιλιάδες και πλέον έτη. Έρχονται τώρα αυτοί οι ψευδοπεφωτισμένοι ‘’πνευματοφόροι’’ δήθεν αντιπρόσωποι Του να προσφέρουν επιτέλους την πολυπόθητη ‘’λύση΄΄ και ‘’αλήθεια’’ μέσω της αυτοχαρακτηρισθείσας, από τους ίδιους τους εμπλεκόμενους αλλά ουδέποτε και από το Πλήρωμα της Εκκλησίας, ως ‘’αγίας’’ και ‘’μεγάλης’’ ‘’συνόδου’’.
Αυτοί οι οποίοι αμφισβητούν με τους λόγους, τις πράξεις και τα έργα τους, βλασφημώντας ως θεομπαίχτες με τον πιο άθλιο και αποκρουστικό με τη στάση τους αυτή τρόπο, το Πανάγιο Πνεύμα, θέλουν να μας πείσουν ότι είναι πνευματοκίνητοι· για το μόνο όμως που μας πείθουν με απόλυτη βεβαιότητα, είναι το πόσο δαιμονοκίνητοι και φορείς άλλου είδους πνευμάτων ολοένα και περισσότερο καθίστανται. Ίσως κάποιοι από αυτούς και να διέπρεπαν εάν διέτριβαν σε χώρους εκτός και μακράν της Εκκλησίας του Χριστού, ως νομπελίστες σεναριογράφοι επιστημονικής φαντασίας επί παραδείγματι, για όλα αυτά που σκαρφίζονται καθώς και με τον υποχθόνιο και πολυδαίδαλο τρόπο με τον οποίο βυσσοδομώντας ενεργούν.
Ανατρέχοντας εξάλλου πίσω πριν από πολλούς αιώνες, αφικνούμενοι στα βάθη των χρόνων της Παλαιάς Διαθήκης, αφουγκραζόμαστε τον Κύριο να βοά διά στόματος Προφήτου Ιερεμίου λέγοντας, «ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνά μου, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου, ἔδωκαν τὴν μερίδα τὴν ἐπιθυμητήν μου εἰς ἔρημον ἄβατον»[10]. Όλοι αυτοί όμως που εμπλέκονται στη διαδικασία αυτή του αποπροσανατολισμού του Ορθόδοξου Πληρώματος από την Αληθινή Ποίμνη του Χριστού, την Ορθόδοξη Εκκλησία δηλ. και συστηματικά την οδηγούν βορά στις αδηφάγες σιαγόνες του νοητού λύκου, εχθρού και αντιδίκου σατανά, ο οποίος με το προβατόσχημο προσωπείο του επάρατου οικουμενισμού, «ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ[11]», ή επί το ακριβέστερον, ως ‘’καλοί σαμαρείτες’’ προσπαθώντας να τον απαλλάξουν από την μέριμνα αυτή, αγωνίζονται με κάθε μέσο και με όλες τις δυνάμεις τους να του προσφέρουν το ‘’γεύμα’’ του αέργως και ακόπως, οδηγώντας την Ποίμνη στο δικό του ‘’μαντρί’’, στο πνευματικό σφαγείο των ψυχών, στην παναίρεση δηλ. του οικουμενισμού. Η σημερινή αυτή διαστροφική κατάσταση της πνευματικής ανέχειας και έκπτωσης από την Αλήθεια, περιγράφεται προφητικώ τω τρόπω επακριβώς και πολύ χαρακτηριστικά, πριν από 1600 περίπου χρόνια και από τον Άγιο Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη ο οποίος αναφέρει τα ακόλουθα: «Τότε μέν γάρ ὑπέρ τῶν προβάτων ἀπέθνησκον· νῠν δἐ τά πρόβατα ἀναιροῠσιν οἱ ποιμένες οὐ τά σώματα σφάζοντες· ᾗττον γάρ ᾖν κακόν· ἀλλά τάς ψυχάς σκανδαλίζοντες»[12].
Όλοι οι ανωτέρω περί ων ο λόγος, συγκαταριθμούνται και αυτοί με τη σειρά τους μεταξύ εκείνων, εναντίον των οποίων επίστησε την προσοχή ο Ίδιος ο Χριστός, τονίζοντας εμφατικά: «Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες»[13], συμπεριλαμβανομένων και των βυσσοδομούντων κατά του Ποιμνίου ‘’λυκοποιμένων’’, εκείνων οι οποίοι με το χέρι με το οποίο κατεβάζουν τον Ουρανό στη γη και σημειώνουν το σημείο του Τιμίου Σταυρού επάνω στα Τίμια Δώρα και Χάριτι του Παναγίου Πνεύματος μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα Χριστού, το ίδιο αυτό χέρι τόλμησε, είτε από αδιαφορία και δειλία, είτε από φόβο και έγνοια ενδεχόμενης επακολουθείσας έκπτωσης και κατακρήμνησης από τον θρόνο και απώλειας κατά συνέπεια των δεδομένων θέσεων, των αξιωμάτων και των τιμών, να προσυπογράψει τις συγκεκαλυμμένες ανίερες πλάνες του δαιμονιώδους οικουμενισμού. Η βάναυση όμως και απροκάλυπτη αυτή βλασφημία κατά του Παναγίου Πνεύματος, θα τους κοστίσει, οφείλουν να γνωρίζουν, εάν δεν μετανοήσουν, την Αιώνια Ζωή[14] και τη μοναδική ευκαιρία να καταστούν συλλειτουργοί και μέτοχοι της Επουρανίου και Ατελευτήτου Acclamatio[15], πέριξ του Θρόνου του Αρνίου, εξασφαλίζοντας αναπόδραστα το εισητήριο για τον άληκτο συγκολασμό και συμβασανισμό με τον εμπνευστή όλων αυτών, τον πατέρα του σκότους, του ψεύδους και της πλάνης, σατανά που τώρα έμμεσα ή άμεσα υπηρετούν με τις ψευδοδιδασκαλίες, την πνευματική τους τοποθέτηση και στάση τους αυτή, έναντι της Αλήθειας την οποία επιχειρούν προκλητικά και ανερυθρίαστα να φαλκιδεύσουν, προς όφελος πάντοτε του ‘’ιδεώδους’’ και των συμφερόντων των εκπροσώπων του αντιχρίστου οικουμενισμού.
Μόλις και χρειάζεται να αναφερθούμε στις συνέπειες που μπορεί να έχει για την πνευματική πορεία και πρόοδο του πιστού, η στάση αυτή ενός δογματικά ελευθεριάζοντος Πνευματικού πατέρα που είτε φλερτάρει είτε έχει αποδεχθεί στην πράξη τις ‘’μεταπατερικές’’ θεολογίες και το ‘’πνεύμα’’ της ‘’αγάπης’’ που μεταφράζεται σε αποδοχή των πλανών των χριστιανικών ομολογιών και της παναίρεσης αναπόφευκτα του οικουμενισμού. Οπότε τα περί φυγοτεκνίας θα αποτελούν απλά ασήμαντες επουσιώδεις λεπτομέρειες, άνευ σπουδαιότητος και σημασίας, της κατά τα άλλα ‘’πνευματικής ζωής’’.
Κλείνοντας την απαραίτητη αυτή φρονούμε παρένθεση αναφορικά με τα θεολογικά δρώμενα των καιρών μας, τα οποία έχουν άμεσες επιπτώσεις και σχετίζονται με την πνευματική ζωή εκάστου ημών και ακόμη περισσότερο με το θέμα της φυγοτεκνίας, επειδή ακριβώς οι Άγιοι Πατέρες έθεσαν το ζήτημα αυτό στην ορθή του βάση και θεολόγησαν περί αυτού, επισημαίνουμε το ματαιόπονον της προσπάθειας και του εγχειρήματος του υπερκερασμού από κάποιους, της διδασκαλίας και του πνεύματος των θεοφόρων αυτών Διδασκάλων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Επομένως το πόσα παιδιά θα δώσει ο Θεός και εάν θα δώσει είναι αποκλειστικά στη δική Του δικαιοδοσία. Εάν όμως εμείς για πάμπολλους και διάφορους λόγους δεν είμαστε σε θέση να δεχτούμε κάτι τέτοιο και ενεργούμε σύμφωνα με το δικό μας θέλημα, να γνωρίζουμε τουλάχιστον ότι σαφέστατα σφάλλουμε ενώπιον Του και μάλιστα βαριά και θανάσιμα.
Ο Χριστός δεν αφήνει να πειρασθεί κάποιος πέραν των δυνάμεων του και πλέον του σημείου που γνωρίζει ότι μπορεί ο άνθρωπος να αντέξει. Επομένως το να προφασιζόμαστε μύρια όσα για να υποστηρίξουμε την πλάνη μας και τις ηδονοθηρικές μας διαθέσεις αναφορικά με το ζήτημα αυτό, είναι φθηνές αμπελοφιλοσοφίες. Σε κάποιους δίνει ο Θεός δέκα παιδιά, σε μερικούς ένα και σε άλλους κανένα. Ως Πάνσοφος Δημιουργός, γνωρίζει σε απόλυτο βαθμό τι θα ωφελήσει τον καθένα και μας το παρέχει αναλόγως.
Εάν τώρα εμείς αμφισβητούμε την Παναγία Πρόνοια του Κυρίου μας, πως είναι δυνατόν να θέλουμε να λεγόμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί; Να εκκλησιαζόμαστε και κατά τα άλλα να ζούμε μία ανώδυνα κατά φαντασίαν πνευματική ζωή; Μας περιγελά ο σατανάς και ούτε καν το υποψιαζόμαστε· θεωρούμε ότι αυτό που πράττουμε ότι ανήκει αποκλειστικά και μόνο στη σφαίρα της προσωπικής μας ζωής κι επομένως στη δικαιοδοσία του προσωπικού ελέγχου και ευθύνης μας και δεν αφορά απολύτως κανέναν άλλον, ούτε καν τον Πνευματικό μας πατέρα τον οποίο και αφήνουμε στις πλείστες των περιπτώσεων αμέτοχο από το να μας διασαφηνίσει το Θέλημα του Θεού στη ζωή μας, ενώ άλλοτε το δυστύχημα είναι ότι παρόλο κάποιος που εμπιστεύεται τη ζωή του στο Πετραχείλι του πνευματικού του, εντούτοις εάν αυτός έχει μολυνθεί από τον δυσίατο και θανάσιμο πνευματικό ιό της εκκοσμίκευσης, η καθοδήγηση που θα λάβει ο πιστός δε θα είναι η δέουσα πνευματικά.
Θα πρέπει να αναφέρουμε, ότι υπάρχουν δυστυχώς και Πνευματικοί που βαυκαλίζουν τα πνευματικά τους τέκνα, ενώ γνωρίζουν ότι αυτά επιμελώς αποφεύγουν την τεκνογονία μέσω της συστηματικής ή περιστασιακής έστω χρήσης προφυλακτικών τεχνητών μέσων, όπως και της διακεκομμένης συνουσίας[16] και εντούτοις από έγνοια να μην τους στεναχωρήσουν ή ακόμα χειρότερα, από φόβο μήπως τους χάσουν από ‘’πελάτες’’, δεν προσπαθούν να τους απεμπλέξουν από την πλάνη αυτή, αλλά αντιθέτως, με μελίφθογγους βαυκαλισμούς και ολέθριες πνευματικά νουθεσίες, τους αφήνουν να ζουν στην αμαρτία και σε μία ψευδαίσθηση και επίφαση πνευματικής ζωής, έχοντας ωστόσο και μυστηριακή -όπως νομίζουν- ζωή, με συχνότατη μάλιστα προσέλευση στα Άχραντα Μυστήρια, με την άδεια φυσικά πάντοτε και ευλογία του Πνευματικού τους πατέρα.
Μετά επιτρέπει δοκιμασίες ο Θεός στη ζωή μας και αναρωτιόμαστε ποιος είναι ο λόγος που συμβαίνουν όλα αυτά; Μήπως άραγε είναι το ‘’καμπανάκι’’ του Χριστού προκειμένου να ξυπνήσουμε από το λήθαργο της λανθάνουσας αμαρτίας που είναι μάλιστα επικαλυμμένη με ένα πνευματικό μανδύα και έχει και την αποδοχή της ‘’Εκκλησίας’’ όπως διαστροφικά νομίζουμε;
Αυτός που αρνείται και δεν εμπιστεύεται την Πρόνοια[17] του Θεού εσκεμμένα και ηθελημένα μέσω της προφύλαξης και της φυγοτεκνίας, θέλει εντούτοις είτε προς το θεαθήναι είτε για την προσωπική του ικανοποίηση ψυχολογικού και συναισθηματικού τύπου, να υποδύεται τον ενάρετο και πιστό, ενώπιον του ίδιου του εαυτού του ή και των άλλων, καθίσταται θεομπαίχτης και θα δώσει λόγο την Ημέρα της Κρίσεως εάν δεν συνέλθει εις εαυτόν και μετανοήσει ειλικρινά, αφιστάμενος των προτέρων πράξεων του. «Εἰσέλθατε διὰ τῆς στενῆς πύλης· ὅτι πλατεῖα ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν, καὶ πολλοί εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι δι᾽ αὐτῆς· ὅτι στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν»[18]. Δεν είναι δυνατόν επομένως να αντιστρέψουμε εμείς τους πνευματικούς αυτούς όρους, τα πνευματικά αυτά στάνταρτς και τις προδιαγραφές που ο Ίδιος ο Χριστός έθεσε, προσαρμόζοντας αναλόγως την ευρυχωρία εκάστης ‘’πύλης’’ και ‘’οδού’’, με σκοπό να την τροποποιήσουμε, αλλοιώνοντας τα πνευματικά ποσοστά και αριθμητικά δεδομένα τους.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι είναι τελείως διαφορετικό πράγμα κανείς να κλονίζεται ανθρωπίνως και να δέχεται τους πονηρούς λογισμούς από τον φόβο για παράδειγμα μιας ενδεχόμενης εγκυμοσύνης και για τον τρόπο που θα κατορθώσει οικονομικά να ανταποκριθεί στις τρέχουσες ανάγκες που θα προκύψουν, να προφυλάσσεται νικώμενος από την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον Θεό και Πατέρα του, αλλά να μετανοεί γι’ αυτό και να εξομολογείται ταπεινά την αδυναμία του και άλλο πράγμα είναι κανείς να απορρίπτει εκ των προτέρων και apriori αυτή την θέση της Εκκλησίας προσπαθώντας με διάφορους τρόπους να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα και να εμμένει εγωιστικά σε αυτό που αυτός επιθυμεί και νομίζει ως σωστό, εθελοθρησκεύοντας[19] και προσαρμόζοντας το Ευαγγέλιο στα δικά του ιδιοτελή, θνητά και πεπερασμένα μέτρα και όρια, διότι «καὶ πᾶς ὁ ἀκούων μου τοὺς λόγους τούτους καὶ μὴ ποιῶν αὐτοὺς ὁμοιωθήσεται ἀνδρὶ μωρῷ, ὅστις ᾠκοδόμησεν αὐτοῦ τὴν οἰκίαν ἐπὶ τὴν ἄμμον. καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέκοψαν τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ ἔπεσεν, καὶ ἦν ἡ πτῶσις αὐτῆς μεγάλη»[20].
Άλλωστε η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει αποφανθεί ξεκάθαρα με δύο Εγκυκλίους αναφορικά με το ζήτημα της αποφυγής της τεκνογονίας, στις 14 Οκτωβρίου του 1937[21] η πρώτη και στις 9 Οκτωβρίου 1978 η δεύτερη, θέτοντας προ των πνευματικών ευθυνών τους τα τέκνα Της που θα ενεργήσουν με γνώμονα την ανθρώπινη λογική και θα αποποιηθούν από ολιγοπιστία το Θέλημα[22] του Θεού.
Σήμερα βέβαια, παρουσιάζονται ορισμένοι ‘’μοντέρνοι’’[23] δηλ. εκκοσμικευμένοι Πνευματικοί, με άκρως νεωτεριστικές θέσεις και απόψεις που αμφισβητούν και απορρίπτουν τα δύο αυτά Κείμενα της Εκκλησίας, προφασιζόμενοι και επικαλούμενοι λόγους Οικονομίας, εμμένουν ιδίως στο σαθρό και κίβδηλο άλλοθι της αλλαγής δήθεν των εποχών και των ηθών προσπαθώντας να αλλάξουν επομένως και το λόγο του Θεού και να τον προσαρμόσουν στην φιλήδονη βούληση του νεοέλληνα, των πνευματικών τους δηλ. τέκνων, αφού πρώτα οι ίδιοι καθιέρωσαν εφαρμόζοντας την φυγοτεκνία ως ένα ‘’mondus vivendi’’ στην προσωπική[24] τους ζωή κι έπειτα ύψωσαν ικετευτικά τάχα τα χέρια τους ενώπιον του Αγίου Θυσιαστηρίου, για να επικαλεστούν και να κατεβάσουν τον Θεό στη Γη, δανείζοντας τα μέλη αυτά του σώματος τους αλλά και όλο τους το ‘’είναι’’, για να μεταβληθεί ο Άρτος σε Σώμα Χριστού και ο Οίνος σε Αίμα Του, ενώ προηγουμένως τα χέρια αυτά ως σύζυγοι τα είχαν θέσει στην υπηρεσία της φυγοτεκνίας με την χρήση προφυλακτικών μέσων και μεθόδων, κινούμενοι έτσι κι ενεργώντας, περισσότερο ως στυγνοί ‘’επαγγελματίες’’ και κρατικοδίαιτοι ‘’δημόσιοι υπαλληλίσκοι’’, παρά ως ‘’Λειτουργοί’’ του Μόνου Υψίστου και Αληθινού Τριαδικού Θεού.
Παράλληλα, αρκετοί υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει κάποια σχετική ρητή εντολή για το θέμα αυτό στην Αγία Γραφή και ούτε κάποια σχετική απαγόρευση από τους Πατέρες και τους Κανόνες της Εκκλησίας. Αυτό αποτελεί ένα οικτρό ψέμα με αληθοφανές άλλοθι. Μολονότι μπορεί μεν να μην υφίσταται κάποια ρηττή Εντολή για το ζήτημα αυτό υπό την μορφή[25] των Εντολών που όλοι γνωρίζουμε μέσα από την Αγία Γραφή, παρόλ’αυτά το Πνεύμα του Ιερού Ευαγγελίου γίνεται Οδοδείκτης σε αυτές τις περιπτώσεις που μας οδηγεί σε ασφαλή ερμηνευτικά μονοπάτια. Παραδείγματος χάριν, δεν απαντά μέσα στην Αγία Γραφή κάποια σχετική ρηττή Εντολή εναντίον της ακηδίας, τον υπ’αριθμόν ένα κίνδυνο κι εχθρό της ψυχής που επιβουλεύεται μανιωδώς με ύπουλο και υποχθόνιο τρόπο τη Σωτηρία του Προσώπου, ή την κολακεία που αποβαίνει καταστρεπτική για αμφοτέρους, τόσο για τον λαμβάνοντα και δεχόμενο όσο και για τον απευθύνοντα αυτή, αλλά το Πνεύμα του Ευαγγελίου τα καταδικάζει όλα αυτά μέσα από αναφορές σε πρόσωπα και καταστάσεις που εμπλέκονται με τα συγκεκριμένα πάθη και αμαρτήματα. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την αποφυγή της τεκνογονίας· το ασκητικό Πνεύμα της Αγίας Γραφής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας κατ΄επέκταση, επιτάσσουν τον εκκλησιαστικά ορθόδοξο και υγιή σεξουαλικό ασκητισμό[26] και την εγκράτεια ακόμη και μέσα στον Γάμο χωρίς να αφήνουν περιθώρια για παραχωρήσεις και χαλαρές προσεγγίσεις πάνω σε ζητήματα που άπτονται του γενετήσιου ενστίκτου. Εφιστά την προσοχή όλων μας ο Απόστολος Παύλος, τονίζοντας με πολύ επιτακτικό και χαρακτηριστικό τρόπο, «ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ἄδικοι θεοῦ βασιλείαν οὐ κληρονομήσουσιν; μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε κλέπται οὔτε πλεονέκται, οὐ μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν θεοῦ κληρονομήσουσιν»[27]. Άραγε σε ποια πνευματική κατηγορία ανήκει και πως κατατάσσεται οντολογικά ο άνθρωπος εναντίον του Θεού, όταν μέσα στον Τίμιο Γάμο ενεργεί ατίμως εκμαυλίζοντας τον, αναδεικνυόμενος άριστος θηρευτής της ηδονής και καταπατητής της Θείας Εντολής; Μήπως τελικά συνιστά πορνεία και εντός των πλαισίων του Γάμου η πράξη αυτή της φυγοτεκνίας και μάλιστα χειρίστης μορφής; Ο ανωτέρω ‘’Πνευματικός Καθρέπτης’’ του Αποστόλου Παύλου, δεν αφήνει φρονούμε καμία αμφιβολία και κανένα περιθώριο να υποστηρίξει κανείς το αντίθετο.
Ανατρέχοντας εξάλλου στην Παλαιά Διαθήκη και συγκεκριμένα στη Δημιουργία των Πρωτοπλάστων μέσα στον παράδεισο, βλέπουμε ότι ο Θεός ευλόγησε τον Αδάμ και την Εύα και τους έδωσε την Εντολή της συνδημιουργίας μέσω της τεκνοποιΐας: «Καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. καὶ ηὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ θεὸς λέγων Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς…»[28].
Σε ένα περιστατικό επίσης από την Παλαιά Διαθήκη με τον Αυνάν, πληροφορούμαστε τα ακόλουθα: «Εἶπεν δὲ Ιούδας τῷ Αὐνάν· εἴσελθε πρὸς τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ γάμβρευσαι αὐτὴν καὶ ἀνάστησον σπέρμα τῷ ἀδελφῷ σου. γνοὺς δὲ Αὐνάν ὅτι οὐκ αὐτῷ ἔσται τὸ σπέρμα, ἐγίνετο ὅταν εἰσήρχετο πρὸς τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ἐξέχεεν ἐπὶ τὴν γῆν τοῦ μὴ δοῦναι σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. πονηρὸν δὲ ἐφάνη ἐναντίον τοῦ θεοῦ ὅτι ἐποίησεν τοῦτο, καὶ ἐθανάτωσεν καὶ τοῦτον»[29]. Φαίνεται ξεκάθαρα με το παράδειγμα του Αυνάν που απέφυγε με την στάση του αυτή την τεκνοποίηση, με ποιο τρόπο αξιολογείται τελικά ενώπιον του Θεού η πράξη αυτή.
Εξάλλου, η αποφυγή της τεκνογονίας αποβαίνει ουσιαστικός εχθρός της σωτηρίας, αφού όπως μας διαβεβαιώνει ο απόστολος Παύλος, «ἡ γυνή σωθήσεται[30] διά τῆς τεκνογονίας, ἐὰν μείνωσιν ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ καὶ ἁγιασμῷ μετὰ σωφροσύνης»[31].
Άλλωστε και οι σύγχρονοι αρτιαγιοκαταταχθέντες Άγιοι Γέροντες της εποχής μας, ο Όσιος Παΐσιος[32] ο Αγιορείτης και ο Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, πνευματικές Μορφές και Αναστήματα του 20ου αιώνα, φρονούν ότι η αποφυγή της τεκνογονίας με οποιοδήποτε τρόπο και μέσον, πλην της καθορισμένης εγκράτειας σε περιόδους νηστείας και των συγκεκριμένων ημερών της εβδομάδας, αποτελεί μέγα και θανάσιμο αμάρτημα. Παράλληλα και πολλές άλλες σύγχρονες ασκητικές μορφές που αγωνίσθηκαν μέσα στον κόσμο και μεγάλοι συνάμα θεολόγοι της εποχής μας, ορθοτομούντες τον λόγον της Αληθείας του Κυρίου, υποδείγματα αρετής και πνευματικής ακρίβειας, δοχεία του Παναγίου Πνεύματος, όπως και ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης και γέροντας π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, που βίωσαν το Άγιο Ευαγγέλιο στην προσωπική τους ζωή, με ζήλο και αυταπάρνηση και με τον τρόπο που η Ορθόδοξος Εκκλησία και η Ιερά Παράδοση Της ορίζουν και επιτάσσουν, απεφάνθησαν περί του θέματος της φυγοτεκνίας και το καταδίκασαν απερίφραστα και μετά βδελυγμίας.
Όσον αφορά ωστόσο κάποια αποσπάσματα από τον Γέροντα Παΐσιο, τον κατά κοινή αποδοχή και ομολογία Μεγαλύτερο αυτό Άγιο της εποχής μας, που αναφέρονται σε απαντήσεις, έπειτα από σχετική ερώτηση κάποιων, περί των συζυγικών σχέσεων τόσο των ιερέων όσο και των λαϊκών και ότι αυτά τα ζητήματα δεν τα καθόρισαν επακριβώς οι Πατέρες[33] επειδή από την φύση τους δεν καθορίζονται, είναι παντελώς αυθαίρετο και απαράδεκτο το συμπέρασμα που εικάζουν οι νεωτερίζοντες,—ότι δηλ. αποτελεί αυστηρώς προσωπικό ζήτημα και δικαίωμα ο καθορισμός του αριθμού των τέκνων που θα αποκτηθούν— διότι σε καμία περίπτωση δεν αναφέρεται στην αμνήστευση της φυγοτεκνίας αλλά προφανώς σε θέματα συχνότητας των μεταξύ των συζύγων ερωτικών επαφών που πράγματι και διαφέρει αφενός από πιστό σε πιστό αλλά και δεν υπάρχει αφετέρου κάποιο συγκεκριμένο αριθμητικό όριο, παρά μόνο ο κανόνας της εγκρατευτικής και ασκητικής και εντός του Γάμου και όχι της ηδονοθηρικής στάσης ζωής. Γράφει με πολύ γλαφυρό τρόπο ο Άγιος Κλήμης Αλεξανδρείας: «Τί δέ; οὐχί καί οἱ παλαιοί δίκαιοι εὐχαρίστως τῆς κτίσεως μετελάμβανον; οἱ δέ καί ἐπαιδοποιήσαντο, γήμαντες ἐγκρατῶς»[34], αποκαλύπτοντας σε όλους ο Ιερός Πατήρ, την μυστική συνταγή ενός επιτυχημένου πνευματικά Γάμου, που δεν είναι άλλη από την σωφροσύνη και εγκράτεια και μέσα στα πλαίσια του ευλογημένου Γάμου. Σε άλλο σημείο πάλι, αναφέρει παρακάτω: «Καί τόν ἐπί παιδοποιΐα γήμαντα ἐγκράτειαν ἀσκεῖν χρή, ὡς μηδέ ἐπιθυμεῖν τῆς γυναικός τῆς ἐαυτοῦ, ἥν ἀγαπᾷν ὀφείλει, σεμνῷ καί σώφρονι παιδοποιούμενος θελήματι»[35].
Η αποφυγή επιπλέον της παράχρησης και κατασπατάλησης του ανδρικού σπέρματος, πέραν του μοναδικού σκοπού για τον οποίο και δόθηκε από τον Δημιουργό, δεν αποτελεί μία ραββινική απλώς και μόνο απαγόρευση, όπως κόπτονται μερικοί, αλλά πολύ ουσιαστικότερη από ότι νομίζουν πράξη: «Θείας γέ τοι μοίρας τῆς δημιουργικῆς μεταλαβόντας, σπέρμα οὐκ ἐκριπτέον, οὐδέ καθυβριστέον, οὐδέ μήν κερασβόλα σπαρτέον»[36]. Με πολύ παραστατικό και εμφατικό τρόπο τονίζει προς επίρρωση όλων των ανωτέρω και ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής με τη σειρά του, τα ακόλουθα: «Ἢ πάλιν κακία ἐστίν ἡ ἐσφαλμένη κρίσις τῶν νοημάτων, ᾗ ἐπακολουθεῖ ἡ παράχρησις τῶν πραγμάτων. Οἷον ὡς ἐπί τῆς γυναικός, ἡ ὀρθή κρίσις τῆς συνουσίας ὁ σκοπός ἐστι τῆς παιδοποιίας. Ὁ οὖν εἰς τήν ἠδονήν ἀποβλεψάμενος ἐσφάλη περί τήν κρίσιν, τό μή καλόν ὡς καλόν ἡγησάμενος. Ὁ γοῦν τοιοῦτος παραχρῆται γυναικί συνουσιαζόμενος. Καί ἐπί τῶν ἄλλων πραγμάτων καί νοημάτων ὁμοίως»[37]. Ο κίνδυνος επομένως που διατρέχει κανείς από το ευόλισθον που καραδοκεί και ελλοχεύει αναφορικά με την κατάχρηση και διαστρέβλωση του σκοπού της συνουσίας, είναι προφανής και έκδηλος στα όσα υπογραμμίζει ο ιερός πατήρ.
Το μεγαλύτερο όμως όπλο —όπως εσφαλμένα οι ίδιοι νομίζουν— στη φαρέτρα των επιχειρημάτων των υπέρμαχων της φυγοτεκνίας, είναι η παραποίηση και παρερμηνεία από τους ίδιους, των λεγομένων σχετικά με το ζήτημα αυτό από τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο: «Ἐδόθη μέν οὖν καί παιδοποιΐας ἓνεκεν ὁ γάμος· πολλῷ δέ πλέον ὑπέρ τοῦ σβέσαι τήν τῆς φύσεως πύρωσιν. Καί μάρτυς ὁ Παῦλος, λέγων· ‘’διά δέ τάς πορνείας ἓκαστος τήν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐχέτω’’· οὐ διά τάς παιδοποιΐας· καί πάλιν ἐπί τό αὐτό συνέρχεσθαι κελεύει, οὐχ ἳνα πατέρες γένωνται παίδων πολλῶν· ἀλλά τί; ‘’ἳνα μή πειράζῃ ὑμᾶς ὁ σατανᾶς’’, φησί. Καί προελθών δέ οὐκ εἶπεν, εἰ δέ ἐπιθυμοῦσι παίδων· ἀλλά τί; ‘’Εἰ δέ μή ἐγκρατεύονται, γαμησάτωσαν’’. Παρά μέν γάρ τήν ἀρχήν, ὃπερ ἔφην, δύο ταύτας εἶχε τάς ὑποθέσεις· ὓστερον δέ, πληρωθείσης καί τῆς γῆς καί τῆς θαλάττης καί τῆς οἰκουμένης ἁπάσης, μία λείπεται πρόφασις αὐτοῦ μόνη, ἡ τῆς ἀκολασίας καί τῆς ἀσελγείας ἀναίρεσις….Ἀλλά γάρ μέχρι τίνος οὐ παύσομαι σκιαμαχῶν; Καί γάρ ὑμεῖς οἱ ταῦτα λέγοντες ἡμῶν οὐχ ἧττον ἴστε τήν τῆς παρθενίας ὑπεροχήν καί πάντα ἅπερ ὑμῖν εἴρηται σκήψεις καί προφάσεις εἰσί καί ἀκρασίας προκαλύμματα»[38]. Ο Ιερός Χρυσόστομος, ομιλεί εδώ αποσπασματικά για τον Γάμο και τους σκοπούς του, χωρίς σε καμία περίπτωση να προβαίνει σε συστηματική θεώρηση του Γάμου, εξ αφορμής πάντοτε ενός σοβαρού ζητήματος που ενέσκηψε και προκάλεσε σύγχυση, προβληματίζοντας τους συγχρόνους του, αποκρούοντας άμεσα στη συνέχεια και σθεναρά, με θεολογικά επιχειρήματα, τους εχθρούς συγκεκριμένα και πολεμίους της παρθενίας. Επιδιώκει να αντικρούσει τις πλάνες όσων εχθρεύονται την παρθενική ζωή και αναλώνονται σε ακολασίες και ασέλγειες, δεικνύοντας τους ως ασφαλή δρόμο αποφυγής της πορνείας, τον ευλογημένο Γάμο. Προσπαθεί να τους πείσει ότι υπάρχει η λύση στο πρόβλημα της ‘’σάρκας’’ και ότι ο διπλός σκοπός του Γάμου είναι η τεκνογονία αφενός και αφετέρου, ότι αυτός συνιστά φάρμακο περισσότερο και αντίδοτο για την ακρασία και αδυναμία του ανθρώπου να δαμάσει την φύση και ερωτική του ορμή και διάθεση. Προκειμένου δηλ. να τους παροτρύνει παιδαγωγικώ τω τρόπω να αποφύγουν την θανάσιμα ολέθρια αμαρτία της πορνείας αλλά και για να τους παρακινήσει συνάμα να δουν και να θέσουν το ζήτημα αυτό σε μία ορθή πνευματικά βάση, τονίζει προς στιγμή περισσότερο τον σκοπό του Γάμου που αναφέρεται στη χαλιναγώγηση του ερωτικού πάθους, χωρίς να επιμένει στον σκοπό της τεκνογονίας, αποβλέποντας στο να τους δελεάσει πνευματικά, με απώτερο στόχο να αποκοπούν από τα ισχυρά δεσμά της πορνείας και να στραφούν στο Γάμο όχι απλά ως υπόχρεοι διαιώνισης της ανθρωπότητας, η οποία άλλωστε αντικειμενικά δεν χρήζει κάτι τέτοιο, προκειμένου να επιτελέσουν ένα έργο παιδοποιίας-διαιώνισης που ίσως θεωρούν μακράν και έξω από αυτούς ή και περιττό ακόμη, αλλά για δικό τους συμφέρον και προσωπικό πνευματικό τους κέρδος.
Για να γίνει πληρέστερα κατανοητή η θέση του Αγίου Χρυσοστόμου και να καταδειχθεί η πραγματική έννοια των λεγομένων του αναφορικά με τον Γάμο και την τεκνογονία καθώς και ότι τα όσα σχετικά αναφέρει σε καμιά περίπτωση δεν συνιστούν ελευθεριάζουσες απόψεις, παραθέτουμε ένα απόσπασμα του ιδίου Πατρός που υπερθεματίζει για τον πραγματικό χαρακτήρα που διέπει τον Γάμο και την ηδονή που συνδέεται άμεσα με Αυτόν καθώς και με το «ὑπέρ τοῦ σβέσαι τήν τῆς φύσεως πύρωσιν» που ανέφερε ως προτεραιότητα προηγουμένως, για τη σύναψη του Γάμου: «Ὃρα πόσην ἀκρίβειαν εἶπεν ὁ Ἀπόστολος, ἵνα μή σαρκικόν τόν γάμον νομίσῃς εἶναι. Ὢ τῆς τυφλότητος! ὢ τῆς ἀνοίας! τίς οὐκ ἀν ποθήσειε τόν ἂφθαρτον καί ἀκάματον γάμον; τήν ἀγνήν κοίτην, τήν ἂσπιλον παστάδα; τήν ἀμόλυντον λοχείαν; τήν ἁθάνατον συνάφειαν; τήν ἀπαθῆ τεκνογονίαν; τήν ἀπένθητον φιλανδρίαν;…….»[39]. Επομένως, θα πρέπει να δεχθούμε ή ότι υποπίπτει σε ισχυρές αντιφάσεις ο Ιερός Πατήρ ή ότι τα όσα ‘’προοδευτικά’’ φαίνεται εκ πρώτης όψεως να λέει αρχικά για τον Γάμο, να έχουν βαθύτερη έννοια και στοχευμένο επιχειρηματολογικό σκοπό και σημασία.
Όποιοι δεν θέλουν και δεν επιθυμούν, εθελοτυφλώντας να δουν την παραπάνω πραγματική καθεαυτή έννοια των λεγομένων του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και οχυρώνονται πίσω από πρόχειρες επιφανειακές προσεγγίσεις και ερμηνείες, ας γνωρίζουν και ας πληροφορηθούν τουλάχιστον, ότι το οπλοστάσιο της φιλοφυγοτεκνικής τους φαρέτρας, γέμει από τσακισμένα και άνευ αιχμής βέλη, μεστή απενεργοποιημένων και ληγμένων άσφαιρων και άχρηστων πυρομαχικών, παρωχημένων εποχών, ξεπερασμένης και παντελώς αποδυναμωμένης πια επιχειρηματολογικής ‘’τεχνολογίας’’. Μελετώντας κανείς το σύνολο των Έργων του Ιερού Χρυσοστόμου αλλά και της πλειονότητας των σημαντικότερων και Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, θα διαπιστώσει αβίαστα, ότι υφίσταται με ένα ιδιαίτερα σαφή τρόπο μία κοινή πνευματική γραμμή και Ομοφωνία μεταξύ των Πατέρων αναφορικά με το ζήτημα της παιδοποιίας και της άμεσα εξαρτημένης από αυτήν φυγοτεκνίας αλλά και η γενικότερη θεώρηση του γενετήσιου ενστίκτου, συγκλίνει με εκπληκτικό τρόπο στο ίδιο ακριβώς πνεύμα προσέγγισης των ευαίσθητων πράγματι αυτών τομέων της ανθρώπινης ύπαρξης, χωρίς να επιτρέπει προσεγγίσεις που να χαρίζονται στα πάθη που αφορούν στην ερωτική ορμή και σεξουαλική ‘’υπόσταση’’ του ανθρώπου. Εάν υποθετικά πάντοτε ομιλώντας, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξέφραζε μία ελευθεριάζουσα θέση για την τεκνογονία όπως αυτή για παράδειγμα που επιχειρούν σήμερα κάποιοι κακόβουλα και αδίκως να του προσάψουν και να του χρεώσουν, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση δεν θα γινόταν αποδεκτή η θέση του αυτή, αφού απάδει με το καθολικό πνεύμα των Πατέρων που απεφάνθησαν για τα θέματα αυτά. Βοά ο ίδιος Ιερός Πατήρ σε άλλο σημείο, όπως άλλωστε και προηγουμένως είδαμε, υπερτονίζοντας την πολύ σπουδαία αυτή και καταλυτική πραγματικότητα, ότι δηλ., «τήν ἐπιθυμίαν τῶν σωμάτων ἐνέθηκε ταῖς παιδοποιΐαις»[40]. Εάν επομένως κανείς επιχειρήσει να απομονώσει και να εξετάσει αποκομμένα από τη συνάφεια τους και κατά το δοκούν και όχι εν συνόλω και σφαιρικά, Γραφικά και Πατερικά Εδάφια και Χωρία, το πιο πιθανόν είναι, να οδηγηθεί με μαθηματική ακρίβεια, σε σχιζοφρενικές εκτιμήσεις και καταστάσεις. Οφείλουμε όπως και να έχουν τα πράγματα, να είμαστε πάνω από όλα τίμιοι με τις Πηγές που μελετούμε, είτε συμφωνούμε με τα ‘’ευρήματα’’ της έρευνας μας είτε όχι και κατά δεύτερον με τον εαυτό μας.
Ωστόσο, η παρθενία σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, δεν θα επισυνάπτονταν πνευματικά εξαρχής στην φύση των Πρωτοπλάστων, αλλά αντίθετα θα συνιστούσε καρπό της ελεύθερης βούλησης και επιλογής τους, εάν δεν είχε προηγουμένως συντελεσθεί η παρακοή και είχε αποφευχθεί με τον τρόπο αυτό η πτώση, με άμεση συνέπεια την εδραίωση τους στην αρετή, μέσω της εξάσκησης και εφαρμογής του πνευματικού αυτού γυμνάσματος της υπακοής.
Άλλωστε, η Εκκλησία δεν προσκολλάται όπισθεν ονομάτων όσο ‘’βαρύγδουπα’’ πνευματικά κι αν είναι, αλλά παραδειγματίζεται πρωτίστως και κυρίως μέσα από την Πράξη Της ανά τους Αιώνες και το καθολικό πνεύμα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων Της. Εάν απομονώνουμε χωρία και θέσεις από την Αγία Γραφή για να υποστηρίξουμε αυτό που θέλουμε, εξομοιωνόμαστε με τους αιρετικούς που επιλεκτικά από την Αλήθεια εξαιρούν αυτά που θεωρούν οι ίδιοι ως ορθά, απορρίπτοντας τα υπόλοιπα ως ψευδή, ζώντας έτσι ναρκωμένοι και τυφλωμένοι πνευματικά μέσα στην πλασματική και κίβδηλη ‘’πνευματικά’’ εικονική πραγματικότητα που οι ίδιοι επιμελήθηκαν για τους εαυτούς τους. Εξάλλου, και μέσα από την Αγία Γραφή μπορούμε να ‘’αποδείξουμε’’ έχοντας κακόβουλη διάθεση ότι δεν υπάρχει Θεός: «Οὐκ ἔστι Θεός», αναγινώσκουμε στο 13ο Ψαλμό. Εάν αρκεστούμε στην απομόνωση και αποκοπή του ψαλμικού αυτού χωρίου, θα υποπέσουμε σε τραγικό ολίσθημα και θα οδηγηθούμε καταλήγοντας σε οικτρή πλάνη· εάν όμως εξετάσουμε ποιος το είπε, θα διαπιστώσουμε ότι, «εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός»[41]· παρολίγο δηλ. να αποδείξουμε και να δεχτούμε Γραφικά τη γελοιότητα της πεποίθησης ενός ανόητου αμαρτωλού ως αληθές γεγονός; Απάγωμεν της βλασφημίας.
Ως επιστέγασμα των πατερικών αναφορών παραθέτουμε τον Άγιο και Μέγα Αθανάσιο ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ἡ τοῦ σώματος κίνησις πρός τεκνογονίαν καί διαδοχήν τοῦ γένους διαμονῆς, οὐ πρός πορνείαν ὑπό τοῦ Δημιουργοῦ ἐδόθη»[42] και σε άλλο σημείο τα ακόλουθα: «Ὁ γάρ Κύριος, δημιουργήσας τήν οἰκουμένην, διπλῆν ἐν αὐτῇ τῶν οἰκητόρων ἔθετο τάξιν. Τοῖς μέν γάρ σεμνῶς βιοῦσι, διά τήν παιδοποΐαν τόν γάμον προσέταξε· τοῖς δέ διά καθαρότητα βίου τήν ἁγνείαν προσέταξεν, ἰσαγγέλους αὐτούς ποιῶν»[43]. Φρονούμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει άλλη διατύπωση που να οριοθετεί και να ορθοτομεί τα πράγματα με εναργέστερο τρόπο από αυτή του Μεγάλου Αθανασίου.
Ως γνωστόν, για να γίνει καθολικά αποδεκτή από την Εκκλησία μία πατερική θέση, δεν αρκεί η διατύπωση της μόνο από την πλευρά κάποιου Πατέρα, αλλά θα πρέπει ταυτόχρονα η θέση αυτή να συμφωνεί και με αυτές της πλειονότητας των Αγίων Πατέρων, να υφίσταται δηλ. μία μυστική Ομοφωνία και Συμφωνία μεταξύ των Πατέρων της Εκκλησίας κατά μήκος όλων των αιώνων, στο διάβα της Πορείας και του Ιστορικού Γίγνεσθαι της Εκκλησίας, η λατινιστί λεγόμενη, ‘’Consensus Patrum’’. Σε αντίθετη περίπτωση, οποιαδήποτε μεμονωμένη θέση οποιουδήποτε Πατέρα της Εκκλησίας μπορεί να εκφράζει μία προσωπική απλώς και μόνο άποψη που είχε το δικαίωμα ως άνθρωπος να εκφέρει, όχι όμως και εμφορούμενη πάντοτε από τον Φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, όπως συνέβη με την περίπτωση του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ενός μεγάλου Αγίου της Εκκλησίας μας, ο οποίος όμως ως άνθρωπος μη αλάθητος —όπως άλλωστε και άπαν το γένος των βροτών— εξέφρασε μία άποψη που απέρριψε εξ αρχής η Εκκλησία ως αιρετική, την περί ‘’αποκατάστασης των πάντων’’[44] θεωρία η οποία όμως και δεν καθιστά αιρετικό τον Άγιο Νύσσης επειδή ακριβώς δεν επεδίωξε αλλά και δεν προσπάθησε να την επιβάλει στο Πλήρωμα της Εκκλησίας, απλώς απετέλεσε μία προσωπική του άποψη η οποία δεν ήταν απόρροια δαιμονικού εγωισμού και αλαζονείας —όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ανά τους αιώνες αιρετικών—, αλλά νομοτέλεια απλώς, του υποκείμενου σε λάθη ανθρώπινου παράγοντα.
Η Ομοφωνία των Πατέρων της Εκκλησίας για το ζήτημα της φυγοτεκνίας, παρατηρούμε από τις παραπάνω αναφορές[45] είναι τόσο προφανής και πρόδηλη, ώστε όλοι τους, αν και απέχουν χρονικά μεταξύ τους, εντούτοις διατυπώνουν απερίφραστα και οριοθετούν με το ίδιο ακριβώς πνεύμα την Πίστη της Εκκλησίας για το θέμα της τεκνογονίας και φυγοτεκνίας.
Το ‘’αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε’’[46] επομένως, είναι Εντολή και όχι Ευχή ή Ευλογία αποκλειστικά και μόνο όπως κάποιοι αυθαίρετα και εσφαλμένα ισχυρίζονται για να υποστηρίξουν τις νεωτεριστικές τους απόψεις σχετικά με την αποφυγή της τεκνογονίας την οποία και δέχονται ως αναφαίρετο δικαίωμα των συνειδητοποιημένων κατά τα άλλα ορθόδοξων χριστιανών. Πρόκειται για μεγίστη και τραγική πλάνη.
Στη νέα ελληνική γλώσσσα η φράση για παράδειγμα, ‘’να είστε καλά’’, παρόλο που είναι υποτακτική έχει την έννοια της ευχής, δηλ. ‘’είθε’’, ‘’ας είστε’’, ‘’μακάρι να είστε καλά’’, γιατί δεν υφίσταται η ευκτική έγκλιση για να αποδώσει και να εκφράσει αυτήν τη διάθεση του λόγου. Στην αρχαία ελληνική όμως γλώσσα, επειδή ακριβώς υφίσταται η ευκτική έγκλιση, όταν κάποιος επιθυμεί να εκφράσει μία ευχή την διατυπώνει χρησιμοποιώντας τον συγκεκριμένο αυτό τρόπο εκφοράς· για παράδειγμα λέει στον προοιμιακό Ψαλμό που διαβάζουμε σε κάθε Ακολουθία του Εσπερινού: «Ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἄνομοι, ὥστε μὴ ὑπάρχειν αὐτούς»[47]· εκφράζει δηλ. ο ψαλμωδός την ευχή να εκλείψουν οι αμαρτωλοί και οι άνομοι από την γή· δεν προστάζει, απλά εκφράζει μία βαθύτερη επιθυμία και ευχή. Αντιθέτως, στους αναστάσιμους στίχους την Περίοδο του Πεντηκοσταρίου, ψάλλουμε: «Ἀναστήτω, ὁ Θεός, καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί αὐτοῦ καί φυγέτωσαν ἀπό προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες Αὐτόν»[48] καθώς και «ὡς ἐκλείπει καπνός ἐκλιπέτωσαν[49], ὡς τήκεται κηρός ἀπό προσώπου πυρός»[50]. Εδώ ο ιερός υμνογράφος προστάζει, δεν κάνει απλώς μία ευχή· ‘’να εκλείψουν’’ λέει με προστακτικό ύφος και όχι ευχετικά, ‘’είθε να εκλείψουν’’.
Επίσης υφίσταται συντακτικά και η λεγόμενη ‘’προτρεπτική υποτακτική’’, όπου μας προτρέπει με κάπως πιο προστακτικό ύφος να προβούμε σε κάποια δεδομένη ενέργεια, κάτι μεταξύ ευχής και προσταγής θα λέγαμε· «ποιήσωμεν ἂνθρωπον»[51], ας δημιουργήσουμε άνθρωπο, «Ἀναστάσεως Ἠμέρα, λαμπρυνθῶμεν λαοί»[52], είναι η Ημέρα της Ανάστασης και γι’ αυτό ας γιορτάσουμε λαοί, «καθαρθῶμεν τάς αἰσθήσεις»[53], ας καθαρθούμε ως προς τις αισθήσεις, και πάμπολλα άλλα.
Τίθεται παρόλ’αυτά από κάποιους το παιδαριώδες ερώτημα–ψευτοδίλημμα: «Εάν το ‘’αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε’’ ήταν Εντολή του Θεού οι Μοναχοί και οι παρθενεύοντες εν γένει δεν θα αμάρταναν αφού θα ήταν παρήκοοι και θα αθετούσαν την Εντολή αυτή του Θεού;» Αναμφίβολα, μόλις και χρειάζεται να αναφερθούμε στην αυτονόητη απάντηση που προβάλλει αφ’εαυτής· σε ποιούς το απηύθυνε αυτό ο Θεός; Στον Αδάμ και την Εύα· τι ήταν ο Αδάμ και η Εύα; Ζευγάρι φυσικά· άρα σε ποιους απευθύνεται; Σε όλα τα ζευγάρια επομένως που αποφάσισαν ότι επιθυμούν να γίνουν σύζυγοι και από κοινού να διέλθουν το στάδιο του παρόντος βίου. Παρενθετικά να αναφέρουμε, ότι οι σφοδροί πολέμιοι της παρθενίας την εποχή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, έθεταν το ίδιο ακριβώς φαιδρό ερώτημα, ως ατράνταχτο όπως πίστευαν επιχείρημα, προκειμένου να ισχυροποιήσουν την θέση τους και πλάνη τους συνάμα, εάν δηλ η Εντολή του ‘’αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε’’ που δεν εφαρμόζεται από τους παρθενεύοντες, συνιστά και ταυτόχρονη καταπάτηση από την πλευρά τους, της Θείας αυτής Εντολής, ερώτημα και που σήμερα όπως είδαμε θέτουν ανερυθρίαστα ως επιχείρημα σύγχρονοι, αυτοπροσδιοριζόμενοι ως συναγωνιστές ορθόδοξοι χριστιανοί.
Για να γίνει πληρέστερα κατανοητό αυτό το οποίο λέμε, ας θυμηθούμε λίγο τα λόγια του Αποστόλου Παύλου σχετικά με το θέμα των σχέσεων των δύο φύλων: «Περὶ δὲ ὧν ἐγράψατε, καλὸν ἀνθρώπῳ γυναικὸς μὴ ἅπτεσθαι»[54]. Με οδηγό επομένως την προτροπή αυτή του θεοφόρου Παύλου προβάλλει το εξής ερώτημα: Θα ήταν παρακοή και παράβαση εάν κάποιος έλθει εις Γάμου κοινωνία; Εάν το απομονώσουμε[55] σίγουρα είναι· Εάν δούμε τι λέει όμως και ο Χριστός και το ερμηνεύσουμε ολοκληρωμένα και σφαιρικά θα δούμε ότι αυτό αναφέρεται σε μερικούς μόνο που έχουν το Χάρισμα αυτό: «Λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, Εἰ οὕτως ἐστὶν ἡ αἰτία τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τῆς γυναικός, οὐ συμφέρει γαμῆσαι. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Οὐ πάντες χωροῦσιν τὸν λόγον τοῦτον, ἀλλ᾽ οἷς δέδοται. εἰσὶν γὰρ εὐνοῦχοι οἵτινες ἐκ κοιλίας μητρὸς ἐγεννήθησαν οὕτως, καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνουχίσθησαν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω»[56]. Επομένως όπως η αγαμία απευθύνεται μόνο σε εκείνους που μπορούν να τη βιώσουν ως χαρισματική οδό δοσμένη από τον Ίδιο τον Θεό και όχι ανεξαιρέτως σε όλους, έτσι και το ‘’αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε’’ απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο σε εκείνους που θα ακολουθήσουν τον έγγαμο[57] βίο και όχι προς πάντας· «θέλω γὰρ πάντας ἀνθρώπους εἶναι ὡς καὶ ἐμαυτόν· ἀλλ᾿ ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ, ὃς μὲν οὕτως, ὃς δὲ οὕτως»[58], πιστοποιεί ο Απόστολος Παύλος. Άρα τα περί Ευλογίας μόνο και όχι Εντολής του Θεού στο θέμα της τεκνογονίας και της δήθεν παράβασης της από όσους παρθενεύουν δεν ευσταθούν και δεν έχουν καμία απολύτως βάση ή έστω κάποιο θεολογικό έρεισμα.
Επιπλέον, η Ιερολογία του Γάμου βρίθει αναφορών υπέρ της τεκνογονίας και κάθε άλλο παρά για φυγοτεκνία ομιλεί: «Ὑπὲρ τοῦ δωρηθῆναι αὐτοῖς εὐτεκνίας ἀπόλαυσιν, καὶ ἀκατάγνωστον διαγωγήν»·[59] «ὑπὲρ τοῦ παρασχεθῆναι αὐτοῖς σωφροσύνην, καὶ καρπὸν κοιλίας πρὸς τὸ συμφέρον»[60]· «καί σύ, Νύμφη, πληθύνθητι ὡς ἡ Ραχήλ»[61], συναντούμε μαζί με πολλά άλλα παρόμοια στην Ιερή Ακολουθία του Μυστηρίου του Γάμου, με αποκορύφωμα, «ὃτι σόν Θέλημά ἐστιν ἡ ἔννομος συζυγία καί ἡ ἐξ αὐτῆς παιδοποιΐα»[62].
Θα αποτελούσε παράλειψη φρονούμε το γεγονός της μη παράθεσης και αναφοράς της θέσεως του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού ο οποίος αναφέρει ότι το αρχικό Σχέδιο του Θεού έγκειτο στον πολλαπλασιαμό του ανθρωπίνου γένους με τέτοιο τρόπο όπου θα απουσίαζε παντελώς η σαρκική συνάφεια και ηδονή καθώς και ο καθορισμένος μετά την πτώση και παρακοή τρόπος αναπαραγωγής μέσα στον Γάμο. Η παράβαση όμως του Αδάμ και της Εύας με την κακή χρήση της ελευθερίας τους, ανέτρεψε τα πνευματικά αυτά δεδομένα και τις προδιαγραφές, με αποτελέσμα τη δεδομένη πλέον κατάσταση της συνουσίας και των παρεπόμενων με αυτό τον τρόπο γεννήσεων. «Ἀμέλει τοι τῆς καθόλου τῶν πάντων πρός ἑαυτόν ἐνώσεως ἐκ τῆς ἡμῶν ἀρξάμενος διαιρέσεως γίνεται τέλειος ἂνθρωπος, ἐξ ἡμῶν δι’ ἡμᾶς καθ΄ ἡμᾶς, πάντα τά ἡμῶν ἀνελλιπῶς ἒχων, ἁμαρτίας χωρίς, τῆς κατά φύσιν ἀκολουθίας γαμικῆς οὐδόλως εἰς τοῦτο προσδεηθείς· ὁμοῦ τε καί κατά τό αὐτό δεικνύς, ὡς οἷμαι, τυχόν ὡς ἦν καί ἄλλος τρόπος τῆς εἰς πλῆθος τῶν ἀνθρὠπων αὐξήσεως προεγνωσμένος Θεῷ, εἰ τήν ἐντολἠν ὀ πρῶτος ἐφύλαξεν ἂνθρωπος καί πρός κτηνωδίαν ἑαυτόν τῷ κατά παράχρησιν τρόπῳ τῶν οἱκείων δυνάμεων μή κατάβαλε, καί τήν κατά τό ἄῤῥεν και θῆλυ διαφοράν τε καί διαίρεσιν τῆς φύσεως ἐξωθούμενος….»[63]
Επί της αυτής αυστηράς όμως ασκητικής θεολογικής γραμμής κινούμενος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, επισημαίνει ότι «ὡς γάρ ἡ ἐπί παιδοποιΐᾳ κατά τούς νομίμους τῶν γάμων ἡδονή θεῖον Θεοῦ δῶρον ἥκιστ’ ἄν κληθείῃ, σαρκικόν γάρ καί φύσεως, ἀλλ’ οὐ χάριτος τό δῶρον, καίτοι τήν φύσιν ὁ Θεός ἐποίησεν»[64], υπογραμμίζοντας δηλ. ότι η ηδονή η οποία σχετίζεται με την πράξη της τεκνογονίας, θα μπορούσε κατ΄ελάχιστον να ονομαστεί θεϊκό δώρο, παρόλο που αποτελεί στοιχείο της φύσεως μας της οποίας Δημιουργός είναι ο Ίδιος ο Θεός, εντούτοις δεν μπορεί να αποτελέσει συνάμα και δώρο της Θείας Χάριτος, παραμένοντας οριστικά και περιοριζόμενη στο σαρκικό αποκλειστικά επίπεδο.
Συνδέοντας θεολογικά ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τις ανωτέρω θεολογικές απόψεις και θέσεις, επισφραγίζει το ζήτημα αναφέροντας ότι η συνουσία αποτελεί μεταπτωτική κατάσταση και αναπόδραστα απότοκο της αμαρτίας: «Μετά γάρ τήν παράβασιν τά τῆς συνουσίας γέγονεν· ἐπεί μέχρις ἐκείνου καθάπερ ἄγγελοι οὕτω διῃτῶντο ἐν τῶ παραδείσῳ, οὐχ ὑπό ἐπιθυμίας φλεγόμενοι, οὐχ ὑπό ἐτέρων παθῶν πολιορκούμενοι, οὐ ταῖς ἀνάγκαις τῆς φύσεως ὑποκείμενοι, ἀλλά δι’ ὅλου ἄφθαρτοι κτισθέντες καί ἀθάνατοι, ὅπου γε οὐδέ τῆς τῶν ἱματίων περιβολῆς ἐδέοντο… Ταῦτα δέ οὐχ ἀπλῶς νῦν μηνύω, ἀλλ’ ἵνα ἐντεῦθεν ἢδη καί τήν ὑπερβάλλουσαν τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν καταμάθητε, ἥν περί τόν ἂνθρωπον ἐπεδείξατο, ἀγγελικόν αὐτῷ βίον ἐξ ἀρχῆς χαρισάμενος, καί μυρίας εἰς αὐτόν εὐεργεσίας παραθέμενος»[65]. Επομένως η στάση των συζύγων που αφορά στον τομέα των συζυγικών σχέσεων και των υποχρεώσεων που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με αυτές και απορρέουν από την χρήση τους, πρέπει να γίνεται όχι με ιδιοτέλεια και επιπολαιότητα αλλά με τη δέουσα πνευματική ωριμότητα, προσοχή και σπουδαιότητα. Εξάλλου η γαμική συνάφεια συνιστά, σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, κατάσταση εκπτώσεως από το αρχικό Θέλημα και Σχέδιο του Θεού, μία μεταπτωτική πραγματικότητα, μία αναγκαιότητα, η ύπαρξη της οποίας δεν ήταν δεδομένη αλλά απεναντίας μετέπειτα συνδεδεμένη και επακόλουθο της πτώσεως του Αδάμ και της Εύας που παρεισέφρησε στη ζωή των ανθρώπων, εξαιτίας της παρακοής και αμαρτίας: «Ἐγώ δέ σε πάλιν ἐρωτῶ, ἐπειδή σε σφόδρα παρέμεινε κατασείων οὗτος ὁ φόβος, πῶς ὁ Ἀδάμ, πῶς δέ ἡ Εὒα, μή μεσιτεύοντος γάμου; Τί οὗν; οὒτως, φησίν, ἓμελλον ἃπαντες ἂνθρωποι γἰνεσθαι; Εἲτε οὒτως, εἲτε ἑτέρως, οὐκ ἒχω λέγειν· τό γάρ ζητούμενον νῦν, ὃτι γάμου οὐκ ἒδει τῷ Θεῷ πρός τό πολλούς ποιῆσαι τούς ἐπί τῆς γῆς ἀνθρώπους»[66]. Ερωτά ο ίδιος πάλι, θέτοντας ένα ακόμη ρητορικό θα λέγαμε ερώτημα: «Δια τί γάρ μή πρό τῆς ἀπάτης ὁ γάμος ἐφάνη; διά τί μή ἐν παραδείσῳ ἡ μίξις;»[67], αφήνοντας την αυτονόητη απάντηση που προβάλλει αφεαυτής, να την επεξεργαστεί και να τη μελετήσει στοχαστικά ο κάθε αναγνώστης προσωπικά.
Προς επίρρωση όλων των παραπάνω πατερικών θέσεων αναφορικά με τα περί του Γάμου και τα εν αυτώ, ο Μέγας Αθανάσιος επιδίδεται στην παρακάτω ακόλουθη καταλυτική ερμηνεία: «Ἰδού γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἐπειδή ὁ προηγούμενος σκοπός τοῦ Θεοῦ ἦν τοῦ μή διά γάμου γενέσθαι ἡμᾶς καί φθορᾶς· ἡ δέ παράβασις τῆς ἐντολῆς τόν γάμον εἰσήγαγε διά τό ἀνομῆσαι τόν Ἀδάμ, τουτέστιν ἀθετῆσαι τόν ἐκ Θεοῦ δοθέντα αὐτῷ νόμον. Πάντες οὖν οἱ ἐξ Ἀδάμ γενόμενοι ἐν ἀνομίαις συλλαμβάνονται ὑποπίπτοντες τῇ τοῦ προπάτορος καταδίκῃ. Τό δέ, Καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου, σημαίνει ὃτι ἡ Εὒα, ἁπάντων ἡμῶν ἡ μήτηρ, πρώτη ἐκίσσησε τήν ἁμαρτίαν, ὣσπερ ὀργῶσα τήν ἡδονήν. Διά τοῦτο καί ἡμεῖς, τῇ τῆς μητρός καταπίπτοντες καταδίκῃ, κισσᾶσθαι λέγομεν ἐν ἁμαρτίαις»[68].
Αναμφισβήτητα όμως, πέραν όλων αυτών, αποτελεί επιτακτική ανάγκη να υπάρξει ενιαία ποιμαντική αντιμετώπιση απανταχού της Ελλάδος τουλάχιστον, εφευκτέον θα αποτελούσε και απανταχού της Ορθοδοξίας ανά τη Οικουμένη, και όχι ό,τι βούλεται ο κάθε Πνευματικός με τις ενδεχόμενες νεωτεριστικές, ελευθεριάζουσες και καταστρεπτικές, ‘’πνευματικές’’ του απόψεις, με επικίνδυνους πειραματισμούς επί των ψυχών, που θα επιβάλλεται όλοι να ακολουθούνε ως κοινή πνευματική γραμμή στη διαποίμανση των πιστών. Το μείζον παραμένει φρονούμε οι ετεροδιδασκαλίες[69] εντός των Κόλπων της Εκκλησίας που προκαλούν σύγχυση και σκανδαλισμό στο Πλήρωμα Της.
Η ‘’πελατειακή’’ ωστόσο συμπεριφορά και αντίληψη, προσέγγιση και αντιμετώπιση των πιστών του τύπου ’’ο πελάτης έχει πάντα δίκιο’’ και θα πρέπει να μείνει ικανοποιημένος προκειμένου να μην δυσαρεστηθεί και τον χάσουμε, ή να το θέσουμε λίγο πιο ‘’εκκλησιαστικά’’, να μην απομακρυνθεί απογοητευμένος από την Εκκλησία και αφιστάμενος καταστεί ψυχρός και απολέσει τη Σωτηρία[70] του, αποτελεί εκ δεξιών πειρασμό εκ του πονηρού και συνιστά άκρα εκκοσμίκευση και πλάνη. Η πρόφαση, ότι η προσαρμογή, που ουσιαστικά συνιστά καταπάτηση του Θείου Θελήματος, στις ανάγκες της εποχής γίνεται χάριν της Σωτηρίας του Προσώπου στα πλαίσια της Οικονομίας και Φιλανθρωπίας της Εκκλησίας, παράγει στρατιές από χλιαρούς ριψάσπιδες χριστιανούς που αποποιούνται το ορθόδοξο αγωνιστικό πνεύμα και το μόνο που φαίνεται να τους ενδιαφέρει είναι να μην απολέσουν και περιορίσουν στο ελάχιστο από φιληδονία τα κεκτημένα σεξουαλικά συζυγικά τους δικαιώματα, επιθυμώντας να προσαρμοστεί η πνευματική ζωή στα ‘’θέλω’’ και τις επιθυμίες τους, ώστε να βιώσουν με την ευλογία πάντοτε των Πνευματικών τους μία ανώδυνη πνευματικά επίφαση ‘’πνευματικής ζωής’’, με συμμετοχή στο Ποτήριο της Ζωής, στο Μυστήριο των Μυστηρίων, την Θεία Ευχαριστία, καλλιεργώντας αμφότεροι, Πνευματικοί και πνευματικά τέκνα, την ψευδαίσθηση του πνευματικού αγώνος και της πνευματικής προόδου που καθιστά τον άνθρωπο χλιαρό[71] και ‘’ανάπηρο’’ πνευματικά ενώπιον του Θεού και κατά συνέπεια απορριπτέο. Οι Πνευματικοί πατέρες οφείλουν κι έχουν πνευματικό καθήκον να αντιμετωπίζουν τους πιστούς ως μελλοντικούς Ουρανοπολίτες και Κληρονόμους της Βασιλείας του Θεού που αγωνίζονται να εξασφαλίσουν Χάριτι Θεού την επίτευξη του καθ’ομοίωσιν, την Θέωση δηλ., και όχι ως ‘’πελάτες’’ που ανά πάσα στιγμή μπορεί να δυσανασχετήσουν και να φύγουν, αποχωρώντας οριστικά και δυσαρεστημένοι.
Το δήθεν πρόβλημα που γίνεται επιπλέον το άλλοθι για να νοθεύουμε την Αλήθεια της Πίστεως μας και να επικυρώνουμε την αμαρτία μας είναι ο φόβος του ενδεχόμενου χωρισμού των συζύγων και της διάλυσης της οικογένειας, σε περίπτωση που τεθεί σε αυτούς ως πνευματικό αγώνισμα, το δεδομένο της Πίστεως, η μη αποφυγή δηλ. της τεκνογονίας μέσω των ποικίλων μεθόδων αντισύλληψης, επειδή τότε δονείται συθέμελα το οικοδόμημα πολλών εάν όχι και των περισσότερων οικογενειών, με το πρόσχημα της αδυναμίας τήρησης αυτής της αυτονόητης για τα ορθόδοξα δεδομένα, κυρίαρχης πνευματικής Εντολής και παραμέτρου του έγγαμου βίου, με αποτέλεσμα να ενδίδουν Πνευματικοί και εξομολογούμενοι στην παγίδα αυτή. Τι πραγματικά άραγε είναι ευάρεστο στον Κύριο; Η ‘’ορθόδοξη’’ και ‘’εκκλησιαστική’’ συζυγία που κατήντησε με τις πνευματικές υποχωρήσεις πεδίο θανάσιμων αμαρτιών και ηδονοθηρική οδός, ή ως έσχατο, σε μία μη αναστρέψιμη και αναπόφευκτη κατάσταση, ή λύση της συζυγίας αυτής προκειμένου να αποφευχθεί η κατ΄εξακολούθηση βαριά αμαρτία που βλάπτει θανάσιμα την ψυχή; Η λύση αυτή του Γάμου που δεν αποτελεί προϊόν εγωιστικών τάσεων και μικροπρεπειών αλλά απόρροια σωτηριολογικής αναζήτησης, συνέπειας και αγάπης προς τον Θεό και τις Εντολές του, συνιστούν αγαθά πνευματικά που απειλούνται με απώλεια σε κάθε αντίθετη περίπτωση. Εν προκειμένω, όχι μόνο δεν αμαρτάνει ή ζημιώνεται ο πιστός από τον χωρισμό αυτό αλλά στεφανώνεται κιόλας. Εξάλλου ποιο θα είναι το όφελος εάν ο Γάμος εκπέσει και καταντήσει μία ‘’εύσχημος πορνεία’’[72]; Ευελπιστούμε ότι θα μας σώσει το γεγονός ότι επιλέξαμε τον εκκλησιαστικό Γάμο και όχι τον πολιτικό; Φυσικά και όχι και γι αυτό ακριβώς δε θα πρέπει να τρέφουμε και να καλλιεργούμε τέτοιου είδους πλάνες, ψευδαισθήσεις και φρούδες ελπίδες. Αντιθέτως, σε περίπτωση μοιχείας όπου ο απατημένος σύζυγος, άνδρας ή γυναίκα αποκτά αυτοδικαίως το πνευματικό δικαίωμα από τον Ίδιο τον Χριστό, να προβεί στη λύση του Γάμου, το θιγόμενο μέλος, προτρέπεται από την Εκκλησία, να επιδείξει θεοειδή συγκατάβαση και θεομίμητη συγχωρητικότητα και να μην προχωρήσει στην νόμιμη εκκλησιαστκά χρήση του προς αυτόν παρεχόμενου δικαιώματος, διότι στην αμαρτία του ενός συζύγου δεν εμπλέκεται, άμεσα τουλάχιστον, ούτε και υφίσταται η συγκατάθεση του ετέρου, επομένως δεν αποτελεί μία κοινή συναινέσει και κατ΄εξακολούθηση αμαρτητική πράξη και κατάσταση, όπως ακριβώς συμβαίνει δηλ. με την φυγοτεκνία, που όπως θα όφειλε, θα έπρεπε να διακοπεί πάραυτα, εφόσον δεν πραγματώθηκε προηγουμένως η υπέρβαση της, με την έμπρακτη και επίπονη Μετάνοια.
Είναι τελείως διαφορετικό να εφαρμόζεται η Εκκλησιαστική Οικονομία για εξαιρετικές περιπτώσεις, ως προσωρινή παρέκκλιση από την Ακρίβεια της Εκκλησίας, για παράδειγμα στο θέμα της Νηστείας, όταν προέχουν λόγοι υγείας καθώς και την προσαρμογή των πνευματικών επιτιμίων αναλόγως της μετάνοιας και της προσωπικής ιδιοσυγκρασίας[73] των πιστών και παντελώς άλλο πράγμα, να καθιερώσουμε με πρόσχημα το ‘’κατ’ Οικονομίαν’’, την αμαρτία, ως μία παγιωμένη κατάσταση και να έχουμε το θράσος έπειτα να την αποκαλούμε και να την αποδεχόμαστε βλασφήμως ως ‘’πνευματική ζωή’’. Η Αλήθεια προσφέρεται και παραμένει ανόθευτη· όποιος βούλεται, ακολουθεί συμμορφούμενος και βιούμενος την Αλήθεια, χωρίς να επιζητεί την προσαρμογή Της στα δικά του μέτρα και σταθμά· σε διαφορετική περίπτωση η Εκκλησία σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου και προσευχόμενη εμπόνως θλίβεται μεν για την αποστασία του, παρόλα αυτά δεν μπορεί να μεταβάλλει και να παύσει να ορθοτομεί την Αλήθεια Της, επειδή τότε θα παύσει και να είναι Εκκλησία και θα καταντήσει ένα ‘’σωματείο’’, ένας συνήθης δηλ. και απλός ανθρώπινος κοινωνικός οργανισμός, όπως συνέβη με τους παπικούς μετά το Σχίσμα του 1054 και εξαρχής με τους προτεστάντες και τους κάθε λογής αιρετικούς.
Το Πνεύμα άλλωστε του Ευαγγελίου δεικνύει ξεκάθαρα τον τρόπο που οφείλει ο πιστός να συμπεριφέρεται σε περιπτώσεις που διακυβεύεται η Πίστη σε συνάρτηση με πρόσωπα που την αμφισβητούν και δεν την αποδέχονται[74].
Εάν θα μεταφέραμε τώρα αυτό το μοτίβο τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών στην κοινωνική και πολιτική ζωή, θα δεχόταν για παράδειγμα ο νομοθέτης και τα αρμόδια όργανα της πολιτείας να μεταβάλλουν τους νόμους του κράτους και να τους προσαρμόζουν αναλόγως των ορέξεων, επιθυμιών και διαθέσεων εκάστου των πολιτών; Φυσικά και όχι και αυτό επειδή ακριβώς αφενός θα δημιουργούνταν το προηγούμενο μίας ασύδοτης κατάστασης και αφετέρου επειδή όλα μπορούν με ανάλογη προσπάθεια να εφαρμοστούν από όλους ανεξαιρέτως.
Το θέμα δεν είναι το τι θέλουμε εμείς αλλά ποιο είναι το Θέλημα του Θεού και το τι πραγματικά επιζητεί Εκείνος από εμάς κι εφόσον το θέλει ο Ίδιος άρα και όλοι μας έχουμε τη δυνατότητα να το εφαρμόσουμε, αρκεί μόνον να το θελήσουμε και να αποφασίσουμε να συμμορφωθούμε προς το Πανάγιο Θέλημα Του. Το αναμφισβήτητο γεγονός, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των νόμιμων εκκλησιαστικά ζευγαριών, εξασκεί συστηματικά και με ποικίλες προφάσεις —που τώρα με την οικονομική κρίση ολοένα και αυξάνονται και αποκτούν μία επίπλαστη αληθοφάνεια—, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με ή χωρίς την ευλογία των Πνευματικών[75] τους, την φυγοτεκνία, δεν αναιρεί, δεν δικαιολογεί και δεν απενοχοποιεί στο ελάχιστο —παρά μόνο στο μυαλό, στη συνείδηση και στην ψυχολογία αυτών που τη διαπράττουν—, την ουσία της πράξης αυτής η οποία συνιστά θανάσιμο αμάρτημα ενώπιον του Θεού. Δε θα πρέπει να προσαρμόζουμε το Ευαγγέλιο στα μέτρα μας αλλά εμείς να στοιχίζουμε τη ζωή μας με τα δικά Του Προστάγματα, επειδή ακριβώς, «πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί»[76].
Σημειωτέον, η φυγοτεκνία αφορά όλους τους εγγάμους ακόμη και τους πολυτέκνους· εάν ένα ζευγάρι έχει επί παραδείγματι αποκτήσει δώδεκα τέκνα, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι εκπλήρωσε κι επιτυχώς το πνευματικό του καθήκον εφαρμόζοντας θεαρέστως την Εντολή αυτή του Θεού· εάν πριν την απόκτηση του συγκεκριμένου αριθμού τέκνων ή και μετά από αυτήν, οι σύζυγοι εξάσκησαν την φυγοτεκνία έστω και περιστασιακά μέσω πρακτικών και μεθόδων προφύλαξης και αντισύλληψης, είναι υπόλογοι για το θανάσιμο ενώπιον του Θεού αμάρτημα της φυγοτεκνίας και η πολυτεκνία τους καθεαυτή, σε καμία περίπτωση δεν δύναται αφεαυτής να αμνηστεύσει την όποια έκταση, μικρή ή μεγάλη της φυγοτεκνίας στην οποία υπέπεσαν και που εξαλείφεται όχι με τις κολακευτικές φιλοφρονήσεις και ‘’ευφήμους μνείες’’ των ανθρώπων του περιβάλλοντος και μή των συζύγων, αλλά με την έμπρακτη Μετάνοια και Ιερά Εξομολόγηση που μας επανασυνδέει με την Πηγή της Ζωής τον Θεό.
Προσεγγίζουμε τα πνευματικά Θέματα ενίοτε με όρους της παγκόσμιας αγοράς και οικονομίας όπου αναλόγως της προσφοράς και της ζήτησης προσαρμόζονται οι ‘’αγορές’’ και εν προκειμένω η παρεξηγημένη εν πολλοίς ‘’διακριτική ευχέρεια’’ του πνευματικού η οποία δύναται να καταλύει και να καταπατά Εντολές και Νόμους του Ευαγγελίου, θαρρεί κανείς όταν ο Κύριος θα ζητήσει από τους Πνευματικούς να αποδώσουν λόγο των πεπραγμένων τους, θα μετρήσει ποσοτικά την κατάσταση και αυτόν που κατόρθωσε με κάθε τίμημα να κρατήσει ‘’κοντά’’ —εν προκειμένω μάλλον αυστηρά τοπικά και όχι ουσιαστικά— στην Εκκλησία αριθμητικά τους περισσότερους, θα του απονείμει τάχα Βραβείο και θα τον ανταμείψει αναλόγως, ασχέτως εάν αυτός νέρωσε το Κρασί της Πίστεως προκειμένου να παραμείνει δημοφιλής και αρεστός στον κόσμο ή υποδύθηκε το ρόλο του εκσυγχρονιστή που θα προσέλκυε δήθεν τους νέους και πιο ‘’προοδευτικούς’’ ή απλώς το έκανε από αδιάκριτη και μόνο αγάπη προς το Ποίμνιο του. Η επάρατος νόσος αυτή της εκκοσμίκευσης παρεισφρύει παντοιοτρόπως, ποικιλόμορφα και με περίτεχνους και ευφάνταστους τρόπους και δημιουργεί με πολύ αληθοφανή και πειστικά προσχήματα ανεπαίσθητες και υπολανθάνουσες ‘’πελατειακές σχέσεις’’ μέσα στην Εκκλησία όπου οι ‘’αριθμοί’’ και η ‘’ποσότητα’’ αποβαίνουν εις βάρος της ‘’ποιότητας’’ και της Αλήθειας.
Για να γίνει πληρέστερα κατανοητό θα αναφερθούμε στο εξής υποθετικό παράδειγμα: Έστω ότι κάποιος πιστός υποπίπτει στο αμάρτημα της πορνείας και εξομολογείται και αναλόγως την μετάνοια του κανονίζεται από τον Πνευματικό του με ένα ορισμένο διάστημα αποχής από την Θεία Ευχαριστία, επαναλαμβάνεται όμως το σκηνικό αυτό σε περιοδική βάση ή ίσως και συχνότερα· το διάστημα αποχής από την Θεία Κοινωνία διαφέρει κάθε φορά μετά από κάθε πτώση του. Έστω κι ένας έγγαμος ενάρετος που τηρεί όλα τα διατεταγμένα και αγωνίζεται, στο θέμα όμως της τεκνογονίας κάνει χρήση προφυλακτικών μεθόδων αντισύλληψης επειδή τα οικονομικά του αλλά και η όλη του ψυχοσύνθεση, του μηνύουν ότι δε θα μπορέσει να ανταπεξέλθει στην πιθανή έλευση ενός νέου τέκνου στην οικογένεια. Εξωτερικά ο πρώτος είναι ο πόρνος και απρόσεκτος άνδρας που κυριευόμενος από το πάθος του διαρκώς φτάνει σε οδυνηρές πτώσεις. Ο δεύτερος, ο έγγαμος, πιθανό πρότυπο οικογενειάρχη και ενάρετου χριστιανού ο οποίος μάλιστα δεν απάτησε ποτέ τη σύζυγο του, κάνει απλώς μία μικρή εξαίρεση για λόγους που είναι πάνω από τις προσωπικές του όπως πιστεύει δυνάμεις και προφυλάσσεται συστηματικά ή περιστασιακά μετά την απόκτηση του επιθυμητού αριθμού τέκνων. Ο πρώτος βρίσκεται σε ασυγκρίτως πλεονεκτικότερη πνευματική κατάσταση έναντι του δευτέρου, επειδή αν και νικάται μεν διαρκώς από το δυνατό πάθος της πορνείας, εντούτοις μετανοεί κι εξομολογείται και προσπαθεί αγωνιζόμενος να διορθώνεται μετά από κάθε πτώση του, ασχέτως εάν πολύ γρήγορα νικώμενος υποπίπτει και πάλι στην ίδια αμαρτία· ο άνθρωπος αυτός είναι το πρότυπο του αγωνιστού και θα λάβει αμάραντον στέφανον από τον Κύριο για τον αγώνα του αυτό. Ο δεύτερος, εάν και είναι σε όλα του φαινομενικά ‘’καθωσπρέπει’’, εντούτοις βρίσκεται σε πολύ δεινή πνευματική κατάσταση, πολλάκις υποδεέστερη του πρώτου, επειδή ακριβώς η όλη υποτιθέμενη πνευματική του ζωή στηρίζεται εξαρχής πάνω στον χαλασμένο λογισμό του και ουσιαστικά αποτελεί μία λανθάνουσα μεν αλλά περίτρανη δε απόδειξη απιστίας προς την Πρόνοια και Αγάπη του Θεού την οποία εξοβελίζει επιμελώς από τη ζωή του κι επομένως καθίσταται υποκριτής και διπρόσωπος εναντίον του Θεού. Ο πρώτος πορνεύει φανερά και όντας άγαμος έχει ένα ελαφρυντικό, αλλά μετανοεί· ο δεύτερος πορνεύει μέσα στο Γάμο με ένα ιδιότυπο, λανθάνοντα, κεκαλυμμένο, ‘’αποδεκτό’’ και ‘’θεμιτό’’ στη συνείδηση του τρόπο και δεν μετανοεί επειδή ακριβώς δεν συναισθάνεται ότι σφάλλει και αμαρτάνει ενώπιον του Θεού, θεωρώντας ότι απλώς κάνει χρήση ενός προσωπικού του δικαιώματος τρέφοντας την ψευδαίσθηση ότι είναι τακτοποιημένος πνευματικά, ενώ κατ’ουσία καθίσταται θεομπαίχτης. Εισήλθε στον Γάμο για να αποφύγει τάχα την κραυγαλέα και φανερή πορνεία και τώρα ανοήτως και υποκριτικά ενώ απέφυγε την πρώτη, υποδουλώνεται εκουσίως σε μια σιωπηρή και αθέατη αλλά πολλάκις πιο επικίνδυνη μορφή πορνείας, συμπαρασύροντας και τη σύζυγο του στην πτώση του αυτή. Ο πρώτος, νικάται μεν από το πάθος, αλλά παλεύει όσο μπορεί, ο δεύτερος όμως παραδίδεται αμαχητί οχυρομένος μέσα στο ταμπούρι της φιλαυτίας, του εγωισμού και της ολιγοπιστίας του.
Πληθαίνουν ωστόσο ολοένα και περισσότερο οι φωνές αυτών που ομιλούν για πνευματική κλιμάκωση των Πιστών, υποστηρίζοντας ότι όλοι οι άνθρωποι δεν βρίσκονται στο ίδιο πνευματικό επίπεδο κι επομένως χρήζουν διαφορετικής και επιεικέστερης πνευματικής αντιμετώπισης από κάποιους άλλους. Σαφώς και ισχύει αυτό, όμως όλοι αυτοί οι οποίοι το επικαλούνται,
Πνευματικοί και εξομολογούμενοι και θέλουν να υποδύονται τους αγωνιστές πιστούς ας απέχουν οι δεύτεροι με την καθοδήγηση του Πνευματικού τους και από την Θεία Ευχαριστία μέχρι να ενηλικιωθούν πνευματικά, ώστε να μην υφίσταται και πνευματική ανακολουθία, είτε παραμένοντας ‘’προσκλαίοντες’’[77] θα λέγαμε, είτε εκουσίως εντάσσοντας εαυτούς, στις τάξεις των κατηχούμενων[78] τρόπον τινά, μέχρι να ανδρωθούν πνευματικά και να εγγίσουν τα ανώτερα στάδια της πνευματικής αυτής Κλίμακας και να είναι σε θέση να αφήνουν, παραδίδοντας το ‘’είναι’’ τους, στην Παναγία Πρόνοια του Θεού.
Δεν είναι δυνατό να αμαρτάνει κάποιος βαρέως, κατ’εξακολούθηση και συνειδητά, να μην μετανοεί και να μην αγωνίζεται για την εκκοπή του πάθους του και εντούτοις να επιδιώκει να έχει Κοινωνία με το Θεό μέσω της Θείας Ευχαριστίας, απλά και μόνο, επειδή έτσι το θέλει ή επειδή η ‘’εκκλησιαστική’’ του παιδεία και το οικείο του περιβάλλον, το απαιτούν και το επιβάλλουν· πρόκειται για αντίφαση και εσχάτη πλάνη. Με την προϋπόθεση αυτή, τα περί ηθικής κλιμάκωσης των πιστών αποκτούν νόημα αφού η μέριμνα θα στραφεί στον αγώνα για πνευματική βαθμηδόν τελείωση και όχι σε καταστάσεις που εξυπηρετούν τα πάθη και την φιλαυτία του πεπτωκότος ανθρώπου. Σαφέστατα και υπάρχουν διαβαθμίσεις μεταξύ των πιστών αλλά αποτελεί πνευματική αποδόμηση και αίρεση με την κυριολεκτική έννοια του όρου, να επιδιώκουμε την ερμηνευτική κατάτμηση του Ευαγγελίου αναλόγως των διαθέσεων και της βούλησης του καθενός. Αυτό που οφείλει να θέτει η Εκκλησία ενώπιον των πιστών, είναι το πνευματικό ‘’Άριστα’’, η Αγιότητα δηλ. και καθετί άλλο συνιστά παρέκκλιση από την Αλήθεια που είναι ο Χριστός και το Ευαγγέλιο Του.
Επιπλέον, πολύ επισφαλές, πνευματικά επικίνδυνο και άκρως εφησυχαστικό, είναι το αθωωτικό πόρισμα κάποιων οι οποίοι διατείνονται, ότι ο κάθε πιστός ενεργεί ανάλογα με την πνευματική του κατάσταση, όπως προειπώθηκε, αλλά και ότι ο Θεός όλους τους δέχεται. Ναι μεν συμβαίνει αυτό αλλά δε σημαίνει κιόλας ότι είναι και ορθόδοξα αποδεκτό από την Εκκλησία, επειδή ακριβώς συνιστά εθελοθρησκεία. Ο κάθε πιστός ναι μεν πράττει αναλόγως της καταστάσεως του αλλά είναι άλλο πράγμα κανείς ως αρχάριος στην πνευματική ζωή να μην μπορεί για παράδειγμα να βιάσει τον εαυτό του προκειμένου να επιδοθεί σε ασκητικούς αγώνες και στην Προσευχή τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, απέχοντας από τη συζυγική κοίτη όλο αυτό το διάστημα και τελείως διαφορετικό να δικαιολογεί τον εαυτό του για παράλληλες εξωσυζυγικές σχέσεις, να προβαίνει σε εκτρώσεις, σε παραφύσιν σχέσεις και συνευρέσεις, να αδικεί και να εκμεταλλεύεται οικονομικά τους συνανθρώπους του, να φυγοτεκνεί[79] κοινή συναινέσει με τη σύζυγο του κλπ. και να μην έχει την συναίσθηση της αμαρτίας του και ότι αυτό που κάνει αποτελεί έκπτωση από την Χάρη του Θεού, επικαλούμενος ως άλλοθι απλά τη νηπιώδη πνευματική του κατάσταση. «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾽ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς»[80], μας διαβεβαιώνει ο Χριστός.
Όταν επομένως κάποιος αποφασίσει να βιώσει την πνευματική ζωή, αναπόδραστα θα έχει πτώσεις και σκαμπανεβάσματα, οφείλει όμως να μην πράττει επιλεκτικά αυτό που νομίζει εκείνος ότι δήθεν είναι η ουσία, αγνοώντας και παραθεωρώντας τις υπόλοιπες Εντολές[81] αλλά να στοιχίζει τη ζωή ώστε να είναι σύμφωνη με το Θέλημα του Θεού κι επομένως απαιτείται διαρκής αγώνας εν μετανοία για τον επαναπροσανατολισμό της εκάστοτε λανθασμένης πορείας.
Η Εκκλησία εντούτοις, δεν συμβιβάζεται με τις λογικές του κόσμου και δεν ‘’εκσυγχρονίζεται’’ όπως επιτακτικά πολλοί επιζητούν, – επιθυμώντας κατ’ ουσίαν να αλλοιώσει το φρόνημα[82] Της–, επειδή ακριβώς είναι «ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας»[83] και άρα πάντοτε επίκαιρη και σε κάθε εποχή.
Οφείλει επομένως η Εκκλησία να καθοδηγεί τους πιστούς στην εν Χριστώ τελειότητα· ο Χριστός παραγγέλλει σε όλους εμάς μέσα από το Ευαγγέλιο Του, «ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν»[84]. Είμαστε πλασμένοι για την Τελειότητα, για το Καθ’ Ομοίωσιν, όχι για μετριότητες και στρουθοκαμηλισμούς. Είναι Εντολή του Θεού προς όλους εμάς η Αγιότητα και όχι Προνόμιο που απευθύνεται μόνο σε λίγους: «Ἀλλὰ κατὰ τὸν καλέσαντα ὑμᾶς ἅγιον καὶ αὐτοὶ ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε διότι γέγραπται· ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι»[85]. Η Αγιότητα όμως και η Τελειότητα δεν επιτυγχάνεται με συμβιβασμούς και μεσοβέζικες λύσεις αλλά με κόπο, πόνο και αίμα ψυχής, «ἵνα στῆτε τέλειοι καὶ πεπληρωμένοι ἐν παντὶ θελήματι τοῦ Θεοῦ»[86].
Με την φαινομενικά όμως καλοκάγαθη αλλά μεστή εγωισμού στο βάθος διάθεση και ματαιόπονη στην πράξη προσπάθεια μας να ‘’σώσουμε’’ εμείς οι ίδιοι τον κόσμο, με τα δικά μας μέσα και πρακτικές, σοφιστίες και τερτίπια, με τον τρόπο που εμείς αυθαίρετα ορίσαμε ως τον πιο πνευματικά προσοδοφόρο, ενεργήσαμε αποτρεπτικά εν τέλει και παραλείψαμε να τον οδηγήσουμε στον Μόνο Αληθινό Σωτήρα και Λυτρωτή που είναι ο Χριστός, για να δωρίσει Εκείνος δικαιωματικά το Υπέρτατο Αγαθό της Σωτηρίας στο Λαό Του, οδηγηθήκαμε σε πλάνη, καπηλευόμενοι ιδιότητα που δεν αρμόζει σε κοινούς θνητούς, προβαίνοντας άτυπα, λάθρα και σιωπηρά σε μία πνευματική ‘’αντιποίηση Αρχής’’, παραλλάσσοντας το Ευαγγέλιο και καταστρατηγώντας κατά το δοκούν τις Εντολές του Θεού.
Οφείλουμε ως Εκκλησία να είμαστε επιεικείς, —χωρίς αυτό να συνεπάγεται σε καμία των περιπτώσεων έκπτωση από την Αλήθεια, περίεργους και ύποπτους συμβιβασμούς,— με τους ανθρώπους που γνώρισαν ‘’όψιμα’’ τον Χριστό ή τώρα κάνουν προσπάθεια να Τον προσεγγίσουν βιωματικά και να Τον γνωρίσουν εμπειρικά και όχι θεωρητικά και αφηρημένα, αλλά αμίλεικτα αυστηροί με όσους ‘’πρώιμα’’ Τον γνώρισαν και γαλουχήθηκαν εν Χριστώ, επειδή αυτοί πρέπει να διατηρήσουν την πνευματική ζύμη ενεργά δραστική και αναλλοίωτη για να ‘’ζυμώσει’’ και τις επόμενες γενιές, «ὅτι μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ»[87] και σύμφωνα με την προτροπή του Αποστόλου Παύλου, «ἐκκαθάρατε οὖν τὴν παλαιὰν ζύμην, ἵνα ἦτε νέον φύραμα, καθώς ἐστε ἄζυμοι»[88], αλλά και να αποτελέσουν οι ίδιοι τη νοητή αυτή ζύμη και το ιερό υπόλειμμα[89] ανά τους αιώνες».
Τίποτα δεν έχει ακόμα χαθεί, αφού υπάρχει η Μετάνοια για όλους εμάς· «ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας»[90] και αρκεί να αδράξουμε τώρα την ευκαιρία αυτή, «επειδή ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπόν ἐστιν»[91] και να επιστρέψουμε στον Θεό και Πατέρα μας που τόσο λυπούμε διαρκώς και με ταπεινό φρόνημα ας συγχρονίσουμε τη ζωή και τα πιστεύω μας με αυτά της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Ωστόσο, εάν κάποιος αισθάνεται ότι εξακολουθεί να παραμένει καθηλωμένος, δέσμιος και εξαρτημένος από την ροπή της ‘’σάρκας’’ και της συνυφασμένης με αυτήν και αποκομμένης τις περισσότερες φορές και εφάμαρτης επομένως αυτονομημένης ηδονής και νιώθει αδύναμος και ανίσχυρος να αποδεσμευτεί από τον κλοιό και τα δίχτυα του σαρκικού φρονήματος και της φυγοτεκνίας η οποία και φανερώνει επιπλέον περίτρανα, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα και το βαθμό της φιλαυτίας του καθενός, οφείλει να μην αποθαρρύνεται και να αποκάμνει, αλλά να επιδοθεί ως μανιώδης εραστής στην εκζήτηση της οδού και του τρόπου θήρευσης της ‘’Υπέρτατης Ηδονής’’, επιδιώκοντας συνάμα την οντολογική βίωση της Ηδονής αυτής, σε υπερθετικό μάλιστα βαθμό και με την μέγιστη δυνατή πνευματική ωφέλεια που μπορεί να αποκομίσει ο άνθρωπος από την παρούσα κατάσταση, με την πλήρη ωστόσο έκφανση και ολοκλήρωση της να αναμένεται στο προσεχές και Αιώνιο Μέλλον και που δεν μπορεί να συγκριθεί με κανενός άλλου είδους ηδονή, «ἡ ἀπέραντος ἡδονή τῶν καθορώντων τοῦ σοῦ Προσώπου τό Κάλλος τό ἂρρητον….καί ἡ ἀνέκφραστος εὐφροσύνη τῶν ἀγαπώντων σε, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν….»[92]
Αδιαμφισβήτητη τέλος πραγματικότητα, αποτελεί και η αποκαρδιωτική διαπίστωση, ότι όλοι ανεξαιρέτως, χρήζουμε, γνησίου και άμεσου, Ορθόδοξου ‘’Επανευαγγελισμού’’, να εντρυφήσουμε δηλ. με ένθεο ζήλο και πόθο στις Αλήθειες της Πίστεως μας, προκειμένου να μην καταστούμε εύκολη λεία και βορά, στις αδηφάγες νοητές σιαγόνες των ετεροδιδασκαλιών και των λοιπών πλανεμένων ‘’ορθοδοξοφανών θεωριών’’ και νεονικολαϊτιστικών αντιλήψεων και συνεπεία αυτών, απωλέσουμε τελικά και οριστικά τη Σωτηρία μας.
Ο Κύριος να μας φωτίζει, να μας ελεεί και να μας σώζει όλους, Κλήρο και Λαό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α’ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
– Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Εβδομήκοντα, εκδ. ‘’Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος’’, Αθήνα.
–Septuaginta (H Παλαιά Διαθήκη κατά τους Εβδομήκοντα), D. Dr. Alfred Rahlfs, ed. ‘’Deutsche Bibelgesellschaft Stuttgart’’ Germany, 1979.
–Η Καινή Διαθήκη, υπό Τρεμπέλλα Π., εκδ. ‘’Ο Σωτήρ’’, Αθήνα, 261987.
–Η Καινή Διαθήκη, κείμενο-ερμηνευτική απόδοση υπό Ιω. Κολιτσάρα, εκδ. ‘’Ζωή’’, Αθήνα, 211996.
–Novum Testamentum Graece, Nestle-Aland, Stuttgart, 261979.
Β’ ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
– Patrologia cursus completes, series Graeca, J. P. Migne, vol. 8, 28, 33, 41, 48, 53, 59, 64, 78, 90, 91, 94, 98, Parisiis.
– Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἔκδ. ‘’Π. Χρήστου’’, Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. 1.
Γ’ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
– ‘’Η Ακολουθία του Γάμου’’, εκδ. ‘’Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος’’, Αθήνα, 112008.
– ‘’Πεντηκοστάριον’’, εκδ. ‘’Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος’’, Αθήνα, 32010.
– ‘’Ωρολόγιον το Μέγα’’, υπό Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιανού του Ιμβρίου, εκδ. ‘’Φοίνικος’’, εν Βενετία, 71851.
Δ’ ΛΕΞΙΚΑ-ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΕΣ
– Θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαίδεια, τμ. 2, 9, Αθηναι, 1966.
–Liddell & Scott, ‘’Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης’’, τμ. 1, 2, 3, 4, εκδ. «Σιδέρη Ιω.», Αθήναι.
– Μπαμπινιώτη Γ., ‘’Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας’’, εκδ. ‘’κέντρο λεξικολογίας ΕΠΕ’’, Αθήνα, 22002.
Ε’ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
– Γέροντος Αγίου Παισίου Αγιορείτου Λόγοι Δ’, ‘’Οικογενειακή Ζωή’’, εκδ. ‘’Ιερόν Ησυχαστήριον, Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος’’, Σουρωτή, 2002.
– Οσίου Πορφυρίου καυσοκαλυβίτου, ‘’Λόγοι περί της αγωγής των παιδιών’’, εκδ, ‘’Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής- Χρυσοπηγής’’, Χανιά, 2010.
– Αρχιμανδρίτου π. Νικόδημου Γ. Αεράκη, Εισήγηση που εκφωνήθηκε στις 29-3-1983 στην Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητρόπολης ‘Υδρας, Σπετσών και Αιγίνης με θέμα: «Το Θέλημα του Θεού στο θέμα της τεκνογονίας».
–Καθηγουμένου Ι.Μ. Οσίου Διονυσίου Αγίου Όρους, ‘’Μαλθουσιανισμός, το έγκλημα της γενοκτονίας’’ εκδ. ‘’Σ.Ν. Σχοινά’’, Βόλος,1957.
–Πρωτοπρεσβυτέρου π. Ευαγγέλου κ. Μαντζουνέα, ‘’Κατά νεομαλθουσιανών’’, Αθηναι , 1974.
– π. Αθανασίου Μυτιληναίου, νυν επισκόπου Λεμεσού, ‘’Εισαγωγή περί Γάμου και Παρθενίας’’, ομιλίες στη Γένεση 4,1 (εκφωνήθηκε 16-10-1978).
–Αρχιμανδρίτου Σεραφείμ Γ. Παπακώστα, ‘’Το ζήτημα της τεκνογονίας’’ (το δημογραφικόν πρόβλημα από χριστιανικής απόψεως)’’, εκδ. ‘’Ζωή’’, Αθηναι, 1933, (41969).
–π. Ηλία Σουαγάεφ, ‘’Μια φορά για όλη τη ζωή, προβληματισμοί για τον Γάμο, την οικογένεια και τα παιδιά’’, εκδ. ‘’ χριστιανικού φιλανθρωπικού συλλόγου, «Αγία Τριάς», ελληνορωσικού οίκου ευγηρίας, Αθήνα, 2013.
–Αλέξανδρου Μ. Σταυρόπουλου. ‘’Το πρόβλημα της τεκνογονίας και η Εγκλύκλιος της Εκκλησίας της Ελλάδος (1937). Συμβολήν εις την Ποιμαντικλην της Τεκνογονίας εξ επόψεως ορθοδόξου’’, Αθήναι, 1977.
–Βασίλειου Γ. Φανάρα, διδάκτορος θεολογίας Α.Π.Θ., εισήγηση στη διεπιστημονική σύσκεψη της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής ‘’Γάμου, Οικογενείας, Προστασίας Παιδιού καί Δημογραφικού Προβλήματος’’ με θέμα: «Η θέση των Ορθοδόξων καὶ άλλων εκκλησιών καὶ θρησκειών
για τα θέματα της τεκνογονίας».
–
|
|
– Αρχιμ. Ἰερεμία Φούντα καθηγητού της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, νυν Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλουπόλεως , εισήγηση στο συνέδριο της της Ειδική Συνοδικής Επιτροπής ‘’Γάμου, Οικογενείας, Προστασίας Παιδιού καί Δημογραφικού Προβλήματος’’ με θέμα: «Συζυγία καί τεκνογονία κατά τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας».
– Μακαριστού Διονυσίου Ψαριανού, επισκόπου Σερβίων και Κοζάνης, ‘’Το σπίτι μας. Εις βοήθειαν και διαδοχήν του γένους των ανθρώπων’’, εκδ. ‘’ Αποστολικής Διακονίας’’, Αθήνα, 1974.
– Jean Claude Larchet, ‘’Η θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων: Εισαγωγή στην ασκητική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας’’, τμ. Β΄, εκδ. ‘’Αποστολική Διακονία’’, μτφ. Χρήστος Κουλάς.
–Εγκύκλιος (περί τεκνογονίας) από 14-10-1937 της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.
–Διάγγελμα της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας (2212/5220/2452/19-12-1978 Ι. Συνόδου).
ΣΤ’ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
– Περιοδικό, ‘’Εκκλησία’’, τχ. 22-23, 1-15 Νοεμβρίου 1978.
– Περιοδικό, ‘’Πολύτεκνη ελληνορθόδοξη οικογένεια’’, Ειδικό αφιέρωμα,(περί των δύο Εγκυκλίων της Ι.Σ.Ι. της Εκκλησίας της ελλάδος, για το ζήτημα της φυγοτεκνίας) τχ. 119, 2008.
Ζ’ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΑ ΑΡΘΡΑ
– Παναγιώτη Μακρή, ‘’Περί αποφυγής της τεκνογονίας’’, Α’- Β’ μέρος.
* Η παραπάνω βιβλιογραφία, είναι κατ΄επιλογήν απλώς και άκρως ενδεικτική, περιλαμβάνοντας τα σημαντικότερα κατά την προσωπική μας εκτίμηση, από την πληθώρα των σχετικών με το θέμα της τεκνογονίας και της αποφυγής της, δημοσιευμάτων. Οι περισσότερες θέσεις που στηλιτεύονται και καυτηριάζονται στο παρόν άρθρο, αποτελούν προϊόν που προέκυψε κατόπιν προσωπικών διά ζώσης συζητήσεων, με Πνευματικούς πατέρες και εξομολογούμενους, ανά την Ελλάδα καθώς και διαδυκτιακού διαλόγου και ανταλλαγής απόψεων επί του θέματος.
[1] ‘’Νεορθοδοξία’’ ή ‘’νεο-ορθοδοξία’’, ονομάζεται ένα περιορισμένης εμβέλειας κίνημα το οποίο όμως απετέλεσε ουσιαστικά, ένα θρησκευτικο-φιλοσοφικό ρεύμα, με αφετηριακό σημείο, την περίοδο που ακολουθεί μετά το τέλος της δεκαετίας του 1960, παρουσιάζοντας ωστόσο μία έντονη δραστηριότητα, τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 στην Ελλάδα, λαμβάνοντας ιδιαίτερη στήριξη από διανοούμενους της Αριστεράς καθώς και μεμονωμένων θιασωτών της κίνησης αυτής από την πλευρά της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ευθύνοντας τις ατραπούς του διαλόγου μεταξύ της Ορθοδοξίας και του μαρξισμού, με απώτερο, κατά τα λεγόμενα τους πάντοτε, σκοπό, την μεταξύ τους προσέγγιση και συνάντηση. Το μεμπτό κυρίως της υπόθεσης, εκτός των άλλων, αποτελούν οι άκρως ελευθεριάζουσες και διαστροφικές θέσεις περί σωματικού έρωτος και ετεροφυλικών σεξουαλικών σχέσεων, εκλαμβανόμενα ως τα μέσα εκείνα που οδηγούν με ασφάλεια στην γνώση κι εμπειρία του Θείου Έρωτος, απόψεις δηλ. και αντιλήψεις που εγγίζουν τα όρια, —εάν δεν τα ξεπερνούν κιόλας—, του νικολαϊτισμού της εποχής της Αποκαλύψεως, του Προφήτου, Ευαγγελιστού και Θεολόγου Αγίου Ιωάννου.
[2] Οι ‘’νικολαΐτες’’, υπό την ηγεσία και καθοδήγηση-ποδηγέτηση του πλανεμένου Νικολάου, κατά πάσα πιθανότητα, ενός εκ των επτά Διακόνων, πρέσβευαν, επιδιώκοντας την καταφθορά του υλικού σώματος, διαμέσου της κατάχρησης του ερωτικού στοιχείου στον άνθρωπο και της μανιώδους σεξουαλικής υπερδραστηριότητας, προκειμένου να αναδειχθεί κατόπιν ως αποτέλεσμα και συνέπεια αυτής της πρακτικής τους, το πνευματικό στοιχείο στην ύπαρξη του ανθρωπίνου προσώπου, για να επιτύχουν έτσι —όπως οι ίδιοι πίστευαν— την ένωση τους με τον Θεό. Αντιπροσωπεύοντας επάξια τον ‘’αντινομισμό’’, το σύστημα δηλ. που επιζητούσε τη στοίχιση της προσωπικής ζωής των ανθρώπων, με τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που όριζε ο Μωσαϊκός Νόμος, δέχονταν την ύπαρξη δύο Αρχών στον κόσμο, του Καλού Θεού και του κακού θεού που ευθύνονταν ο δεύτερος, για την υλική και φθαρτή υπόσταση του ανθρώπου, αφικνούμενοι προφανώς στις αντιλήψεις αυτές, έχοντας ως αφετηριακό σημείο, γνωστικές επιρροές και επιδράσεις. Οι ‘’νικολαΐτες’’, στηλιτεύονται με αυστηρό τρόπο, από τον Ίδιο τον Χριστό στην Αποκάλυψη, στο 2,5-6: «Μνημόνευε οὖν πόθεν πέπτωκας, καὶ μετανόησον καὶ τὰ πρῶτα ἔργα ποίησον· εἰ δὲ μή, ἔρχομαί σοι ταχὺ καὶ κινήσω τὴν λυχνίαν σου ἐκ τοῦ τόπου αὐτῆς, ἐὰν μὴ μετανοήσῃς. ἀλλὰ τοῦτο ἔχεις, ὅτι μισεῖς τὰ ἔργα τῶν Νικολαῑτῶν, ἃ κἀγὼ μισῶ».
[3] Αναφερόμαστε αποκλειστικά και μόνο στα ζευγάρια που έγιναν σύζυγοι με την Ευλογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας διαμέσου του Μυστηρίου του Γάμου και όχι σε όσους τέλεσαν το λεγόμενο ‘’πολιτικό γάμο’’ που δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μία πράξη συμφωνητικού χαρακτήρα μεταξύ των ‘’εμπλεκομένων’’ με το κράτος και πολύ περισσότερο ούτε σε ζευγάρια που συζούν ή απλώς εκμεταλλεύονται σεξουαλικά ο ένας τον άλλο μέσα στα πλαίσια ελευθεριαζουσών σχέσεων με συχνές εναλλαγές συντρόφων, και οι οποίοι όλοι αυτοί έχουν θέσει εκόντες άκοντες εαυτούς μακράν της Αγιαστικής Χάρης της Εκκλησίας αρνούμενοι και αποστρεφόμενοι το Θέλημα του Τριαδικού Θεού.
[4] Βλ.σχ.: Α΄Τιμ. 6,12α.
[5] Βλ.σχ.: Εφ. 5,32.
[6] Θεωρείται ως κατ΄εξαίρεση ανεκτό από μία μερίδα Πνευματικών πατέρων και έως ένα ελάχιστο πάντοτε βαθμό, εάν δεν γίνεται κατ΄εξακολούθηση και δεν αποτελεί τον κανόνα που διέπει τη σχέση του ανδρογύνου, αλλά όχι βέβαια και πνευματικά τέλειο, αφού έστω και με τον φυσικό αυτό τρόπο, καλλιεργείται αφενός η φιληδονία και αφετέρου και πιο σημαντικό, η έλλειψη εμπιστοσύνης στην Αγάπη και Πρόνοια του Θεού. Εάν επομένως καθιερωθεί ως ‘’πνευματικά αποδεκτή’’ στη συνείδηση και βιωτή των συζύγων, πρακτική αντισύλληψης και το ζευγάρι γυρνάει με τα σημειωματάρια, τα ημερολόγια και τα θερμόμετρα ανά χείρας, τότε για ευνόητους λόγους πέραν του κωμικού ή ορθότερα του κωμικοτραγικού ή τραγελαφικού της υπόθεσης, η πνευματικότητα, όση είχε απομείνει στο ζευγάρι, αρχίζει να υποχωρεί και εξανεμιζόμενη να αμβλύνεται κατακόρυφα, δίνοντας την θέση της στη βιολογία και στην κομπογιαννίτικη ιατρική, αφού ως γνωστόν δεν είναι πάντα σταθερός ο έμμηνος κύκλος της γυναίκας και φυσικά ούτε και οι γόνιμες και μη ημέρες της και κατά συνέπεια μπορεί να προκύψουν ‘’απρόοπτα’’ και ‘’ατυχήματα’’.
[7]Διευκρίζει εμφατικά ο Απόστολος Παύλος στην Α’ προς Κορινθίους Επιστολή του, τον ορθό τρόπο εγκράτειας που οφείλουν να μετέρχονται οι σύζυγοι προκειμένου να αποκομίζουν τη μέγιστη δυνατή πνευματική ωφέλεια από την εξάσκηση της, ελαχιστοποιώντας με τον τρόπο αυτό και τους υπολανθάνοντες κινδύνους που επιβουλεύονται τη σωτηρία τους: «Μὴ ἀποστερεῖτε ἀλλήλους, εἰ μή τι ἂν ἐκ συμφώνου πρὸς καιρόν, ἵνα σχολάζητε τῇ νηστείᾳ καὶ τῇ προσευχῇ καὶ πάλιν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέρχησθε, ἵνα μὴ πειράζῃ ὑμᾶς ὁ σατανᾶς διὰ τὴν ἀκρασίαν ὑμῶν». (Α’ Κορ. 7,5).
[8] Βλ.σχ.: Ματθ. 24,11.
[9] Βλ.σχ.: Α΄Τιμ. 4,1-2.
[10] Βλ.σχ.: Ιερ. 12,10.
[11] Βλ.σχ.: Α΄Πε 5,8.
[12] Βλ.σχ.: Αγίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Βιβλ. Γ’, Επιστολή ΣΚΓ’, ‘’Ιέρακι Πρεσβυτέρω’’, P.G. 78,905.
[13] Βλ.σχ.: Ματθ. 7,15.
[14] Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι κανείς δεν επιχειρεί ούτε και επιθυμεί να καταστεί κριτής και τιμητής των πάντων, Αρμοδιότητα που συνιστά άλλωστε αποκλειστικό και αναφαίρετο Έργο της απόλυτης Δικαιοδοσίας του Χριστού, απλώς επισημαίνεται και τονίζεται η πνευματική αυτή νομοτέλεια την οποία ενεργοποιούν οι παρούσες παράμετροι της διαστρέβλωσης, αποστασίας και απομάκρυνσης από την Αλήθεια της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού.
[15] Ο όρος ‘’Acclamatio’’, έχει την έννοια της επιβόησης, της επιφώνησης και ευφημίας. Βλ. σχ.: ‘’Λεξικόν Λατινοελληνικόν’’, υπό Ι. Πρωτοδίκου & Μ. Ι. Βιαγκίνη, σελ. 9, εκδ. Κ. Αντωνιάδου & Σ. Κ. Βλαστού, εν Αθήναις, 1884. Με τον όρο ‘’Acclamatio’’, χαρακτηρίζεται η Ουράνια Λειτουργία την Οποία μας περιγράφει ο Απόστολος, Ευαγγελιστής και Προφήτης, Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, στο τελευταίο Βιβλίο της Αγίας Γραφής και της Καινής Διαθήκης συνάμα, στην Αποκάλυψη. Ο Άγιος Ιωάννης υψώνεται εκστατικά στον Ουρανό, προκειμένου να αποκτήσει και να καταστεί κοινωνός μίας περιγραπτής και ανθρωπίνως αντιληπτής εικόνος και σύμφωνα με τα γήινα μέτρα, σχήματα και δεδομένα, Εμπειρίας της Δόξας του Κυρίου και της Βασιλείας Του. Αντικρίζει τον Παντοκράτορα Κύριο σε πλήρη Δόξα, επάνω σε ένα περίλαμπρο Θρόνο, περικυκλωμένο από εικοσιτέσσερεις άλλους θρόνους επάνω στους οποίους κάθονταν αντιστοίχου αριθμού πρεσβύτεροι με λευκά ενδύματα και χρυσό στεφάνι στις κεφαλές. Ο Θρόνος του Χριστού ήταν περιστοιχισμένος και από τέσσερα ζώα που έφεραν τις μορφές, λέοντος και μόσχου, ανθρώπου και αετού, με τις οποίες συμβολίζονται οι Επουράνιες Αγγελικές Δυνάμεις, των πολυομμάτων Χερουβείμ και των εξαπτερύγων Σεραφείμ που υμνούν και δοξολογούν τον Κύριο της Δόξης Χριστό, λέγοντας ακαταπαύστως: «Ἃγιος, Ἃγιος, Ἃγιος Κύριος ὁ Θεός Παντοκράτων, ὁ Ἦν καί ὁ Ὢν καί ὁ Ἐρχόμενος» (Απ. 4,8).
[16] Η ‘’διακεκομμένη συνουσία’’ ή ‘’coitus interruptus’’, σύμφωνα με το λατινικό όρο που δέχεται και αναγνωρίζει η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, είναι ουσιαστικά η επανάληψη της πράξης του Αυνάν ο οποίος κατά τη διάρκεια της συνεύρεσης με τη γυναίκα του, δεν εκσπερμάτισε εντός του κόλπου της αλλά άφησε το σπέρμα του να εκχυθεί στη γη. Αν και δεν αποτελεί καθόλου ασφαλή μέθοδο αντισύλληψης, αφού ως γνωστόν και το ελάχιστο σπερματικό υγρό που προηγείται της κυρίως εκσπερμάτισης, περιέχει πολλά σπερματοζωάρια ικανά να γονιμοποιήσουν κάποιο από τα ωάρια της συζύγου του, με επακόλουθο μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, εντούτοις η πρόθεση αυτών που τη μετέρχονται, προφανέστατα από άγνοια ή ως την πιο ανέξοδη και εξ ανάγκης πρόχειρη λύση μέσα στον οίστρο και τη δίνη του ερωτικού τους πάθους, ξεκάθαρα υποδηλώνει την έλλειψη εμπιστοσύνης προς στο Δημιουργό τους και την ανάληψη προσωπικής πρωτοβουλίας και ευθύνης για τη ρύθμιση της πορείας της ζωής τους, για την οποία, εκζήτησαν προ καιρού την Ευλογία της Εκκλησίας κατά τα άλλα, διαμέσου του Ιερού Μυστηρίου του Γάμου.
[17] Ο Ίδιος ο Κύριος μας αποσαφηνίζει τα σχετικά με το μέγεθος και τον τρόπο που ενεργεί η Θεία Του Πρόνοια, στο Μτ 6,25-34: «Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος;ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον· ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς· ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς». Το ίδιο και στο Λκ 12,22-31.
[18] Βλ.σχ.: Μτ 7,14.
[19] Βλ. περισ. στο Κολ. 2,23 όπου ο Απόστολος Παύλος αναλύει τον δικό του σχετικό άπαξ λεγόμενο όρο, ‘’εθελοθρησκεία’’. Τύποι βέβαια του ‘’εθελοθρησκεύειν’’, απαντούν 20 φορές στους Πατέρες της Εκκλησίας που λαμβάνουν φυσικά τον όρο ως μεταγενέστεροι, από τον Απ. Παύλο. Στην αρχαία Γραμματεία δεν υφίσταται ο όρος αυτός, επομένως ιδρυτής και δημιουργός του αναμφίβολα είναι ο γλωσσοπλάστης εκτός των άλλων Απόστολος Παύλος.
[20] Βλ.σχ.: Μτ 7,26-27.
[21] Η Εγκύκλιος της Εκκλησίας του 1937, αποτυπώνει σε μία δύσκολη από όλες τις απόψεις εποχή, την Ορθόδοξη Θέση για το αμάρτημα της φυγοτεκνίας και αυτή του 1978 επαναλαμβάνει τις ίδιες θέσεις με την προηγούμενη, επικυρώνοντας την ουσιαστικά μετά από σαράντα ολόκληρα χρόνια και διατρανώνοντας για ακόμη μία φορά την Πίστη της Εκκλησίας, για το ζήτημα αυτό.
[22] Βλ. περισ. σχετικά με το ζήτημα αυτό στην εξαιρετική εισήγηση με πλήθος Αγιογραφικών και Πατερικών αναφορών, του ορθοτομούντος Αρχιμανδρίτου π. Νικόδημου Γ. Αεράκη που εκφωνήθηκε στις 29-3-1983 στην Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητρόπολης ‘Υδρας, Σπετσών και Αιγίνης με θέμα: «Το Θέλημα του Θεού στο θέμα της τεκνογονίας».
[23] Ο όρος ‘’μοντέρνος’’ δεν έχει επικριτικό ή χλευαστικό χαρακτήρα, αλλά εκφράζει τον ου κατ’επίγνωση ζήλο και πόθο κάποιων πνευματικών, με μία αδιάκριτη συνάμα και ασύδοτη πολλές φορές αγάπη, προκειμένου να βοηθήσουν όπως πιστεύουν τα πνευματικοπαίδια τους με κάθε τίμημα, μιμούμενοι κακεκτύπως και ανεπιτυχώς το «ἐγενόμην τοῖς ἀσθενέσιν ὡς ἀσθενής, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσω· τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω», του Απ. Παύλου, (Α’Κορ.9,22), δυστυχώς όμως όχι απλώς με αμφίβολα αλλά και με τελείως αντίθετα και αρνητικά πνευματικά αποτελέσματα.
[24] Η εγκυρότητα των Μυστηρίων, ευτυχώς δεν εξαρτάται επ΄ουδενί από την ηθική και πνευματική ποιότητα του Ιερέως, του επιτελούντος Αυτά, αφού ο ίδιος απλώς αποτελεί το μέσον, τον αγωγό που θα περάσει η Θεία Χάρη και Άλλος είναι ο κατ΄ουσίαν Ενεργών Αυτά, ο Τριαδικός δηλ. Θεός.
[25] Δεν πρόκειται δηλ. να συναντήσουμε Αγιογραφικά, κάποια σχετική Εντολή του τύπου, ‘’ου φυγοτεκνήσεις’’ ή ‘’μη φυγοτεκνεῐν’’.
[26] Ο ορθόδοξα υγιής σεξουαλικός ασκητισμός, είναι μία πνευματική συνισταμένη κι ένα ιδιάζον αγωνιστικό γνώρισμα που οφείλει να διέπει τόσο τη βιωτή των Μοναχών όσο και αυτή των εγγάμων και λοιπών λαϊκών και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί αυτοσκοπό, όπως συνέβαινε με τους ‘’εγκρατίτες’’ αιρετικούς, αλλά μέσο προσέγγισης και ‘’Γνωριμίας’’ του ανθρώπου με τον Θεό, με την πνευματική ανάταση και κατάνυξη που δημιουργεί στην όλη ψυχοσωματική υπόσταση και ύπαρξη του ανθρώπου, «ἵνα σχολάζητε τῇ νηστείᾳ καὶ τῇ προσευχῆ», (Α’Κορ. 7,5). Οι έγγαμοι επιπλέον δεν πρέπει να καταχρώνται της συνουσίας αλλά όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, «ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι», (Α’Κορ.7,29).
[27] Βλ.σχ.: Α’Κορ. 6,9-10.
[28] Βλ.σχ.: Γεν. 1, 27-28. Οι τέσσερεις αυτές κατά σειρά προστακτικές, πιστοποιούν εκτός των άλλων ότι της Ευλογίας του Θεού έπονται και ισάριθμες Εντολές.
[29] Βλ.σχ.: Γεν. 38, 8-10.
[30] Δεν αποτελεί μία σακραμενταλιστική θεώρηση της Σωτηρίας του ανθρώπου ότι δηλ. αυτομάτως η απόκτηση τέκνων συνεπάγεται με ένα μαγικό τρόπο και τη Σωτηρία των γονέων και δη της μητρός, επειδή τότε οι στείρες θα ήταν καταδικασμένες στην απώλεια, αλλά έχει την έννοια της όλης διαδικασίας, των δοκιμασιών και θυσιών, του μόχθου και της φροντίδας, του κόπου και του πόνου που γεύεται ανιδιοτελώς η μητέρα για να αναθρέψει τα τέκνα της, υπερβαίνοντας το ‘’εγώ’’ της και όπως ερμηνεύει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, η ‘’τεκνογονία’’ θα πρέπει να εκληφθεί υπό την έννοια της ‘’τεκνοτροφίας’’.
[31] Βλ.σχ.: Α’ Τιμ. 2,15.
[32] Οι Πατέρες και οι Άγιοι της Εκκλησίας, ασχολήθηκαν εκτός των άλλων με προβλήματα που ενέσκηψαν την εποχή που ζούσαν και ταλάνιζαν τους συγχρόνους τους. Η αποφυγή της τεκνογονίας ίσως να μην ήταν και τόσο διαδεδομένη την εποχή του Ιερού Χρυσοστόμου για παράδειγμα και γι αυτό και δεν συνέγραψε αποκλειστικά κάτι για το συγκεκριμένο θέμα· ασχολήθηκε όμως με το σκοπό του Γάμου και ουσιαστικά απαντά και στο θέμα της τεκνογονίας όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας που συμφωνούν ότι ο σκοπός του Γάμου είναι η παιδοποιία: «Τοῖς δέ γεγαμηκόσι σκοπός ἡ παιδοποιΐα· τέλος δέ ἡ εὐτεκνία· καθάπερ καί τῷ γεωργῷ τῆς τῶν σπερμάτων καταβολῆς αἰτία μέν ἡ τῆς τροφῆς προμήθεια, τέλος δέ αὐτῷ τῆς γεωργίας ἡ τῶν καρπῶν συγκομιδή» (‘’Παιδαγωγός’’, Βιβλ. ΙΙ, Κεφ. Ι’, P.G. 8, 497Β), τονίζει ο Άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς. Σε άλλο σημείο λέει ο ίδιος Πατήρ χαρακτηριστικά: «Γάμος δέ ἡ παιδοποιΐας ὄρεξις, οὐχ ἡ τοῦ σπέρματος ἂτακτος ἔκκρισις, ἡ παράνομος καί ἡ παράλογος», (‘’Παιδαγωγός’’, Βιβλ. ΙΙ, Κεφ. Ι’, P.G. 8, 512Β), όπως επίσης, «συνουσία ὤνησεν μέν οὐδένα, ἀγαπητόν δέ εἰ μή ἒβλαψεν. Ἡ κατά νόμον σφαλερά, εἰ μή ὃσον αὐτῆς ἐπί παιδοποιΐᾳ», (‘’Παιδαγωγός’’, Βιβλ. ΙΙ, Κεφ. Ι’, P.G. 8, 513Β), ενώ λίγο παρακάτω επισημαίνει ακριβολογώντας, ότι «μοιχεύειν γάρ τόν ἑαυτοῦ γάμον ὁ ἑταιριζόμενος αὐτόν», (‘’Παιδαγωγός’’, Βιβλ. ΙΙ, Κεφ. Ι’, P.G. 8, 516Β). Ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων γράφει: «Ἀλλ’ εὐέλπιδες ἔστωσαν καί ἐν γάμῳ νομίμως τῷ γάμῳ χρώμενοι· οἱ γάμον ἔνθεσμον, ἀλλά μή τοῦτον ἀσελγῆ κατασκευάζοντες, διά τήν ἂμετρον ἐξουσίαν…. οἱ διά τό τεκνογονεῖν, ἀλλ’ οὐ διά το φιληδονεῖν», (P.G. 33,488). Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος με τη σειρά του, διατρανώνει, όπως θα δούμε παρακάτω και σε άλλη συνάφεια: «Τήν ἐπιθυμίαν τῶν σωμάτων ἐνέθηκε ταῖς παιδοποιΐαις», (P.G.59,462). Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός επιβεβαιώνει και αυτός τα ανωτέρω λέγοντας, «ὢστε διά τό μή ἐκτριβῆναι καί ἀναλωθῆναι τό γένος ὑπό τοῦ θανάτου, ὁ γάμος ἐπινενόηται, ὠς ἄν διά τῆς παιδοποιίας τό γένος τῶν ἀνθρώπων διασώζηται», (‘’Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως’’, Βιβλ. ΙV, Κεφ. ΚΔ’ ‘’Περί Παρθενίας’’, P.G 94,1208). Ο Άγιος Επιφάνιος δίνει το δικό του πνευματικό στίγμα λέγοντας: «Οὐ γάρ εις τό τεκνοποιῆσαι παρ’ αὐτοῖς ἡ φθορά ἐσπούδασται, ἀλλ’ ἡδονῆς χάριν, τοῦ διαβόλου ἐμπαίζοντος τοῖς τοιούτοις καί καταχλευάζοντος τό ἐκ Θεοῦ πλάσμα πεπλανημένον. Ἀλλά τήν μέν ἡδονήν ἐπιτελοῦσιν….μή εἰς τεκνογονίαν καταβαλλόμενοι τά σπέρματα», (P.G. 41,340). Aναμφισβήτητα όμως, το ζήτημα της φυγοτεκνίας, απετέλεσε και αποτελεί ένα από τα πιο ΄΄δημοφιλή΄΄ και φλέγοντα πνευματικά ζητήματα του αιώνα που πέρασε αλλά και αυτού που τώρα διανύουμε κι επομένως οι Άγιοι της εποχής μας αποφάνθηκαν αναλόγως και ορθοτόμησαν για το θέμα αυτό.
[33] Ο Άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αναφέρει σχετικά ότι το πότε θα συνέρχονται οι σύζυγοι αφορά μόνο αυτούς και ότι αυτοί θα αποφασίζουν για το ζήτημα αυτό, υπονοώντας ξεκάθαρα τα περί της συχνότητας και όχι υπέρ του δαιμονικού ‘’δικαιώματος’’ της φυγοτεκνίας, όπως κάποιοι εσφαλμένα υποστηρίζουν· «συνουσίας δέ τόν καιρόν μόνοις τοῖς γεγαμηκόσι ἀπολέλειπται σκοπεῖν», (‘’Παιδαγωγός’’, Βλ. ΙΙ, Κεφ Χ, P.G. 8, 497Β).
[34] Βλ.σχ.: Αγίου Κλήμεντος Αλεξανδρείας ‘’Στρωματείς’’, Βιβλ. ΙΙΙ, κεφ. VI , P.G 8, 1156Α.
[35] Βλ.σχ.: Αγίου Κλήμεντος Αλεξανδρείας, ‘’Στρωματείς’’, Βιβλ. ΙΙΙ, Κεφ. VII , P.G. 8, 1161B.
[36] Βλ.σχ.: Αγίου Κλήμεντος Αλεξανδρείας , ‘’Παιδαγωγός’’, Βιβλ. ΙΙ, Κεφ. Ι’, P.G. 8, 505Β.
[37] Βλ.σχ.: Αγίου Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια ‘’Περί ἀγάπης’’, Ἑκατοντάδα Β΄, 17, P.G 90,989Β.
[38] Βλ.σχ.: Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, ‘’Περί Παρθενίας’’ ΙΘ’, P.G. 48, 547.
[39] Βλ.σχ.: Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, ‘’Περί Παρθενίας’’, P.G. 64, 39.
[40] Βλ.σχ.: Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, P.G. 59,462.
[41] Βλ.σχ.:Ψ 13,1. Το ίδιο επί λέξει αναφέρεται και στον 52ο Ψαλμό στον 2ο Στίχο.
[42] Βλ. σχ.: Μεγάλου Αθανασίου, ‘’Επιστολή προς Κάστορα’’, P.G. 28, 881Α.
[43] Βλ. σχ.: Μεγάλου Αθανασίου, ‘’Βίος της Αγίας Συγκλητικής’’, P.G. 28, 1532 Β.
[44] ‘’Η αποκατάσταση των πάντων’’, είναι μία θεολογική διδασκαλία, με την οποία θα ολοκληρωθεί το Θείο Σχέδιο για τη Σωτηρία του ανθρώπου και της αποκαταστάσεως της Δημιουργίας, στο “αρχαίο της κάλλος”, κυριότεροι εκπρόσωποι της οποίας, είναι, ο Ωριγένης, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης και ο Άγιος Μάξιμος Όμολογητής, αλλά και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Δίδυμος ο Τυφλός που καταδικάστηκε ως ωριγενιστής από τις Ε’, ΣΤ’ και Ζ’ Οικουμενικές Συνόδους, ο Ευάγριος ο Ποντικός, ο Διόδωρος Ταρσού, ο Θεόδωρος Μομψουεστίας κ.ά.
Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αποδέχεται την άποψη, ότι το Πυρ της Κολάσεως θα κατακαίει τις ψυχές των κολασμένων υπάρξεων, ταυτόχρονα με την κακία και αμαρτωλότητα τους. Η αμαρτία και η κακία κάποτε θα δαπανηθούν και θα εκλείψουν, με επακόλουθη συνέπεια την κάθαρση της ψυχής. Η θεωρία του αυτή, απετέλεσε ουσιαστικά ένα αντίβαρο και μία ανταπάντηση στην επίσης λανθασμένη θεωρία του Αγίου Αυγουστίνου, ‘’περί του απόλυτου προορισμού’’. Σύμφωνα με την θεωρία της ‘’αποκατάστασης των πάντων’’, θα συντελεσθεί η καταστροφή κάθε είδους κακού, η οριστική εξαφάνιση του σατανά και κάθε οδύνης, το τέλος της Κολἀσεως και αναπόδραστα η ‘’εις το αρχαίον κάλλος αποκατάσταση των πάντων’’, δικαίων και αδίκων με μία όμως ουσιωδέστατη διαφορά: Οι μεν δίκαιοι θα μετέχουν του Θείου Φωτός, δηλ. της Θείας Μακαριότητας, ενώ οι άδικοι θα μετέχουν του Θείου μόνον Πυρός, —«καὶ γὰρ ὁ θεὸς ἡμῶν πῦρ καταναλίσκον» (Εβρ. 12,29)— και αποκλεισμένοι της Θείας Μακαριότητας, μη δυνάμενοι να αξιωθούν της Θέασης του Προσώπου του Θεού.
Κατά τον Ωριγένη, το Πυρ της Κολάσεως δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, αλλά ‘’καθάρσιο’’ και ιαματικό. Η Κόλαση δηλ., υφίσταται στη θεολογική του σκέψη, ως Θεραπευτήριο, χωρίς εντούτοις να είναι ατελεύτητη και να υπόκειται σε αιώνια κυριαρχία και διάρκεια, ενώ το Σχέδιο του Θεού, πρόκειται να ολοκληρωθεί τελικά, με την αποκατάσταση όλων των δημιουργημάτων, των αμαρτωλών ανθρώπων, ακόμη και των δαιμόνων. Ο Ωριγένης, ήταν ο πρώτος που διετύπωσε την Εσχατολογική αυτή θεωρία στην Αρχαία Εκκλησία και βαθύτατα επηρεασμένος από την πλατωνική φιλοσοφία, δίδασκε ότι το Τέλος του Κόσμου όφειλε να είναι όμοιο με την Αρχή του, συμβιβάζοντας έτσι, την Θεία Δικαιοσύνη με την Θεία Αγαθότητα.
Ο Άγιος Μάξιμος Ομολογητής με τη σειρά του, δέχεται την ‘’αποκατάσταση’’, αλλά διευκρινίζει σχετικά με την θεωρία του Ωριγένη και του Αγίου Νύσσης: Ο αφανισμός του κακού και η σιγή της Κολάσεως, εκλαμβάνεται στην περίπτωση του, ως η αποβολή της μνήμης του κακού με την ταυτόχρονη αποκατάσταση των δυνάμεων της ψυχής, που έχουν αλλοιωθεί και διαβρωθεί. Όλες οι ψυχές που είναι υπό το καθεστώς της Κολάσεως και το κράτος της κακίας, με την πάροδο των Αιώνων θα αποβάλουν τις μνήμες της κακίας και το κακό, ως μη όν, δεν θα έχει καμιά δύναμη ούτε και μνήμη. Η λήθη του κακού, συνιστά και τον αφανισμό του. Με τον τρόπο αυτό θα καταδειχθεί, σύμφωνα πάντοτε με τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ότι ο Θεός είναι αναίτιος του κακού. Σήμερα η θεωρία αυτή, βρίσκει υποστηρικτές, μεταξύ προτεσταντικών ομάδων και λοιπών παραφυάδων.
[45] Δεν αποτελούν τις μοναδικές σχετικές αναφορές των Πατέρων, απλώς ‘’διά μέλανος και χάρτου’’ μόνο ένα μικρό απάνθισμα από την πατερική σοφία και τον πλούτο παραθέτουμε, εν είδει επιτομής, επειδή ακριβώς είναι αδύνατον να παρουσιαστούν ολοκληρωμένα οι απόψεις όλων των Πατέρων, διότι θα υπερέβαινε κατά πολύ και τα όρια του παρόντος άρθρου.
[46] Η Εγύκλιος του 1937, της Ι.Σ.Ι. της Εκκλησίας της Ελλάδος, χαρακτηρίζει τη Θεία αυτή Ευλογία και Εντολή, ως «Νόμον Αἰώνιον καί Ἀκατάλυτον» ( βλ. σχ. σελ. 9) και αποτελεί την Πρωτευλογία και Πρωτεντολή του Θεού Δημιουργού, προς τον ‘’κατ’εικόνα’’ Του άνθρωπο που με το μοναδικό προνόμιο του Γονέα, γίνεται συνδημιουργός ‘’εικόνων’’ Θεού, (βλ.σχ.: ‘’Πολύτεκνη ελληνορθόδοξη οικογένεια’’, τχ. 119, σελ. 26, 2008). Όπως πολύ στοχευμένα τονίζει αναφορικά με το θέμα αυτό και ο Άγιος Κλήμης Αλεξανδρείας, «Πληθύνεσθε γάρ, εἲρηκεν· καί ὑπακουστέον καί κατά τοῠτο· Εἰκών ὁ ἂνθρωπος, τοῠ Θεοῠ γίνεται, καθό εἰς γένεσιν ἀνθρώπου ἂνθρωπος συνεργεῖ», (βλ.σχ.: ‘’Παιδαγωγός’’, Βιβλ. ΙΙ, Κεφ. Ι’, P.G. 8,497Β).
[47] Βλ. σχ.: Ψ ΡΓ’(103), 35.
[48] Πρόκειται για τον Στίχο α΄ που προηγείται του Αναστάσιμου Πνευματικού Παιάνα, ‘’Χριστός Ανέστη’’, ο οποίος και ψάλλεται επτάκις.
[49] Στη νέα ελληνική γλώσσα θα αποδίδονταν ορθότερα φρονούμε ο ρηματικός αυτός τύπος ‘’ἐκλιπέτωσαν’’, με την αντίστοιχη δημώδη έκφραση, ‘’εξαφανισθείτε’’.
[50] Ο αμέσως επόμενος Αναστάσιμος Στίχος β΄.
[51] Βλ. σχ.: Γεν. 1,26.
[52] Η αρχή του Ειρμού της Α΄Ωδής της Κυριακής του Πάσχα, σε ήχο Α΄.
[53] Η αρχή του πρώτου τροπαρίου της Α΄ Αναστάσιμης Ωδής.
[54] Βλ. σχ.: Α΄ Κορ. 7,1.
[55] «Διὰ δὲ τὰς πορνείας ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐχέτω, καὶ ἑκάστη τὸν ἴδιον ἄνδρα ἐχέτω», θα συμπληρώσει αμέσως μετά, στο Α΄ Κορ. 7,2, ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, ως μία λύση συγκατάβασης όμως και ‘’απόκλισης’’ τρόπον τινά από το πνευματικά ζητούμενο, επιθυμητό και τέλειο.
[56] Βλ. σχ.: Μτ 19,10-12.
[57] Μέσα στην Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, απαντά και ο λεγόμενος ‘’Λευκός Γάμος’’ όπου το ανδρόγυνο απέχει οικεία και συμφώνω βουλήσει παντελώς από κάθε πράξη συνουσίας, επιδιδόμενο σε αυστηρή άσκηση, φλεγόμενο αποκλειστικά από τον θείο Έρωτα και τον Πόθο Ένωσης με το Ερώμενον Πρόσωπο, το Νυμφίο Χριστό. Αυτό συνιστά μία ανώτερη πνευματική κατάσταση και ένα μεγάλο πνευματικό κατόρθωμα και άθλο τον οποίο Χάριτι Θεού επιλέγουν και επιτυγχάνουν ολιγοστοί αγωνιστές, για διαφορετικούς ο καθένας λόγους. Περίτρανα Παραδείγματα, το Ζεύγος των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης καθώς και ο Άγιος Αλέξιος, ο και επονομαζόμενος ‘’Άνθρωπος του Θεού’’, η μνήμη των οποίων τιμάται στις 5 Νοεμβρίου και 17 Μαρτίου αντίστοιχα και οι οποίοι μετήλθαν του ‘’Λευκού Γάμου’’ ως του πνευματικού εκείνου οχήματος που τους οδήγησε με ασφάλεια και ταχύτητα στον τελικό Προορισμό τους.
[58] Βλ. σχ.: Α΄ Κορ. 7,7.
[59] ‘’Αίτηση’’, από τα ‘’Ειρηνικά’’ της Ακολουθίας του Μυστηρίου του Γάμου.
[60] Βλ.σχ.: όπ. παρ.
[61] Ο Ιερέας αίρει διαδοχικά τα στέφανα από τις κεφαλές των νεονύμφων απευθύνοντας κατά τη διάρκεια της άρσης πρώτα στον άνδρα τα εξής: «Μεγαλύνθητι, Νυμφίε, ὡς ὁ Ἀβραὰμ, καὶ εὐλογήθητι ὡς ὁ Ἰσαάκ, καὶ πληθύνθητι ὡς ὁ Ἰακώβ, πορευόμενος ἐν εἰρήνῃ καὶ ἐργαζόμενος ἐν δικαιοσύνῃ τάς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ» και κατόπιν στη γυναίκα τα ακόλουθα: «Καὶ σύ, Νύμφη, μεγαλύνθητι ὡς ἡ Σάῤῥα, καὶ εὐφράνθητι ὡς ἡ Ῥεβέκκα, καὶ πληθύνθητι ὡς ἡ Ῥαχήλ, εὐφραινομένη τῷ ἰδίῳ ἀνδρί, φυλάττουσα τοὺς ὅρους τοῦ νόμου, ὅτι οὕτως ηὐδόκησεν ὁ Θεός». Απερίφραστα τονίζεται και επισημαίνεται η αναγκαιότητα τήρησης των Εντολών του Θεού η οποία και συνδέεται άρρηκτα με την τεκνογονία και απευθύνεται και στους δύο συζύγους ξεχωριστά· για το μεν άνδρα με την προτροπή, «ἐργαζόμενος ἐν δικαιοσύνῃ τάς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ», για τη δε γυναίκα με την επιταγή, «φυλάττουσα τοὺς ὅρους τοῦ νόμου, ὅτι οὕτως ηὐδόκησεν ὁ Θεός».
[62] Από την πρώτη ‘’Ευχή’’ της Ακολουθίας του Στεφανώματος, του Μυστηρίου δηλ. του Γάμου.
[63] Βλ.σχ.: Αγίου Μαξίμου Ομολογητού, ‘’Αγίου Μαξίμου Ομολογητού, ‘’Περί διαφόρων Αποριών’’, των Αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου προς Θωμάν τον Ηγιασμένον’’, P.G. 91, 1308-1309A.
[64] Βλ.σχ.: Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ‘’ Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων’’, 1,1,22 ἔκδ. ‘’Π. Χρήστου’’, Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. 1, σ. 385.
[65] Βλ.σχ.: Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, ‘’Εις την Γένεσιν’’, Κεφ.ΙΙ, Ομιλία ΙΕ’, δ’, P.G. 53,123.
[66] Βλ.σχ.: Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, ‘’Περί Παρθενίας’’, ΙΖ, P.G. 48, 546.
[67] Βλ.σχ.: Όπ. παρ., ΙΕ’, P.G. 48, 544.
[68] Βλ.σχ.: Μεγάλου Αθανασίου, ‘’Εξήγησις εις τους Ψαλμούς’’, Ψαλμ. Ν’, P.G. 27,240 D
[69] ‘’Ετεροδιδασκαλίες’’, συνιστούν οι διαφορετικές διδασκαλίες επί του ιδίου πνευματικού ζητήματος που αποκλίνουν κατά βάση από την Ορθόδοξη Διδασκαλία και εκφράζουν την προσωπική του εκφέροντος αυτές τις περισσότερες φορές αντίληψη των πραγμάτων, αναμεμιγμένη ακόμη και με το κοσμικό φρόνημα, με μοντερνισμούς δηλ. και ψευδοπροοδευτισμούς, νεωτερισμούς και αστήρικτες θεολογικά αυθαιρεσίες καθώς και αιρετικές ενίοτε πλάνες.
[70] Η ετυμολογία άλλωστε της λέξεως ‘’Σωτηρία’’, τηρώ κάτι σώο, διατηρώ δηλ. κάτι ολόκληρο, δηλώνει ότι στην περίπτωση αυτή έχουμε ουσιαστικά ένα οξύμωρο σχήμα και μια μεγάλη αντίφαση· ο κατακερματισμένος από το ίδιον θέλημα και την αμαρτία του άνθρωπος, προσπαθεί να σωθεί με ανθρώπινα τεχνάσματα, χωρίς προηγουμένως να έχει επιδιώξει την επανασύνδεση διαμέσου της Μετανοίας, των πνευματικών μελών της ψυχής και του ‘’είναι’’ του, εξαιτίας του νοητού διαμελισμού που του επέφερε η αμαρτία. Με τον τρόπο αυτό του ‘’πνευματικώς’’ ενεργείν, μία επίφαση και ψευδαίσθηση και μόνο σωτηρίας μπορεί ο άνθρωπος να βιώσει και να γευθεί, εξακολουθώντας να παραμένει χωρίς να το συνειδητοποιεί, υπόλογος και δέσμιος των λανθασμένων επιλογών και της ηδονοθηρικής στάσης ζωής του, οι οποίες και δεν του διασφαλίζουν την ακεραιότητα του ως ‘’πρόσωπο’’.
[71] Για το θέμα της πνευματικής ‘’χλιαρότητας’’ και τις ολέθριες συνέπειες της, βλ. σχ.: Απ. 3,14-16: «Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ ἀμήν, ὁ μάρτυς ὁ πιστὸς καὶ ἀληθινός, ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ· οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστός οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου».
[72] «Τοῦτο γάρ ἐστι θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμὸς ὑμῶν, ἀπέχεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ τῆς πορνείας, εἰδέναι ἕκαστον ὑμῶν τὸ ἑαυτοῦ σκεῦος κτᾶσθαι ἐν ἁγιασμῷ καὶ τιμῇ, μὴ ἐν πάθει ἐπιθυμίας καθάπερ καὶ τὰ ἔθνη τὰ μὴ εἰδότα τὸν Θεόν», (Α΄Θεσ. 4,3-5). Εφόσον το ζητούμενο και λαμβανόμενο στη συνουσία καθίσταται αποκλειστικά και μόνο η ηδονή, χωρίς την παρεπόμενη δυνατότητα τεκνογονίας ανεμπόδιστη, η ερωτική πράξη ακόμα και μέσα στον ευλογημένο Γάμο εκπίπτει του σκοπού της, καταντά και συνιστά σε τελική ανάλυση, ‘’πορνεία’’ και μάλιστα χειρίστου είδους.
[73] Σχεδόν πάντοτε συγχέεται η ‘’πνευματική ιδιοσυγκρασία’’ του ανθρώπου με την ‘’προσωπική ιδιοσυγκρασία’’ και γίνεται αφορμή αμνήστευσης και δικαιολόγησης των αδυναμιών μας. Η πνευματική ιδιοσυγκρασία αναφέρεται στο εάν κάποιος μπορεί λόγου χάρη αγόγγυστα και φιλότιμα να νηστεύσει με ξηροφαγία τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, να επιδίδεται ασμένως σε πολύωρη εργασία της Μονολόγιστης Ευχής, να προβαίνει σε πολυάριθμες εδαφιαίες γονυκλισίες, να μην αντέχει όμως να επισκέπτεται ασθενείς σε νοσοκομεία και να στηρίζει θλιβομένους και πενθούντες επειδή ο πόνος του πλησίον μπορεί να τον καταρρακώνει και να τον καταβάλλει πνευματικά λόγω της αυξημένης και υπέρμετρης ίσως πνευματικής του ευαισθησίας. Δεν απορρίπτει την αγάπη και την αρωγή προς το συνάνθρωπο, αλλά είναι ο τομέας που υστερεί· μπορεί να προσεύχεται ώρες για τον πάσχοντα γείτονα του, αλλά η καθημερινή επαφή μαζί του, του προξενεί αφάνταστο ψυχικό πόνο που τον συνοδεύει σε όλες τις εκφάνσεις και δραστηριότητες της καθημερινής ζωής του. Πολύ σκληρή πνευματική ασκητική εργασία από τη μια μεριά, αδυναμία να βαστάσει πρόσωπο προς πρόσωπο τον πόνο του άλλου, όχι γιατί δεν θέλει, αλλά γιατί η ευαισθησία της ψυχής του δεν του επιτρέπει να επιδοθεί εντονότερα στο πνευματικό αυτό αγώνισμα. Πράττει με πνευματικό φιλότιμο και κάμματο αυτό που μπορεί ώστε ούτε να καταστεί αφιλάνθρωπος και παραβάτης της Θείας Εντολής περί της προς τον πλησίον αγάπης και φροντίδας, αλλά ούτε και να καταβληθεί πνευματικά και να οδηγηθεί έπειτα στην ολέθρια ακηδία.
Η ‘’προσωπική ιδιοσυγκρασία’’, έγκειται στο τρόπο που στοιχίζει, ρυθμίζει και οργανώνει κανείς τη ζωή του με βάση τις εξωτερικές του τάσεις και επιθυμίες και αναφέρεται για παράδειγμα στο εάν κάποιος είναι κοινωνικός και εξωστρεφής και τον ευχαριστεί να επισκέπτεται ανθρώπους που πάσχουν και να τους δίνει κουράγιο γιατί νιώθει και ο ίδιος έτσι χρήσιμος και δυνατός αλλά να μην θέλει να ζορίσει τον εαυτό του να νηστέψει και να προσευχηθεί και να κάνει γονυκλισίες, διότι πιέζεται εσωτερικά και δεν ευαρεστείται σε αυτόν τον τρόπο πνευματικής εργασίας. Έχει τη δυνατότητα και μπορεί να τα πράξει όλα αυτά, σε μικρότερο ίσως βαθμό από κάποιους άλλους, αλλά δεν τα εφαρμόζει επειδή δεν τον ικανοποιούν με τον τρόπο που αυτός θα επιθυμούσε και προφασίζεται δήθεν ότι η πνευματική του ιδιοσυγκρασία δεν είναι για σκληρά και μεγάλα παλαίσματα. Όλοι ανεξαιρέτως έχουμε από Θεού τις δυνάμεις να αγωνιστούμε με περισσότερη ή λιγότερη αναλόγως πνευματική ένταση, χωρίς να μπορεί να υποστηρίξει κανένας ότι κάποιες Εντολές είναι εκτός του πνευματικού βεληνεκούς και των δυνάμεων του, γεγονός που συνιστά και την πνευματική μας ιδιοσυγκρασία, αντίθετα με την προσωπική ιδιοσυγκρασία που επιλέγει ο άνθρωπος να πράξει όχι αυτό που δύναται και μπορεί αβίαστα και μη αλλά αυτό που θέλει, το επιθυμητό.
Συμπερασματικά αναφέρουμε, ότι κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να επικαλείται ασθενή πνευματική ιδιοσυγκρασία και χαμηλότερη πνευματική βαθμίδα με ταπεινόσχημο πολλές φορές τρόπο προκειμένου να καταστεί φυγότεκνος, διότι αυτό έγκειται στην προσωπική του και μόνο προαίρεση και απαιτεί αποκλειστικά το ένα και μοναδικό δεδομένο της προς τον Θεό Πίστεως. Δεν έχει δηλ. να κάνει με τη δυνατότητα ή μη της τήρησης των Εντολών του Θεού. Η ‘’πνευματική ιδιοσυγκρασία’’ δηλ. είναι φύσει κάτι δηλ. δοσμένο άνωθεν ως πνευματικό γνώρισμα και παρακαταθήκη από τον Θεό και την οποία δεν μπορούμε να μεταβάλλουμε ενώ η ‘’προσωπική ιδιοσυγκρασία’’ είναι θέσει τρόπον τινά, αποτέλεσμα δηλ. μιας σύμβασης, —‘’κατά συνθήκη’’ όπως υποστηρίζει και ο Αριστοτέλης—, κάτι δηλ. που μπορούμε με κατάλληλη εργασία πάνω στον ίδιο μας τον εαυτό, να μεταβάλλουμε επιφέροντας αλλαγές είτε προς βελτίωση είτε φυσικά και προς το αντίθετο. Η ‘’πνευματική ιδιοσυγκρασία’’ είναι το πόσο εύθραυστο είναι το υλικό, για να το σχηματοποιήσουμε λίγο, με το οποίο είναι φτιαγμένο το σκεύος της ψυχής μας· σε άλλους είναι από κρύσταλλο, σε μερικούς από γυαλί, σε κάποιους από αλεξίσφαιρο τζάμι· αναλόγως του υλικού και η ευθραυστότητα και αντοχή της ψυχής εκάστου. Η ‘’προσωπική ιδιοσυγκρασία’’ είναι θα λέγαμε το περιεχόμενο που θέτουμε εντός αυτού του σκεύους και μπορεί να μεταβάλλεται αναλόγως της βούλησης μας διαρκώς· σε μερικούς γέμει με διαμάντια, σε κάποιους με άνθρακες, σε άλλους με λασπόνερα.
[74] «Εὰν δὲ ἁμαρτήσῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ὕπαγε ἔλεγξον αὐτὸν μεταξὺ σοῦ καὶ αὐτοῦ μόνου. ἐάν σου ἀκούσῃ, ἐκέρδησας τὸν ἀδελφόν σου· ἐὰν δὲ μὴ ἀκούσῃ, παράλαβε μετὰ σοῦ ἔτι ἕνα ἢ δύο, ἵνα ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων ἢ τριῶν σταθῇ πᾶν ῥῆμα· ἐὰν δὲ παρακούσῃ αὐτῶν, εἰπὲ τῇ ἐκκλησίᾳ· ἐὰν δὲ καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης», (Μτ 18,15-17). Παρατηρούμε ότι ο Χριστός δίνει τρεις φορές και με πολύ συγκεκριμένο και σαφή τρόπο, τη δυνατότητα, την ευκαιρία και το ‘’δικαίωμα’’ στον πιστό που επιδιώκει να προσεγγίσει και να επαναφέρει τον ‘’αποστάτη’’ στην Αλήθεια, ο οποίος εάν δεν θελήσει και δεν αποδεχτεί να επιστρέψει, αντιμετωπίζεται ως ειδωλολάτρης και αμαρτωλός, χωρίς να γίνεται οιοσδήποτε συμβιβασμός και έκπτωση από την Αλήθεια προκειμένου να πεισθεί θελγόμενος και ικανοποιημένος από μία υπέρ των απόψεων του υποχώρηση, να επιστρέψει ευαρεστημένος για την απόκλιση αυτή από την Ακρίβεια.
[75] Αναφερόμαστε σε αυτά τα ζευγάρια που εκλαμβάνουν τον Γάμο ως ένα πεδίο πνευματικού αγώνος και που για την κατάλληλη προετοιμασία τους, επέλεξαν έναν πνευματικό ‘’προπονητή’’ για να τους οδηγήσει με ασφάλεια στο επιθυμητό και επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της νίκης και όχι στα ζευγάρια εκείνα που είδαν στον εκκλησιαστικό Γάμο την εκπλήρωση απλώς και μόνο των προσωπικών και κοινωνικών τους ματαιοδοξιών, των στιλιστικών τους επιδείξεων, των ονειρικών φαντασιών και επιδιώξεων καθώς και των εθιμοτυπικών τελετουργικών, των φολκλορικών και κοσμικών παραδόσεων.
[76] Βλ.σχ.: Μτ 20,16.
[77] Στην Πρωτοχριστιανική Εκκλησία, μέχρι και πριν από τον 2ο αιώνα, επικρατούσε το εκκλησιαστικό έθος της δημοσίας εξαγορεύσεως και εξομολογήσεως των αμαρτιών από την πλευρά των χριστιανών που αμάρταναν και μετανοούσαν, ενώπιον της Εκκλησίας και όλου του εκκλησιάσματος, γεγονός που μαρτυρείται και από την Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων και που από τον 3ο αιώνα παραχωρεί την θέση του, στην κατ’ ιδίαν εξομολόγηση. Έτσι, διαμορφώθηκε η τάξη των ‘’μετανοούντων’’ που ήταν αδιαβάθμητη αρχικά, ενώ στη συνέχεια απέκτησε βαθμίδες. Σε όσους αμάρταναν θανάσιμα, η Εκκλησία για να τους νουθετήσει και να σώσει τις ψυχές τους, επέβαλε σε αυτούς, ως παιδαγωγικό μέσο, ― κατά τους πρώτους πάντοτε αιώνες,― βαριά επιτίμια και κανόνες. Οι «μετανοούντες», διακρίνονταν σε διάφορες κατηγορίες που ήταν οι ακόλουθες:
Πρώτον: Οι ‘’αφοριζόμενοι’’ ή ‘’αφορισμένοι’’.
Δεύτερον: Οι ‘’προσκλαίοντες’’ και ‘’χειμαζόμενοι’’. Επρόκειτο για χριστιανούς που είχαν υποπέσει σε θανάσιμα αμαρτήματα, οι οποίοι και παρέμεναν έξω από τον Ναό, στο ύπαιθρο, καθόλη τη διάρκεια του έτους και με αντίξοες καιρικές συνθήκες, ζητώντας από τους εισερχομένους χριστιανούς, γονατιστοί και δακρυρροούντες να προσευχηθούν υπέρ της άφεσης από τον Θεό των αμαρτιών τους. Δεν επιτρέπονταν να λαμβάνουν ούτε καν Αντίδωρο.
Τρίτον: Οι ‘’υποπίπτοντες’’. Οι «υποπίπτοντες», διατελούσαν γονατιστοί διαρκώς μέσα στον Ναό, ακόμη και στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας που τελούνταν την Κυριακή. Εξαιτίας του πλήθους των θανάσιμων αμαρτημάτων τους, μπορούσαν να δεχτούν μόνο την ευλογία του Επισκόπου όταν αυτός ήταν παρών ή του Ιερέως που λειτουργούσε και αναχωρούσαν μαζί με τους Κατηχουμένους από την Εκκλησία.
Τέταρτον: Οι ‘’συνιστάμενοι’’. ‘’Συνιστάμενοι΄΄, ήταν η μερίδα των χριστιανών που είχαν κανόνα από τον Πνευματικό τους πατέρα να μην συμμετέχουν στην Θεία Ευχαριστία ως πνευματικό επιτίμιο για τα αμαρτήματα που διέπραξαν. Είχαν τη δυνατότητα όμως να παρακολουθούν την Θεία Λειτουργία μέχρι το τέλος και να λαμβάνουν μόνο Αντίδωρο.
Κατά μία άλλη εκδοχή, οι τέσσερεις αυτές τάξεις, διαφοροποιούνται ως εξής: α) πρόσκλαυσις, β) ακρόασις, γ) υπόπτωσις και δ) σύστασις.
[78] Στην Αρχαία Εκκλησία οι μη χριστιανοί που είχαν εκφράσει την ειλικρινή βούληση και διάθεση να βαπτιστούν, ονομάζονταν ‘’κατηχούμενοι’’ και ήταν χωρισμένοι σε τρεις τάξεις. Είχαν το δικαίωμα να εκκλησιάζονται κατά τις Κοινές Συνάξεις των χριστιανών, παραμένοντας όμως στον νάρθηκα να παρακολουθούν την Θεία Λειτουργία μέχρι τα Αναγνώσματα και να ακροώνται το κήρυγμα. Αναχωρούσαν άμεσα από τον Ναό μετά τις Αιτήσεις που αναφέρονταν αποκλειστικά σε αυτούς και κατόπιν της Ευχής ‘’Υπέρ των κατηχουμένων’’, «ὡς ἀμύητοι τοῦ Θείου Βαπτίσματος καί τῶν τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων», (Για το θέμα αυτό βλ. περισ., Γερμανού Κων/πόλεως, P.G. 98, 417B). Οι κατηχούμενοι βαπτίζονταν ομαδικά το βράδυ της Αναστάσεως.
Οι τρεις τάξεις των κατηχουμένων ήταν οι εξής: α) Οι ‘’κυρίως κατηχούμενοι’’. Αυτοί κατηχούνταν για μία περίοδο τριών περίπου ετών και διδάσκονταν το Περιεχόμενο της Πίστεως διαμέσου των Βιβλίων της Αγίας Γραφής.
β) Οι ‘’προς το Φώτισμα ευτρεπιζόμενοι ή φωτιζόμενοι’’. Καταρτιζόταν σε ειδική ομάδα την Περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και προετοιμάζονταν συστηματικά και πυρετωδώς για να δεχθούν το Άγιο Βάπτισμα κατά την Ακολουθία της Παννυχίδος του Μεγάλου Σαββάτου. Το Περιεχόμενο Διδασκαλίας αφορούσε τα Ιερά Μυστήρια του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας.
γ) Οι ‘’φωτισμένοι ή νεοφώτιστοι’’. Στην τάξη αυτή ανήκαν όσοι είχαν δεχτεί το Άγιο Βάπτισμα κατά το Μεγάλο Σάββατο, εξακολουθούσαν όμως να κατηχούνται κατά την Περίοδο της Διακαινησίμου Εβδομάδος ή ακόμη και καθόλη τη διάρκεια της Περιόδου του Πεντηκοσταρίου, μυούμενοι πλέον στο Περιεχόμενο των Αληθειών του Τριαδολογικού, Χριστολογικού κ.ά. Δογμάτων της Πίστεως μας.
[79] Υπάρχουν και οι φωνές που συνδέουν εσφαλμένα την φυγοτεκνία με το δημογραφικό πρόβλημα. Αν και η έλλειψη και η ολοένα και περισσότερο αυξανόμενη μείωση των γεννήσεων στον ελλαδικό χώρο, αναδεικνύεται σε μείζον εθνικό θέμα, εντούτοις δεν μπορεί να συγκριθεί με την πνευματική διάσταση του προβλήματος. Τα έθνη και οι φυλές κάποτε θα καταργηθούν· όσο ένδοξο παρελθόν ή παρόν και μέλλον είχαν, έχουν και θα έχουν και όσο πολυάριθμα ή μη κι αν είναι, κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα παύσουν όλα να υφίστανται ως ξεχωριστές εθνικές οντότητες, «ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός», (Κολ. 3,11). Επομένως, θα είμαστε υπόλογοι και θα κριθούμε όχι επειδή δεν επαυξήσαμε το έθνος μας και δε διαιωνίσαμε την φυλή μας, αλλά «διότι κατελίπομεν τήν ὁδόν τῆς δικαιοσύνης σου καί ἐπορεύθημεν ἐν τοῖς θελήμασι τῶν καρδιῶν ἡμῶν», (από την Ευχή της Ενάτης Ώρας), αγνοώντας και παραβλέποντας την Θεία Αγάπη και καταπατώντας επιδεικτικά το Άγιο Θέλημα Του, παραβαίνοντας περιφρονητικά και αναισθήτως και αυτή Του την Εντολή. Όλοι μας τιμούμε και αγαπούμε την πατρίδα και το έθνος μας και αγωνιζόμαστε για το καλό τους, αλλά αυτά δεν μπορούν και δε θα μας σώσουν εν τέλει· σωζόμαστε μέσα από την Ορθοδοξία και όχι εξαιτίας της εθνικής μας ταυτότητας. Χριστιανισμός και Ελληνισμός, μπορεί αφενός να συνδέθηκαν αρμονικά από τον Ίδιο τον Χριστό, αλλά σε καμία αφετέρου περίπτωση δεν ταυτίζονται· ο μεν Πρώτος είναι το Περιεχόμενο και η Ουσία, ο δε δεύτερος, το περιέχον, το πλαίσιο δηλ. μέσα στο οποίο γαλουχήθηκε, βιώθηκε και ανδρώθηκε εξ αρχής ο Χριστιανισμός, γενόμενος το όχημα εκείνο όπου μετέφερε το Σωτηριώδες Μήνυμα του Χριστιανισμού στα Πέρατα της Οικουμένης. Ο Χριστιανισμός, εποχούμενος από τον Ελληνισμό, οφείλει ευγνωμοσύνη σε αυτόν για την πολύτιμη συμβολή του στον τομέα πρωτίστως του δανεισμού της γλώσσας, ως του μέσου εκείνου και εργαλείου εκφοράς της εν Χριστώ Αλήθειας καθώς και της φιλοσοφικής του έπειτα αρωγής και παιδείας την οποία και μετεστοιχείωσε κατάλληλα, πολιτιστικά αγαθά και ‘’υπηρεσίες’’ διόλου ευκαταφρόνητες, ενώ ο Ελληνισμός με τη σειρά του οφείλει απέραντη τιμή και ευαρέσκεια στον Χριστιανισμό για την καθοδήγηση και φανέρωση σε αυτόν, του Αληθινού Προσώπου του Θεού, ως την πλέον ουσιαστική και Οντολογική Απάντηση, στην αναζήτηση του Αγνώστου μέχρι τότε γι αυτόν Θεού και την απεμπλοκή του από την πλάνη, την ανοησία και τον αμοραλισμό των ειδώλων, δεικνύμενος σε αυτόν τον Μόνο Αληθινό Θεό, τον Χριστό, ως την πιο ανταποδοτική Πράξη Ευγνωμοσύνης και ανεκτίμητης Προσφοράς που θα μπορούσε ποτέ να έχει λάβει. Ο Χριστιανισμός ως Ορθόδοξη προσέγγιση του Θεού, οδηγεί στη Βασιλεία των Ουρανών, ο Ελληνισμός θα παραμείνει δέσμιος στα όρια της πεπερασμένης και φθαρτής αυτής χρονικής πραγματικότητας που έχει ‘’ημερομηνία λήξεως’’. Πόσοι άραγε έλληνες, κατά τα άλλα, ανήκουν για παράδειγμα στις τάξεις της μασονίας, αποκρυφιστικών και ποικίλων άλλων θρησκειών και αιρέσεων; Προσφάτως δε, έκαναν οργανωμένα την εμφάνιση τους με ευφάνταστο και ευτράπελα ‘’ρομαντικό’’ τρόπο και νεοειδωλολάτρες, οι λεγόμενοι ‘’δωδεκαθεϊστές’’, οι παλιμπαιδίζοντες και αναπολούντες τις μυθολογίες του προγράμματος των νηπιακών σχολικών τους χρόνων, αρνούμενοι να ενηλικιωθούν νοητικά, επιδίδονται στη λατρεία στα όρη και τους λόγκους, φαντασμάτων του παρελθόντος που και οι περισσότεροι από τους ίδιους τους προγόνους μας απέρριπταν στην εποχή τους, ως παιδαριώδη ανθρώπινα κατασκευάσματα που εξυπηρετούσαν απλώς και αποτελούσαν το άλλοθι για τα πάθη και τις αδυναμίες τους. Μήπως τάχα όλους αυτούς θα τους σώσει η ελληνική καταγωγή τους; Φαιδρότητα και να το αναλογιστεί κανείς μόνο θα αποτελούσε μία τέτοια προσέγγιση και τοποθέτηση.
[80] Βλ.σχ.: Μτ 7,21.
[81] Πιστοποιεί προς όλους μας ο Χριστός με τον αδιάψευστο λόγο Του, ότι «ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν», (Μτ 5,19).
[82] «Οὐ γὰρ ἐκάλεσεν ἡμᾶς ὁ Θεὸς ἐπὶ ἀκαθαρσίᾳ, ἀλλ᾿ ἐν ἁγιασμῷ. τοιγαροῦν ὁ ἀθετῶν οὐκ ἄνθρωπον ἀθετεῖ, ἀλλὰ τὸν Θεὸν τὸν καὶ δόντα τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ τὸ ῞Αγιον εἰς ὑμᾶς», (Α’ Θεσ. 4, 7-8). Η οποιαδήποτε αλλαγή επί το χείρον που υποθάλπει και τροφοδοτεί μία εφάμαρτη κατάσταση, όπως δηλ. συμβαίνει και με την φυγοτεκνία, στρέφεται εναντίον του Θεού, όπως μας διαβεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος και συνιστά αθέτηση όχι ανθρώπινου προσώπου αλλά του Ίδιου του Θεού.
[83] Πρόκειται για τον παροιμιώδη πνευματικά χαρακτηρισμό της Εκκλησίας από έναν σύγχρονο Άγιο της Σερβικής αλλά και της Καθόλου Εκκλησίας, τον Ιουστίνο Πόποβιτς.
[84] Βλ.σχ.: Μτ. 5,48.
[85] Βλ.σχ.: Α΄Πτ. 1,15-16.
[86] Βλ.σχ.: Κολ. 4,12.
[87] Βλ.σχ.: Α’ Κορ.5,6.
[88] Βλ.σχ.: Α’ Κορ. 5,7.
[89] Το ‘’Ιερό υπόλειμμα’’, ήταν ένα μικρό τμήμα του Λαού του Θεού την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, που παρέμεινε παρά τις όποιες αντιξοότητες, πιστό στον Αληθινό Θεό, επιφορτισμένο συνάμα και με μία μεγαλιώδη και εξαιρετική Αποστολή, να μεταφέρει δηλ. από γενιά σε γενιά, τις Επαγγελίες του Θεού, από το οποίο και θα προέρχονταν αργότερα ο Μεσσίας με σκοπό να σώσει, όχι μόνο τον Ισραήλ ή εν προκειμένω το ‘’Νέο Ισραήλ’’, δηλ. την Ορθόδοξη Εκκλησία Του, αλλά και όλο τον κόσμο που ορθοδόξως στο εξής, θα Τον αποδεχτεί ως Σωτήρα και Λυτρωτή.
[90] Βλ.σχ.: Β’ Κορ. 6,2β.
[91] Βλ.σχ.: Α’ Κορ. 7,29.
[92] Από την πρώτη ευχαριστήριο Ευχή της προς τον Θεόν ευχαριστίας μας μετά την Θεία Μετάληψη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εξάλλου και η Θεολογία Της, δεν εισηγείται την εκρίζωση των παθών από το ‘’είναι’’ του ανθρώπου, αλλά την εν Χάριτι Θεού μεταστροφή τους, επειδή ακριβώς αποτελούν δυνάμεις της ψυχής που εάν τεθούν σε διαφορετική πνευματική βάση, δύνανται να αποτελέσουν εφαλτήρια και πνευματικές προωθητικές μηχανές υψηλών ταχυτήτων που εκτοξεύουν τον άνθρωπο στην Αρετή με τελική Κατεύθυνση και Προορισμό, την Βασιλεία των Ουρανών. Επιπλέον, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει με πολύ γλαφυρό τρόπο για την πραγματική φύση της τυχάρπαστης και εφήμερης ηδονής, σε αντιδιαστολή με την Οντολογική Ηδονή, τα ακόλουθα, να διαδραματίζονται στο Μέλλοντα πλέον Αιώνα: «Τότε οἱ κολαζόμενοι κεκράξονται πρός Κύριον, καί οὐκ εἰσακούσεται αὐτῶν· τότε γνώσονται ὃτι μάταια αὐτοῖς ἀπέβη πάντα τά τοῠ βίου, καί ἃ ἐνόμιζον ἐντεῠθεν ἡδέα εἶναι, χολῆς καί ἱοῠ πικρότερα εὑρέθησαν. Ποῠ τότε ἡ ψευδώνυμος ἡδονή τῆς ἁμαρτίας; ἂλλη γάρ ἡδονή οὐκ ἒστιν εἰ μή τό φοβεῖσθαι τόν Κύριον. Ἀληθῶς τοῠτο ἡδονή ἐστιν·ἀληθῶς τοῠτο ὡς ἐκ στέατος καί πιότητος ἐμπιπλᾷτήν ψυχήν. Τότε καταγνώσουσι ἑαυτῶν, καί τῶν ἒργων ὧν ἒπραξαν· τότε ὁμολογήσουσι λέγοντες ὃτι δικαία ἡ κρίσις τοῠ Θεοῠ…..», (‘’Περί Παρθενίας’’, P.G. 64, 42). Η αναφορά αυτή του Ιερού Χρυσοστόμου, θυμίζει και παραπέμπει στο πατερικό ‘’δίπολο’’, ‘’ηδονή-οδύνη’’, όπου η κάθε παράμετρος, σύμφωνα με την Πατερική Διδασκαλία, ακολουθεί και διαδέχεται η μία την άλλη, αποτελώντας η καθεμιά την διαφορετική όψη του ίδιου νομίσματος.